Ευρετήριο Άρθρου

Όταν ο Χάϊμε και ο Πάμπλο απολύθηκαν με το δεύτερο κύμα περικοπών από τον Αντένα Τρες, το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να καταφύγουν στο Πρακτορείο, όπως έκαναν στα φοιτητικά τους χρόνια για να πληρώνουν τα δίδακτρα της Σχολής Κινηματογράφου. Κανείς τους δεν περίμενε ότι θα επέστρεφαν εκεί μετά από μία ολιγόχρονη μεν, αλλά πολλά υποσχόμενη πορεία σε διάφορους τηλεοπτικούς σταθμούς της πρωτεύουσας, οι καιροί όμως ήταν δύσκολοι και οι δυο τους αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να δειχτούν ευέλικτοι και χωρίς συμπλέγματα. Για να παρηγορηθούν μάλιστα, βάλθηκαν να θυμούνται διάφορα περιστατικά της εποχής εκείνης, όπως όταν για παράδειγμα, ο διάσημος μπεστελερίστας εγκατέλειψε μαινόμενος το πλατώ της λογοτεχνικής εκπομπής παρασύροντας στο πέρασμά του ένα κομμάτι του σκηνικού και δίνοντας απρόσμενα νούμερα στο κάπως νυσταλέο μεταμεσονύκτιο πρόγραμμα, ή όπως όταν η ευνοούμενη παρουσιάστρια της παραγωγής έπεσε σε δυσμένεια για λόγους καθαρά εξωτηλεοπτικούς, με αποτέλεσμα σύσσωμο το συνεργείο να βρεθεί ξαφνικά στα νέα των Ενόπλων Δυνάμεων.

Προφανώς όμως το καλό τους άστρο έλαμψε: παρότι η ταυρομαχική σαιζόν -που πάντα τους έφερνε τυχερά- είχε τελειώσει, μόλις λίγο καιρό πριν, οι τοπικές εκλογές είχαν επαναπροκηρυχτεί λόγω αδιάσειστων αποδείξεων περί νοθείας, κι έτσι η ανάγκη για εξωτερικά συνεργεία ήταν αυξημένη. Στο Πρακτορείο τούς καλοδέχτηκαν χωρίς το παραμικρό σχόλιο, σα να είχαν να φανούν από χθες, και σχεδόν αμέσως τους έδωσαν έναν κατάλογο με διάφορα χωριά της οροσειράς όπου θα έπρεπε να καλύψουν προεκλογικές συγκεντρώσεις υποψηφίων. Εκείνο όμως που δεν τους είπαν από το Πρακτορείο, ήταν ότι θα έπρεπε επίσης να φορτώνουν τα ογκώδη μηχανήματα στο φορτηγάκι, να οδηγούν νύχτα προς την οροσειρά, να στήνουν μέσα στο κρύο τις υπαίθριες σκηνές όπου θα μιλούσαν οι υποψήφιοι, και μετά την μετάδοση και την μαγνητοσκόπηση για το αρχείο των ενδιαφερομένων, να ξεστήνουν πάλι, περιμένοντας άλλους δύο μήνες κατά μέσον όρο μέχρι την πληρωμή. Δεν ήταν πως τους έλειπαν οι δυνάμεις -ήταν ακόμη πολύ νέοι-, αλλά ότι πίστευαν πως όλα αυτά τα είχαν αφήσει πλέον πίσω τους.

Έτσι, πέρασαν το μισό φθινόπωρο ανεβοκατεβαίνοντας την οροσειρά, ενώ ένοιωθαν τυχεροί όταν οι υποψήφιοι είχαν συγκέντρωση μέσα στην Μαδρίτη, οπότε είχαν κι αυτοί την πολυτέλεια, μετά το τέλος της γνωστής διαδικασίας, να ξεκουράζονται λίγο στην ιρλανδέζικη παμπ που είχαν καθιερώσει ως στέκι τους λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην ουδέτερη ζώνη, ακριβώς ανάμεσα στην πλατεία Κυβέλης όπου ο Χάϊμε γιόρταζε τις νίκες της Ρεάλ, και στην πλατεία Ποσειδώνα όπου ο Πάμπλο γιόρταζε τις νίκες της Ατλέτικο. Οι ίδιοι βέβαια δεν ψήφιζαν ποτέ, πλην των εκλογών για τους πρόεδρους των ποδοσφαιρικών τους συλλόγων –όχι ότι εκεί απογοητεύονταν λιγότερο-, εφόσον ανήκαν στη γενιά που οι σοβαροί σχολιαστές ονόμαζαν «οι απαξιωμένοι που απαξιώνουν την πολιτική».

Κάπου εκεί όμως, το καλό τους άστρο σταμάτησε να λάμπει· οι εκλογές τελείωσαν με νίκη όσων είχαν νικήσει και πριν -αν και συγκεντρώνοντας μικρότερα ποσοστά- και το πήγαιν’ έλα από την οροσειρά στην ιρλανδέζικη παμπ του κέντρου σταμάτησε, χωρίς τίποτε άλλο να βρεθεί για να το αντικαταστήσει. Τότε κοιτάχτηκαν και κατάλαβαν πως δεν τους έμενε πια παρά αυτό που απέρριπταν στα φοιτητικά τους χρόνια: να δουλέψουν στο BBC. Έτσι είχαν τα πράγματα. Εφόσον η ταυρομαχική σαιζόν είχε τελειώσει και μεταφερθεί στη Λατινική Αμερική, οι εκλογές -πρόωρες ή όψιμες- απομακρύνονταν από το ημερολόγιο και τα γραφεία παραγωγής χρειάζονταν μόνο φορτοεκφορτωτές για τα μηχανήματα των ζωντανών μεταδόσεων, η μόνη λύση ήταν το BBC (1): γάμοι, βαφτίσια και πρώτες κοινωνίες των καθολικών.

Από τότε που επεκτάθηκε η συνήθεια να μαγνητοσκοπούνται αυτές οι “ωραιότερες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου”, τα οπτικοακουστικά επαγγέλματα απέκτησαν κάποιους περιστασιακούς επιπλέον πόρους. Βέβαια συμφωνούσαν και οι δύο πως επρόκειτο για ένα άθλιο στερεότυπο, διότι, οι ωραιότερες στιγμές δεν έρχονται βάσει προγραμματισμένης ημερομηνίας. Ο Πάμπλο, παρότι δίσταζε να το ομολογήσει, θεωρούσε ως ωραιότερη στιγμή της ζωής του όταν μπόρεσε να επισκεφτεί την αγαπημένη του γιαγιά που τον μεγάλωσε, στο παραλιακό θέρετρο όπου ζούσε από χρόνια. Ο Χάϊμε πάλι, πίστευε πως ωραιότερη στιγμή της μέχρι τότε ζωής του ήταν όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ πειραματικού κινηματογράφου, αφήνοντας άναυδους τους καθηγητές του, που δεν τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση... Πιθανόν αν διέθεταν όσα ξόδευαν οι πελάτες τους για τις γιορτές τους, ο Πάμπλο θα πήγαινε να ξαναβρεί τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας δίπλα στη θάλασσα και την αγαπημένη του γιαγιά, ενώ ο Χάϊμε θα γυρνούσε μία αληθινή ταινία, που θα συμμετείχε σε αληθινά φεστιβάλ, κι ίσως να κέρδιζε κι εκεί κάποιο βραβείο.

Εφόσον όμως αυτή η εσφαλμένη άποψη διατηρούσε ανθηρό το κύκλωμα του BBC, αποσιωπούσαν τις δικές τους πεποιθήσεις και όλα τούς πήγαιναν καλά. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν οι νύφες να φαίνονται έκπαγλες, τα μωράκια γλυκά και οι έφηβοι αγγελικοί. Έτσι όλοι θα έμεναν ευχαριστημένοι και θα τους συνέστηναν στον κύκλο τους, διότι αυτό είναι το καλό με το BBC: ποτέ δεν εξαντλείται, πάντα υπάρχουν κάποιοι που παντρεύονται, βαφτίζουν, και, -όσο το ιερατείο έχει ακόμη κάποια επιρροή-, λαμβάνουν την πρώτη τους κοινωνία.

Γρήγορα, όταν ξεχνούσαν πως είχαν φτάσει κάποτε μέχρι βοηθοί σκηνοθέτη, διαπίστωναν ότι δεν ήταν και τόσο δυσάρεστα: δαπανούσαν λιγότερο από μισή μέρα, η ατμόσφαιρα ήταν εύχαρις, τα νεύρα και οι ιδιοτροπίες που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ούτε καν συγκρίνονταν με όσα γνώριζαν ήδη, τους πρότειναν ευγενικά να περάσουν από τον μπουφέ, και στο τέλος της ημέρας είχαν μία άριστη κοινωνιολογική μελέτη.

Φυσικά, όπως πάντα, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει ο Χουάν Πέδρο –όταν, επιτέλους έριξαν τη μύτη τους για να του εμπιστευτούν τη δύσκολη θέση όπου είχαν βρεθεί και πάλι. Το ίδιο συνέβαινε ήδη από τα φοιτητικά τους χρόνια∙ ο Χουάν Πέδρο έπαιρνε την ειδικότητά του στη φωτογραφία τον καιρό που ο Χάϊμε και ο Πάμπλο ξεκινούσαν τις σπουδές τους, -γεγονός που του χάρισε την προσωνυμία «ο γέρος»-, κι εξελίχτηκε σε μέντορά τους μέσα σ’ εκείνη τη ζούγκλα. Τους συμβούλευε ποιες κακοτοπιές ν’ αποφεύγουν, τους πήγαινε στις πιο αξιόλογες εκθέσεις για να μαθαίνουν, τους μυούσε στα κινηματογραφικά αφιερώματα της φιλμοτέκα του Λαβαπιές, ενώ, κάθε φορά που αντιλαμβανόταν ότι τα πράγματα ήταν στενά για τους δύο φίλους, τους κερνούσε με τόση διακριτικότητα ώστε ποτέ δε θα μπορούσαν να νιώθουν υποχρεωμένοι. Ο «γέρος» δίδασκε πλέον στο ίδιο πανεπιστήμιο όπου σπούδασαν, ενώ είχε ήδη βραβευτεί στην ετήσια κρατική έκθεση, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το κύρος του.

Οι διασυνδέσεις και οι γνωριμίες του Χουάν Πέδρο λοιπόν, έφεραν μία απρόσμενη πρόταση: να διαλέγουν μουσική για τους χορούς της τρίτης ηλικίας στα κατά τόπους πολιτιστικά κέντρα των περιφερειών της Μαδρίτης. Ο Χάϊμε δε φανταζόταν ότι όλα εκείνα τα γραϊδια γνώριζαν καν την ύπαρξη των τραγουδιστών που κάθε χρόνο ξεπετάγονταν από τους τηλεοπτικούς διαγωνισμούς ταλέντων, διαψεύστηκε όμως εντυπωσιακά. Ο Πάμπλο στην αρχή δε μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του βλέποντάς τους να χτυπιούνται στην πίστα καθώς προσπαθούσαν να μιμηθούν τις χορευτικές κινήσεις των βίντεο κλιπς. Στην αρχή μάλιστα δοκίμασε να εναλλάσσει τα τραγούδια της μόδας με κάτι περισσότερο της ηλικίας τους, κανένα τάγκο ή μπολέρο, έμενε όμως άναυδος όταν οι ηλικιωμένοι τού διαμαρτύρονταν.

Προφανώς ο κόσμος είχε αλλάξει. «Μακάρι να’ χουμε το ίδιο κέφι όταν θα φτάσουμε τα χρόνια τους», κατέληξε να πει στον Χάϊμε. Πέρα από τα καθήκοντά τους όμως ως ντι-τζέϊς της τρίτης ηλικίας, διαπίστωσαν ότι ανεπίσημα αναλάμβαναν και καθήκοντα παιδοκόμων των εγγονών που οι «χορευτές» έσερναν μαζί τους. Τα μικρά έτρεχαν πάνω κάτω στην αίθουσα, ενοχλούσαν τα ζευγάρια στην πίστα, αλλά το χειρότερο ήταν πως πείραζαν τα μηχανήματα –ιδιοκτησίας της εταιρείας που αναλάμβανε εργολαβικά τις εκδηλώσεις από τον δήμο- με φόβο να βρουν τον μπελά τους είτε από κανένα ατύχημα, είτε από καμία βλάβη. Όσο κάτι τέτοιο δε συνέβαινε, η εταιρεία τούς εμπιστευόταν κατά καιρούς και άλλες, λιγότερο επικίνδυνες διοργανώσεις. Συνήθως επρόκειτο για ηχοληψίες συναυλιών φλαμένγκο σε πλέϋ-μπακ (λόγω των πέμπτης διαλογής καλλιτεχνών). Εκεί το άγχος τους ήταν ότι δεν ήξεραν πολλά από ηχοληψία, κάτι που ευτυχώς οι προϊστάμενοί τους δεν αντιλαμβάνονταν, με το απλό σκεπτικό ότι, ως απόφοιτοι της Σχολής Κινηματογράφου, θα ξέρουν απ’ όλα. Μια φορά μόνο, παραλίγο ένας κοπλίστα (2) να τους δημιουργήσει πρόβλημα, επειδή θεώρησε ότι του έβαζαν πολλά μπάσα που δεν τον αναδείκνυαν. Του απάντησαν κάτι θολό σχετικά με την ποιότητα των παλιών μηχανημάτων και τσιγκουνιά της εταιρείας που δεν ανανεώνει τον εξοπλισμό, κι έτσι γλύτωσαν.

Σιγά σιγά, τους ξαναθυμήθηκαν κι από το Πρακτορείο, που τώρα συνεργαζόταν με ισχυρούς τηλεοπτικούς σταθμούς, ιδιωτικούς και δημόσιους. Έτσι, άρχισαν πάλι να κάνουν ρεπορτάζ με το κομμάτι, το οποίο στη συνέχεια μεταπωλούνταν υπερτιμημένο στους παραγγελιοδόχους. Το πράγμα είχε και ενδιαφέρον, εφόσον την μία μέρα μπορεί να τους έστελναν μέχρι το Σανταντέρ (η νόβια του Χάϊμε ανησυχούσε), ενώ την άλλη στην απονομή των κινηματογραφικών βραβείων Γκόγια (η νόβια ζήλευε). Ήταν ένας ασυνήθιστα κρύος χειμώνας∙ «ιστορικός» σχεδόν, όπως τον αποκαλούσαν στην τηλεόραση. Σε μια πόλη όπου παρά το ψύχος δε χιονίζει σχεδόν ποτέ, είχαν πιάσει πάγους μέχρι και τα λιοντάρια στο άρμα της Κυβέλης -της ομώνυμης πλατείας. Ο Πάμπλο και ο Χάϊμε έκλεισαν με το συνεργείο να φύγουν δύο μέρες εκτός Μαδρίτης για να καλύψουν το αναπόφευκτο θέμα «ακραία καιρικά φαινόμενα».

Το Πρακτορείο αναλάμβανε όλα τα έξοδα, πανδοχεία στις αουτοπίστας (3) και γεύματα, για να τραβούν απλώς πλάνα από τις χιονισμένες περιοχές, κάποιο ενδιαφέρον περιστατικό, κανένα μποτιλιάρισμα, και φυσικά να κάνουν τις δύο ζωντανές συνδέσεις για το μεσημεριανό και το βραδυνό δελτίο ειδήσεων. Σ’ εκείνη την αποστολή ο Χάϊμε είδε για πρώτη φορά στη ζωή του χιονάνθρωπο, κι ενθουσιάστηκε τόσο, ώστε το βράδυ, όταν η νόβια τού τηλεφώνησε στο κινητό, δεν παρέλειψε να της το διηγηθεί. Για κακή τους τύχη όμως, την δεύτερη μέρα της αποστολής, πίσω στη Μαδρίτη κάηκε ένας ουρανοξύστης του Πασέο ντε Καστεγιάνα, με αποτέλεσμα όλα τα δελτία να το έχουν πρώτο θέμα, με σαφείς νύξεις για εμπρησμό, εκτενή ρεπορτάζ από το κλείσιμο του μετρό, φωτογραφίες και ερασιτεχνικά βίντεο των περιοίκων, ώστε τα χιόνια να μην ενδιαφέρουν πλέον κανέναν. Ο Πάμπλο ζήλεψε τους συναδέλφους που έμειναν πίσω και στεναχωρέθηκε που έχασαν τόση ένταση∙ «τι σε νοιάζει; Πληρωθήκαμε, κάναμε και την εκδρομή μας!» τον παρηγόρησε ο Χάϊμε, ο οποίος είχε χορτάσει δυσκολίες, συνεπώς είχε αρχίσει να εκτιμά περισσότερο την πρακτική πλευρά των συγκυριών. Καταλάβαινε όμως πώς ένιωθε ο φίλος του: ότι έτσι θα επέστρεφαν από άλλο δρόμο στο επάγγελμά τους. Όπως τότε που έτρεχαν με τις κάμερες στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις, τις ογκωδέστερες που γνώρισε ποτέ η πόλη, όταν, ακόμη κι μάνα του Χάϊμε -που δεν ήθελε καν να τον βλέπει-, φοβόταν. (Οι γονείς του Πάμπλο είχαν πεθάνει από χρόνια, οπότε δεν είχε τέτοιες έγνοιες, ενώ ο Χάϊμε δεν είχε γνωρίσει ακόμη την νόβιά του, ώστε να ξέρει ότι κάποιος ακόμη ανησυχεί γι΄ αυτόν όταν καλύπτει επικίνδυνα θέματα). Ή, λίγο αργότερα, όταν με τα τρομοκρατικά χτυπήματα, ξαφνικά τηλεοράσεις απ’ όλο τον κόσμο συνέρρευσαν στη Μαδρίτη και τα ενοικιαζόμενα τηλεοπτικά συνεργεία δεν προλάβαιναν. Ο Χάϊμε γυρνούσε σπίτι τα χαράματα, κι όταν η νόβια μπορούσε να τον βρει για λίγες στιγμές στο κινητό, της έλεγε «είδα πράγματα που προτιμούσα να μην τα είχα δει», κι εκείνη καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να ρωτήσει τίποτε άλλο, μόνο να του πει πως τον αγαπάει.

Φυσικά, στον Χουάν Πέδρο διηγούνταν ελάχιστα από τις φαιδρές τους περιπέτειες στον ευρύτερο χώρο του πολιτισμού και τις λιγότερο φαιδρές στο χώρο της ζώσας επικαιρότητας. Εκείνος, συνέχισε να τους φροντίζει όπως πάντα με τον τρόπο του: εξασφαλίζοντας προσκλήσεις για τα εγκαίνια μουσείων, γκαλερί, ή πρεμιέρες ταινιών, αντιγράφοντας σιντί στον υπολογιστή του για τους διαβόητους χορούς των ηλικιωμένων, ακόμη και καλώντας τους στο σπίτι του που διέθετε συνδρομητική τηλεόραση, για να βλέπουν τους αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ –εφόσον η συγκεκριμένη πανδαισία δεν προσφέρεται δωρεάν, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Και οπωσδήποτε, δεν παρέλειπε να τους κρατά ενήμερους για τα κουτσομπολιά του κυκλώματος που έχαναν, δουλεύοντας στο BBC. Έτσι, πληροφορούνταν τις τελευταίες φήμες που κυκλοφορούσαν, όπως εκείνην που τρελαίνονταν να πιστεύουν όλοι –ακόμη και ο «γέρος» ο Χουάν Πέδρο-, ιδίως τώρα, εκ του ασφαλούς και εκ των υστέρων: μήπως ο θάνατος των «δύο ελεφάντων» τελικά δεν οφειλόταν σε φυσικά αίτια, αλλά στην εμμονή τους να γνωστοποιούν τις λιγότερο ανεπίληπτες δραστηριότητες του Υπουργείου Παιδείας Πολιτισμού και Αθλημάτων. Ο Πέπε Νούνιεθ και ο Ραμόν Ετσεβαρία, -«δύο ελέφαντες» στο επαγγελματικό ιδιόλεκτο, λόγω του τεράστιου όγκου τους-, είχαν αποβιώσει λόγω εμφράγματος με διαφορά λίγων μηνών ο ένας από τον άλλον, βυθίζοντας τον μικρόκοσμο των μέσων μαζικής ενημέρωσης της πρωτεύουσας σε έναν ωκεανό δακρύων κι ένα παραλήρημα διθυράμβων.

Όλοι πλέον επαινούσαν το ασύγκριτο θάρρος τους, όλοι μιλούσαν ανοιχτά για το πείσμα τους ν΄αποκαλύπτουν άνομα σχέδια με τα μαχητικά τους άρθρα και την εβδομαδιαία τους εκπομπή «Οι ξεροκέφαλοι» στην τηλεόραση («πώς χωρούν στο ίδιο πλάνο» ήταν το γνωστό πολυκαιρισμένο αστείο, στο οποίο ασφαλώς λίγοι τολμούσαν ν΄αναφερθούν τώρα). Προστάτες των αδυνάμων, Δον Κιχώτες των χαμένων υποθέσεων, συνήγοροι των αδικημένων, με αυτό τον τρόπο θα τους θυμόταν όλοι.

Φυσικά, το τελευταίο «αριστούργημα» της καριέρας τους υπήρξε η υπεράσπιση του διεθνώς διάσημου ισπανού σχεδιαστή υποδημάτων Μανόλο Μπλάνικ, όταν η αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Ενδύματος, (η οποία είχε στηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της από ιδιωτικούς πόρους), ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή, με την δικαιολογία ότι έπρεπε να εξοικονομηθούν χρήματα για «πιο σοβαρές διοργανώσεις». Οι «δύο ελέφαντες» τότε, σε πείσμα κάθε προσδοκίας, είχαν υποστηρίξει ότι με τέτοιες άστοχες κινήσεις η χώρα χάνει σε γόητρο, αξιοπιστία και συμπάθειες στο εξωτερικό, τη στιγμή που δεν έχει αυτή την πολυτέλεια∙ διότι στην εποχή μας, δυστυχώς, ένας σχεδιαστής υποδημάτων ευκατάστατων κυριών ανοίγει περισσότερες πόρτες απ’ ό,τι ο Θερβάντες.

Ακόμη και αν η άποψή τους ενείχε κάποιες δόσεις πικρής αλήθειας, οι γελοιογράφοι δεν έχασαν την ευκαιρία, τις ημέρες που ακολούθησαν, ν’ απεικονίσουν τα υπερευτραφή τους σώματα επάνω σε ιλιγγιώδη τακούνια.

Οι συνάδελφοι τώρα, μέσα σ’έναν υπερβάλλοντα ζήλο υμνολογίας, ανέσυραν από τη λήθη τα νεανικά λογοτεχνικά αμαρτήματα του Νούνιεθ («σκουντουφλήματα» τ’ αποκαλούσε ο ίδιος) και το σύντομο πέρασμα του Ετσεβαρία από τα θεατρικά σανίδια, καλλιτεχνικό διάβημα το οποίο έληξε σταδιακά, όσο αυξάνονταν οι υποχρεώσεις του στη δημοσιογραφία, και δεν έλειψε σε κανέναν. Οι ίδιοι όμως τώρα, όχι μόνον έλειπαν σε όλους, αλλά κόντευαν να καταστούν ήρωες ενός ιδιότυπου προφορικού αστυνομικού μυθιστορήματος: «Ποιος σκότωσε τους δύο ελέφαντες»!

«Βλακείες, έλεγε ο Πάμπλο, ήταν τεράστιοι, κάπνιζαν μέσα σε μια μέρα όσα όλο το τμήμα παραγωγής και είχαν απίστευτο άγχος. Μετά απ’ όλα αυτά, δεν ήταν δύσκολο...»

Ο Χάϊμε αντίθετα, δελεαζόταν ιδιαίτερα από την εκδοχή που κυκλοφορούσε, καθώς σαν καλός ισπανός λάτρευε τις θεωρίες συνομωσίας –ανήκε μάλιστα σ’ εκείνους που πίστευαν πως ο Αρκονάδα έσπρωξε μόνος του στα δίχτυα το περίφημο πέναλτυ που αρχικά είχε πιάσει στον τελικό του 80, εναντίον της Γαλλίας, διότι ως Βάσκος βρήκε τον τρόπο του να κάνει αντίσταση κατά της αρχής. (Και φυσικά, διηγόταν αναστατωμένος το ιστορικό περιστατικό τακτικά στη νόβιά του, που χαμογελούσε γλυκά, ή κουνούσε το κεφάλι της, «για φαντάσου...»).

Έτσι, τον ενθουσίαζε και η ιδέα πίσω από τον θάνατο των «δύο ελεφάντων» να κρύβονταν σκοτεινά συμφέροντα, ασύλληπτοι όρκοι σιωπής, ποιος ξέρει, ίσως και κάποιο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο! Η φαντασία του θερμαινόταν ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι δε συμπαθούσε καθόλου τους «δύο ελέφαντες», ιδιαίτερα τον Ραμόν Ετσεβαρία, διότι, παρά την αγιογράφηση που του έκαναν τώρα οι συνάδελφοι, με το τεχνικό προσωπικό είχε πάντοτε νεύρα, έβαζε συνεχώς τις φωνές ή τους ειρωνευόταν, δίχως ποτέ να έχει την λεπτότητα –σχήμα λόγου βεβαίως, με τόσα κυβικά- να ζητήσει μία συγνώμη όταν αποδεικνυόταν ότι έσφαλλε (κάτι που δε συνέβαινε δα και τόσο σπάνια...) Οπότε, δεν πάει να τον είχε στείλει στο διάολο, αυτόν όπως και τον Νούνιεθ, το τσιγάρο, το πάχος, ο αρμόδιος Υπουργός ή ο ίδιος ο Πάπας, κάθε ηλίθιος λιγότερο σ’ αυτό το χώρο είναι κέρδος!

Αυτά βέβαια, ο Χουάν Πέδρο, που προσχωρούσε αφελώς στη χορεία των υμνητών, δεν τα γνώριζε. Το πιο πιθανό ήταν να είχε κάνει με τους «δύο ελέφαντες» κάποιες βιαστικές συζητήσεις σε συνέδρια ή φουαγιέ θεάτρων. Ίσως δε μπορούσαν να κατηγορήσουν τον «γέρο». Εκείνος απλώς ανέλυε τεχνικές κι επεξηγούσε θεωρίες στο πανεπιστήμιο, δεν είχε μπει σ’ ένα στούντιο υπό πραγματικές συνθήκες, ούτε είχε τρέξει σε εξωτερικό ρεπορτάζ με χιόνια, ή βόμβες, ή αίμα κι ένα σωρό τρελούς πάνω απ΄ το κεφάλι του, ώστε να δει πόσο αδαμαντίνου χαρακτήρος ήταν όλοι τους, «ελέφαντες» ή μη... Ο Χουάν Πέδρο, ευτυχώς, δε χρειαζόταν να δουλεύει σε στούντιο, ούτε στο εξωτερικό ρεπορτάζ, ούτε φυσικά στο BBC –που ήταν η έσχατη κατάπτωση. Οι δυο τους όμως, προσέτρεχαν εκεί με κάθε ευκαιρία. Δεν ήταν αυτό που ονειρεύονταν να κάνουν στη ζωή τους, αλλά μήπως πόσοι κατάφερναν να το κάνουν, τώρα όπως και άλλοτε;

Ο Χάϊμε σκεφτόταν το παράδειγμα του αμπουέλο (4) Γκονθάλο, που ήταν εξαιρετικός ζωγράφος, αναγκάστηκε όμως λόγω της εποχής να δουλεύει στα τρένα και στο μετρό. Όταν ο Χάϊμε ήταν μικρός, τον πήγαινε στο μουσείο σιδηροδρόμων και τον έβαζε να «οδηγεί» τις μηχανές. Ο αμπουέλο Γκονθάλο λοιπόν, ξεκίνησε ζωγραφίζοντας για το χαρτζηλίκι του αφίσες κινηματογραφικών έργων –όπως και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στο ξεκίνημά του-, ο πατέρας του όμως δε συμφωνούσε και του έσπαγε συνέχεια τα πινέλα. Κι ύστερα στον εμφύλιο, ο αμπουέλο Γκονθάλο έφυγε με τους δημοκρατικούς για να καταλήξει σε στρατόπεδο αιχμαλώτων της Γρανάδα. Πάντα έλεγε ότι είναι η πιο άσχημη πόλη του κόσμου, παρότι χρόνια μετά ο Χάϊμε θα άκουγε από την νόβιά του πως η Αλάμπρα φτιάχτηκε ειδικά για τους ερωτευμένους, και μακάρι κάποια μέρα να μπορούσαν να την επισκεφτούν μαζί.

Ο Χάϊμε λυπόταν που η νόβιά του δεν είχε προλάβει να γνωρίσει τον αμπουέλο Γκονθάλο∙ οι δυο τους ήταν οι μόνοι άνθρωποι που τον αγαπούσαν αληθινά, ό,τι κι αν τους έκανε. Πονούσε μάλιστα όταν σκεφτόταν πως ο αμπουέλο Γκονθάλο δεν ήταν αληθινός του παππούς (κάτι που είχε εξομολογηθεί μόνο σ’ εκείνην, ο Πάμπλο και ο Χουάν Πέδρο φυσικά δεν είχαν ιδέα), διότι η μητέρα του – που δε ήθελε καν να τον βλέπει-, ήταν υιοθετημένη. Ούτε η υιοθεσία όμως κατάφερε να σώσει τον γάμο του αμπουέλο Γκονθάλο με την αμπουέλα Μπεγκόνια, κι έτσι στα γεράματα, έφυγε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σ’ ένα γηροκομείο σιδηροδρομικών στο νότο. Από εκεί τους έστελνε τακτικά πακέτα γεμάτα μπισκότα, ελιές και χαμόν σεράνο, λες και βρισκόταν ακόμα στην πολιορκία της Μαδρίτης. Συνέχισε να ζωγραφίζει όποτε μπορούσε, με μία παράξενη εμμονή στις βυζαντινές εικόνες. Έψαχνε, προσπαθούσε ερασιτεχνικά να τις αντιγράψει για να μάθει τα μυστικά τους, είχε γνωρίσει τυχαία κι έναν έλληνα ζωγράφο που ζούσε χρόνια στην Ισπανία, τον Δημήτρη Περδικίδη, ο οποίος όμως απεχθανόταν την βυζαντινή τέχνη, οπότε δεν είχε να του δώσει πολλές συμβουλές.

Κάποια μέρα που βρισκόταν στο σπίτι των παππούδων, η νόβια ανακάλυψε μέσα σε μια ντουλάπα με παλιά ρούχα την καμπαρντίνα του αμπουέλο Γκονθάλο. Σε χρώμα που του περιέγραψε ως ταμπά ή καφέ ω λαί, με πλαστική επένδυση από πράσινο καρώ, μιμούνταν αρκετά ικανοποιητικά τις αληθινές καμπαντίνες των γνωστών οίκων. Τη δοκίμασαν, κι επειδή ταίριαζε όμορφα και στους δύο αποφάσισαν να τη σώσουν από τη λήθη. Έτσι, όταν χρειαζόταν να την μοιραστούν, δεν υπήρχε πρόβλημα. Εκείνη, του την έφερνε έξω από τα σεμινάρια ανέργων του Ιμεφέ , όταν τον περίμενε να σχολάσει τα βράδια, κι εκείνος της την παραχωρούσε στους αγώνες του Σαντιάγο Μπερναμπέου, όταν έμπαιναν ως ηχολήπτες με την διακριτική συνενοχή του Χουάν Πέδρο –προνομιακού συνεργάτη των οπαδικών εντύπων «Γράδα μπλάνκα» (6) και «Άλα Μαντρίντ» (7) -, και μοιράζονταν το ίδιο στενό κάθισμα στο πρώτο ημίχρονο, μέχρι να βρουν δύο άδεια στο δεύτερο. Δυστυχώς, έπρεπε να προσφεύγουν πλέον σε αυτή την μικρή πλεκτάνη, αφού με τον θάνατο του πατέρα του Χάϊμε από λευχαιμία, οι συνδρομητικές θέσεις μειώθηκαν και η εναπομείνασα μετά βίας μπορούσε να εξοφληθεί.

Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως ήταν που ο Πάμπλο ζήλευε τον Χάϊμε. Εκείνον, η Μαρισόλ όλο και συχνότερα τον πίεζε να «επισημοποιήσουν» τη σχέση τους∙ θα μπορούσαν, έλεγε, να δουλεύουν στο κατάστημα καλλυντικών του πατέρα της, οι γυναίκες πάντα θα ψωνίζουν μικροπράγματα, ακόμη και στις πιο δύσκολες εποχές. Ενώ, τον Χάϊμε η νόβιά του φαίνεται ότι δεν τον πίεζε ποτέ για τίποτα, μέχρι και στο Μπερναμπέου δεχόταν να πηγαίνει –εντάξει, γήπεδο της μισητής αντιπάλου, αλλά τι να κάνουμε; (Η Μαρισόλ ούτε έξω από το Βιθέντε Καλντερόν (8) δεν ήθελε να περνάει...) Και η καημένη, έδειχνε πάντα κομψή και χαμογελαστή, περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν καμιά φορά, αλλά αυτό μάλλον οφειλόταν στην ηλικία της. Δεν ήξερε πόσο ακριβώς, πάντως είχαν μία διαφορά με τον φίλο του. Φαινόταν από το ντύσιμο –καμιά νέα κοπέλα δε ντύνεται έτσι-, από τον τρόπο που προσπαθούσε υπερβολικά να δείξει ότι ενδιαφέρεται για ό,τι τους αφορά –ενώ ήταν σίγουρος πως τις περισσότερες φορές έπληττε-, και από το ότι κατά καιρούς έλεγε διάφορα ακατανόητα, ότι έκανε μία έρευνα για τον Μποκερίνι στη Μαδρίτη... Και η Μαρισόλ έπληττε βέβαια, αλλά τουλάχιστον εκείνη δεν προσποιούνταν.

Όσες φορές βγήκαν όλοι μαζί, υπήρξε σκέτη αποτυχία. Ο Χάϊμε και η νόβιά του συνήθως πρότειναν να πάνε στο Καφέ Χιχόν -μα ποιος πηγαίνει σ΄αυτή την αηδία; Τα γκαρσόνια φορούν λευκά σακάκια με κόκκινες επωμίδες και σειρήτια, ενώ οι θαμώνες είναι κάτι ξεχασμένοι γέροι –που όπως ισχυριζόταν ο Χάϊμε με την νόβιά του, είναι πολύ σημαντικοί-, ή τεχνοκράτες των γύρω τραπεζών που τρώνε εκεί τα μεσημέρια, και τουρίστες, που νομίζουν ότι εκεί μέσα θα βρουν λίγο άρωμα αυθεντικής μαδριλένικης εντοπιότητας... Είναι λογοτεχνικό καφενείο, επέμεναν ο Χάϊμε με την νόβιά του, ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου, από εκεί πέρασαν συγγραφείς, ηθοποιοί, πολιτικοί... «Μήπως συχνάζει και ο Μποκερίνι εκεί;» είχε ρωτήσει ο Πάμπλο. «Ο Μποκερίνι πέθανε στις αρχές του 19ου αιώνα», απάντησε η νόβια του Χάϊμε, η καημένη όμως το είπε τόσο γλυκά και παραιτημένα ώστε σε καμία περίπτωση δεν θεώρησε ότι τον ειρωνευόταν αφ’ υψηλού.

Κάποιο βράδυ ωστόσο, ο Πάμπλο και η Μαρισόλ πείστηκαν, με αποτέλεσμα οι τέσσερείς τους να καταλήξουν όντως στο Καφέ Χιχόν. Εκεί όμως, έπεσαν επάνω σ’ έναν γνωστό του Χουάν Πέδρο, που αυτοσυστήθηκε ως καινούριος συγγραφέας και άρχισε να τους εξηγεί -προτού καν τον ρωτήσουν-, ότι ετοιμάζει ένα βιβλίο με ιστορίες μετοίκων της Μαδρίτης, από διάφορες χρονικά εποχές. Είπε την ακατανόητη λέξη την οποία εξήγησε στη συνέχεια. «Δηλαδή μετανάστες;» τον ρώτησαν. «Όχι ακριβώς, τους απάντησε. Μέτοικοι ήταν οι κάτοικοι άλλων πόλεων που αποφάσιζαν να εγκατασταθούν στην αρχαία Αθήνα. Δεν υπήρξαν αυτό που σήμερα αποκαλούμε μετανάστες, συχνά μάλιστα ήταν πλούσιοι και πλήρωναν έναν υψηλό φόρο για να έχουν το προνόμιο να ζουν εκεί. Γινόταν έμποροι, διανοούμενοι ή καλλιτέχνες, ποτέ όμως δεν εξομοιώνονταν εντελώς με τους αυτόχθονες∙ ούτε οι ίδιοι ούτε τα παιδιά τους αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα.» «Και γιατί το δέχονταν αυτό;» τον ρώτησαν πάλι. «Διότι εκεί ήθελαν να ζήσουν», τους απάντησε, «ή διότι μόνον εκεί μπορούσαν να εκτιμηθούν τα ταλέντα τους. Να, όπως σ΄εσάς ο Βελάσκεθ και ο Γκόγια που έπρεπε να έρθουν στη Μαδρίτη για να αναγνωριστεί η τέχνη τους.» «Ή ο Ντι Στέφανο» (9) ... ψιθύρησε ο Πάμπλο στο αυτί του Χάϊμε, που χασκογέλασε, διότι παρά τις οπαδικές του προτιμήσεις διέθετε αίσθηση του χιούμορ. Στη γλώσσα του συγγραφέα, -όπως τους εξήγησε ο ίδιος-, η λέξη μέτοικος έχει επιζήσει και σημαίνει πάντα το ίδιο, παρότι, δυστυχώς, σε κάποιες βορειοευρωπαϊκές γλώσσες, προσέλαβε πλέον αρνητική χροιά.

Οι ίδιοι δεν κατανοούσαν την συναισθηματική φόρτιση της λέξης, ούτε για ποιο λόγο ήταν τόσο ενδιαφέρον το να είσαι μέτοικος. Εκείνοι ήταν μαδριλένοι γέννημα θρέμα, πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσαν να διασχίζουν ολόκληρη την Γκραν Βία με κλειστά μάτια, κι ωστόσο κάθε φορά ν’ ανακαλύπτουν κάτι καινούριο, ότι στο δρόμο πρέπει πάντα να κοιτάζουν κάθε λίγο πίσω τους για ν’ αποφεύγουν δυσάρεστες εκπλήξεις, ότι πρέπει να προσέχουν το πορτοφόλι τους στο μετρό και ότι η κάγιε Θερβάντες τις ώρες της σιέστας είναι σχεδόν τόσο επικίνδυνη όσο και το Λαβαπιές στις τέσσερις τα ξημερώματα. Δεν είχε νόημα όμως να τα εξηγήσουν όλα αυτά στον «συγγραφέα». Εκείνος όμως τους εξήγησε –εντελώς εμπιστευτικά-, ότι για πρώτο μέτοικο του βιβλίου του, είχε επιλέξει τον... Ανέφερε το όνομα ενός «ιερού τέρατος», μετέπειτα νομπελίστα (10), κάτι που ο Χάϊμε θεώρησε ως απίστευτη έπαρση, ο Πάμπλο το θυμόταν αμυδρά από τα σχολικά του χρόνια, ενώ η Μαρισόλ το γνώριζε λόγω της συχνής εμφάνισης της χήρας του –τελευταίας συζύγου-, στο Hola. Η διαφορά όμως, δικαιολογήθηκε ο συγγραφέας, είναι ότι εμένα με ενδιαφέρει την σύντομη εποχή της απόλυτης εξαθλίωσής του, εκεί γύρω στις αρχές του πενήντα.

Ο καημένος, έμοιαζε σχεδόν γραφικός μέσα στην φλυαρία του –που μάλλον είχε ως στόχο τον εντυπωσιασμό της συνοδού του, παρά τους ίδιους. Ο Πάμπλο, για να διασκεδάσει την πλήξη του, άρχισε να τον πειράζει. Το ότι ο συγγραφέας δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει, τον ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο. Η νόβια του Χάϊμε αντίθετα, πήρε τόσο σοβαρά το όλο ζήτημα, ώστε προσφέρθηκε να συνεισφέρει στο βιβλίο με το υλικό της για τον Μποκερίνι. Και στην ταινία!, επαύξησαν ο Χάϊμε με τον Πάμπλο, εφόσον ως απόφοιτοι της περιώνυμης Σχολής Κινηματογράφου θα το μετέφεραν στην οθόνη.

Ήταν η σειρά τους να τον ζαλίσουν, παίζοντας εντός έδρας. Μα φυσικά, δεν το ήξερες φίλε μου; Δεν μας εκπλήσσει, δεν φροντίζουν αυτά τα πράγματα να γίνονται γνωστά στο εξωτερικό, δυστυχώς οι ισπανοί δεν ξέρουν να πουλάν τον εαυτό τους... Μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του παγκόσμιου κινηματογράφου έχουν γυριστεί εδώ! Βέβαια! Γιατί νομίζεις ότι τα έπινε στο Καφέ Χιχόν η Άβα Γκάρντνερ; Οι «Πενήντα ημέρες στο Πεκίνο» στην πραγματικότητα ήταν πενήντα ημέρες στην Μαδρίτη, τα περισσότερα γουέστερν- σπαγγέτι που έχεις δει έχουν γίνει κάτω στην έρημο της Αλμερία, για να μην μιλήσουμε για το «Δόκτωρ Ζιβάγκο»... Στη σκηνή της διαδήλωσης, όταν το πλήθος έπρεπε να τραγουδά την Διεθνή, η αστυνομία του Φράνκο κατασκόπευε μεταμφιεσμένη σε κομπάρσους, για να εντοπίσει ποιοι ήξεραν τους στίχους. Έτσι ακριβώς!

Ο φιλόδοξος συγγραφέας αλλά αδαής περί τα κινηματογραφικά, είχε μείνει εμβρόντητος...

Όσο καταναλωνόταν το οινόπνευμα, τόσο αυξάνονταν οι λεπτομέρειες του κοινού τους σχεδίου. Η ταινία θα έπρεπε να είναι σπονδυλωτή, οπωσδήποτε. Στο τέλος, όλοι οι ήρωες των διαφορετικών εποχών θα συναντιόνταν σ’ έναν άχρονο χώρο, -στο Καφέ Χιχόν ας πούμε. Και σαν επισφράγιση της αξιομνημόνευτης νύχτας, ο συγγραφέας ανακοίνωσε στον Χάϊμε και την νόβιά του ότι θα τους συμπεριλάμβανε στο βιβλίο του ως «εραστές του Καφέ Χιχόν» (Ο Πάμπλο και η Μαρισόλ είχαν βρει καταφύγιο στην γωνιά του καπνοπώλη δίπλα από την είσοδο, με συνέπεια να εξαιρεθούν από αυτή την τιμή). Μα εμείς δεν είμαστε μέτοικοι, απόρησε ο Χάϊμε∙ όχι, εγώ είμαι, επέμεινε η νόβιά του, μέτοικος για λόγους αισθηματικούς -κατηγορία που μάλλον δεν υπήρχε στην αρχαία Αθήνα.

Όταν μπόρεσαν επιτέλους να ξεκολλήσουν, η νύχτα είχε ήδη χαθεί και κανείς τους δεν είχε διάθεση να συνεχίσει για χορό στο «Ντέχατε μπεσάρ» -στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο Σαντιάγο Μπερναμπέου, απέναντι ακριβώς από εκείνην όπου διέμενε ο Φράνκο, πριν την «ανέλιξή» του φυσικά, και συνεπώς πριν από την έμμεση ανάμειξή του στα κινηματογραφικά δρώμενα της εποχής του «Δόκτορος Ζιβάγκο»...

Η μόνη παραχώρηση που έκανε έκτοτε ο Πάμπλο στα λεγόμενα «λογοτεχνικά καφενεία», ήταν πλέον εκείνο το ερείπιο, το Κομερθιάλ που στον δεύτερο όροφο είχε συνδρομητική τηλεόραση και μπορούσαν να βλέπουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες.

Γι΄αυτό δεν ήθελε να βγαίνουν μαζί με τις γυναίκες. Ή ο φίλος του θα μεταμορφωνόταν σε κάποιον που προσπαθεί να παραστήσει τον έξυπνο, ή δεν θα συμφωνούσαν για το πού θα πάνε, ή κάποια παρεξήγηση θα δημιουργούνταν –εκτός του ότι ήταν σχεδόν σαχλό να βλέπει τον Χάϊμε ως περιποιητικό ερωτευμένο με την νόβιά του. Κάποτε μάλιστα, μάλωσε με την Μαρισόλ εξαιτίας της, διότι εκείνη δε μπορούσε να εξαπατηθεί εύκολα. Τις ήξερε τις γυναίκες αυτού του είδους∙ ήταν οι καλύτερές της πελάτισσες και οι πιο διασκεδαστικές. Πάντα το απολάμβανε όποτε κατέπλεαν στο κατάστημα καλλυντικών. Όταν μάλιστα τύχαινε να συναντήσουν εκεί μέσα καμιά παλιά συμμαθήτρια ή γνωστή ήταν σωστό γλέντι! Αντάλλασσαν φιλιά στον αέρα και γελοίες φιλοφρονήσεις: «δεν έχεις αλλάξει καθόλου!», «σωστό κοριτσάκι», ενώ λίγο πιο πέρα τα προεφηβικής –ή προπανεπιστημιακής, για τις πιο βιαστικές- ηλικίας παιδιά τους ανιούσαν. Η Μαρισόλ είχε αναπτύξει μία λαμπρή εμπορικά μέθοδο για να τις αντιμετωπίζει∙ «Συμμαθήτριες είπατε; Με συγχωρείτε δεν έχω το δικαίωμα να εκφέρω άποψη, αλλά (αυτό το είχε ακούσει στην τηλεόραση και της άρεζε)... Τελικά, ό,τι καλλυντικό και να πάρεις, αν δε βοηθάει το γονίδιο... Σίγουρα θα είστε χορτοφάγος ή θα κοιμόσαστε πολλές ώρες, θα γυμνάζεστε ευσυνείδητα...» Και οι πελάτισσες επέστρεφαν πάντοτε ευχαριστημένες. Μία τέτοια λοιπόν ήταν και η νόβια του Χάϊμε, το έμπειρο μάτι της Μαρισόλ δε μπορούσε να ξεγελαστεί∙ και τα χρήματα, ποιος ξέρει πώς τα έβρισκε για να κάνει τα ψώνια και τις έρευνές της, διότι ο κακόμοιρος ο Χάϊμε δεν έχει ούτε για ν’ αναπνεύσει. Σίγουρα θα εισέπραττε καμιά διατροφή, ίσως και δύο, όλο και κάποιος θα στραβώθηκε στα νιάτα της, αυτές συνήθως έτσι τα καταφέρνουν, μπορεί να είναι ακόμα παντρεμένη, γι΄αυτό χάνεται κάθε τρεις και λίγο, κι όταν επιστρέφει τρέχουν με τον Χάϊμε στα ξενοδοχεία... Κι αν όχι, κατά πάσα πιθανότητα θα διαθέτει κρυφούς πόρους, κληρονομικά, υπέργηρες συγγενείς που τους κλέβει τα κοσμήματα για να τα επιδεικνύει όταν βγαίνουν –λες και νοιάζεται κανείς-, ή να τα «σκοτώνει» στα ενεχυροδανειστήρια της Πουέρτα ντελ Σολ και να κάνει μεγάλη ζωή με τον Χάϊμε... Η φαντασία της Μαρισόλ ήταν ανεξάντλητη σε υποθέσεις εναντίον της. Κάποτε ξέσπασε και μπροστά στον Πάμπλο.

«Θα μπορούσε να ντύνεται πιο νεανικά και να βάφεται πιο ανάλαφρα για να μην επιβαρύνει τη θέση της», του σχολίασε. «Θα μπορούσες κι εσύ να είσαι πιο περιποιημένη, αφού έχεις κατάστημα καλλυντικών», τόλμησε να της απαντήσει ο Πάμπλο. «Εγώ έχω τα νιάτα μου, δε χρειάζομαι τα παστώματα και τις φροντίδες που κάνει αυτή», θίχτηκε η Μαρισόλ. Η αλήθεια είναι ότι ο Πάμπλο δεν εννοούσε ότι παραμελούσε τον εαυτό της∙ αντίθετα, του άρεσε πολύ με τα τζην και την αλογοουρά, και χρειάστηκε χρόνο μέχρι να την πείσει ότι δεν θα πήγαινε ποτέ με γυναίκες μεγαλύτερες, ακόμη κι αν κυκλοφορούσαν κομψές και μιλούσαν εξεζητημένα όπως η νόβια του Χάϊμε. Όμως, έτσι ήταν πάντα ο φίλος του: του άρεζαν οι μεγαλύτερες και η Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν θα τον άλλαζε τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια... Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι δυο τους, ήταν να κρατούν τις ποδοσφαιρικές τους προτιμήσεις και τις γυναίκες τους μακριά ο ένας από τον άλλον. Δεν αγαπώ αυτά που αγαπάς, αλλά αγαπιόμαστε, το ίδιο ισχύει στη φιλία, στον έρωτα όπως και στο ποδόσφαιρο.

Διότι και ο Χάϊμε πράγματι ένιωθε περήφανος για τον φίλο του τον Πάμπλο, όπως και για τον αμπουέλο Γκονθάλο, την νόβιά του και τον τίο Πάκο.

Ο τίο Πάκο (που κι αυτός δεν ήταν αληθινός του θείος, ο τίτλος τού απονεμόταν καταχρηστικά, λόγω αδελφικής φιλίας με τον πατέρα), υπήρξε το πρότυπο του αυτοδημιούργητου επιτυχημένου. Με κάποιον τρόπο που κανείς δε γνώριζε, από λογιστής έγινε εκατομμυριούχος (μάλιστα, για ένα διάστημα είχε αλλάξει το συνδρομητικό του κάθισμα δίπλα τους στο γήπεδο, μ’ ένα άλλο στην εξέδρα των εξεχόντων προσώπων του πάλκο ντε ονόρ, αλλά επάνω στην πρώτη τεμποράδα (11) βαρέθηκε και γύρισε πίσω στην παλιά του θέση μαζί τους. Το ότι μετά από το τυπικό τηλεφώνημα των συλλυπητηρίων για τον θάνατο του πατέρα δεν φρόντισε να επικοινωνήσει ξανά, θα πρέπει μάλλον να δικαιολογηθεί από τον φρενήρη ρυθμό των επαγγελματικών του υποχρεώσεων). Ο τίο Πάκο όμως, ήταν λιγότερο μύθος για τον ξαφνικό πλουτισμό του, και περισσότερο για τις υψηλές του γνωριμίες με τον ίδιο τον Μπερναμπέου και τον Σανθ! Ο ίδιος διηγόταν πάντα ότι, όποτε η ομάδα είχε οικονομικά προβλήματα, όλοι έλεγαν: «να φωνάξουμε τον Πακίτο». Βέβαια, οι διηγήσεις του τίο Πάκο επιδέχονταν διάφορες παραλλαγές, ανάλογα με το ακροατήριο, την ώρα και την διάθεσή του, δε μπορούσε όμως κανείς να μην του αναγνωρίσει ότι ήταν πάντοτε γλαφυρές, ανεξαρτήτως αυθεντικότητας. Όσο για τα οικονομικά, δεν είχαν λόγο να μην τον πιστέψουν -εξάλλου, από απλός λογιστής έγινε εκατομμυριούχος. Και μάλλον οφείλεται σε κακή χρήση των συμβουλών του το γεγονός ότι χρόνια ολόκληρα οι πρόεδροι έφευγαν αφήνοντας το ταμείο της ομάδας άδειο –μέχρι που υπέκυψαν στους νόμους του μάρκετινγκ και διορθώθηκαν κάπως τα πράγματα. Το ότι πάλι ο Χάϊμε ποτέ δεν του τηλεφώνησε, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, όταν δεν του περίσσευε ούτε ένα ευρώ για ν’ αγοράσει τη Μάρκα (12), οφειλόταν στην παροιμοιώδη μαδριλένικη περηφάνια -ίσως και στον ενδόμυχο φόβο μήπως ένας μύθος που κρατούσε ήδη από την παιδική του ηλικία, καταρρεύσει.

Κάποια στιγμή όμως, ο Χουάν Πέδρο τούς βρήκε κάτι αληθινά εξαιρετικό: έναν διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τεχνικούς συνεδρίων. «Είναι σχεδόν αυτό που κάνετε και στη Μαδρίτη με τις εκδηλώσεις του δήμου», τους εξήγησε, «κάπως λιγότερο διασκεδαστικό και περισσότερο καλοπληρωμένο. Έχουν μόνον εξήντα θέσεις για ολόκληρη την Ευρώπη και πρέπει να φρεσκάρετε τα αγγλικά σας για τις γραπτές εξετάσεις, αλλά μην ανησυχείτε είναι με το σύστημα των πολλαπλών επιλογών». Στην αρχή ενθουσιάστηκαν, γρήγορα όμως κατάλαβαν πως ήταν πέρα από τις δυνατότητές τους. Έπρεπε να μελετήσουν πολύ, κάτι για το οποίο δεν είχαν πια κουράγιο, κι έπειτα, ποιος θέλει να ζήσει στις Βρυξέλλες; Καλύτερα να φυτοζωεί εκεί στη Μαδρίτη, στο φριχτό οροπέδιο. Άλλωστε, οι φήμες επέμεναν ότι σύντομα θα άνοιγε ο Αυτόνομος Τηλεοπτικός Σταθμός των Βαλεαρίδων Νήσων, και οι δύο καστιγιάνοι θα έφευγαν για εκεί. Είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν όνειρα –αν και η Μαρισόλ είχε ξεκαθαρίσει στον Πάμπλο ότι δεν θα εγκατέλειπε με τίποτα την πρωτεύουσα.

Ο Χάϊμε με την νόβιά του θα μένουν στη συνοικία του Σαντ Αγκουστί της Πάλμα ντε Μαγιόρκα. Το διαμέρισμά τους θα βλέπει κατευθείαν στη θάλασσα. Θα ζουν όλη μέρα με τον ήχο των κυμάτων, και τη νύχτα, το νανούρισμά τους θα τους βυθίζει σ’έναν ευδαίμονα ύπνο. Σ’ ένα νησί όπου το καλοκαίρι διαδέχεται η άνοιξη και άλλη εποχή δεν υπάρχει (τουλάχιστον έτσι το φαντάζεται ένας καστιγιάνος του οροπεδίου), όπου ο καθένας κάνει τη δουλειά που του ταιριάζει, ο καπνιστός σολωμός και η σαμπάνια πουλιούνται φτηνά στα σούπερ μάρκετ και ο κόσμος τα βράδια κυκλοφορεί με τα καλά του, θα βρουν επιτέλους, μετά από τόσα βάσανα, το καταφύγιο που τους αξίζει. Δε θα χρειάζεται πλέον να τρέχει με την κάμερα σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις και τρομοκρατικά χτυπήματα, ούτε ν’ ανησυχεί για εκείνην που φοβάται. Δουλειά στούντιο όλη μέρα, τα αιώνια σκάνδαλα των φαμόσος (13) που τιμούν το νησί με την παρουσία τους, και, εκτάκτως το καλοκαίρι, οι διακοπές του άνακτος μετά της οικογενείας. Ίσως κάποτε μάλιστα, να έφτανε στο σημείο να νοσταλγεί την βρωμιά, τον θόρυβο και τον κίνδυνο του Ράστρο (14), ή τις διαδρομές με το μετρό και τον περίπατο στην Γκραν Βία –διότι εκείνο που σίγουρα θα νοσταλγούσε μέσα στον προαλειφόμενο παράδεισο θα ήταν τα παιχνίδια στο Μπερναμπέου. Όμως, όλοι οι παράδεισοι είχαν πάντοτε ελλείψεις, ήδη από τον πρώτο.

Έτσι, πέρασε εκείνος ο «ιστορικός» χειμώνας∙ ή μπορεί να ήταν και δύο. Τα γεγονότα μπερδεύονταν στο μυαλό του Χάϊμε και του Πάμπλο: τα χιόνια με τις τρομοκρατικές επιθέσεις, τα βραβεία Γκόγια με τις πολιτικές αλλαγές, οι συγκλονιστικές ανατροπές της προσωπικής τους ζωής με βραδιές χαμένες ή χαρούμενες στα μπαρ, οι εξελίξεις από τον μικρόκοσμο του επαγγέλματος με τους εμπρησμούς ουρανοξυστών στο κέντρο της πόλης... Δεν είχαν καταφέρει να επιστρέψουν στους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς –εκτός από μία δίμηνη σύμβαση του Χάϊμε για αντικατάσταση λόγω ατυχήματος κάποιου εικονολήπτη-, ούτε είχαν κατορθώσει ν’ απαλλαγούν από τους χορούς των ηλικιωμένων στα πολιτιστικά κέντρα, δεν είχαν θελήσει να διακινδυνεύσουν τον διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και βάσιζαν πάντα τον βιοπορισμό τους κυρίως στο «BBC». Και καμία από τις δύο ομάδες τους δε φαινόταν να κερδίζει το πρωτάθλημα.

Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς τους βρήκε λόγω «ρεπό» στην ιρλανδέζικη παμπ. Ο Πάμπλο ήταν μόνος επειδή η Μαρισόλ έπρεπε απαραίτητα να την περάσει οικογενειακά, ενώ ο Χάϊμε με τη νόβιά του διένυαν ξανά μία από τις γνωστές τους περιόδους χωρισμού, με σβήσιμο τηλεφωνικών αριθμών από τα κινητά, μελοδραματικές δηλώσεις, μεγάλες αποφάσεις, αντικαταθλιπτικά χάπια, μέχρι την επόμενη παθιασμένη επανασύνδεση, «και άντε πάλι η ταινία», -όπως έλεγε ο Πάμπλο. Είχαν ήδη επιχειρήσει να συντονιστούν με το χαρούμενο κλίμα της ημέρας παρακολουθώντας τον μαραθώνιο των μεταμφιεσμένων από την πλάθα Θιμπέλες. Ο εικονολήπτης του τοπικού σταθμού που κάλυπτε ζωντανά την εκδήλωση, τους χαιρέτησε με την ίδια εγκαρδιότητα με την οποία απηύθυνε πειράγματα και την ευχή «καλή χρονιά» στους συμμετέχοντες. Το γεγονός ότι δεν τους αναγνώρισε σαν συναδάλφους, τους κατέθλιψε ακόμη περισσότερο, στρέφοντάς τους για παρηγοριά στο Καφέ Ρομάντικο της πλάθα ντελ Οριέντε. Σκέφτηκαν να προσφέρουν αυτή τη σπάνια πολυτέλεια στον εαυτό τους, μήπως και βοηθούσε την κατάσταση. Όμως η ατμόσφαιρα εκεί μέσα απέπνεε μία γλυκειά θλίψη∙ παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι, οι κυρίες με τα παλαιομοδίτικα ταγιέρ και τα πληθωρικά κοσμήματα, οι συνοδοί τους με τα ακριβά παλτώ, οι καλλιτέχνες από την παρακείμενη Βασιλική Όπερα, τα γκαρσόνια, οι καθαρίστριες, όλοι χαμογελούσαν τρυφερά μεταξύ τους, χωρίς να γνωρίζονται, διότι ήταν το πιο γλυκό απόγευμα του χρόνου. Σα να έλεγαν ο ένας στον άλλον: «μαντεύω ότι τα πράγματα δεν ήρθαν πάντα εύκολα για σένα, όμως σου εύχομαι ολόψυχα να σε περιμένει κάτι καλύτερο εκεί έξω, ξεκινώντας από απόψε κιόλας! Και, μακάρι να συμβεί σ’ εμένα το ίδιο...»

Οπότε, το μόνο που τους απέμενε, ήταν το γνωστό τους καταφύγιο, η ιρλανδέζικη παμπ στην ουδέτερη ζώνη, ανάμεσα στην πλατεία Κυβέλης όπου ο Χάϊμε γιόρταζε τις νίκες της Ρεάλ και την πλατεία Ποσειδώνα όπου ο Πάμπλο γιόρταζε τις νίκες της Ατλέτικο. Εκεί επιτέλους, κατάφεραν να νιώσουν κάπως καλύτερα. Σαν μέτοικοι στην ίδια τους την πόλη, παρασυρμένοι από την ευφρόσυνη γιορτή της παροικίας, αποφάσισαν ότι μέσα στην επόμενη χρονιά τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα, κι αν όχι, ο Πάμπλο θα τα μάζευε και θα έφευγε σε κάποια αγγλοσαξωνική χώρα που είναι Γη της Επαγγελίας για τα οπτικοακουστικά, όχι όπως εδώ στο φριχτό οροπέδιο (κάτι που δελέαζε μέχρι και την Μαρισόλ), ενώ ο Χάϊμε θα τα μάζευε και θα κατέβαινε μαζί με την νόβιά του –αν συμφιλιωνόταν φυσικά, πράγμα στατιστικά βέβαιο-, στα παράλια, όπου κάποια θέση στις αυτόνομες τηλεοράσεις θα έβρισκε. Και λόγω της ημέρας, ο μεν Πάμπλο απέφυγε την σκέψη που τον παρέλυε πάντα, πως με τ’ ανεπαρκή αγγλικά του και την παντελή έλλειψη γνωριμιών, υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να περάσει μεγάλες πείνες και απόρριψη, ο δε Χάϊμε έδιωξε αντανακλαστικά τον φόβο ότι η νόβιά του θα κουραζόταν να τον ακολουθεί, να τον υποστηρίζει και να υφίσταται όλες τις ταλαιπωρίες που υπέμενε μέχρι τώρα, και την σκέψη που τον έκανε να ντρέπεται -πως, παρ’ό,τι ήταν το πιο όμορφο του είχε συμβεί ποτέ, μάλλον δεν του συνέβη τη στιγμή που το ήθελε.

-Για την ώρα δουλεύουμε στο BBC, είπαν στον μπάρμαν –όταν θεώρησε ότι ήταν πλέον καιρός να μάθει κάτι περισσότερο γι’ αυτούς.
Έπεσε μία σιωπή προοιωνίζοντας αμηχανία κι εχθρικότητα.
-Γάμοι, βαφτίσια, κοινωνίες, εξήγησαν.
Εκείνος γέλασε δυνατά και υποσχέθηκε, -χτυπώντας ξύλο-, ότι θα τους έχει υπ’ όψιν αν ποτέ διαπράξει το απονενοημένο (διά)βημα να παντρευτεί και να τεκνοποιήσει, διότι για την πρώτη μετάληψη ήταν κάπως αργά να επωφεληθεί των υπηρεσιών τους.
Έξω, η Πουέρτα ντε Αλκαλά, από το Μπάριο Σαλαμάνκα μέχρι κάτω στην Πλάθα Θιμπέλες, έμοιαζε με δρόμο που οδηγεί στον παράδεισο, φωταγωγημένο από χιλιάδες λαμπιόνια· κρίμα που λόγω της ημέρας είχαν αφήσει κάμερες και μηχανές στο σπίτι.

1. Από τα αρχικά των ισπανικών λέξεων Bodas (γάμοι), Bautizos (βαφτίσια), Comuniones (πρώτες κοινωνίες των καθολικών).

2. Ερμηνευτής παραδοσιακών τραγουδιών κόπλας

3. Εθνικές οδούς

4. Παππού

5. Δημοτικό Ινστιτούτο Απασχόλησης και Επαγγελματικής Κατάρτισης

6. «Λευκή κερκίδα» δωρεάν έντυπο των εντός έδρας αγώνων με σχετικές πληροφορίες γι΄αυτούς.

7. «Εμπρός Μαδρίτη», έντυπο που αποστέλλεται κατ’ οίκον στα εγγεγραμένα μέλη του συλλόγου.

8. Γήπεδο της Ατλέτικο Μαδρίτης στην αντίθετη πλευρά της πόλης.

9. Ο θρυλικός παίκτης της Ρεάλ Μαδρίτης του 50, ήταν αργεντινός.

10. Προφανώς εννοεί τον Καμίλο Χοσέ Θέλα.

11. Σαιζόν

12 Ημερήσια αθλητική εφημερίδα, με τιράζ που ξεπερνά τις πολιτικές, φίλα προσκείμενη στην Ρεάλ Μαδρίτης

13 Διάσημων

14 Μεγάλο κυριακάτικο παζάρι