Ευρετήριο Άρθρου

Η πρώτη μεγάλης κλίμακας σύγκρουση των δημοκρατικών δυνάμεων με το στρατόπεδο του διεθνούς φασισμού 74 χρόνια πριν

Επιμέλεια: Στέφανος Xελιδόνης

Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος άρχισε το 1936. Ωστόσο, ο δρόμος για την έλευσή του είχε λειανθεί προ πολλού. Από τον 19ο αιώνα η Ισπανία μαστιζόταν από εμφυλίους και επαναστάσεις. Μετά τη δικτατορία του Πρίμο δε Ριβέρα ιδρύθηκε η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία το 1931, της οποίας οι μεταρρυθμίσεις έπληξαν τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων και της Καθολικής Εκκλησίας.

Η πολιτική ένταση μεταξύ των Δημοκρατικών και της Ισπανικής Συνομοσπονδίας Αυτόνομων Δεξιών Κομμάτων συνεχίστηκε μέχρι τις εκλογές του 1936, τις οποίες κέρδισε το Λαϊκό Μέτωπο, ένας νέος συνασπισμός Σοσιαλιστών, Δημοκρατικών, Κομμουνιστών και αυτονομιστικών ομάδων. Ακολούθησαν πολιτικές δολοφονίες εκατέρωθεν και στις 17 Ιουλίου εθνικιστές στρατηγοί προέβησαν σε πραξικόπημα. Η ανάμειξη της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, που ενίσχυσαν τους στασιαστές, και η στήριξη της Δημοκρατίας από την ΕΣΣΔ, αλλά και η απραξία της Δύσης του κατευνασμού, μετέτρεψαν ένα ακόμη πραξικόπημα στην πιο αιματηρή σύρραξη που θα γνώριζε ποτέ η χώρα. Εθελοντές από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ έσπευσαν να πολεμήσουν είτε για τη φιλελεύθερη δημοκρατία είτε για τον κομμουνισμό. Ομως, στο τέλος, νίκησαν οι εθνικιστές. Ο Ισπανικός Εμφύλιος έληξε την 1η Απριλίου 1939. Λίγους μήνες μετά ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.


Οι πληγές που άνοιξε το δικτατορικό καθεστώς παραμένουν ανοιχτές

Ο Αλμπέρ Καμύ εξήγησε την παγκόσμια γοητεία που άσκησε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος όταν έγραψε: «Ηταν στην Ισπανία που οι άνθρωποι έμαθαν ότι κάποιος μπορεί να έχει δίκιο και παρ’ όλ’ αυτά να ηττηθεί, ότι η βία μπορεί να νικήσει το πνεύμα, ότι υπάρχουν φορές που το θάρρος δεν αρκεί. Χωρίς αμφιβολία αυτός είναι ο λόγος που εξηγεί γιατί τόσοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν το ισπανικό δράμα ως προσωπική τραγωδία». Εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμά του εξακολουθεί να προκαλεί παθιασμένη και συχνά οξεία αντιπαράθεση. Από πάσης πλευράς –γεωγραφικής κλίμακας, αριθμού θυμάτων, δημογραφικών συνεπειών και τεχνολογικής φρίκης– έχει επισκιαστεί από μεταγενέστερες συγκρούσεις. Υπό το φως του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κορέας και του Βιετνάμ, και των πολέμων της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου, ο Ισπανικός Εμφύλιος μοιάζει με μικρό καυγαδάκι, άξιο λησμονιάς. Μετά τη Χιροσίμα και τη Δρέσδη, η πολεμική που προκλήθηκε από τον βομβαρδισμό της Γκερνίκα μπορεί να κρατιέται ζωντανή από τη δύναμη του διάσημου πίνακα του Πικάσο, αλλά πάνω απ’ όλα παραμένει στη μνήμη μας επειδή ήταν η πρώτη ολοκληρωτική καταστροφή ενός ανυπεράσπιστου άμαχου στόχου από αεροπορικό βομβαρδισμό. Είναι μια υπενθύμιση ότι ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος ήταν μία πρόβα για τον μεγαλύτερο παγκόσμιο πόλεμο που επρόκειτο να έρθει, ανοίγοντας την κερκόπορτα σε έναν νέο και φρικιαστικό τύπο σύγχρονου πολέμου, τον οποίο όλοι φοβούνταν.

Δεν προκαλεί κατάπληξη το ότι ο Ισπανικός Εμφύλιος εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον και να «ανάβει» τη συζήτηση και στη φιλολογία αλλά και στην πολεμική. Αυτό είναι φανερό από τα 25.000 και πλέον βιβλία που έχουν εκδοθεί για τη σύρραξη. Αυτό ήταν εν μέρει η συνέπεια του ότι, για σχεδόν σαράντα χρόνια, αστυνομικοί, ιερωμένοι, στρατιώτες και προπαγανδιστές του νικηφόρου στρατηγού Φράνκο μαγείρευαν μια ερμηνεία του πολέμου που σκοπό είχε να δικαιολογήσει τη στρατιωτική εξέγερση, τον πόλεμο και τη δικτατορία. Μνήμες του πολέμου και της επακόλουθης αιματηρής καταστολής καλλιεργήθηκαν προσεκτικά στην Ισπανία και για να ταπεινώσουν τους ηττημένους και για να υπενθυμίζουν σε όσους είχαν εμπλακεί στα καθεστωτικά δίκτυα διαφθοράς και καταστολής ότι μόνον ο Καουντίγιο στεκόταν ανάμεσα σε αυτούς και στην εκδίκηση των θυμάτων τους. Εν τούτοις, ο Φράνκο είναι νεκρός εδώ και σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια και ο κατακλυσμός από πολεμικές για τη νομιμότητα της εκσκαφής μαζικών τάφων, οι οποίες φτάνουν σε πρωτοφανή επίπεδα πικρίας, δεν λέει να κοπάσει.

Το «σύμφωνο λησμονιάς»

Μέσα στην Ισπανία και πέρα από αυτήν, η τελική πτώση των ταμπού του επονομαζόμενου «συμφώνου λησμονιάς» είχε δραματικό αντίκτυπο. Τα θύματα της δημοκρατικής βίας θρηνήθηκαν και η μνήμη τους τιμήθηκε στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο. Αυτό δεν συνέβη και με τους νεκρούς των Δημοκρατικών. Ακόμα και μετά τον θάνατο του δικτάτορα, η ανάγκη να καλλιεργηθεί το εύθραυστο λουλούδι της Δημοκρατίας συνεπαγόταν ένα επίσημο παραπέτασμα σιωπής. Παρ’ όλα αυτά, ντόπιοι ιστορικοί συνέχισαν να εργάζονται πάνω στην καταστολή, και τα βιβλία τους συχνά ήταν η μόνη ταφόπλακα που σηματοδοτούσε τη μοίρα των θυμάτων. Πρόσφατα, η επίγνωση ότι η δημοκρατία είναι πλέον επαρκώς εδραιωμένη για να αντέξει σοβαρή συζήτηση για τον πόλεμο και τις συνέπειές του, έχει πάρει τη χροιά του κατεπείγοντος από μια αίσθηση του βιολογικά μοιραίου της εξαφάνισης των μαρτύρων. Η επακόλουθη εμφάνιση συλλόγων αφιερωμένων στην ανάκτηση της ιστορικής μνήμης και οι πρώτες προσπάθειες για να βρεθούν τα σώματα των εξαφανισθέντων έχει κατά κάποιον τρόπο σταματήσει τις συναισθηματικές πληγές των οικογενειών των θυμάτων. Ωστόσο, έχει επίσης προκαλέσει την αναζωπύρωση της πολεμικής από συγγραφείς που θέλουν να ισχυρίζονται ότι, κατά κάποιον τρόπο, τα βάσανα των Δημοκρατικών θυμάτων ήταν δικαιολογημένα.

Ενα μέρος της φιλολογίας για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, το οποίο αντέχει στον χρόνο, ήρθε τη δεκαετία του ’40 από τους ηττημένους Δημοκρατικούς και τους ξένους συμπαθούντες τους, οι οποίοι παρουσίαζαν τον Εμφύλιο Πόλεμο ως τον αγώνα ενός καταπιεσμένου λαού για έναν αξιοπρεπή τρόπο ζωής ενάντια στις οπισθοδρομικές ολιγαρχίες των γαιοκτημόνων και βιομηχάνων της Ισπανίας καθώς και των ναζί και φασιστών συμμάχων τους. Κατόπιν, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, προέκυψε μία περιπλοκή καθώς οι αντι-φρανκικές ερμηνείες του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου ήταν χωρισμένες δριμύτατα μεταξύ εκείνων που απέδιδαν τη νίκη του Φράνκο στην απλόχερη υποστήριξη του Χίτλερ και του Μουσολίνι και στη συγκεκαλυμμένη συμπάθεια των δυτικών Δημοκρατιών και εκείνων που ερμηνεύουν τα πάντα με όρους σταλινικής ασφυξίας της αριστερής επανάστασης στην Ισπανία.

Οι νέοι ερευνητές

Εν τούτοις, στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, διαδοχικές νέες γενιές, διακρίνοντας ομοιότητες με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του Βιετνάμ, της Κούβας, της Χιλής και της Νικαράγουας, εμπνεύσθηκαν από τον ιδεαλισμό και τις θυσίες που συσχετίζονταν με την ισπανική εμπειρία. Ωστόσο, στη δεκαετία του ’90, το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων έδωσε ανανεωμένη ώθηση σε εκείνους που θα χρησιμοποιούσαν τα εγκλήματα του σταλινισμού για να κηλιδώσουν τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και τον αντιφασιστικό αγώνα της Ισπανικής Δημοκρατίας. Είναι πλέον πέραν των δυνατοτήτων του μέσου αναγνώστη να μένει ενήμερος για την τεράστια παραγωγή ιστορικής δουλειάς και των συζητήσεων που αυτή προκαλεί.

Στη δεκαετία του ’40, οι προπαγανδιστές του Φράνκο παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν μια ηρωική θρησκευτική σταυροφορία εναντίον μιας βαρβαρικής Εβραιο - Μπολσεβο - Μασονικής συνωμοσίας, απεικονίζοντας τους ηττημένους ως κορόιδα της Μόσχας και αιμοδιψείς δράστες σαδιστικών ωμοτήτων. Τώρα, τέτοιες ιδέες έχουν επανέλθει στη ζωή από πολέμιους που αισθάνονται την ανάγκη να αντικρούσουν τη λαϊκή ώθηση για ανάκληση της ιστορικής μνήμης. Νιώθοντας νοσταλγία για τη δικτατορία, αυτοί οι συγγραφείς απορρίπτουν τα ατράνταχτα ακαδημαϊκά επιτεύγματα δύο γενεών Ισπανών ιστορικών ως αριστερή μυθοπλασία και προπαγάνδα. Με αυτόν τον τρόπο έχουν ανεβάσει την απτή ένταση που έχει εισβάλει στον καθημερινό πολιτικό διάλογο στην Ισπανία.


Οι ευρύτερες επιπτώσεις της πολλαπλής σύγκρουσης

Paul Preston*

Είναι πολύ εύκολο να απεικονίσει κανείς τον Ισπανικό Εμφύλιο ως τον κομμουνισμό ενάντια στον φασισμό ή τον Χριστιανικό Πολιτισμό ενάντια στις βαρβαρικές ορδές της Μόσχας. Στην πραγματικότητα, ήταν πολλοί πόλεμοι. Ηταν ένας πόλεμος άκληρων χωρικών εναντίον πλούσιων γαιοκτημόνων, αντι-κληρικών εναντίον Καθολικών, τοπικών εθνικιστών εναντίον συγκεντρωτιστών στρατιωτικών, εργατών στη βιομηχανία εναντίον ιδιοκτητών εργοστασίων. Οταν ανεμείχθησαν ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Στάλιν, έγινε η πρώτη μάχη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ετσι, στην προέλευσή του ο Ισπανικός Εμφύλιος ήταν ένας κοινωνικός πόλεμος, και στην πορεία και έκβασή του ήταν ένα επεισόδιο σε έναν ευρύτερο Ευρωπαϊκό Εμφύλιο Πόλεμο που έληξε το 1945. Εθελοντές ήρθαν στην Ισπανία με μια ενστικτώδη κατανόηση και των δύο αυτών στοιχείων.

Ο Ισπανικός Εμφύλιος ενέπνευσε τους μεγαλύτερους συγγραφείς και καλλιτέχνες των ημερών του με τρόπο ανεπανάληπτο. Επιπλέον, είναι αδύνατον να υπερβάλει κανείς όσον αφορά την καθαρή ιστορική σημασία του Ισπανικού Πολέμου. Πέραν του αντίκτυπου που είχε στην ίδια την Ισπανία, ο πόλεμος ήταν το κομβικό σημείο της δεκαετίας του ’30. Ο Μπάλντουιν και ο Μπλουμ, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, ο Στάλιν και ο Τρότσκι, όλοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ισπανικό δράμα. Ο άξων Ρώμης-Βερολίνου σφυρηλατήθηκε στην Ισπανία τον ίδιο καιρό που εξετίθετο η ανεπάρκεια του κατευνασμού. Ο Φράνκο πίστευε ορθά ότι είχε κάνει τεράστια εξυπηρέτηση στον Χίτλερ με το να νικήσει τη Δημοκρατία, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον είχε εκθέσει την αδυναμία του κατευνασμού και είχε μεταβάλει την ισορροπία ισχύος εις βάρος των Δυτικών και σε διεθνές επίπεδο αλλά και στην εσωτερική πολιτική της Γαλλίας. Μια νίκη των Δημοκρατικών μπορεί να ενίσχυε την αντίσταση των Γάλλων, μπορεί να είχε προλάβει το σύμφωνο μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν, να είχε στραπατσάρει σοβαρά την αυτοπεποίθηση του Μουσολίνι, ακόμη και να είχε αποτρέψει εντελώς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν τούτοις, αυτή είναι απλή εικασία. Το βέβαιο είναι ότι η ισπανική Δημοκρατία εξασθένισε σημαντικά την πολεμική ικανότητα της φασιστικής Ιταλίας. Επιπλέον, όσο η Δημοκρατία συνέχιζε να μάχεται, ο Χίτλερ δίσταζε να εξαπολύσει γενικευμένο πόλεμο και ως εκ τούτου οι Βρετανοί είχαν περισσότερο χρόνο να επανεξοπλιστούν.

Η δικτατορία του Φράνκο ήταν η θεσμοποίηση της νίκης του. Σκόπιμα είχε επιδοθεί σε αργό πόλεμο φθοράς, με φρικιαστικές εκκαθαρίσεις σε όλα τα κατεκτημένα εδάφη, επενδύοντας έτσι στον τρόμο που θα στήριζε το μελλοντικό καθεστώς του. Πάνω από 150.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν από τους φρανκικούς μεταξύ 1936 και 1943. Οι αιχμάλωτοι πολέμου αριθμούσαν πάνω από 500.000 και πολλοί υποχρεώθηκαν διά της βίας να συμμετέχουν σε «τάγματα εργασίας» ως σκλάβοι στην κατασκευή φραγμάτων, γεφυρών και αρδευτικών καναλιών. Περίπου 400.000 εξορίστηκαν, εκ των οποίων πολλοί δεν γύρισαν ποτέ. Μόνο μια μικρή μειονότητα που είχε κονδύλια ή κάποια κατάρτιση εξασφάλισε αξιοπρεπή διαβίωση, ως επί το πλείστον στη Λατινική Αμερική. Αλλοι, πιο κοντά στην Ισπανία, συνήθως εξαναγκάζονταν να μπουν στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων, σε γερμανικά σώματα εργασίας ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γι’ αυτούς που έμειναν πίσω, ο φόβος ήταν τρόπος ζωής. Πολλοί που απελευθερώθηκαν από τις φυλακές ήταν σοβαρά άρρωστοι ή είχαν σπασμένο ηθικό από τον φόβο μήπως συλληφθούν ξανά. Η πείνα και η αδυναμία εύρεσης εργασίας υποχρέωσε τους Δημοκρατικούς σε μια εσωτερική εξορία. Η περιύμνητη ειρήνη του Φράνκο σήμαινε τη σιωπή του νεκροταφείου.


Δύο ζώνες επιχειρήσεων

Paul Preston

Λίγες ημέρες μετά το πραξικόπημα της 17ης Ιουλίου, η Ισπανία είχε χωριστεί σε δύο ζώνες πολεμικών επιχειρήσεων. Οι στασιαστές ήλεγχαν το 1/3 της χώρας σε ένα βόρειο μπλοκ της Γαλικίας, της Λεόν, της Παλαιάς Καστίλλης, της Αραγώνας και μέρους της Εξτρεμαδούρα και ένα ανδαλουσιανό τρίγωνο που οριζόταν από την Ουέλβα, τη Σεβίλλη και την Κόρδοβα. Είχαν τους μεγάλους σιτοβολώνες, αλλά ο έλεγχος των κρατικών αποθεμάτων χρυσού και ρευστού, και ουσιαστικά ολόκληρη η βιομηχανία της Ισπανίας, παρέμενε στα χέρια των Δημοκρατικών. Θα υπήρχαν, ωστόσο, δύο μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες στο τέλος θα έκριναν τη σύρραξη - η Στρατιά της Αφρικής και η βοήθεια από τις φασιστικές δυνάμεις.

Στην αρχή, το πιο ισχυρό χαρτί των στασιαστών, ο θηριώδης αποικιακός στρατός υπό τον Φράνκο, είχε αποκλειστεί στο Μαρόκο από πολεμικά πλοία των Δημοκρατικών. Ο Φράνκο όμως κατόρθωσε να πείσει τους τοπικούς αντιπροσώπους της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας ότι έπρεπε να τον υποστηρίξουν. Μέχρι το τέλος Ιουλίου, μεταγωγικά αεροσκάφη Junkers 52 και Savoia-Marchetti 81 επιχειρούσαν την πρώτη μεγάλη στρατιωτική αερογέφυρα στην ιστορία. Η αιμοδιψής Λεγεώνα των Ξένων και οι Ιθαγενείς Τακτικοί μεταφέρθηκαν πάνω από τα Στενά του Γιβραλτάρ στη Σεβίλλη, μετατρέποντας ένα πραξικόπημα που πήγαινε στραβά σε έναν μακρύ και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.

Οι Εθνικιστές στασιαστές γρήγορα ανέλαβαν δύο εκστρατείες, οι οποίες βελτίωσαν δραστικά την κατάστασή τους. Ο Μόλα επιτέθηκε στη βασκική επαρχία της Κιπούθκοα, αποκόπτοντάς την από τη Γαλλία. Εν τω μεταξύ, η Στρατιά της Αφρικής του Φράνκο προέλαυνε με ταχύτητα βόρεια προς τη Μαδρίτη, διαπράττοντας στο πέρασμά της φρικιαστικές σφαγές, συμπεριλαμβανομένου του μακελειού στο Μπανταχόθ όπου εκτελέστηκαν 2.000 κρατούμενοι. Μέχρι τις 10 Αυγούστου, είχαν ενώσει τα δύο μισά της Εθνικιστικής Ισπανίας.

Η ξένη βοήθεια

Η Ισπανική Δημοκρατία πολεμούσε όχι μόνο τον Φράνκο και τις στρατιές του αλλά, όλο και περισσότερο, και τη στρατιωτική και οικονομική ισχύ του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Περιφρονημένος από τη Γαλλία και τη Βρετανία, ο Δημοκρατικός πρωθυπουργός Χιράλ στράφηκε στη Μόσχα. Παρόλο που το Κρεμλίνο δεν ήθελε οι εξελίξεις στην Ισπανία να υπονομεύσουν τα προσεκτικά σχέδια που είχε καταστρώσει για μια συμμαχία με τη Γαλλία, μέχρι τα μέσα Αυγούστου, η παροχή βοήθειας στους στασιαστές από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι απειλούσε με μια ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή. Εάν έπεφτε η Ισπανική Δημοκρατία, θα μεταβαλλόταν η ευρωπαϊκή ισορροπία ισχύος, αφήνοντας τη Γαλλία με τρία εχθρικά φασιστικά κράτη στα σύνορά της. Μόνο πια στο τέλος Σεπτεμβρίου, που η Δημοκρατία συμφώνησε να στείλει τα αποθέματα χρυσού στη Ρωσία, αποφασίστηκε να σταλούν σύγχρονα αεροσκάφη και άρματα μάχης, τα οποία έπρεπε να πληρωθούν σε διογκωμένες τιμές.

Ενώ η Δημοκρατία πάσχιζε να βρει ξένη βοήθεια και οι ανοργάνωτοι πολιτοφύλακές της οπισθοχωρούσαν στην πρωτεύουσα, οι στασιαστές έκαναν πιο αυστηρή τη δομή διοίκησής τους. Στις 21 Σεπτεμβρίου, οι στρατηγοί που ηγούντο της επανάστασης επέλεξαν τον Φράνκο ως αρχιστράτηγο και επειδή διοικούσε τη Στρατιά της Αφρικής, αλλά και διότι ήδη είχε καλή επικοινωνία με τον Φύρερ και τον Ντούτσε. Στις 28 Σεπτεμβρίου, ο Φράνκο εγκαταστάθηκε ως Αρχηγός του Εθνικιστικού Κράτους. Από εκεί και μετά, κυβερνούσε με σφιχτό διοικητικό συγκεντρωτισμό. Αντιθέτως, η Δημοκρατία παρακωλυόταν από έντονη διχόνοια μεταξύ Κομμουνιστών, Δημοκρατικών της μεσαίας τάξης, μετριοπαθών Σοσιαλιστών, Αναρχικών, Τροτσκιστών και αριστερών Σοσιαλιστών που ως προτεραιότητα έθεταν την κοινωνική επανάσταση.

Η καθυστέρηση του Φράνκο επέτρεψε στην άμυνα της Μαδρίτης να ενισχυθεί από την άφιξη στις αρχές Νοεμβρίου αεροσκαφών και αρμάτων μάχης από τη Σοβιετική Ενωση μαζί με τις φάλαγγες εθελοντών, γνωστές ως οι Διεθνείς Ταξιαρχίες. Για Ιταλούς, Γερμανούς και Αυστριακούς πρόσφυγες από τον φασισμό και τον ναζισμό, η Ισπανία ήταν η πρώτη αληθινή ευκαιρία να προβάλουν αντίσταση και στο τέλος να επιστρέψουν στις εστίες τους.

Η πολιορκία της Μαδρίτης είδε ηρωικές προσπάθειες από ολόκληρο τον πληθυσμό. Στις 6 Νοεμβρίου, περιμένοντας την πρωτεύουσα να πέσει γρήγορα, η κυβέρνηση είχε καταφύγει στη Βαλένθια. Η πόλη είχε αφεθεί στα χέρια του στρατηγού Χοσέ Μιάχα. Υποστηριζόμενος από την κυριαρχούμενη από τους Κομμουνιστές Στρατιωτική Επιτροπή Αμυνας (Junta de Defensa), ο Μιάχα ανασύνταξε τον πληθυσμό, ενώ ο ευφυέστατος Αρχηγός Επιτελείου συνταγματάρχης Βιθέντε Ρόχο οργάνωνε τις δυνάμεις της πόλης. Η αντίσταση στις αφρικανικές φάλαγγες του Φράνκο ήταν επιτυχής. Η πολιορκούμενη πρωτεύουσα θα κρατούσε για δυόμισι ακόμα χρόνια.

Απασχολημένη με διχογνωμία στο εσωτερικό της, και χωρίς ακόμη έναν συμβατικό στρατό, η Δημοκρατία ήταν ανίκανη να κεφαλαιοποιήσει τη νίκη της στη Μαδρίτη. Η αντίδραση του Φράνκο ήταν μια σειρά προσπαθειών να περικυκλώσει την πρωτεύουσα. Στις μάχες της Μποαντίγια (Δεκέμβριος 1936), του Χαράμα (Φεβρουάριος 1937) και της Γκουανταλαχάρα (Μάρτιος 1937) οι δυνάμεις του αποκρούστηκαν, αλλά με τεράστιο κόστος για τη Δημοκρατία. Η επικέντρωση στην άμυνα της Μαδρίτης σήμαινε την εγκατάλειψη άλλων μετώπων. Η Μάλαγα στον Νότο έπεσε σε άρτι αφιχθέντα ιταλικά στρατεύματα στις αρχές Φεβρουαρίου.

Ακόμα και μετά την ήττα τους στη μάχη της Γκουανταλαχάρα, στην οποία είχε αναμειχθεί ένα μεγάλο απόσπασμα ιταλικών στρατευμάτων, οι Εθνικιστές ακόμα είχαν την πρωτοβουλία, καθώς κάθε αναποδιά για τον Φράνκο σήμαινε ότι οι δικτάτορες του Αξονα αύξαναν την υποστήριξή τους. Αυτό έγινε φανερό κατά την εκστρατεία των Εθνικιστών στη βόρειο Ισπανία την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1937. Τον Μάρτιο, ο Μόλα οδήγησε 40.000 στρατιώτες σε μία επίθεση κατά της Χώρας των Βάσκων υποστηριζόμενος από τη γερμανική Λεγεώνα Κόνδωρ, η οποία ειδικευόταν στους βομβαρδισμούς. Σε μια πρόβα για το Blitzkrieg της Πολωνίας και της Γαλλίας, η Γκερνίκα αφανίστηκε στις 26 Απριλίου 1937 με σκοπό να σπάσει το ηθικό των Βάσκων και να υπονομεύσει την υπεράσπιση της πρωτεύουσας Μπιλμπάο, που έπεσε στις 19 Ιουνίου. Στη συνέχεια, ο εθνικιστικός στρατός, εφοδιασμένος πλουσιοπάροχα με ιταλικά στρατεύματα και εξοπλισμό, κατέλαβε το Σανταντέρ στις 26 Αυγούστου.

Εκατοντάδες χιλιάδες θύματα μέχρι τη νίκη του Φράνκο

Οι ήττες που υπέστησαν οι Δημοκρατικοί στις αρχές του 1937 θα οδηγούσαν στις 17 Μαΐου στην εγκατάσταση μιας ισχυρής κυβέρνησης υπό την πρωθυπουργία του Χουάν Νεγρίν, από την οποία παρελήφθησαν οι αναρχο-συνδικαλιστές. Ο Νεγρίν εναπέθεσε την εμπιστοσύνη του στον Ρόχο που προσπάθησε να σταματήσει την ασυγκράτητη πορεία των Εθνικιστών με μια σειρά επιθέσεων αντιπερισπασμού. Τον Αύγουστο του 1937, ο Ρόχο έκανε μια τολμηρή κυκλωτική κίνηση εναντίον της Σαραγόσας. Στη μικρή πόλη Μπελκίτε, η επίθεση τελμάτωσε στα μέσα Σεπτεμβρίου. Ξανά οι Δημοκρατικοί βρέθηκαν αρχικά σε πλεονεκτική θέση, αλλά τους έλειπε η ισχύς για το τελειωτικό χτύπημα. Τον Δεκέμβριο του 1937, ο Ρόχο εξαπέλυσε ακόμα μια προληπτική επίθεση εναντίον της Τερουέλ, ελπίζοντας να εκτρέψει την τελευταία επίθεση του Φράνκο εναντίον της Μαδρίτης. Το σχέδιο πέτυχε. Στο πιο δριμύ κρύο, οι Δημοκρατικοί κατέλαβαν την Τερουέλ στις 8 Ιανουαρίου – ήταν η μόνη φορά που πήραν μια επαρχιακή πρωτεύουσα από τους Εθνικιστές. Εν τούτοις, ο θρίαμβος δεν διήρκεσε πολύ. Εκδιώχθηκαν μετά από έξι εβδομάδες σκληρής πολιορκίας από το πυροβολικό και τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Επειτα από άλλη μία προσπάθεια άμυνας με μεγάλο κόστος αλλά μικρή προέλαση, οι Δημοκρατικοί έπρεπε να υποχωρήσουν στις 21 Φεβρουαρίου 1938, όταν η Τερουέλ βρισκόταν προ της περικύκλωσης. Οι απώλειες και στις δύο πλευρές ήταν βαριές.

Έλλειψη όπλων και πυρομαχικών

Οι Δημοκρατικοί ήταν εξαντλημένοι, με ελλείψεις σε όπλα και πολεμοφόδια και πεσμένο ηθικό μετά την ήττα της Τερουέλ. Ο Φράνκο πήρε την πρωτοβουλία με μία μαζική επίθεση μέσω της Αραγώνας και του Καστεγιόν προς τη θάλασσα. Εκατό χιλιάδες στρατιώτες, 200 άρματα μάχης και σχεδόν χίλια γερμανικά και ιταλικά αεροσκάφη άρχισαν την προέλασή τους στις 7 Μαρτίου 1938. Μέχρι τις 15 Απριλίου είχαν φθάσει στη Μεσόγειο. Εχοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ολική καταστροφή των Δημοκρατικών δυνάμεων απ’ ό,τι για μια γρήγορη νίκη, ο Φράνκο αγνόησε την ευκαιρία να στραφεί κατά μιας Βαρκελώνης με ανεπαρκή άμυνα. Αντ’ αυτού, τον Ιούλιο εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση εναντίον της Βαλένθια. Η αποφασιστικότητα των Δημοκρατικών στην άμυνα εξασφάλισε ότι η πρόοδος θα ήταν αργή και εξαντλητική, αλλά στις 23 Ιουλίου 1938 η Βαλένθια βρέθηκε υπό άμεση απειλή, με τους Εθνικιστές λιγότερο από σαράντα χιλιόμετρα μακριά. Εις απάντησιν ο Ρόχο εξαπέλυσε άλλον έναν θεαματικό αντιπερισπασμό, υπό τύπον μαζικής επίθεσης, από τον ποταμό Εβρο, για να αποκαταστήσει επικοινωνία με την Καταλωνία. Στην πιο σκληρή μάχη ολόκληρου του πολέμου, ο Δημοκρατικός στρατός, που αποτελείτο από 80.000 άνδρες, πέρασε τον ποταμό, έσπασε τις γραμμές των Εθνικιστών, αν και με μεγάλο κόστος για τη Διεθνή Ταξιαρχία. Μέχρι την 1η Αυγούστου είχαν φθάσει ώς την Γκαντέσα, φρανκικές ενισχύσεις μεταφέρθηκαν εκεί εσπευσμένα και οι Δημοκρατικοί υποβλήθηκαν σε τρεις μήνες καύσωνα και σφοδρού βομβαρδισμού από το πυροβολικό.

Αποφασισμένος να συντρίψει τον Δημοκρατικό στρατό, ο Φράνκο συγκέντρωσε νέα στρατεύματα 30.000 ανδρών με καινούργιο γερμανικό εξοπλισμό. Οι Ισπανοί Δημοκρατικοί πλέον κοίταζαν την ήττα κατάματα. Η Βαρκελώνη έπεσε στις 26 Ιανουαρίου 1939. Στη Μαδρίτη, στις 4 Μαρτίου, ο διοικητής του Δημοκρατικού Στρατού του Κέντρου, συνταγματάρχης Σεγισμούντο Κασάδο, επαναστάτησε εναντίον της Δημοκρατικής κυβέρνησης, ελπίζοντας να δώσει ένα τέλος σε μία ολοένα δίχως νόημα σφαγή. Υποσχέσεις για διαπραγμάτευση της ειρήνης δεν τηρήθηκαν από τον Φράνκο και έπειτα από αλληλοεξοντωτικές μάχες μέσα στη Δημοκρατική ζώνη, στρατιώτες καθ’ όλο το μήκος του μετώπου άρχισαν να παραδίδονται. Οι Εθνικιστές μπήκαν σε μια απόκοσμα σιωπηλή Μαδρίτη στις 27 Μαρτίου. Τετρακόσιες χιλιάδες Δημοκρατικοί σύρθηκαν στην εξορία. Η εθνικιστική νίκη θεσμοποιήθηκε ως η δικτατορία του Φράνκο. Πάνω από ένα εκατομμύριο εξέτισαν ποινές σε φυλακές ή σε στρατόπεδα εργασίας. Στους 400.000 που σκοτώθηκαν στον πόλεμο, ήρθαν να προστεθούν ακόμα 200.000 εκτελέσεις μεταξύ του 1939 και του 1943.

* Ο κ. Paul Preston είναι καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας και διευθυντής του Κέντρου Σύγχρονων Ισπανικών Σπουδών Cañada Blanch στο London School of Economics.

Πηγή: kathimerini.gr