Ευρετήριο Άρθρου

Η είδηση της αυτοκτονίας του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν ήρθε σαν καλοκαιρινή καταιγίδα την ημέρα όπου η Μαδρίτη δοκίμαζε τον πρώτο της -για την χρονιά εκείνη- καύσωνα. Όλα προοιωνίζονταν μία ημέρα που θα κυλούσε αργόσυρτα, με τα κλιματιστικά μηχανήματα και τους ανεμιστήρες να δίνουν το ρυθμό: τα μανίκια θα σηκώνονταν και οι γραβάτες θα χαλάρωναν στα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών και τις τραπεζικές αίθουσες, τα αυτοκίνητα θα δημιουργούσαν κυκλοφοριακή συμφόρηση στο Πασέο ντε Καστεγιάνα, ενώ οι οδηγοί τους θα κορνάριζαν ατελέσφορα. Καθώς το πρωτάθλημα θα είχε μόλις τελειώσει, τα λάβαρα θα κατέβαιναν σταδιακά ή θα φθείρονταν επάνω στα αγάλματα της Κυβέλης ή του Ποσειδώνα, καθώς αντίστοιχα οι οπαδοί της Ρεάλ και της Ατλέτικο θα ένιωθαν την εποχική πτώση του οπαδικού τους ζήλου, με το ενδιαφέρον αμφότερων των αντιπάλων να στρέφεται πλέον στον σχεδιασμό των καλοκαιρινών διακοπών. Θα ήταν μία ημέρα όπου τα ραδιόφωνα και τα μουσικά τηλεοπτικά δίκτυα θα βομβάρδιζαν το κοινό με τις υποψήφιες επιτυχίες του καλοκαιριού που μόλις ξεκινούσε, κι εκείνο με τη σειρά του θα όφειλε να τις μάθει, να τις καταναλώσει και να τις χορεύει επί τρεις μήνες διαρκώς- με δυνατότητα παράτασης. Θα ήταν μία ημέρα όπου όλοι θα διέθεταν ακόμη αρκετά αποθέματα δυναμισμού, εφόσον θα γνώριζαν καλά πως τα χειρότερα δεν είχαν έρθει και η καρτερικότητα θα τους ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στη συνέχεια.

Η αυτοκτονία του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν κανονικά δεν θα’ πρεπε ν’ απασχολεί εργαζόμενους σε γραφεία δημόσιων υπηρεσιών και τραπεζικές αίθουσες, ούτε εγκλωβισμένους οδηγούς στο μποτιλιάρισμα του Πασέο ντε Καστεγιάνα, πόσο μάλλον οπαδούς της Ρεάλ και της Ατλέτικο, ή παραγωγούς μουσικών εκπομπών και το κοινό τους· κι ωστόσο, λιγότερο ή περισσότερο όλοι θα είχαν ακούσει κάτι γι’ αυτόν. Βέβαια, ένας αδαής θα πίστευε πως οι μόνοι που θα μπορούσαν να δείξουν κάποιο ενδιαφέρον, ακόμη και να συμπονέσουν, παραμερίζοντας προσωρινά την αρχόμενη θερινή χαύνωση, θα ήταν αποκλειστικά οι θαμώνες του νοητού τριγώνου που ορίζεται από το υπεραιωνόβιο λογοτεχνικό Καφέ Χιχόν, τα βιβλιοπωλεία της Κάγιε ντε λος Λιμπρέρος και το Θίρκουλο ντε Μπέγιας Άρτες (ή τετραγώνου αν συμπεριληφθεί και η προστατευόμενη ζώνη του Μπάριο ντε λας Λέτρας).

Ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν υπήρξε μία από εκείνες τις -γνωστές στο λογοτεχνικό στερέωμα κάθε χώρας- περιπτώσεις αστέρων που εμφανίζονται, καταυγάζουν για λίγο και χάνονται ξαφνικά, συχνά δε τραγικά. Η προσφορά του υπήρξε τόσο αξιοσημείωτη, ώστε ακόμη και οι καυγάδες που είχε προκαλέσει είχαν κριθεί γόνιμοι. Δεκαπέντε χρόνια ανελλιπούς παρουσίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν λίγα, σε σύγκριση με άλλες περίλαμπρες σταδιοδρομίες στα Γράμματα, μεστά όμως σε σχέση με το έργο του. Και σ’ αυτό δεν συνυπολογίζονταν μόνο το αυστηρά λογοτεχνικό, αλλά και η ενεργός του ανάμειξη στον κινηματογράφο, ο ρόλος του στο διοικητικό συμβούλιο του φεστιβάλ Ρ. Μ. -του οποίου υπήρξε σκαπανέας-, χωρίς φυσικά να ξεχνούμε τον όγκο των κριτικών του στις εφημερίδες. Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι τελευταίες του είχαν στοιχίσει μικρές αντιπαλότητες μέσα στον δημοσιογραφικό κόσμο, καθότι ο εκλιπών είχε κατά καιρούς δημοσιεύσει άπειρες σχετικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, την λογοτεχνία, αλλά και τις ταυρομαχίες. Το να παρεισφρέει ένας συγγραφέας -καταξιωμένος, σύμφωνοι- στις σελίδες κριτικής θεάτρου, κινηματογράφου και λογοτεχνίας, ήταν κάτι λίγο ως πολύ αναμενόμενο κι επιτρεπτό, είχε τέλος πάντων την σφραγίδα της νομιμότητας λόγω των πολλών περιπτώσεων που είχαν προηγηθεί. Το να υπογράφει όμως στήλες κριτικής ταυρομαχιών, ήταν πρωτάκουστο και σχεδόν αντιδεοντολογικό! Ποιος θα διάβαζε πλέον τις τεχνικές αναλύσεις και τις αφ’ υψηλού καταδίκες του Αντόνιο Ρουίθ Πεκένιο, ή το παρωχημένο επικολυρικό ύφος του Λουίς Γκαρθία Αμάρες, τη στιγμή όπου δίπλα ακριβώς μπορούσε να ευφρανθεί από την χυμώδη πένα του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν;

Έτσι, ο αυτόχειρας είχε κατά καιρούς απειλήσει να φάει το ψωμί πολλών επαγγελματιών γραφιάδων, και θα το κατάφερνε σίγουρα, αν, κάθε φορά που διαφαινόταν η επιτυχία ενός παρόμοιου εγχειρήματος, δεν εγκατέλειπε βαριεστημένος την προσπάθεια για να στραφεί αλλού, ή να χαθεί προσωρινά σε κάποιο από εκείνα τα μυστηριώδη ταξίδια, τα οποία συνέβαλαν εξαιρετικά στην καλλιέργεια του μύθου του. Τίποτα ωστόσο δεν πήγε χαμένο, και αυτή η περιστασιακή αρθρογραφία του προσέφερε τη φιλία μερικών διαπρεπών ταυρομάχων, που έβλεπαν το όνομά τους να εγκωμιάζεται όπως πίστευαν ότι δικαιούται. Αξέχαστη θα μείνει φυσικά στη μνήμη και του πλέον αδιάφορου η φωτογραφία του Ελ Γραναδίνο, καθισμένου στην πρώτη σειρά κάποιας βιβλιοπαρουσίασης του δημοφιλούς συγγραφέα· ήταν η κραυγαλέα απόδειξη του έμφυτου ταλέντου που διέκρινε τον αυτόχειρα -και- στις δημόσιες σχέσεις.

“Συγκίνηση και απορία για το τέλος του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν”, διάβασε περιμένοντας στην Πλάθα Μαγιόρ, εκείνο το πρωϊνό του καλοκαιριού που μόλις ξεκινούσε. Για να μην δείχνει σαν αυτό που ήταν, ένας επισκέπτης αμήχανος, ίσως και λίγο φοβισμένος, γοητευμένος πάντως από την πολύχρωμη κίνηση, αγόρασε μία εφημερίδα και κάθισε στο διπλανό καφέ, αφού βεβαιώθηκε πως είχε πλήρη εποπτεία του δρόμου. Θα διάβαζε τις ειδήσεις προσπαθώντας να δείχνει απορροφημένος, ενώ θα έριχνε κλεφτές ματιές γύρω και θα προσπαθούσε να μαντέψει από ποια πλευρά θα ερχόταν ο ισπανός συνάδελφος, τι θα φορούσε, τι θα σκεφτόταν όταν θα τον έβλεπε, πώς θα τον χαιρετούσε... Έτσι θα συνέβαινε οπωσδήποτε, εάν το βλέμμα του δεν έπεφτε στην φωτογραφία του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν, στο κάτω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας. Στην αρχή σκέφτηκε απλώς ότι κάπου τον ξέρει, όντας πολύ ταραγμένος για να επεξεργαστεί περισσότερο την πληροφορία. Διαβάζοντας όμως τον τίτλο “Συγκίνηση και απορία για το τέλος του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν” ξέχασε ακαριαία την προσωπική του συναισθηματική τρικυμία, σε σημείο μάλιστα να ευχαριστήσει βιαστικά, μέσα από τα δόντια τον σερβιτόρο που μόλις του είχε αφήσει τον καφέ στο τραπέζι- κάτι που τον έκανε να δείχνει πολύ απασχολημένος και συμβατός με το περιβάλλον. Άλλωστε κάποτε, υπήρξε στ’ αλήθεια κι αυτός μέτοικος Μαδρίτης. Έγραφε μάλιστα, εξ ονόματος όλων των ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου ομοίων του, Το βιβλίο των μετοίκων.

Βιογραφικά, σχόλια διάσημων συναδέλφων, πολιτικών και καλλιτεχνών, ένας χρονολογικός κατάλογος των βιβλίων του και μία παράθεση των τιμητικών του διακρίσεων -ό,τι δηλαδή θα περίμενε να βρει κανείς σ’ ένα γρήγορα γραμμένο λόγω των περιστάσεων άρθρο-, συνόδευαν την τραγική είδηση. Σίγουρα ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν δεν υπήρξε από εκείνα τα δημόσια πρόσωπα για τα οποία υπήρχαν έτοιμες νεκρολογίες στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των εφημερίδων, ώστε το μόνο που έλειπε ήταν να συμπληρωθεί η φράση: “Σήμερα (ημερομηνία), ώρα (τάδε), στην οικία του (στο νοσοκομείο χ, στην πόλη ψ του εξωτερικού)...”.

Και χωρίς να έχει την παραμικρή πρόθεση, -ακριβώς το αντίθετο μάλιστα-, θυμήθηκε τότε που στην Ελλάδα κυκλοφορούσε ακόμη το έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό Γράφοντας, και το περίφημο διήγημα Η βεντάλια.

Η βεντάλια λοιπόν του ομώνυμου διηγήματος του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν ήταν μία από εκείνες που κάποτε εύρισκε κανείς άφθονες στα καταστήματα τουριστικών ειδών. Με ζωγραφισμένη επάνω μία χορεύτρια φλαμέγκο, κάθε τουρίστρια μπορούσε να προσθέσει το όνομά της (το αντίστοιχο σουβενίρ για τους άντρες ήταν φυσικά η αφίσα της ταυρομαχίας, με το δικό τους όνομα στη θέση του τορέρο). Μία τουρίστρια λοιπόν, που αγοράζει αυτό το κοινότοπο και κάπως κακόγουστο σουβενίρ, -βάζοντας φυσικά να γράψουν επάνω το όνομά της σαν χορεύτριας του φλαμέγκο- είναι η ηρωίδα του διηγήματος του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν. Λίγο αργότερα όμως, επιδεικνύοντάς την όλο χαμόγελα στον ισπανό φίλο της, εισπράττει μία δυσάρεστη έκπληξη, όταν τον ακούει να την κατηγορεί για το φριχτό της αισθητήριο, την ελλιπή της μόρφωση, περιφρόνηση προς τον τόπο που επισκέπτεται, άρνηση να δει την αληθινή του όψη πέρα από εκείνην που της προσφέρουν οι συμβάσεις και τα στερεότυπα, χρεώνοντάς της μέχρι και μία αφ’ υψηλού αντιμετώπιση!

Επιστρέφοντας στην χώρα της, διηγείται την ιστορία στον -επίσης ισπανό- ηλικιωμένο ιδιοκτήτη του συνοικιακού φωτογραφείου όπου δίνει τα φιλμ των διακοπών της για εκτύπωση, με σκοπό να τον διασκεδάσει. Η δική του αντίδραση όμως είναι τελείως διαφορετική· της αποκαλύπτει ότι είναι πρόσφυγας του εμφυλίου που έχει ήδη μια ζωή, παιδιά και εγγόνια, ώστε να μην μπορεί να επιστρέψει πλέον μετά την πτώση της δικτατορίας. Πήγε βέβαια μία δύο φορές για τις διακοπές του, όμως οι αλλαγές που βρήκε τον τρόμαξαν τόσο, ώστε σχεδόν να νιώθει ξένος. Η βεντάλια όμως του θυμίζει τη μητέρα του και του προκαλεί ένα ξέσπασμα συγκίνησης. Έτσι, όταν μετά από δύο ημέρες η ηρωίδα του διηγήματος έρχεται για να πάρει τις φωτογραφίες των διακοπών της, του την χαρίζει. Αυτό ήταν το διήγημα. Ανήκε στην λεγόμενη “συναισθηματική”, ή “νεανική” περίοδο του συγγραφέα.

Ή τουλάχιστον, έτσι το είχε παρουσιάσει τότε στην συντακτική επιτροπή του Γράφοντας, όταν ζήτησε να δημοσιεύσει την δική του μετάφραση...

«Ήταν μία από εκείνες τις βεντάλιες που κατά δεκάδες κρέμονται στα καταστήματα τουριστικών ειδών σχεδόν σε ολόκληρη την Ισπανία. Ένα μνημείο κακογουστιάς, στο οποίο έχουν υποκύψει ακόμη και οι πιο ραφινάτοι περιηγητές. Οι κυρίες της Ανδαλουσίας, που με τόση φυσικότητα χρησιμοποιούν αυτό το παραφερνάλιο, θα την κοιτούσαν με βδελυγμία και οι κόρες της Καστίλλης θα προτιμούσαν να πολιτογραφηθούν εσκιμώες παρά να την κρατήσουν. Φτιαγμένη από ευτελές υλικό, αναπαριστά μία χορεύτρια φλαμένγκο, ενώ κάτω ακριβώς, στον κενό χώρο, η κάθε τουρίστρια που το επιθυμεί μπορεί να ζητήσει να γράψουν το όνομά της. Έτσι, κάθε αφράτη μεσήλιξ βαλκυρία, κάθε ευφάνταστη μεσογειακή, κάθε ανίδεη γιαπωνέζα μπορεί να ονειρευτεί τον εαυτό της ως ένα είδος κακοφορμισμένης Κάρμεν... Η νεαρή τουρίστρια όμως, δεν ήταν τίποτε απ’ όλα αυτά. Μόνο μία ρομαντική ερωτευμένη με την ιδέα της χώρας...».

Η μίμηση είναι η ειλικρινέστερη μορφή κολακείας κι αυτός θαύμαζε τόσο πολύ τον Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν ώστε τόλμησε να περάσει με την «υπογραφή» του ένα κατασκεύασμα που είχε πλάσει ο ίδιος à la manière de (αν υποθέσουμε βέβαια ότι μπορούσε κάποιος να μιμηθεί ικανοποιητικά το ύφος του συγγραφέα). Σκέφτηκε ότι στην Ελλάδα λίγοι θα το καταλάβαιναν -σχεδόν κανείς. Κι έπειτα, αν το δημοσίευε σε κάποιο υπερφιλόδοξο λογοτεχνικό περιοδικό, από εκείνα που έχουν συγκεκριμένο κύκλο ζωής... (Απέρριπτε την ιδέα να το δώσει στο καταπιεσμένων πολιτιστικών αναζητήσεων έντυπο των αποφοίτων της Νομικής). Θα μπορούσε ακόμη, σε μια πιο προχωρημένη εκδοχή, να το παρουσιάσει σαν εύρημα προσωπικής του έρευνας, ως ένα ανέκδοτο διήγημα, ας πούμε. Ο ενθουσιασμός του όμως γρήγορα κατέπιπτε όταν σκεφτόταν πως θα τον ανακάλυπταν αμέσως, και θα ήταν τόσο εξευτελιστικό ώστε όχι μόνον θα ανακαλούσαν την υποτροφία του, αλλά θ΄ ακολουθούσε μία σειρά αλυσιδωτών πανωλεθριών, ώστε στο τέλος θα ήταν αναγκασμένος ν’ αλλάξει όνομα, τόπο διαμονής, επάγγελμα, ίσως και πλανήτη. Και η μαδριλένια του θα τον εγκατέλειπε... Ή θα γελούσε. Η σχέση τους τότε ήταν όπως περιέγραφε ο συγγραφέας στον Μαγνήτη.

«Θα πιουν και θα χορέψουν στο δρόμο. Το καλοκαίρι ειδικά, αυτή η ενέργεια δεν ξέρει πώς να διοχετευτεί και το κάλεσμα του δρόμου είναι η μόνη λύση. Θα βγουν, θα περιπλανηθούν χωρίς συγκεκριμένο δρομολόγιο. Μουσικές και κόσμος θα τους καλούν από παντού. Υπαίθριες ορχήστρες θα παίζουν και ζευγάρια που στάθηκαν για λίγο θα χορεύουν. Μπουκάλια κρασί και μπύρα φερμένα από το σπίτι θα ανοίγουν, οι συζητήσεις θα ανάβουν, κι εκεί που νομίζεις ότι θα επέλθει σύρραξη, θα ξεσπούν και πάλι σε γέλια. Είναι η γιορτή του δρόμου, πιο γνήσια και μακρόβια όλων. Και η Μαδρίτη είναι μία τρελή ενέργεια που ανακυκλώνεται.»

Έτσι λοιπόν, στην Ελλάδα, πρώτο το έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό Γράφοντας είχε παρουσιάσει «έργο» του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν, με τον πολύ ιβηρικό τίτλο Η βεντάλια. Το ζωηρό εκδοτικό ενδιαφέρον που προκλήθηκε, στη συνέχεια μπόρεσε να καταστεί πιο έμπρακτο εν μέρει χάρη στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κονδύλια του Υπουργείου Παιδείας Πολιτισμού και Αθλημάτων. Είναι θαύμα το πώς κανείς ποτέ δεν τον ανακάλυψε. Μόνον ο ίδιος το είχε αποκαλύψει στη μαδριλένια του, μια μέρα στο Καφέ Χιχόν, αλλά εκείνη γέλασε με την ψυχή της. Όσο για τον Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν, τότε είχε τα δικά του αισθηματικά προβλήματα.

Την εποχή εκείνη, χωρίς να εγκαταλείπει εντελώς το καθαρά πεζογραφικό του έργο, αφιερώνεται κυρίως, -λόγω της σχέσης που όλοι ξέρουν, με τη γνωστή ηθοποιό-, στην συγγραφή σεναρίων. Ένα μάλιστα, ευτύχησε να γυριστεί σε ταινία από τον Μανουέλ Λομπάτο Σάντσεθ, και κατάφερε να διαγράψει μία αξιόλογη πορεία στις κινηματογραφικές αίθουσες συγκεντρώνοντας ικανά πλήθη θεατών -μολονότι όχι πάντα για αμιγώς καλλιτεχνικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά, στην ετήσια απονομή των Βραβείων Γκόγια, δεν κατόρθωσε ν’ αποσπάσει παρά μόνον εκείνο για την καλύτερη μουσική επένδυση, κάτι που ο συγγραφέας δέχτηκε σαν προσωπική προσβολή. Αυτό όμως δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για τον εν λόγω θεσμό, εφόσον κάθε χρόνο δημιουργούνταν τουλάχιστον ένα μικρό σκάνδαλο με αδικίες σε βάρος υποψηφίων, οπότε κανείς δεν έδωσε υπερβολική σημασία. Εξαίρεση ίσως ορισμένα από τα σκανδαλοθηρικά έντυπα που αφθονούν στη χώρα, όταν δημοσίευσαν φωτογραφίες του συγγραφέα, -υπέρκομψου με “σκούρο ένδυμα”- στο πλευρό της ηθοποιού, να βγαίνει σκυθρωπός από την αίθουσα. Ούτε αυτά όμως έδωσαν έκταση, αφού ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν δεν κέντριζε ιδιαίτερα το κοινό τους. Δεν είναι σίγουρο ωστόσο ότι η καλλιτεχνική αποτυχία επέφερε τη ρήξη. Τελευταία φορά θεώνται μαζί δημοσίως το επόμενο καλοκαίρι, σε κάποιο από εκείνα τα νησιά που θεωρούνται εθνικό τουριστικό προϊόν πολυτελείας. Ο φακός τους έχει συλλάβει σε ένα κοσμικό μπαρ, όπου, παραδόξως εκείνος φαίνεται να νιώθει πιο άνετα απ’ ό,τι εκείνη, χωρίς όμως κανένας από τους δύο να δείχνει ότι περνά ευχάριστα.

Ακολουθεί σιωπή λίγων μηνών, αναπάντεχη για μία φύση τόσο πληθωρική όσο εκείνη του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν· οι κακόβουλοι αρέσκονται στο να υποστηρίζουν ότι έχασε την έμπνευσή του χάνοντας τη μούσα του. Καλύτερη υπηρεσία δε θα μπορούσαν να του προσφέρουν, διότι τίποτα δεν τον κινητοποιούσε τόσο, όσο η αντιπαλότητα και η αντιπαράθεση. Έτσι λοιπόν, επιστρέφει -θορυβωδώς όπως πάντα.

“Είμαι υπερβολικά υπερήφανος για να επικαλεστώ οποιαδήποτε μούσα. Ό,τι κάνω κι ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα, το χρωστώ αποκλειστικά στον εαυτό μου. Σε κανέναν άλλον”, δηλώνει σε συνέντευξή του στο σαββατιάτικο πολιτιστικό ένθετο μεγάλης εφημερίδας. Έτσι, ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν έθεσε οριστικά τέλος στις φήμες που τον ήθελαν συγγραφικά εξαρτημένο από το πρόσωπο της ωραίας ηθοποιού -αν και, φυσικά, δεν ξανάγραψε σενάρια. Σύντομα όμως κυκλοφόρησε τόμος με άρθρα του υπό τον παιγνιώδη τίτλο Περίεργη ματιά και το μυθιστόρημα Με πανσέληνο στο Λαβαπιές όπου, χωρίς να εξελίσσεται υφολογικά ιδιαίτερα, βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα.

“Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν: Ένα παιδί καλών προθέσεων” τιτλοφορούνταν το άρθρο με το οποίο τον νεκρολογούσε ο Χόρχε Ερνάντεθ Μαρτίνεθ σ’ ένα κείμενο, αρκετά δίκαιο ίσως, αλλά κάπως σκληρό σε σχέση με την εγγύτητα του γεγονότος. Μετά από λίγα χρόνια, όταν θα μπορούσε πια να γίνει μία νηφάλια αποτίμηση του έργου του, τότε, -ακόμη και με την εξιδανίκευση της χρονικής απόστασης-, θα μπορούσε να γραφεί κάτι παρόμοιο, όχι όμως τώρα, πριν κι από την κηδεία ακόμη. Σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου λοιπόν, ο συγγραφέας δεν ήταν τόσο το “κακό παιδί των Γραμμάτων”, όσο ένα παιδί που βαριόταν εύκολα και, ενώ είχε πάντα τις καλύτερες προθέσεις, κάπου στη μέση έχανε την ενεργητικότητα και το ενδιαφέρον του. Έτσι, αποσύρθηκε διαδοχικά από διοικητικά συμβούλια φεστιβάλ, ενώσεις, επιτροπές, αφού προηγουμένως είχε μεταδώσει τον ενθουσιασμό του σε όσους έπρεπε. Κι αυτό δεν ήταν λίγο.

Όπως ήταν αναμενόμενο, σφοδρότεροι επικριτές του υπήρξαν οι γηραιότεροι συνάδελφοι, εκείνοι που δεν είχε διστάσει ν΄ αποκαλέσει “παππούδες”. Του επιτέθηκαν με την αυθεντία των ηρώων που πέρασαν πολλά και το φωτοστέφανο της αντιστασιακής τους δράσης -αληθινής ή φανταστικής.

Ήταν η εποχή όπου όλοι αναψηλαφούσαν το σκοτεινό τους παρελθόν, από τον εμφύλιο και τη δικτατορία μέχρι τη Μετάβαση-Τρανσιθιόν. Μεγάλη προοδευτική εφημερίδα δημοσίευε μαρτυρίες αναγνωστών ή απογόνων τους, ενώ σε κάλεσμά της για αποστολή ιδιωτικού φωτογραφικού υλικού, η ανταπόκριση υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε οδήγησε στην παρουσίαση μίας έκθεσης σε κεντρική γκαλερί της πρωτεύουσας, και στην έκδοση ογκωδών λευκωμάτων. Την ίδια εποχή η τηλεοπτική σειρά που νικούσε σε αριθμούς τα τηλεπαιχνίδια, αναφερόταν στην ιστορία μιας οικογένειας τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Αντίστοιχα, το μπεστ σέλλερ της χρονιάς πραγματεύονταν μία δημοσιογραφική έρευνα γεγονότων που έλαβαν χώρα τότε. Εκείνοι, λοιπόν, οι γηραιοί λογοτέχνες, είχαν να υπερασπιστούν ιερούς σκοπούς, η γενιά του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν, τι είχε παρά αυταρέσκεια, ναρκισσισμό και ομφαλοσκόπηση; Και ποιον θα ενδιέφερε το έργο της ύστερα από πενήντα χρόνια;

“Πρόκειται περί ενός τυπικού κατασκευάσματος της εποχής μας. Ένας νέος που βασίζει την ανοδική του πορεία σε μια σειρά από succès de scandale, επιτυχίες λόγω σκανδάλων” τον κατακεραύνωνε ένας από τους “πατριάρχες” του παλαιού λογοτεχνικού καθεστώτος. Η απάντηση του “τυπικού κατασκευάσματος της εποχής μας”, υπήρξε αμείλικτη: “Μόνον ένα πράγμα είναι χειρότερο από το succès de scandale, -την επιτυχία λόγω σκανδάλου-, κι αυτό είναι το succès de convenance -η επιτυχία λόγω σύμβασης. Ανάμεσα στα δύο περιττό να σας πω ποιο προτιμώ”.

Για πρώτη φορά όμως, δήλωνε ένα διπλωματικό “η κάθε εποχή έχει την τέχνη που της αρμόζει”, ενώ λίγο αργότερα προχώρησε στο απολογητικό “τρέφω βαθύτατο σεβασμό για τη γενιά αυτή, μία από τις λιγότερο ευνοημένες της ιστορίας μας. Άλλωστε και η δική μου οικογένεια, όπως σχεδόν όλες, είχε τις δικές της απώλειες”. Οι θαυμαστές του δοκίμασαν μία απρόσμενα δυσάρεστη έκπληξη, ενώ οι εχθροί του αμηχανία. Ή το πρώην τρομερό παιδί των Γραμμάτων, μεγαλώνοντας με περίεργους ρυθμούς, είχε ήδη φτάσει στην ηλικία της κατανόησης και της τρυφερότητας, ή ο αιφνιδιασμός παρέμενε πάντα ένα από τα ισχυρότερα όπλα του.

Αν ένας συγγραφέας γράφει σ’ όλη του τη ζωή το ίδιο βιβλίο, όπως συνηθίζεται να λένε, τότε ποιο βιβλίο έγραφε συνέχεια ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν; αναρωτιόταν Χόρχε Ερνάντεθ Μαρτίνεθ. “Νομίζουμε ότι αγαπούμε συγγραφείς, ενώ κατά βάθος αγαπούμε βιβλία. Ή μάλλον, νομίζουμε ότι αγαπούμε έναν συγγραφέα, επειδή κάποτε αγαπήσαμε ένα βιβλίο του, κι απαιτούμε από αυτόν να μας προσφέρει στη συνέχεια, εκείνη την πρώτη αναγνωστική συγκίνηση πάντα, ξεχνώντας, ή προτιμώντας ν’ αγνοούμε ότι είναι κι αυτός ένας άνθρωπος κι έχει το δικαίωμα να εξελιχτεί ανεξάρτητα από τις δικές μας προσδοκίες. Φοβούμαι ότι εξαιτίας αυτής της πολύ συνηθισμένης παρεξήγησης, πολλοί έχουν εξαπατήσει άθελα τους πολύ κόσμο.”

Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι.

«Πλην του αυτόχειρος ίσως», σκέφτηκε, διπλώνοντας την εφημερίδα.

Φυσικά, στο τέλος της ημέρας, αναρωτήθηκε και ο ίδιος γιατί άραγε ν’ αυτοκτόνησε ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν. Είχε ήδη ακούσει διάφορες εκδοχές: χρέη λόγω της αποτυχίας του “εναλλακτικού” εκδοτικού οίκου που ίδρυσε -στον οποίον όμως, δυστυχώς ελάχιστοι από τους φίλους και λογοτεχνικούς του συνοδοιπόρους προσχώρησαν... Κάποια νέα αισθηματική καταστροφή... (Αυτό το απέκλειε εκ των προτέρων. Η πληθωρική, επιδειξιομανής του φύση δεν είχε τίποτε από Τσέζαρε Παβέζε)... Έλλειψη έμπνευσης... Ανίατο πρόβλημα υγείας... Σκέφτηκε να πεταχτεί για λίγο μέχρι το Καφέ Χιχόν∙ εκεί σίγουρα θα άκουγε κάτι εγκυρότερο, ή, αν μη τι άλλο, όλα τα σχετικά κουτσομπολιά. Αποφάσισε όμως ότι είναι πολύ κουρασμένος, και... σιγά το Καφέ Χιχόν. Ζει μόνον από τους τουρίστες που τους παραμυθιάζουν ακόμα, εδώ έπινε ο Χέμινγουέϊ, εδώ καθόταν η Άβα Γκάρντνερ, λένε πως ακόμη και η Γκρέτα Γκάρμπο πέρασε από δω, αλλά φυσικά με τα μαύρα γυαλιά της κανείς δεν ήταν σίγουρος, τότε ξέρετε το κόστος ήταν ελάχιστο, πολλές ταινίες γίνονταν στα μέρη μας, οι «Πενήντα μέρες στο Πεκίνο» στην πραγματικότητα γυρίστηκαν λίγο πιο έξω από την Μαδρίτη, κάτω στην έρημο της Αλμερία έκαναν τα δήθεν γουέστερν, κι εδώ μέσα σύχναζαν ο Λόρκα –θα τον έχετε ακουστά βέβαια-, ο Ματσάδο «διαβάτη δεν υπάρχει μονοπάτι, το μονοπάτι το φτιάχνεις περπατώντας»... Κι εκείνη η μικρή αθώα του μαδριλένια που νόμισε κάποτε ότι θα μπορούσε να τον εντυπωσιάσει: «Ά, ώστε γράφεις; Τότε να σε πάω στο Καφέ Χιχόν!». Πού να ήξερε η κακόμοιρη ότι εντυπωσιάζεται μόνον όποιος είναι διατεθειμένος κι έτοιμος να εντυπωσιαστεί.

Οι μόνοι αυθεντικοί θαμώνες πλέον είναι κάτι παλιές δόξες που τους θυμούνται μόνον στα βραβεία των ετοιμοθάνατων, και μαζεύονται κάθε απόγευμα για την «τερτούλια» (1) και για να σιγουρευτούν πως ακόμη μια μέρα είναι ευτυχώς όλοι τους εκεί. Οι σημερινοί έχουν άλλα στέκια, ή πιο άνετα, φτιάχνουν την ιστοσελίδα τους στο Διαδίκτυο, y ya está. (2)

Ο μέτοικος Μποκερίνι, συνηθισμένος στον μεσογειακό ήλιο, τρέμοντας από κρύο στο φριχτό οροπέδιο, απορεί γιατί μένει ακόμα. Επειδή είναι γέρος ίσως και δεν μπορεί ν’ αντέξει τις ταλαιπωρίες ενός ταξιδιού επιστροφής, ή διότι η μουσική του δεν ενδιαφέρει πια κανέναν. Ή ίσως επειδή τόσα χρόνια στο φριχτό οροπέδιο, η μουσική του έγινε κι αυτή μέτοικος, προσεταιρίστηκε τα χαρακτηριστικά της ντόπιας, κι έτσι, μακριά από εκεί θα είναι μία εκπατρισμένη. Ή, αυτό που φοβάται περισσότερο, επειδή έχοντας ζήσει τόσα χρόνια στο φριχτό οροπέδιο, του ανήκει πλέον. Έμαθε να υποφέρει από το παρατεταμένο ψύχος του χειμώνα και τους παρατεταμένους καύσωνες του καλοκαιριού και ν’ αποδέχεται πως αυτή είναι η σειρά και η τάξη των πραγμάτων. Υποτάχτηκε στην ιδέα ότι οι αυτόχθονες δεν θα εκτιμήσουν ποτέ την λεπτότητα και την εκζήτηση του ύφους που έφερνε, και αφέθηκε να γοητευτεί από την δική τους τραχύτητα· στο κάτω κάτω, το μόνο απαράλλαχτο παρέμενε το βροντερό γέλιο και η φλυαρία τους σε ψύχος και σε καύσωνα. Κι έτσι, ο μέτοικος Μποκερίνι, αφού έζησε εκεί τα ώριμα δημιουργικά του χρόνια, αποφάσισε κι εκεί να πεθάνει. Κάποιο βράδυ, ίσως να’ μπαινε κι εκείνος στο Καφέ Χιχόν, ακούγοντας δικές του αρμονίες μέσα από τον θόρυβο των θαμώνων, ενώ λίγα μέτρα πιο πάνω, στην ιρλανδέζικη παμπ, δύο παιδιά εξαντλημένα από την κούραση και τις ταπεινώσεις της δουλειάς, θα έπιναν μπύρες καθώς θα ονειρεύονταν ταξίδια ή κάτι τουλάχιστον που θα μπορούσε να τα γλυτώσει.

Τελικά, ο λόγος της αυτοκτονίας δεν είχε σημασία -αν και μάντευε ότι σε μερικά χρόνια, πολλοί βιογράφοι θα βασανίζονταν από το ζήτημα. «Θα προστεθεί κι αυτό στα ερωτήματα της τέχνης που δεν τίθενται για ν΄απαντηθούν, αλλά για να προκαλούν συνεχώς ερμηνείες», σκέφτηκε ειρωνικά.

Την επόμενη μέρα, στη διασταύρωση του Πασέο ντελ Πράδο με την πλατεία Ποσειδώνα, οι πάγκοι των μικροπωλητών είχαν πάντα τις ίδιες καρτ ποστάλ, τις κακόγουστες βεντάλιες -όπου οι τουρίστριες μπορούσαν να γράψουν τ’ όνομά τους σα χορεύτριες φλαμέγκο, όμοια όπως στο ψευδεπίγραφο διήγημα-, τις αφίσες ταυρομαχίας, και τις μαντίλες από συνθετικό μετάξι -με σταμπωμένα τα διασημότερα έργα του μουσείου-, να στέκονται σα μεσίστιες σημαίες από την άπνοια του καύσωνα. Σκέφτηκε ν’ αγοράσει μία βεντάλια ως ύστατο φόρο τιμής στον νεκρό συγγραφέα και το παλιό νεανικό αμάρτημα που διέπραξε εις βάρος του. «Το αίμα των βιβλίων εκδικείται», έλεγε ο εκλιπών σ’ έναν από τους περίφημους αφορισμούς του, φράση που τον είχε στοιχειώσει όταν περίμενε την δημοσίευση στο Γράφοντας. Να όμως που δεν έγινε τίποτα. Ακόμη και ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν μπορούσε να σφάλλει. Ευτυχώς που δεν ζούσε πια, διότι η μεγαλομανία του δε θ’ άντεχε τέτοιο χτύπημα.

Σκέφτηκε, ότι, αφού μπόρεσε να ξεγελάσει τους πάντες, μέχρι του σημείου να καπηλευτεί τη μνήμη ενός ανυπεράσπιστου αυτόχειρα, δε θα μπορούσε να πάει πιο μακριά κι αποφάσισε να «συγχαρεί» εαυτόν μ’ ένα εξαιρετικό πρόγευμα στο Οτέλ Παλάς, αφού η λογοτεχνία -όπως αποδείχτηκε-, είναι επισφαλής επιλογή και Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν δε γεννιούνται κάθε μέρα.

Δύο από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του συντηρητικού χώρου αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν το γριφώδες σημείωμα αυτοκτονίας, κάτι που τόλμησε ωστόσο να πράξει μία τρίτη προοδευτικότερη, κρίνοντάς το με λογοτεχνικούς όρους και θεωρώντας το ως “το τελευταίο έργο του συγγραφέα” -πράγμα που παραλίγο να οδηγήσει τους κριτικούς σε μία αδιέξοδη συζήτηση για το αν ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν επρόκειτο να στραφεί σ’ ένα νέο ερμητικό ύφος. Ήταν ζήτημα όμως αν το όλο θέμα μπορούσε να συντηρηθεί μία-δύο μέρες ακόμη.

Το καλοκαίρι ξεκινούσε, και σε λίγο η πόλη θα ήταν αφόρητη σαν αναμένος φούρνος.

1. Συζήτηση πάνω σε καλλιτεχνικά ή επίκαιρα ζητήματα

2. Κι αυτό είναι όλο