Ευρετήριο Άρθρου

Από τη στιγμή που διάβασε την είδηση, της καρφώθηκε στο μυαλό. Καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα, Κυριακή, αφηρημένη μπροστά στην «πιο όμορφη θέα της πόλης», όπως της έλεγαν επί χρόνια οι επισκέπτες της, -τον καιρό όπου είχε επισκέπτες- και περίμενε τον Κούρρο με τις εφημερίδες. Ή μάλλον, με την συντετμημένη και λογοκριμένη εκδοχή τους –πολιτιστικά, κοσμικά, ταξιδιωτικά- αποφεύγοντας ό,τι θα μπορούσε να την στεναχωρέσει. «Μαμά, νομίζω πως αρκετές φρικαλεότητες διαβάζεις κάθε μέρα στα αστυνομικά σου», αστειευόταν εκείνος. Ήταν μία χειρονομία λεπτότητας από την πλευρά του, την οποία ποτέ δεν είχε ζητήσει η ίδια, όμως την δεχόταν με ευχαρίστηση, αν όχι με ευγνωμοσύνη. Ποιος θέλει να μαθαίνει δυσάρεστα σ’ αυτή την ηλικία; Ίσα-ίσα, πρέπει να μοχθεί κάθε μέρα ώστε να μην εισβάλλουν στη ζωή του από παντού. Έτσι λοιπόν, χάζευε ανόρεχτα τη θέα, έχοντας ετοιμάσει καφέ και γλυκά για να υποδεχτεί το γιο της. Ντυμένη άψογα, όπως πάντα, κάτι που περιελάμβανε το απλό μαργαριταρένιο της κολλιέ (το τρίσειρο έμενε χρόνια πλέον στην κοσμηματοθήκη), μία μικρή διαμαντένια καρφίτσα και τα «καθημερινά» της χρυσά δαχτυλίδια. «Είναι θέμα αγωγής», έλεγε, «κι εξάλλου με βοηθούν να νιώθω καλύτερα μέσα στο σπίτι». «Μητέρα, είσαι πάντα υπέροχη», θα της έλεγε ο Κούρρο όταν θα ερχόταν. Είχε κληρονομήσει κι αυτός τη δική της αβροφροσύνη και διακριτικότητα. Απόδειξη, ακόμη και το σπίτι όπου είχε επιλέξει να μένει: σε διαδρομή ελάχιστων λεπτών, αλλά όχι σε οπτική επαφή. Πάντοτε καλοντυμένος, ευγενής, θα ήταν το όνειρο κάθε γυναίκας. Είχε ακόμη χρόνο μπροστά του. «Μα δικό σου είναι το φταίξιμο», της απαντούσε, «μ’ εσένα μητέρα, ο πήχυς έχει ήδη ανέβει πολύ ψηλά». Γελούσε, δεν το αρνιόταν. Δύσκολα θα έβρισκε ο Κούρο κάποια σαν εκείνην∙ ειδικά στην εποχή μας. «Μνημείο Γυναίκας» την αποκαλούσαν στα νειάτα της. Αυτές οι ωραίες φιλοφρονήσεις του παλιού καλού καιρού… «Λα πρεθιόσα», ήταν η καθημερινή συζυγική προσφώνηση του Λίνο, -τον καιρό που μπορούσε να μιλήσει-, ακόμη μέχρι την πολύ προχωρημένη ηλικία, πριν το εγκεφαλικό, τα νοσοκομεία και τη μεταφορά ξανά στο σπίτι ζωντανός νεκρός.

Εκείνη την ημέρα ακριβώς, στα λογοκριμένα έντυπα του Κούρρο, ανακάλυψε την είδηση που την αναστάτωσε… Το Καφέ ντε Παρίς…

Τι υπέροχες, απίστευτα ευτυχισμένες ημέρες είχε ζήσει εκεί μέσα! Τότε που ο κόσμος ήξερε να ντύνεται, να δέχεται, να βγαίνει (διαπίστωνε ότι σκεφτόταν ήδη σαν τυπική γυναίκα της ηλικίας της). Θυμόταν ένα προς ένα όλα τα φορέματα που είχε επιδείξει στο Καφέ ντε Παρίς, με ποια κοσμήματα ακριβώς τα είχε συνδυάσει, ποια παπούτσια και λοιπά παραφερνάλια μίας «πρεθιόσα» του παλιού καλού καιρού. Εκείνη τη νύχτα που μπαίνοντας, για λίγα δευτερόπεπτα σταμάτησαν όλοι και όλα: οι συζητήσεις στα τραπέζια, το σερβίρισμα από τα γκαρσόνια, ακόμα και οι μουσικοί στα αναλόγιά τους καθυστέρησαν ν’ αλλάξουν παρτιτούρα… Ο Λίνο είχε γίνει έξαλλος! «Είναι ανάγκη να βγαίνεις τόσο φανταχτερή;», της έσφιξε τον καρπό οδηγώντας την στο τραπέζι τους. Οι άντρες τίποτα δεν εκτιμούν. Παντρεύονται μία πρεθιόσα και αντί να νιώσουν περήφανοι, ντρέπονται. Η πρεθιόσα δεν είχε προδιαγραφές Μαντάμ Μποβαρύ∙ το μόνο που ήθελε, αυτό που τη συγκινούσε, ήταν να κυκλοφορεί την ομορφιά της, αλλά ο Λίνο είχε τον τρόπο του να γίνεται ιδιαίτερα δυσάρεστος πολλές φορές.

Τότε που, γνωστό φωτογραφείο του κέντρου – δεν υπάρχει πια- της είχε ζητήσει να κυκλοφορήσει το φωτογραφικό της πορτραίτο σε καρτ ποστάλ –κάτι που ο Λίνο είχε αρνηθεί οργισμένα, διότι τα πράγματα τότε ήταν διαφορετικά: η επίδειξη της ματαιοδοξίας συνιστούσε χείριστο γούστο. Η ίδια το περίμενε άλλωστε, οπότε δεν είχε απογοητευτεί υπερβολικά. Το ίδιο είχε συμβεί μερικά χρόνια νωρίτερα στην επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε, όταν η φωτογραφία της με την τοπική ενδυμασία από τις γιορτές του Κόρπους Κρίστι δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα με τη λεζάντα «η μικρή χαριτωμένη φολκλόρικα συνεχίζει την παράδοση». Ο πατέρας της τότε είχε αντιδράσει άσχημα, ζητώντας το λόγο από τον εκδότη -ο οποίος ετύγχανε και συνενορίτης τους. «Μα, ήταν απλώς ένα τρυφερό στιγμιότυπο, διαβεβαιώνει ότι τα έθιμα του λαού μας περνούν με τη μεγαλύτερη φυσικότητα από γενιά σε γενιά», απολογήθηκε εκείνος. Ο πατέρας, παρότι κολακεύτηκε από αυτή την εκδοχή, εντούτοις δεν πείστηκε για την χρησιμότητα της φωτογραφίας της κόρης του στην εφημερίδα. Έκτοτε οι σχέσεις της οικογένειας με τον εκδότη και ευσεβή συνενορίτη ψυχράνθηκαν.

Έτσι, χρόνια αργότερα, όταν ο Λίνο, ως σύζυγος, απαγόρευσε οργισμένος την μαζική εκτύπωση του φωτογραφικού της πορτραίτου για καρτ-ποστάλ, απογοητεύτηκε σαφώς, πλην όμως το περίμενε. Πάντα όλοι ήθελαν την «πρεθιόσα» για τον εαυτό τους, σαν έναν μικρό οικιακό θησαυρό που φύλαγαν σε κρυφή θυρίδα για ν’ απολαύσουν κατ’ ιδίαν. Εν είδη αποζημίωσης βέβαια, είχε όποια άνεση ήθελε, ακόμη κι αυτές τις μικρές πολυτέλειες που η αυστηρή ανατροφή στην επαρχία απέρριπτε. Η Ντόνια Πρεθιόσα δε χρειάστηκε να κάνει δουλειές νοικοκυριού∙ σαν κάθε μητέρα φυσικά, ξενύχτισε με τις παιδικές αρρώστιες του Κούρρο και του παρέστεκε στοργικά τις ώρες της μελέτης του. Υπήρξε πάντα μία πιστή σύζυγος και μία αφοσιωμένη μητέρα. Ένα πρότυπο.

Μετρούσε ήδη τρία χρόνια αυτοεγκλεισμού με την αρρώστια του Λίνο. Και το έκανε έχοντας ανεπτυγμένη την αίσθηση του καθήκοντος απέναντι σ’ αυτόν που υπήρξε σύζυγός της –παρ’όλο τον απότομο χαρακτήρα του-, δίχως ποτέ να διαμαρτυρηθεί, πιστή στις αρχές της αυστηρής της ανατροφής. Η πρεθιόσα ήταν μία κυρία παλαιάς κοπής, «στην υγεία και στην ασθένεια», καθώς το όριζαν οι γαμήλιοι όρκοι. Η αφοσίωσή της έδειχνε αξιοθαύμαστη, όπως παραδέχονταν όλοι –συμπληρώνοντας χαμηλόφωνα: «είναι να μη σου τύχει».

Είχε αφήσει στη μέση το τελευταίο αστυνομικό που διάβαζε. Ο γιος της είχε δίκιο∙ της είχαν γίνει ένα είδος εξάρτησης. Τα διάβαζε μάλιστα βουλιμικά, πολλά μαζί, μέχρι αργά τη νύχτα, ώσπου μπέρδευε τις υποθέσεις του ενός με του άλλου. (Και ωστόσο, σε κανένα μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει να βρει τη δική της περίπτωση, γεγονός που την τρόμαζε αλλά συγχρόνως της έδινε μία άγρια χαρά!)

Στο συγκεκριμένο αστυνομικό μυθιστόρημα που είχε εκείνη τη στιγμή στα χέρια της, ένας γάλλος σεφ, τιμημένος με δύο αστέρια Μισελέν, λίγο πριν τα εγκαίνια του θυγατρικού του εστιατορίου στο Λονδίνο, βρίσκεται δολοφονημένος. Πρώτος ύποπτος φυσικά, ο συνεργάτης του, -ο συγγραφέας σκεφτόταν όπως η ίδια, μόνο που αυτή προσέθετε το ειρωνικό σχόλιο «αγγλική γαστρονομία είναι ανέκδοτο, από ζήλεια θα τον σκότωσε». Στη συνέχεια, όπως συμβαίνει πάντα με τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ανακρίνονται η σύζυγος του σεφ, ο γιος του, ο κύκλος των συναναστροφών του, πράγμα που δίνει στο συγγραφέα τη δυνατότητα να περιγράψει ένα περιβάλλον όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Η σύζυγος τον απατούσε με το συνεργάτη του (ασφαλώς, δεν εκπλησσόταν), ο γιος του ήταν ομοφυλόφιλος εθισμένος στις ουσίες για τις οποίες ξόδευε δυσανάλογα των εσόδων του ποσά, κερδίζοντάς τα με άνομες μεθόδους, οι φίλοι του τον ανέχονταν λόγω κοινωνικού κύρους, εφόσον επρόκειτο για έναν ανυπόφορο αλλαζόνα... Το τελειωτικό χτύπημα για την κατάρριψη της βιτρίνας, είναι η αποκάλυψη ότι ο οδηγός Μισελέν στην επόμενή του έκδοση, επρόκειτο να του αφαιρέσει, μετά από πολλά χρόνια, ένα από τα δύο αστέρια αξιολόγησης... Ο καθ' ύλην αρμόδιος κριτικός, ως μεταθανάτιο φόρο τιμής και για να μην εξευτελίσει περαιτέρω έναν νεκρό, όχι μόνο δεν του αφαιρεί το άστρο Μισλέν, αλλά του προσθέτει ένα ακόμα!

Εννοείται πως, με την πείρα της ως κατά συρροήν αναγνώστριας αστυνομικών, ο ρόλος του της φαινόταν ύποπτος. Πενήντα σελίδες αργότερα, δικαιωνόταν. Το θύμα είχε πάει να του ζητήσει το λόγο για την αφαίρεση του ενός άστρου, η λογομαχία κατέληξε σε χειροδικία (γεγονός απαράδεκτο για τόσο εκλεπτυσμένους ήρωες, όμως άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, κι αφού το θέλει ο συγγραφέας) με αποτέλεσμα ο φόνος να προέλθει από ατύχημα. Στη συνέχεια, ο κριτικός μετέφερε το πτώμα εκεί όπου βρέθηκε και προσπάθησε να μην αλλάξει τίποτα στη ζωή του που θα τον καθιστούσε ύποπτο. Άδοξο τέλος για τόσο συγκλονιστική πλοκή με ισχυρές δόσεις γκλάμουρ, αλλά συμβαίνουν και αυτά στην αστυνομική λογοτεχνία.

'Ετσι, πέρασε κι αυτό το βράδυ.

Λένε πως όταν βρίσκεται κανείς σε κώμα, ακούει και καταλαβαίνει τα πάντα γύρω του, απλώς δε μπορεί να αντιδράσει. Της ήταν δύσκολο να το πιστέψει, έτσι όπως έβλεπε το Λίνο τα τελευταία χρόνια, στο δωμάτιο που του είχαν διαμορφώσει ειδικά –για πρακτικούς λόγους αλλά και διότι αγριευόταν να κοιμάται πλέον μαζί του-, μ’ εκείνα τα μάτια ψαριού έτοιμου να ριχτεί στο τηγάνι. Ωστόσο, κυκλοφορούσε στο σπίτι όπως πάντα, κομψή, στολισμένη –αν και με τις χαμηλοτάκουνες ανατομικές γόβες, μοναδική παραχώρηση της ηλικίας- η αγαπημένη του «πρεθιόσα». Για τη φροντίδα του εξάλλου, υπήρχε μία αλλοδαπή κοπέλα η οποία διαβεβαίωνε ότι στην πατρίδα της ήταν επαγγελματίας νοσοκόμα και, από την ικανότητά της, δεν είχε λόγο να μην την πιστεύει. «Ξέρει όλα τα φάρμακα που πρέπει να παίρνει, εγώ δεν έχω ιδέα. Θα ήμουν χαμένη χωρίς αυτήν», έλεγε πάντα.

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα της παρείχαν μία πληθώρα εμπνεύσεων∙ θα μπορούσε να του σταματήσει την χορήγηση των φαρμάκων. Ή, να βάλει άλλα αντί άλλων στα μπουκαλάκια και να χρεώσει το σφάλμα στην ξένη που τελικά δεν ήταν νοσοκόμα όπως ισχυριζόταν -άλλωστε δε μιλούσε καλά τη γλώσσα ώστε συχνά η συνενόησή τους να είναι προβληματική… Αισθανόταν τύψεις για το τόσο φιλότιμο κορίτσι, όμως το πάθος της αποδεικνυόταν ισχυρότερο. Τελικά, η λύση ήρθε όταν η κοπέλα ανακοίνωσε ότι έπρεπε να επιστρέψει στη χώρα της προκειμένου να μην απελαθεί και ότι δε θα μπορούσε να ξαναγυρίσει παρά, στην καλύτερη περίπτωση, ύστερα από εφτά χρόνια. Αυτή λοιπόν ήταν η ευκαιρία της! Θα έφταιγε η παράνομη αλλοδαπή που παρουσιαζόταν ως νοσοκόμα, αλλά δεν είχε ιδέα από νοσηλευτική, μετά βίας επικοινωνούσε με την εργοδότριά της, και, πάνω στον πανικό της έφευγε διαπράττοντας μια εγκληματική αμέλεια. Το κράτος έχει τόσα προβλήματα, ώστε κανείς δε θα καθόταν να ψάξει περισσότερο την υπόθεση. Κι έπειτα, είναι σίγουρο αν το όνομα που έδινε ήταν το αληθινό της; Σε εφτά χρόνια, αλλάζουν τα πάντα. Ποιος ξέρει αν θα ήθελε να γυρίσει, ή αν η ίδια η πρεθιόσα θα βρισκόταν ακόμη εν ζωή… Σε μία ακραία περίπτωση, θα μπορούσε ακόμη και να υποστηρίξει ότι φεύγοντας τής έκλεψε κάποια τιμαλφή. Κανείς δεν είχε τον πλήρη κατάλογό τους, ο Κούρρο ήταν τελείως αδιάφορος ως προς αυτά τα ζητήματα, ούτε καν ο Λίνο τις εποχές που είχε τα λογικά του θα μπορούσε να απαριθμίσει ή να αναγνωρίσει τα κοσμήματά της –δικά του δώρα, ή κληρονομημένα. Οι άντρες…

Όμως τα πράγματα εξελίχτηκαν καλύτερα κι από το πιο φροντισμένο της σενάριο∙ η κοπέλα έφυγε όντως σαν κυνηγημένη ώστε δε χρειάστηκε καν να «στερηθεί» κανένα από τα αγαπημένα της στολίδια. Αντίθετα, πόζαρε μπροστά στον καθρέφτη φορώντας όλα όσα υποτίθεται ότι είχε κλέψει φεύγοντας και "ξεχνώντας" να χορηγήσει στον άρρωστο την αναγκαία δόση φαρμάκων. Και η κηδεία του Λίνο έγινε λίγες μέρες αργότερα.

Δέκα μήνες είχαν κυλήσει από τότε και απέμεναν λίγοι μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες αποκατάστασης του ιστορικού κτιρίου.

Ο καθιερωμένος απογευματινός της περίπατος για λόγους υγείας, την έφερνε όλο και πιο συχνά έξω από το μπανταρισμένο ισόγειο με την ένδειξη "Καφέ ντε Παρίς, έναρξη προσεχώς». Πολλές φορές μάλιστα, αναγκαζόταν να παίρνει ταξί, διότι οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν.

Δεν δικαιούνταν μία τελευταία χαρά εις τας δυσμάς του βίου;

Ζούσε ήδη μία αξιοπρεπή αιωνιότητα, όπου οι ώρες δεν κυλούσαν. Όπου σπρώχνεις τις μέρες για να περάσουν, κι αυτές δεν περνούν. Η ζωή ήταν πλέον θλιβερή και άσχημη, κι ωστόσο έπρεπε να την αντέξει.

Σε κάποια από τις κοινωνικές εκπομπές της τηλεόρασης έπεσε πάνω σε μία συζήτηση περί ευθανασίας. Ένιωθε αηδία, ήθελε ν’ αλλάξει σταθμό, όμως παρέμενε εκεί καθηλωμένη, όπως όταν μικρή έβλεπε την πυρκαγιά στους απέναντι λόφους και αντί να τρέξει ή να ειδοποιήσει, παρέμενε εκεί γοητευμένη από το φριχτό θέαμα. Άκουσε όλες τις απόψεις. Σύμφωνα με κάποιους, είχε απαλλάξει μία προσφιλή της ανθρώπινη ύπαρξη από τον πόνο και τον εξευτελισμό. Σύμφωνα με άλλους, είχε διαπράξει ένα έγκλημα. Στο τέλος, ένας ήπιος συνομιλητής, με κόκκινα μαλλιά και φακίδες που του έδιναν έναν αέρα παιδικότητας, δήλωσε ότι κανείς δεν ξέρει τι περνούν όσοι έχουν στη φροντίδα τους άτομα καταδικασμένα από την αρρώστεια, και μακάρι οι υπόλοιποι να μην χρειαστεί να πάρουν ποτέ τις αποφάσεις που έχουν να πάρουν εκείνοι! Ανέπνευσε ανακουφισμένη. Αυτός ο άγνωστος νομικός στην τηλεόραση την καταλάβαινε, πολύ περισσότερο μάλιστα, της έδινε άφεση αμαρτιών! Από τότε, σκεφτόταν όλο και λιγότερο το ζήτημα.

Ανέκυπτε όμως ένα άλλο το οποίο δεν είχε υπολογίσει μέχρι τώρα. Τώρα που, θεωρητικά ήταν ελεύθερη να πάει στο Καφέ ντε Παρίς, δεν είχε με ποιον! Οι περισσότεροι οικογενειακοί της φίλοι είχαν την ατυχή έμπνευση να πεθάνουν στο μεταξύ, -ως προς αυτό, η πρεθιόσα υπήρξε τυχερότερη-, ενώ κάποιοι που ζούσαν ακόμη, είχαν μετακομίσει σε ιδιωτικά γηροκομεία στις εύκρατες ζώνες της χώρας. Αυτό το καινούριο πρόβλημα τη βύθιζε στην απελπισία. Από τον Κούρρο δεν τολμούσε να ζητήσει να την συνοδέψει, παρ’ ότι εκείνος πάντα την ενθάρρυνε να βγαίνει∙ «με ποιον να βγω και πού να πάω αγόρι μου;» τον ρωτούσε. (Με εξαίρεση βέβαια τον καθημερινό απογευματινό της περίπατο για λόγους υγείας, με το καθορισμένο δρομολόγιο.)

Προσπαθούσε να επινοήσει λύσεις. Ο κόσμος εξελίσσεται∙ ακόμη και τα πλέον ευυπόληπτα πρόσωπα της κοινωνικής ζωής έχουν ελευθερίες που παλιά θα ήταν αδιανόητες. Να, η δούκισσα της Άλμπα, στα ογδόντα της, μετά από δύο χηρείες και μία εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη, είναι κάθε μέρα σε εγκαίνια, βραβεύσεις, παραστάσεις, και φυσικά σε όλα τα περιοδικά και τις εκπομπές κοινωνικού σχολιασμού, πάντα υποβασταζόμενη για να περπατήσει από κάποιες λιγότερο ηλικιωμένες φίλες της, πρώην ή εν ενεργεία νύφες της, ή ακόμη και γυναίκες του προσωπικού της! Σκέφτηκε κι εκείνη, ελλείψει άλλης συντροφιάς, να προτείνει στην κυρία που της μαγείρευε και καθάριζε το σπίτι να πάνε μαζί στο Καφέ ντε Παρίς. Πώς θα έμπαινε όμως η βασίλισσα πρεθιόσα σ’ εκείνο τον χώρο όπου είχε λάμψει κάποτε, με τόσο ταπεινή συντροφιά, κι εξάλλου, τι θα είχαν να συζητήσουν εκεί μέσα οι δυο τους; Αδιέξοδο. Προτίμησε λοιπόν ν’ αφήσει τη δούκισσα της Άλμπα στη χλεύη των κουτσομπολίστικων εκπομπών και εντύπων, και ν’ αναζητήσει μία πιο αξιοπρεπή λύση για τον εαυτό της.

«Η Ισιδώρα επέστρεψε» λεγόταν το αστυνομικό που προσπαθούσε τώρα να διαβάσει. Η ηρωίδα Ισιδώρα, αστέρι της μουσικής, μία αληθινή ντίβα όπως η Γκλόρια Εστέμπαν στα νιάτα της –τουλάχιστον αυτήν θύμιζε η περιγραφή του συγγραφέα, αν και η ίδια ήταν περισσότερο της εποχής της Σάρα Μοντιέλ-, επιστρέφει στη χώρα της Λατινικής Αμερικής από την οποία κατάγεται, για μία θριαμβευτική συναυλία. Αντί αυτής όμως, πυροδοτείται μία σειρά απανωτών γεγονότων. Η Ισιδώρα, όπως κάθε καλλιτέχνης της κατηγορίας της, υπήρξε φτωχή και καταφρονεμένη στον τόπο της, συνεπώς, αυτό που θέλει επιστρέφοντας γι’ αυτή τη μοναδική συναυλία, είναι να δείξει σε όλους όσοι την έβλαψαν και την πλήγωσαν, πόσο ψηλά έχει ανέβει –καθότι, ως γνωστόν, η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η τελευταία διεθνής επιτυχία της, η οποία κυκλοφορεί σε αγγλική και ισπανική εκδοχή, λέει περίπου: «Μια μέρα θα πονέσεις χειρότερα απ’ όσο πόνεσα εγώ, μια μέρα ο πόνος που μου έδωσες θα σου επιστραφεί στο δεκαπλάσιο, μια μέρα θα τα χάσεις όλα» και η Ισιδώρα αδημονεί να την ερμηνεύσει στο κοινό των συμπατριωτών της. Φυσικά, περιβάλλεται από έναν σύζυγο-μάνατζερ, μία πιστή ισπανόφωνη βοηθό με την οποία διατηρεί σχέση αγάπης- μίσους, και ένα μικρό επιτελείο με στυλίστα, κομμωτή και μακιγιέρ. Μέχρι εδώ τίποτα το ασυνήθιστο, όλα προβλέψιμα και κλισαρισμένα. Η Ισιδώρα όμως, βρίσκεται δολοφονημένη, και καθώς αντιλαμβάνεται κάθε έμπειρος αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων, ακολουθεί μία αλυσίδα αποκαλύψεων. Όπου γίνεται γνωστό ότι η ντίβα είχε δεχτεί την επίσκεψη του παλιού της έρωτα, εκείνου που την είχε προδώσει πάνω στην ορμή του να βγάλει χρήματα. Χωρίς να τα έχει καταφέρει άσχημα, η περιουσία του ούτε καν υπολογίζεται σε σύγκριση με τη δική της -εκτός του ότι μεγάλο μέρος της είναι υποθηκευμένο για ένα παράτολμο επιχειρηματικό άνοιγμα («Μια μέρα θα τα χάσεις όλα»). «Κατά κάποιον τρόπο σου χρωστώ όσα πέτυχα», του λέει η Ισιδώρα. «Αν είχαμε μείνει μαζί, στην καλύτερη περίπτωση θα ήμουν τώρα μία νοικοκυρά που θα μεγάλωνε τα παιδιά σου, θα μαγείρευε και θα γερνούσε περιμένοντας να γυρίσεις σπίτι τα βράδυα. Ενώ τώρα… No hard feelings», καταλήγει στα αγγλικά, που είναι πλέον η δεύτερη γλώσσα της, «ορίστε και για τις κορούλες σου», του δίνει δύο υπογεγραμμένες φωτογραφίες της. Touché!

Ωστόσο, αυτός ο ασήμαντος, δε θα ήταν ικανός να τη σκοτώσει∙ δεν έχει καν το κίνητρο. Η συνάντηση χρησιμεύει μόνο στο να ρίξει φως στην ψυχολογία της πρωταγωνίστριας. Στη συνέχεια γίνεται γνωστό ότι τη νύχτα της συναυλίας προαλειφόταν στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο βρίσκεται ξαφνικά ξεκρέμαστο αφού εκλείπει ο αντιπερισπασμός.

Το βιβλίο ήταν κάπως φανταιζί για τα γούστα της. Υπερβολική πολιτική, υπερβολικός κόσμος του θεάματος… Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι γράφτηκε από έναν συγγραφέα της μόδας που νόμιζε ότι μπορεί να καταφέρει τα πάντα, ακόμη και να γράψει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Το άφησε στην άκρη προσωρινά.

Τα εγκαίνια βρισκόταν πλέον σε απόσταση αφής, καθώς λέγεται, και, όπως ήταν αναμενόμενο, το κυριακάτικο ένθετο ανέφερε το γεγονός στην πολιτιστική του ατζέντα.

«Καφέ ντε Παρίς, θυμάσαι αυτό το ερείπιο;» τη ρώτησε ο Κούρρο. Και χωρίς να περιμένει την απάντηση, ξεκίνησε να αγορεύει, ότι σε κάθε χώρα σχεδόν υπήρχε κάτι που το ονομάζουν ανάλογα, γεγονός εξοργιστικό που δείχνει μόνον επαρχιωτισμό, λες και το Παρίσι είναι ο μόνος τόπος όπου ανθεί και θάλλει το καλό γούστο. Το συγκεκριμένο μάλιστα κτίσμα, είναι τέτοιο κομψοτέχνημα Αρ Νουβώ, ή μάλλον μοντερνίστα, όπως λέγεται σωστότερα στη γλώσσα τους, ώστε δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα άλλων χωρών – το αντίθετο μάλιστα.

Άκουγε υπομονετικά τα αρχιτεκτονικά και κοινωνιολογικά του σχόλια αμίλητη, ενώ μέσα της δεν είχε παρά μία σκέψη: να πάει, να πάει!

Η «πρεθιόσα», η καλλονή που δεν έγινε κάρτ-ποστάλ, η αιώνια φιλάρεσκη που κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι με τις καρφίτσες και το μαργαριταρένιο κολλιέ, ήθελε να ζήσει όμορφα… λίγο ακόμα.
Η ανημπόρια της γινόταν βουβή οργή και η οργή σχεδόν κλάμα. Όμως λίγο πριν αυτό ξεχειλίσει, αναδυόταν από μέσα της σαν πείσμα, μία παράλογη πίστη ότι την τελευταία στιγμή θα γίνει ένα θαύμα και το όνειρό της θα πραγματοποιηθεί. Άλλωστε, για την πραγματοποίηση του είχε διαπράξει… Ένα έγκλημα; Μία θεάρεστη λύτρωση; Όχι, αυτό αρνούνταν να το σκεφτεί. Ακόμα και στις εκπομπές της τηλεόρασης δεν είχαν σαφή απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα.

Η νύχτα των εγκαινίων πλησίαζε και τίποτε άλλο δεν την ενδιέφερε πια, ούτε καν το να μάθει ποιος ήταν ο δολοφόνος στο «Η Ισιδώρα επέστρεψε».

Και ακράδαντη η πίστη της πως όλα επιλύονται λίγο πριν το τέλος, δικαιώθηκε. Λίγο πριν από τα εγκαίνια λοιπόν, τηλεφώνησε ένας ανεψιός της. Είχε να τον δει χρόνια, ωστόσο της τηλεφωνούσε ανελειπώς για την Πρωτοχρονιά και την ονομαστική της εορτή, μιλώντας της πάντα στον πληθυντικό. Συμπαθητικό παιδί –παιδί, σχήμα λόγου, στην ηλικία του θα έπρεπε ήδη να έχει δικά του παιδιά με δικαίωμα ψήφου-, ποτέ δεν ήξερε ακριβώς με τι ασχολούνταν. Άλλοτε ζούσε στο εξωτερικό σπουδάζοντας κάτι ακατανόητο για την ίδια, άλλοτε μάθαινε ότι είχε κάνει μία έκθεση φωτογραφίας σε κεντρική γκαλερί, άλλοτε έγραφε ποιήματα… Της εξήγησε ευγενικά ότι το τελευταίο του σχέδιο ήταν ένα βιβλίο-λεύκωμα για την ιστορία του Καφέ ντε Παρίς, και για την πραγματοποίησή του χρειαζόταν τη βοήθειά της. Μήπως θα είχε την καλοσύνη να τον συνοδέψει στη βραδιά των εγκαινίων; Θα υπήρχε ζωντανή μουσική, χορός κι ένα μικρό κωμικό μονόπρακτο. Είχε επίσημη πρόσκληση για δύο άτομα. Όχι, δεν ήθελε να τον συνοδεύσει καμία κοπελίτσα της ηλικίας του ή μικρότερης ηλικίας. Ήθελε ακριβώς αυτήν, την θεία πρεθιόσα, που έζησε το Καφέ ντε Παρίς σε εποχές δόξας. Η μαρτυρία της θα του ήταν πολύτιμη. Θα πήγαιναν ακόμη όσες φορές έπρεπε ώστε να θυμηθεί κάθε χρήσιμη για το έργο του λεπτομέρεια. Όχι, ας μην είχε κανέναν ενδοιασμό να φορέσει ό,τι θεωρούσε κατάλληλο για την περίσταση. Θα προσπαθούσε και ο ίδιος να ντυθεί όπως αρμόζει. Η συνεργασία της θα του ήταν απαραίτητη, σκεφτόταν μάλιστα από τώρα να της αφιερώσει το βιβλίο…

Τι συγκινητική βραδυά!

Ήδη, στη στροφή του δρόμου, διακρίνοντας το πλήθος να περιμένει απέξω, ένιωσε εκείνη την παλιά ατμόσφαιρα της νιότης της, τόσα χρόνια πριν… Οι ίδιες διαδρομές που με βδελυγμία αποκήρυξε όταν έβγαλαν σ’ αδιέξοδα… Τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα –και το δικό της επίσης-, ήθελε να τους μιλήσει, να τους αγκαλιάσει, να τους πει: «γεράσαμε μαζί χωρίς καν να γνωριζόμαστε, νιώθω ότι σας αγαπώ, αλήθεια, τι πήγε λάθος;»
«Άλλαξαν τα καθίσματα», την πληροφόρησε ο ανεψιός της, «ευτυχώς, διότι είχε κανείς την εντύπωση ότι η σκόνη τον έπνιγε από παντού». Ίσως. «Μα, λένε ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάζουν για να παραμένουν τα ίδια», του απάντησε εκείνη. Ήταν κάτι που είχε διαβάσει στα αγαπημένα της αστυνομικά μυθιστορήματα, όμως απόψε καταλάβαινε τι σήμαινε. Η ζωντανή μουσική ήταν απολαυστική, ο χορός ιδιαίτερα κεφάτος και το μονόπρακτο ξεκαρδιστικό.

Την επόμενη μέρα θα περίμενε τον Κούρρο με τις λογοκριμένες του κυριακάτικες εφημερίδες για να του διηγηθεί από πρώτο χέρι όλες τις λεπτομέρειες.

Ειρρήσθω εν παρόδω, ο ένοχος στο «Η Ισιδώρα επέστρεψε», ήταν μία παιδική φίλη της ντίβας, που δε άντεξε τη θριαμβευτική της επάνοδο. Οι ιστορίες εκδίκησης ενίοτε καταλήγουν άσχημα. Κρίμα, διότι η ηρωίδα ήταν συμπαθής και θα άξιζε ν’ απολαύσει την δική της.

Πού να ήξεραν όλοι αυτοί οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, -ανεκτίμητη συντροφιά τις αφόρητες ώρες της μοναξιάς της-, ότι εκείνη είχε διαπράξει έναν φόνο, ίσως το τέλειο έγκλημα, και κανείς μα κανείς δεν την είχε ποτέ υποψιαστεί! Ούτε καν όσοι πήγαν στην κηδεία και την είδαν συντετριμένη, ενώ μέσα της γλεντούσε την ελευθερία που ξανακέρδιζε, ή μάλλον δεν είχε απολαύσει ποτέ πριν. Φυσικά, σε άπειρα αστυνομικά μυθιστορήματα ένας κατά τα άλλα φυσιολογικός άνθρωπος γίνεται δολοφόνος λόγω των συνθηκών, όμως κανένα απ΄όσα είχε διαβάσει και θα διάβαζε ακόμα δεν έμοιαζε με αυτό στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει η ίδια.
Και όλα αυτά, επειδή ξανάνοιξε το Καφέ ντε Παρίς!