Ευρετήριο Άρθρου

Είχε καταντήσει η αγαπημένη του ιεροτελεστία: τα απογεύματα, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν ο Σέρχιο είχε μάθημα, πήγαινε στο Πάρκε ντελ Οριέντε. Ήταν βέβαια σχήμα οξύμωρο να απολαμβάνει τη δύση του ηλίου σ’ έναν τόπο που λέγεται «το πάρκο της Ανατολής», όμως, απ’ όλη την Μαδρίτη, μόνον εκεί πληρούνταν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Έφτανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μόλις λίγα λεπτά από τη Γκραν Βία και πριν το καταλάβει, βρισκόταν σ’ ένα ύψωμα με τον ορίζοντα απέναντι ν’ ανοίγεται ως το άπειρο. Ή τέλος πάντων, ν’ ανοίγεται σε μια πεδιάδα όπου μέχρι και οι πολυκατοικίες σταματούν κάποια στιγμή, ώσπου δεν μπορείς να δεις άλλο, κι αυτή η απεραντοσύνη ήταν χειρότερη από το σκοτεινότερο κελί. Πουθενά δεν υπήρχε διέξοδος∙ ακόμη κι αν έπαιρνες τον δρόμο ευθεία μπροστά, θα χρειαζόσουν τουλάχιστον πέντε ώρες για να βγεις στη θάλασσα. Σε παλιότερες εποχές δηλαδή, σίγουρα θα ήταν μέρες ολόκληρες ταξιδιού.

Μια πόλη με πλαστό ορίζοντα, καταδικασμένη σε αιώνια εξορία από τη θάλασσα δεν αντέχονταν με τίποτα, ειδικά για κάποιον όπως αυτός, που γεννήθηκε και έζησε δίπλα της. Σε αντισταθμιστικό όφελος βέβαια, η Μαδρίτη προσέφερε άπειρους διασκεδαστικούς περισπασμούς. Όπως το Πάρκε ντελ Οριέντε. Δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο –πέρα από την αποπνικτικά απέραντη θέα του-, μπαίνοντας όμως, έρχεσαι αντιμέτωπος μ΄έναν μικρό αιγυπτιακό ναό που, όπως λένε, είναι αυθεντικός και μεταφέρθηκε κομμάτι κομμάτι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την ισπανική συμμετοχή σε αιγυπτιακά δημόσια έργα. Αυτό τουλάχιστον είχε μάθει από τις πάντα εξωπραγματικές διηγήσεις του Σέρχιο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, λίγο πιο πέρα βρισκόταν ένα φυλάκιο των φαλαγγιτών που οι δημοκρατικοί γκρέμισαν σχεδόν με τα χέρια τους κατά την πολιορκία της Μαδρίτης, όμως το γεγονός αποσιωπήθηκε, η περιοχή σύντομα με την επικράτηση του φρανκισμού γέμισε πολυτελείς κατοικίες –η θέα-, ώστε σήμερα κανείς να μην μπορεί να προσδιορίσει πού ακριβώς βρισκόταν το περίφημο φυλάκιο. Αυτά βέβαια έλεγε ο Σέρχιο. Αυτός πάλι, το μόνο που έβλεπε ήταν μία ανερχόμενη ζώνη αναψυχής, με μπαρ, εστιατόρια και γκαλερί ελαφρώς στο στυλ της δεκαετίας του ογδόντα. Της γυρνούσε λοιπόν την πλάτη, προχωρούσε μέχρι τα κιγκλιδώματα και μόλις άρχιζε να δύει ο ήλιος, έβαζε στο ντίσκμαν το αγαπημένο του τραγούδι.

«Άνθρωποι, που ξυπνούν όταν νυχτώνει
Και μαγειρεύουν όταν πέφτει ο ήλιος
Άνθρωποι που συνοδεύουν ανθρώπους σε νοσοκομεία, πάρκα,
Άνθρωποι που αποχαιρετιούνται, που υποδέχονται ανθρώπους στις αποβάθρες
Άνθρωποι που προχωρούν ίσια μπροστά, που δεν αποφεύγουν το βλέμμα σου
Και διακρίνουν στον άνεμο πώς θα είναι το καλοκαίρι, πώς θα είναι ο χειμώνας
Δύο, τρεις ώρες για να σε χαρώ, δύο δεκαετίες, εφτά ημέρες για να σου δώσω ένα πέρασμα στην πιο όμορφη ιστορία αγάπης
Δύο, τρεις ώρες για να σε κοιτάξω,δύο δεκαετίες, εφτά ημέρες για να σου δώσω
Βολεύομαι σε μία γωνία της καρδιάς σου

Άνθρωποι που παρακαλούν για ανθρώπους στους ναούς, στα προσκυνήματα
Άνθρωποι που δίνουν τη ζωή, που εμπνέουν πίστη
Που μεγαλώνουν, που αξίζουν γαλήνη
Άνθρωποι που σμίγουν σε μια αγκαλιά μέσα στον τρόμο
Και μοιράζονται τις τρικυμίες της ψυχής τους
Άνθρωποι που δε σκέφτονται την παραμικρή ελπίδα να ζήσουν μια μέρα εν ειρήνη
Δύο, τρεις ώρες για να σε χαρώ, δύο δεκαετίες, εφτά ημέρες για να σου δώσω ένα πέρασμα στην πιο όμορφη ιστορία αγάπης
Δύο, τρεις ώρες για να σε κοιτάξω, δύο δεκαετίες, εφτά ημέρες για να σου δώσω
Σε βολεύω σε μία γωνία της καρδιάς μου
Για να ζω έτσι, μέσα σε διάφανα βλέμματα
Να αποφασίσω οριστικά για τη φωνή μου
(Σ’ αυτό το σημείο συνήθως βούρκωνε κι ένιωθε έναν ελαφρύ ίλιγγο...)
... Αλλά εκείνο το φως εξακολουθεί να μας φωτίζει
Τι δροσερή η σκιά που προσφέρουν
Τι καθαρό το γλυκό νερό των βλεμμάτων τους
Για σένα ξεκινώ μια καινούρια ημέρα
Υπάρχουν άγγελοι ανάμεσά μας...
Δύο, τρεις ώρες...

Όλα ήταν υπερβολικά αξιοθρήνητα: το πάρκε ντελ Οριέντε, το ηλιοβασίλεμα, το τραγούδι των Πρεσούντος Ιμπλικάδος... Το ήξερε. Παρηγοριόταν ωστόσο με την σκέψη πως μόνον αυτές τις στιγμές υπέκυπτε σε κάτι τόσο ρομαντικά μελοδραματικό. Τις υπόλοιπες ώρες ο ρομαντισμός εγκατέλειπε, κι έμενε το μελόδραμα σκέτο.

Όπως κάθε πρωί, καθυστερούσε λίγο μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, μετρώντας τα σημάδια της επερχόμενης φθοράς. Ανήκε δυστυχώς στην κατηγορία εκείνων που χάνουν τα μαλλιά τους και φορτώνονται κιλά πολύ πριν από τα τριάντα. Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, όταν όμως ζεις με τον Σέρχιο, τον αποκαλούμενο και «Βιτόριο Γκάσμαν» λόγω της ομοιότητάς του με τον παλιό ηθοποιό -αν και η κατατομή του Σέρχιο είναι σαφώς λιγότερο οξεία- το ζήτημα καταντά ταπεινωτικό.

Στις κακές του μέρες φανταζόταν τι θα ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη του οι ελάχιστοι κοινοί τους φίλοι, πώς θα τον οικτίραν οι θαμώνες των μπαρ της Τσουέκα. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Ερχόταν και άλλες ημέρες, ακόμα χειρότερες∙ τις ονόμαζε «οι μέρες που δεν υπάρχω», και περίμενε απλώς να περάσουν. Τότε επεξεργαζόταν το σενάριο του πώς θα τον παρατούσε ο Σέρχιο, εφόσον δε θα ήταν δυνατόν να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα κοντά σ’ έναν απλό θνητό, πολύ περισσότερο όταν αυτός ο ταλαίπωρος κυκλοφορεί δίπλα του σα δυσφήμιση ή σαν κακό αστείο. Η αλήθεια είναι ότι είχε πλέον κουραστεί να παλεύει ενάντια σ’ αυτή τη σκέψη. Είχαν ήδη περάσει τρία χρόνια, με στιγμές απίστευτα δύσκολες, απέραντα ευτυχισμένες, πάντα όμως με τον φόβο της εγκατάλειψης στο βάθος του τοπίου. Στ’ αλήθεια ήταν εξαντλημένος τόσο, που δε μπορούσε πια ν΄ασχοληθεί με το θέμα. Ούτως ή άλλως, ό,τι είναι πάντοτε να γίνει, θα γίνει.

Και τότε ερχόταν οι καλές του μέρες, όταν ξυπνούσε χαμογελώντας στον καθρέφτη. «Καλημέρα κούκλε, άλλη μια μέρα στον Παράδεισο!», έλεγε, ενώ στο τέλος τους αρνούνταν να σκεφτεί ότι τις περισσότερες φορές τίποτα το παραδείσιο δεν είχαν. Όφειλε όμως να δείχνει θετική σκέψη. Όπως ο Σέρχιο. Εκείνος δε συζητούσε ποτέ τα προβλήματά του –γιατί να στεναχωριέται ή να στεναχωρεί τους άλλους με τα «βαρίδια της ζωής του» όπως τα έλεγε; Στη θέση μιας δύσκολης, ενοχλητικής ή επώδυνης συζήτησης, θα έβλεπε κάποια ταινία που βαθμολογήθηκε με τέσσερα αστέρια στα πολιτιστικά ένθετα των εφημερίδων ή θα διάβαζε ένα ενδιαφέρον βιβλίο. Η τέχνη απομένει ένα από τα ελάχιστα αξιόπιστα καταφύγια. Θέλει δύναμη για ν’ αντιδρά κανείς έτσι, είναι όμως κάτι που μαθαίνεται. Ίσως είχε έρθει ο καιρός να το μάθει και ο ίδιος.

Η σύγκριση θα τον συνέθλιβε πάντα: ήταν πολύ νεώτερος αλλά είχε κιλά κι έχανε τα μαλλιά του, ένιωθε την ανάγκη να συζητά τα προβλήματά του ακόμη κι όταν δε μπορούσε να τα λύσει, ενώ η τέχνη μπορούσε να τον ανακουφίσει ελάχιστα ή εν πάση περιπτώσει, προσωρινά. Αντίθετα, ο Σέρχιο θα έδειχνε πάντοτε εκθαμβωτικός όπως την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν κι ας βρισκόταν ήδη κοντά στη μέση ηλικία.

Οπωσδήποτε ήταν ανησυχητικό το ότι απολάμβανε πλέον περισσότερο τις ώρες που περνούσε μόνος του, στο Πάρκε ντελ Οριέντε τα απογεύματα, όταν ο Σέρχιο είχε μάθημα, παρά τις ώρες που περνούσε μαζί του. Αν τον ρωτούσε πού ήταν, θ’ απαντούσε πως είχε βγει για ψώνια, να τηλεφωνήσει, να δει κάτι φίλους από τα μέρη του... «Μπράβο», θα του απαντούσε ο Σέρχιο, «να βγαίνεις, να βλέπεις κόσμο, δε βγαίνεις αρκετά, βαριέσαι μόνος σου τόσες ώρες». Μέχρι τότε δεν είχε ανάγκη να βλέπει κόσμο, και σίγουρα δε διέθετε το κοινωνικό ταλέντο του «Βιτόριο Γκάσμαν», που συγκολλούσε ετερόκλητους ανθρώπους στις συντροφιές τους και γινόταν ακαριαία συμπαθής σε όλους. Είχε όμως έτοιμο έναν κατάλογο δικαιολογιών, εφόσον είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι εξασφαλίζεις πιο εύκολα την ησυχία σου μ’ ένα ψέμα, παρά με την αλήθεια. Για αλήθειες, θα ερχόταν καιρός. Ή ίσως και να μην ερχόταν ποτέ.

Ίσως έφταιγε το ότι ο Σέρχιο είχε αρχίσει να θυμώνει με το παραμικρό, κι αυτός δεν άντεχε τις φωνές. Αρκετές είχε ακούσει στο πατρικό για την ανάρμοστη συμπεριφορά του.

Οι σκηνές πριν την αναχώρηση από το σπίτι του στο νότο θα ήταν δραματικές, εάν αυτός, όντας τόσο αποφασισμένος, δεν τις παρέβλεπε. Οι γονείς τον ρώτησαν ευθέως κι αυτός τους απάντησε. Η μητέρα έκλαιγε, ο πατέρας δε μιλιόταν, τα αδέρφια του τον υποστήριζαν αμήχανα. Μόνος φύλακας-άγγελος, η πρώην κοπέλα του, που ισχυρίστηκε ότι θα ήταν καλύτερο να τον αφήσουν να φύγει –όταν η μητέρα της τηλεφώνησε με την οικειότητα που είχαν αναπτύξει οι δυο τους. Αν και σχεδόν πείστηκε, έκανε μία ύστατη προσπάθεια να σταματήσει το «κακό», κρύβοντάς του το εισιτήριο. «Μαμά, μπορώ να πω ότι το έχασα ή ότι μου το έκλεψαν∙ θα μου βγάλουν καινούριο στο αεροδρόμιο και θα φύγω ούτως ή άλλως», της είπε. Είδε πως δεν γινόταν πια να κάνει τίποτα, και το πρωί της αναχώρησης, σηκώθηκε από τα χαράματα να του ετοιμάσει «σάντουϊτς για το δρόμο».

Δεν άντεχε λοιπόν τις φωνές και την ένταση. Προτιμούσε να υποχωρεί προς διατήρηση της οικιακής ειρήνης. Κι έπειτα, ο Σέρχιο ποτέ δεν ήθελε να μιλήσουν γι΄αυτό, ούτε για οτιδήποτε άλλο δυσάρεστο∙ «μη μου λες για προβλήματα», ήταν ο βράχος όπου προσέκρουε πάντα. Έτσι, αναλάμβανε να τα λύνει όλα μόνος του. Από το φθηνό, σε σχέση με τη Μαδρίτη, διαμέρισμα, μέχρι τα καθημερινά ψώνια, τους λογαριασμούς, τα γραφειοκρατικά και τα σπουδαστικά. Διότι ως προς τα υπόλοιπα, δεν μπορούσε να επιλύσει τίποτα. Ο Σέρχιο δεν ανεχόταν την παραμικρή δημόσια ένδειξη τρυφερότητας, ακόμη κι όταν περνούσαν απ’ την Τσουέκα –όποτε δηλαδή συγκατένευε να περάσουν από «την κολασμένη συνοικία»- και του απαγόρευε αυστηρά να τον παρουσιάζει μπροστά σε τρίτους σαν οτιδήποτε άλλο εκτός από «συγκάτοικο». Στις αργίες της 12ης Οκτωβρίου και της 6ης Δεκεμβρίου, έφευγε πάντα να επισκεφτεί τους δικούς του με τα ανίατα προβλήματα υγείας, αντί να τις περνούν μαζί... Όταν τολμούσε να παραπονεθεί, του πρότεινε γλυκά να επισκεφτεί κι αυτός τους δικούς του, ή να δει την αγαπημένη του θάλασσα, που όλο γκρίνιαζε ότι του λείπει. Οι μεταπτυχιακές σπουδές φυσικά δε μπορούν να κρατήσουν μια ζωή. Η υποτροφία του Σέρχιο δεν ήταν δυνατόν ν’ ανανεώνεται επ’ άπειρον κι αυτός κάποτε θα έπρεπε να ομολογήσει πως είχε ήδη το δίπλωμα. Ούτε θα του ήταν εφικτό να βρίσκει αιώνια σεμινάρια πρακτικής κατάρτισης. Ο Σέρχιο θα έπρεπε να επιστρέψει στη διδασκαλική του θέση στην επαρχία. Κι τότε, τι θά’ κανε; Όλα τα σενάρια έβγαζαν σε αδιέξοδο, όπως και οι συζητήσεις τους –οι ελάχιστες που είχαν κάνει για το θέμα.

Οι ξεκάθαρες και επίσημες λύσεις είναι για τους παρουσιαστές της τηλεόρασης, τους αστέρες της ποπ, όχι για έναν καθηγητή από την επαρχία –είτε μοιάζει του Βιτόριο Γκάσμαν με καλύτερο προφίλ, είτε όχι- και τον γιο ενός ευηπόληπτου δημοτικού συμβούλου από το νότο.

Με την άκρη του ματιού διέκρινε λίγο πιο πέρα μία παλιά συμφοιτήτρια. Έκανε πως ψάχνει τα τραγούδια στο ντίσκμαν για να την αποφύγει. Πέρυσι τον φλέρταρε, κάτι που έκανε τον Σέρχιο να γελά όταν βρίσκονταν μόνοι. Πέρυσι, διότι κατάφερε να τελειώσει το πρόγραμμα σπουδών νωρίτερα. «Είσαι πιο έξυπνος από μένα, τι να κάνουμε;» του έλεγε ο Σέρχιο με το πιο αξιολάτρευτο χαμόγελό του. «Όχι φυσικά, μόνο πιο τυχερός, ίσως είχα περισσότερο χρόνο για διάβασμα», δικαιολογούνταν κοκκινίζοντας. Τι ντροπή να είσαι πιο έξυπνος από τον «Βιτόριο Γκάσμαν»!

Δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να νιώσει πιεσμένος ώστε να μελετά σκληρότερα. Και να σκεφτεί κανείς πως έκανε τα πάντα ώστε ο Σέρχιο να νιώθει την ελάχιστη δυνατή πίεση. Με αποτέλεσμα να πιεστεί αφόρητα ο ίδιος. Διευθετήσεις, διαπραγματεύσεις, λεφτά, δημόσια σενάρια, ωραιοποιημένες εκδοχές για τους άλλους... Τα έκανε όλα, κι αισθανόταν τόσο φριχτά κουρασμένος, τόσο αγύρτης, ώστε σιχαινόταν τον εαυτό του. Ξυπνούσε το πρωί κι έβλεπε το πρόσωπό του στον καθρέφτη με έκπληξη που στεκόταν ακόμα στη θέση του –δίχως να νοιάζεται πλέον αν ήταν όμορφο ή άσχημο. Είχε ακόμα τα χαρακτηριστικά του. Δεν κατέρρεαν. Θυμόταν με τρόμο εκείνο το πρωϊνό που ανοίγοντας το ντουλάπι της κουζίνας για να πάρει τον καφέ, έπεσε το πακέτο με τα μισάνοιχτα μακαρόνια που σκορπίστηκαν στο νιπτήρα με τα άπλυτα πιατικά. Άρχισε να ουρλιάζει «όχι» αμέτρητες φορές, με μια απόγνωση που δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, τόσο που δεν αποκλείεται αν υπήρχε κόσμος εκείνη την ώρα στην πολυκατοικία να νόμισε πως κάτι φριχτό συμβαίνει. Ενώ απλά, ένα μισάνοιχτο πακέτο μακαρόνια είχε σκορπιστεί στο νεροχύτη. Όμως αυτά τα μακαρόνια κόστιζαν και τα λεφτά τους τελείωναν και μία επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ ήταν όσο –όσο μία βραδινή έξοδος από αυτές που έκανε στην «προηγούμενη ζωή του»-, και από το σπίτι που νοίκιαζαν όπου νά’ ταν θα τους έβγαζαν, κι αυτός έψαχνε λύσεις, έμενε άγρυπνος τις νύχτες, έκλαιγε, φρόντιζε το φαγητό, την καθαριότητα, τους πόρους τους, έτρεχε στα ίντερνετ καφέ να στέλνει βιογραφικά, κι ο Σέρχιο απορροφούσε όλο τον χρόνο και την ενέργεια για τον εαυτό του, δεν αποδεχόταν καμία λύση από όσες με δυσκολία εύρισκε, έθετε όρους, ύψωνε τη φωνή... Κάποιες φορές ξεσπούσε και του τά’ λεγε. Δάκρυα, συγγνώμες, πάλι αγάπη και εξηγήσεις (οι οποίες πάντα προκαλούσαν αλλεργία στον Σέρχιο, ανεξάρτητα από την αφορμή). Κι ύστερα πάλι τα ίδια. Και ξανάπαιρνε το γλυκό του ύφος, την υποχωρητικότητα, το «όπως θέλεις εσύ» για να κυλά η μέρα τους τουλάχιστον στοιχειωδώς ομαλά. Όμως αισθανόταν αποστεγνωμένος από κάθε δύναμη να ζήσει. Ώσπου σιγά σιγά άρχισε να διαγράφεται στο μυαλό του το σχέδιο διαφυγής. Κάποιες στιγμές όταν τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, το εγκατέλειπε λέγοντας στον εαυτό του ότι θα κάνει υπομονή. Σχεδόν αμέσως όμως οι καλές στιγμές έφευγαν κι αυτός επέστρεφε ακόμη πιο προσηλωμένος στο μυστικό του πλάνο σωτηρίας. Τώρα κιόλας, μπορούσε να πάει στο αεροδρόμιο, να ρωτήσει ποιο αεροπλάνο πετάει πρώτο για την πόλη του, να επιβιβαστεί, και τα βάσανά του είχαν τελειώσει. Αυτός, ουσιαστικά, δεν είχε κανένα πρόβλημα.

Η πιο αφόρητη όμως σκέψη ήταν ότι ο Σέρχιο δε θα τον αναζητούσε. Δε θα τον νοσταλγούσε, δεν θα του τηλεφωνούσε ποτέ, δεν θα πήγαινε μοναχικούς περιπάτους στα αγαπημένα τους στέκια ακούγοντας τραγούδια που σήμαιναν κάτι ιδιαίτερο γι’ αυτούς, ούτε θα μελαγχολούσε με ταινίες που είχαν δει μαζί κάποτε, και βιβλία που είχαν δωρίσει ο ένας στον άλλο. Αν του τον θύμιζαν, φυσικά.

Του ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένα ιδιαίτερο είδος ανθρώπων, οι «Σέρχιο» -ακόμη κι αν δε μοιάζουν με παλαιούς κινηματογραφικούς αστέρες, στην βελτιωμένη εκδοχή τους-, οι οποίοι καταφέρνουν να ζουν μέσα σε έναν διηνεκή μετεωρισμό που καταλήγει ευτυχία∙ οι υπέργηροι γονείς τους υποφέρουν από σοβαρές ασθένειες δίχως ποτέ ν’αποβιώνουν, η διδασκαλική τους θέση στην δημόσια εκπαίδευση είναι εκεί και τους περιμένει, χωρίς ποτέ να εμφανίζονται για να διδάξουν, «συγκατοικούν» χωρίς να «συζούν» στ’ αλήθεια, βρίσκονται μονίμως πριν από την μέση ηλικία δίχως ποτέ να την υπερβαίνουν και αν ποτέ το αποφασίσουν, θα υπάρχει πάντα κάποια καλή κοπέλα να τους παντρευτεί. Έτσι, ο «Βιτόριο Γκάσμαν» συνέχιζε να έχει όλα τα «βαρίδια της ζωής του», χωρίς όμως κανένα από αυτά να εμποδίζει την επ’ αόριστον παράταση της διαβίωσής του στη Μαδρίτη. Αδιαφορώντας για τα προβλήματα, εφόσον κάποιος άλλος θα βρισκόταν πάντα να τα λύσει, ή, λόγω συγκυριών θα λύνονταν από μόνα τους.

Το εξαιρετικό αυτό παράδειγμα θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει λοιπόν και ο ίδιος. Αν το καλοσκεφτόταν, δεν είχε ανάγκη κανέναν. Το σπίτι του στο νότο τον περίμενε πάντα, οι υψηλές, για τα δεδομένα της μικρής κοινωνίας του τόπου, γνωριμίες του πατέρα του θα τον εξασφάλιζαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο- και ποιος δε θα ήταν ευτυχής να προσφέρει εκδούλευση στο Ντον Ματέο; Άλλωστε οι γονείς δεν έχαναν ποτέ την ελπίδα. Στην εποχή μας εξάλλου οι νέοι δέχονται τόσες νοσηρές επιδράσεις... Άθλια πρότυπα από τραγουδιστές, ηθοποιούς, ακόμη και πολιτικούς ή ποδοσφαιριστές! Στον καιρό τους δε συνέβαινε τίποτε παρόμοιο. Όλα ήταν αυστηρά ιδιωτικές υποθέσεις των οικογενειών. Πάντοτε οι νέοι χρειάζονταν ένα χρονικό διάστημα για να κάνουν τρέλες, «να πειραματιστούν», όπως λέγεται σήμερα. Κι ο ίδιος ο ντον Ματέο κάποτε ήθελε να φύγει με την ιεραποστολή στους ισπανόφωνους τροπικούς, είδε όμως τον ιερέα της ενορίας να γυρνά από εκεί με βαριά ελονοσία, και συνετίστηκε.

Ο ντον Ματέο, σενιορίτο του νότου στα νιάτα του, επιστήμων, δημοτικός σύμβουλος, ενεργός καθολικός και πολύτεκνος, είχε μια στιβαρή άποψη περί ζωής, στην οποία, στο τέλος, υπέκυπταν τα πάντα. Ούτε και ήταν άστοργος με τα παιδιά του. Το καθένα όσο μπορεί∙ άλλο έγινε γιατρός, άλλο αρχιτέκτων, αυτό το κακόμοιρο που δεν τα κατάφερνε σε τίποτα, θα το έπαιρνε δίπλα του στο γραφείο. Γενικών καθηκόντων: ηλεκτρονικός υπολογιστής, τήρηση αρχείου, εξωτερικές εργασίες... «Είναι τόσο σχολαστικός. Μόνο αυτόν εμπιστεύομαι!». Και όταν πια θ’ αποχωρούσε, το ίδιο θα έκανε ο μεγαλύτερος γιος του, κληρονόμος του γραφείου, της πελατείας και της θέσης στο δημοτικό συμβούλιο, απ’ όπου διοχετεύονται οι δουλειές.

Μια απόφαση ήταν, και θα μπορούσε να κάνει κι αυτός «φυσιολογική» ζωή σαν όλους τους άλλους. Η πρώην κοπέλα του είχε παντρευτεί στα χρόνια που μεσολάβησαν κάποιον συνάδελφό της με κάπως αραιά μαλλιά κι επιπλέον κιλά για την ηλικία του. Μπορεί να ήταν σύμπτωση, μπορεί όμως ο «τύπος» του, που δεν ήταν αρκετά καλός για τον «Βιτόριο Γκάσμαν», να έχει πέραση σε μια ορισμένη κατηγορία γυναικών. Συνεπώς, όλο και κάποια θα βρισκόταν. Ευτυχώς, στην εποχή μας τα ζευγάρια δείχνουν διακριτικότητα∙ όλοι έχουν το παρελθόν τους. Και αν καμιά φορά τον έπιανε απόγνωση, τι να γίνει, κανείς δε μπορεί να τα έχει όλα!

Όταν πλέον ο ήλιος είχε δύσει και στο σιντί οι Πρεσούντος Ιμπλικάδος τραγουδούσαν τώρα πως «Το ποτέ είναι για πάντα», αποφάσισε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο του ηλιοβασίλεμα στο πάρκε ντελ Οριέντε. Την επόμενη μέρα, θα άφηνε τον Σέρχιο, τον επονομαζόμενο και «Βιτόριο Γκάσμαν» -με σαφώς καλύτερη κατατομή, βεβαίως. Άσε που από καιρό δεν τον έβρισκε πια και τόσο όμορφο.