Ευρετήριο Άρθρου

Είχε σχεδιάσει την είσοδό του επί μακρόν. Θα έπρεπε να ήταν σίγουρη αλλά συγχρόνως αδιάφορη, σαν ένα κομμάτι της καθημερινότητάς του που το διεκπεραίωνε χωρίς σκέψη. Ή μάλλον, θα έπρεπε να δείχνει σκεφτικός, για ζητήματα ακριβώς αυτής της καθημερινότητας. Κανείς δεν θα έπρεπε ούτε καν να φανταστεί πως ένας παρείσακτος προσπαθούσε να ενταχτεί ανάμεσά τους. Αν και εκεί μέσα, κανείς δεν σκεφτόταν τόσο πολύ. Εκείνος όμως, ήταν αναγκασμένος να σκεφτεί τα πάντα. Ο ίδιος, που κάποτε έμπαινε δοξασμένα στο καφέ Χιχόν, απόλυτος κυρίαρχος του χώρου, θριαμβευτής των βλεμμάτων. Όμως φυσικά, δεν ήταν δυνατόν τα πράγματα να πηγαίνουν αιωνίως τόσο καλά.

Πάντα ένιωθε λίγο διαφορετικός∙ και ήθελε να το δείχνει, να το επιδεικνύει μάλιστα, να προβάλλει οτιδήποτε τον έκανε να ξεχωρίζει. Από την αγγλίδα μητέρα του, σε μία επαρχιακή πόλη του βορρά, ως την έφεσή του στο γράψιμο και την αθυροστομία του. Μέχρι μία εποχή, ένα προς ένα όλα του τα όνειρα είχαν αρχίσει να πραγματοποιούνται. Είχε έρθει στην πρωτεύουσα, με το πρώτο του ήδη βιβλίο οι κριτικοί και το κοινό τον είχαν λατρέψει, έμπαινε στο Καφέ Χιχόν πιο άνετα απ’ ό,τι στο σπίτι του... Θα προτιμούσε βέβαια κάποιο αντίστοιχο παρισινό λογοτεχνικό καφενείο, αλλά εδώ τον έριξε η μοίρα, σ’ αυτή την καθυστερημένη γωνιά της Ευρώπης που η Ευρώπη την θεωρεί ακόμη βάρβαρη, οπισθοδρομική κι επικίνδυνη –ιδίως μετά τον εμφύλιο και την δικτατορία-, ωστόσο χρησιμοποιεί χωρίς να κοκκινίζει τον πολιτισμό της... Την ίδια στιγμή όπου αλλού ο τόπος έβραζε από νέα δυναμικά κινήματα, εκεί θεωρούνταν ήδη πολύ το να καταγγείλλεις την υπάρχουσα κατάσταση. Αυτό έκανε και ο ίδιος και πέτυχε. Το πόσο θα ενδιέφερε το βιβλίο του εκτός των –σχεδόν κλειστών- συνόρων, δεν τολμούσε ούτε να το σκεφτεί. Ίσως θα μπορούσε να συναντήσει κάποια σχετική απήχηση κι εκεί για τον ίδιο ακριβώς λόγο: την απεικόνιση της «ισπανικής ιδιαιτερότητας» -ήταν όμως αυτό το μεγάλο έργο που ονειρευόταν; Ή μήπως ονειρευόταν υπερβολικά;

Και καθώς ήταν απορροφημένος από αυτά τα ζητήματα, συνέβη το κακό. Ίσως θα έπρεπε να το περιμένει∙ είχε ήδη συμβεί σε πολλούς άλλους. Ξαφνικά, η λογοκρισία «ξύπνησε» από τον λήθαργό της κι αποφάσισε ότι αρκετή περίοδο χάριτος του είχε απονείμει. Έτσι, είδε κι αυτός, όπως πολλοί ομότεχνοι, τα βιβλία του να αποσύρονται από τις προθήκες, κι ένα τελευταίο να μην καταφέρνει καν να πάρει την περιβόητη άδεια δημοσίευσης. Όπως γινόταν πάντοτε σε παρόμοιες περιπτώσεις, καθώς είχε ήδη αποδείξει με το παράδειγμά του ο Μπωντλαίρ, όταν μία χώρα αρνείται να εκδώσει το πόνημά σου, κάποια άλλη πιο φιλελεύθερη ή πιο αδιάφορη θα βρεθεί να το πράξει. Ο Μπωντλαίρ, ως γαλλόφωνος κατέφυγε στο Βέλγιο, εκείνος βρήκε το εκδοτικό του καταφύγιο στο Μπουένος Άϊρες. Αυτό όμως προκάλεσε ακόμη περισσότερο την μήνιν των λογοκριτών, με μία ασύλληπτη εκστρατεία εναντίον του: το ένα μετά το άλλο τα έντυπα που φιλοξενούσαν τα άρθρα του και το κρατικό ραδιόφωνο διέκοπταν τη συνεργασία μαζί του προσπαθώντας να τον καταδικάσουν στην απόλυτη ένδεια. Μάλλον υπολόγιζαν ότι μαζί με κάποια προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν, θα ήταν επαρκής τιμωρία. Κανείς δεν γνώριζε πώς βιοποριζόταν τον καιρό εκείνο, πάντως η θιγμένη του αξιοπρέπεια τον έκανε να αποφεύγει τα λογοτεχνικά καφενεία -και ιδιαίτερα το Καφέ Χιχόν, όπου όλα του θύμιζαν ότι κάποτε υπήρξε συγγραφέας ενώ τώρα όλα τον εμπόδιζαν από το να είναι.

Θα κατέφευγε λοιπόν σε άλλα καφενεία. Στο Κοκ ή το Τσικότε, ανάμεσα σε εργάτες, υπαλλήλους, εμπόρους και θα προσπαθούσε να περάσει σαν ένας από αυτούς. Θα καθόταν στο μπαρ, θα παράγγελνε με ύφος σκοτισμένο και στη συνέχεια θα επιχειρούσε ν’ ανοίξει ή να συντηρήσει μία συζήτηση με τον διπλανό του. Οι συγγραφείς μπορούν να στέκουν σιωπηλοί, ή να χαριεντίζονται μεταξύ τους στα λογοτεχνικά καφενεία· οι άνθρωποι όμως της δράσης και του αγοραίου βίου στα δικά τους μιλούνε, φωνασκούν, παραπονιούνται για την αύξηση των φόρων, την κίνηση της αγοράς, την ποιότητα των εμπορευμάτων, τον καιρό ή τα αποτελέσματα του ποδοσφαίρου, σε καμία περίπτωση όμως δεν στέκονται ν’ αναλογιστούν. Η Μαδρίτη τους με τη Μαδρίτη των συγγραφέων είναι δύο εντελώς διαφορετικές πόλεις που απλώς συμπίπτουν γεωγραφικά. Προσπαθούσε να μπει στη θέση τους για να τους καταλάβει∙ εξάλλου, γιατί είχε τόση σημασία να είναι κανείς συγγραφέας σε μία χώρα που είχε απείρως σοβαρότερα προβλήματα από τα λογοτεχνικά και σε μια εποχή όπου σεβαστή μερίδα του πληθυσμού αποτελούνταν από αναλφάβητους;

Θα έπρεπε τώρα να ενταχτεί σ’ έναν κόσμο άγνωστο, εφόσον ο δικός του τον είχε εξορίσει. Θα καθόταν πάντοτε στο βάθος της αίθουσας, ή στο μπαρ του καφέ, αλλά ποτέ στο παράθυρο, μην τυχόν περάσει κανένας γνωστός από έξω και τον δει. Και αν του ερχόταν η επιθυμία να βγάλει από την τσέπη του ένα κομμάτι χαρτί για να σημειώσει κάτι, θα την κατέπνιγε. Τι γράφεις εκεί; Ά, τίποτα, έσοδα-έξοδα, προγνωστικά για το ποδόσφαιρο, ένα γράμμα στον αδελφό μου... Μένει μακριά ο αδελφός σου;