Ευρετήριο Άρθρου

Ο Nacho Umbert, Βαρκελωνέζος τραγουδιστής και συνθέτης, και αρχηγός των Paperhouse, ενός συγκροτήματος με βραχύχρονη παρουσία στην ανεξάρτητη ισπανική μουσική σκηνή της δεκαετίας του ’90, επιστρέφει μετά από 14 χρόνια σιωπής με γεμάτες τις “μουσικές βαλίτσες”. Στο νέο δίσκο, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάρτη και φέρει τον τίτλο Ay… [Αχ...], ο Nacho τοποθετεί τη φωνή σε πρώτο πλάνο, ενώ το βάρος του δίσκου “σηκώνει” μια δεκάδα μικρών καθημερινών ιστοριών με πρωταγωνιστές κοινούς θνητούς. Υπό τους ήχους ακουστικής κιθάρας, αποδεικνύονται άκρως απολαυστικές, διανθιζόμενες με ποικίλες αλλά διακριτικές ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες.

Όσο για τους στίχους, κάθε κομμάτι μοιάζει με αυτοτελές ηθογραφικό διήγημα όπου οι χαρακτήρες ξεδιπλώνονται με τρόπο ρεαλιστικό, χωρίς πρόθεση να κριθούν από τον δημιουργό τους. Το τέλος τους μένει ανοιχτό, όπως ανοιχτό είναι το διάφραγμα του φωτογραφικού φακού που απαθανατίζει τις δέκα καρτ-ποστάλ, αφήνοντας να περάσει το φως ανενόχλητα. Ο ρυθμός μέσα σε ένα ίδιο κομμάτι μπορεί άλλοτε να επιταχύνεται, και άλλοτε να καθυστερεί ή να ανακόπτει ταχύτητα για να πάρει μια άλλη αναπάντεχη τροπή, κάτι που με τρόπο φυσικό συμβαίνει σε πραγματικές ή αληθοφανείς ιστορίες.

Ο παραγωγός του δίσκου Raül Fernández “Refree” χρειάστηκε να ακούσει μόνο το πρώτο κομμάτι του δίσκου [Cien hombres ni uno mas] για να αποφασίσει πως ήθελε να συνεργαστεί με το Nacho. Η μουσική του είναι αδύνατο να “χωρέσει” σε μια μόνο κατηγορία: είναι μουσική τραγουδοποιού, επιστρατεύει στοιχεία από τη φολκ και την κλασική ποπ, τα οποία αξιοποιεί με μια κομψότατη, κλασικιστική αισθητική. Όπως είναι γνωστό, η καταλανική μουσική σκηνή γνωρίζει αξιοσημείωτη επιτυχία στις μέρες μας. Όσο για το Ay… [Αχ...], οι κριτικοί ήδη το κατατάσσουν στους καλύτερους ισπανικούς δίσκους της χρονιάς.

Ispania.gr Το πρώτο πράγμα που διαβάζει κανείς ψάχνοντας πληροφορίες για τον Nacho Umbert, είναι ότι επιστρέφει στη μουσική σκηνή μετά από σχεδόν 14 χρόνια απουσίας. Αυτή τη φορά σκέφτεσαι να μείνεις;

Nacho Umbert Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω προδιαγράψει κάποιο σχέδιο, αλλά είναι πιθανό να κάνω άλλον ένα δίσκο του χρόνου. Μετά, βλέπουμε... Υποθέτω πως όλα θα εξαρτηθούν από το επίπεδο που θα έχουν οι συνθέσεις μου. Αν δεν υπάρχει επίπεδο, θα φύγω.

I. Πώς προέκυψε η όρεξη να ξαναπιάσεις την κιθάρα, να παίξεις και μετά να συνθέσεις;

N.U. Πέρασα πολύ καιρό απομακρυσμένος, αλλά καμιά φορά σκεφτόμουν να ξαναπαίξω κιθάρα. Μια μέρα πήρα μία, μια ισπανική που μου δάνεισε ένας Ολλανδός που μόλις είχα γνωρίσει. Ήμασταν στην παραλία της Bahia [Μούρθια]. Υπόφερα σαν συνειδητοποίησα πόσο λίγα θυμόμουν, όμως φτάνοντας στη Βαρκελώνη αγόρασα μία. Εκεί ξανάρχισαν όλα. Έπρεπε να μάθω να παίζω από την αρχή, έπρεπε να ξαναμάθω να συνθέτω, και κυρίως έπρεπε να ξαναβρώ ένα προσωπικό στιλ, ένα ιδίωμα. Αυτό, χωρίς αμφιβολία, ήταν το πιο πολύπλοκο.

I. Στο άλμπουμ διηγείσαι με φυσικότητα δέκα καθημερινές ιστορίες όπου πρωταγωνιστούν πολύ διαφορετικά πρόσωπα. Τι διαδικασία ακολουθείς για να δημιουργήσεις ένα τραγούδι; Συνηθίζεις να μελοποιείς τις ιστορίες ή να ντύνεις με στίχους τις μελωδίες;

N.U. Η διαδικασία είναι απλή: φτιάχνω συνεχώς μελωδίες, δυο ή τρεις συγχορδίες στην κιθάρα και μελωδίες με τη φωνή, συνήθως χρησιμοποιώ επινοημένα φωνήματα, αλλά κοντινά στην ακουστική των καστιλιάνικων. Είναι διασκεδαστικό να με ακούω. Μετά διαλέγω τα τραγούδια που με ενδιαφέρουν, φαντάζομαι μια κατάσταση, κάποιους χαρακτήρες, και εξέλιξη. Πολλές φορές, αυτός που έπρεπε να είναι ο πρωταγωνιστής παύει να είναι, και δευτερεύοντα πρόσωπα κλέβουν τις σκηνές. Αφήνω τα πάντα να λειτουργήσουν με αρκετή ελευθερία.

I. Θα λέγαμε ότι η μουσική που κάνεις είναι ίντι ποπ με ακουστική κιθάρα, τραγουδοποιία με δόσεις φολκ… αρκετά δύσκολο να την κατατάξουμε κάπου. Παρόλο που έχεις καταφέρει να διαμορφώσεις ένα προσωπικό στιλ –κάτι που βεβαίως εκτιμούμε πολύ οι οπαδοί σου– θα ήθελα να μάθω ποιοι καλλιτέχνες ή συγκροτήματα επηρέασαν το μουσικό σου γούστο.

N.U. Λοιπόν, συμφωνώ σε όλα εκτός από τη λέξη ίντι, που θα την διέγραφα, νομίζω πως πλέον δεν έχει καμία σχέση μαζί μου. Ποπ, ναι φυσικά, και τραγουδοποιία, υποθέτω πως ναι επίσης.

Με έχουν επηρεάσει πολλοί, κυρίως Αμερικάνοι. Κάποιοι σύγχρονοι όπως οι Bill Callahan, Joanna Newsom, Sufjan Stevens, Damien Jurado, Eels, Bonnie Prince Billy... Και οι κλασικοί: Dylan, Cohen, Paul Simon, Lou Reed, Beatles, Beach Boys, John Martyn, κ.λπ.... Δεν είναι όλοι γιάνκηδες, αλλά σχεδόν... Α, και από εδώ επίσης υπάρχουν: Refree, Nacho Vegas, Antonia Font και Sr. Chinarro είναι αυτοί που περισσότερο με ενδιαφέρουν.

I. Το επιφώνημα Ay… [Αχ...], που είναι ο τίτλος του άλμπουμ, εμφανίζεται επανειλημμένως στους στίχους διαφόρων τραγουδιών [Cien hombres ni uno mas, Prêt à porter, Ensayo general]. Ποια είναι η λειτουργία του ή τι θέλει να εκφράσει;

N.U. To Αy είναι πολλά πράγματα, αλλά πρωτίστως ένα: ο φόβος να εκτεθώ και πάλι στο κοινό και στην κριτική, μετά από τόσα χρόνια ύπνου. Μου αρέσει επειδή μπορεί να εμπεριέχει πολλές ακόμα σημασίες. Και είναι μια προσφιλής λέξη που, όπως λες, χρησιμοποιώ σε πολλά τραγούδια. Μου αρέσει γιατί είναι από εδώ, και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι μια επανερμηνεία του κλασικού αγγλοσαξονικού hey. Τέλοσπάντων, αυτές είναι δικές μου ανοησίες...

I. Η γλώσσα που χρησιμοποιείς για να εκφραστείς στο δίσκο είναι τα ισπανικά, παρόλο που έχεις εισάγει σε συγκεκριμένα σημεία ορισμένους στίχους στα καταλανικά, κυρίως για να κάνεις αναφορά σε ονόματα προσώπων και τόπων. Ήταν κάτι που προέκυψε αυθόρμητα ή αποτελεί ένα στοιχείο ταυτότητας που έπρεπε να βρίσκεται εκεί;

N.U. Ένα από τα πράγματα για τα οποία ήμουν πιο σίγουρος, ήταν ότι ήθελα να γράψω όπως μιλάω, ήθελα να τραγουδήσω τα τραγούδια με το ίδιο ιδίωμα που χρησιμοποιώ όταν μιλάω. Και συνηθίζω να μιλάω μπλέκοντας τις δυο γλώσσες μου, τα καταλανικά και τα καστιλιάνικα. Οπότε δεν ήταν αυθόρμητο, ήταν κάτι που είχα σκεφτεί και προσχεδιάσει. Ήθελα να είναι αντιληπτή η καταγωγή μου, να παρεμβάλλονται φράσεις στα καταλανικά, χρησιμοποιώντας ονόματα και τόπους από εδώ.

Για την ώρα, χρησιμοποιώ ως βασική γλώσσα τα καστιλιάνικα, γιατί προς το παρόν με αυτά νιώθω πιο άνετα όταν τραγουδώ. Αλλά δεν απορρίπτω την πιθανότητα να τραγουδήσω στα καταλανικά στο μέλλον. Θα δούμε...

I. Ποιοι συνθέτουν την compañía;

N.U. Η compañía είναι οι μουσικοί που συνεργάστηκαν στο δίσκο. H compañía είναι ο Raül Fernández ‘‘Refree’’, που έκανε την παραγωγή, την ενορχήστρωση και έπαιξε ένα σωρό όργανα στο δίσκο. H compañía είναι η Acuarela, η δισκογραφική μου, που με εμπιστεύθηκε ξανά μετά από τόσα χρόνια. H compañía είναι οι φίλοι, η οικογένεια και οι άνθρωποι που με ενθάρρυναν να ξανακυκλοφορήσω δίσκο. Έλαβα τόση βοήθεια που αρνήθηκα να εμφανιστεί μόνο το όνομά μου σε αυτό το πρότζεκτ.

I.─ Ποια πιστεύεις πως είναι η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ της μουσικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ’90 και της τωρινής; Σήμερα είναι πιο εύκολο για έναν καλλιτέχνη να παρουσιάσει τη δουλειά του στο ευρύ κοινό;

N.U. Η αλήθεια είναι πως δεν κατάφερα να γνωρίσω πολύ τη βιομηχανία της δεκαετίας του ’90, ούτε γνωρίζω πολύ καλά τη σημερινή. Υποθέτω ότι σήμερα όντως είναι πιο εύκολο να σε ακούσει πολύς κόσμος ακόμα κι αν δε διαθέσεις πολλά χρήματα για προωθητικές ενέργειες. Για προφανείς λόγους: το Ίντερνετ. Mε το MySpace ή το Spotify πολύς κόσμος μπορεί να σε ακούσει, και μάλιστα δωρεάν. Αυτό δεν υπήρχε τη δεκαετία του ’90. Υπήρχαν και τότε κανάλια, όπως τα εξειδικευμένα περιοδικά ή το ραδιόφωνο, αλλά αυτά έχουν απήχηση σε πολύ λιγότερο κόσμο. Σήμερα όλοι γνωρίζουν τους Arcade Fire ή τους Vampire Weekend. Υποθέτω ότι και στη δεκαετία του ’90 θα είχαν γνωρίσει το θρίαμβο, γιατί κάνουν καλούς δίσκους, αλλά για την πρόσβαση στο ευρύ κοινό θα είχαν χρειαστεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω.

Και στην περίπτωσή μου, τα λόγια είναι περιττά. Τους Paperhouse, το παλιό μου συγκρότημα, το ήξεραν λίγοι ψαγμένοι, παρόλο που έλαβε πολύ καλές κριτικές. Σήμερα, τέσσερις μήνες μετά την δημοσίευση του προσωπικού μου δίσκου, ήδη με γνωρίζει πολύ περισσότερος κόσμος από τότε. Και φαντάσου ότι δε χρησιμοποιώ Facebook…

I. Πώς βλέπεις τη μουσική σκηνή της Ισπανίας αυτόν τον καιρό; Και τι συμβαίνει με την καταλανική;

N.U. Η μουσική σκηνή στην Ισπανία βρίσκεται σε αρκετά καλά επίπεδα. Σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότερα συγκροτήματα, που παίζουν πολύ καλύτερα. Εμφανίζονται ενδιαφέροντα άτομα που τραγουδούν στα καστιλιάνικα, κάτι που θεωρώ βασικό αν κάποιος δε θέλει να μετατραπεί σε ‘‘ξαναζεσταμμένο φαγητό’’ που στερείται ταυτότητας. Παρόλο που εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι: έχοντας τόσο άμεση πρόσβαση σε ό,τι ακούγεται στον κόσμο, τα στιλ γίνονται ‘‘κολλητικά’’. Και τότε εμφανίζονται μικροί εγχώριοι Arcade Fire, που ελάχιστα με ενδιαφέρουν.

Και για την καταλανική, το ίδιο. Γράφεται πολύ περισσότερο μουσική στα καταλανικά, και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Και ήδη υπάρχουν αρκετές καλές μπάντες, ορισμένες με πολλούς οπαδούς και τεράστια υποστήριξη στα ΜΜΕ. Σήμερα, η Τζενεραλιτάτ [η καταλανική κυβέρνηση] φτιάχνει διαφημίσεις με τη μουσική των Mishima και το TV3 [το πρώτο κανάλι της Τηλεόρασης της Καταλωνίας] χρησιμοποιεί μουσική των Manel. Είναι λίγο εταιρικά όλα αυτά, αλλά πολύ καλύτερα από άλλοτε που έπρεπε να ‘‘καταπίνουμε’’ το οτιδήποτε...

I. Θα σου άρεσε να συνεργαστείς με κάποιον Έλληνα μουσικό στο μέλλον;

N.U. Aχ, η αλήθεια είναι ότι δε γνωρίζω σχεδόν τίποτα, εκτός από τους κλασικούς πασίγνωστους όπως είναι η Νάνα Μούσχουρη ή ο Μίκης Θεοδωράκης. Έχω ακούσει παλιότερη ελληνική μουσική, όπως Μάρκο Βαμβακάρη, και μου αρέσει πάρα πολύ. Βλέπετε ότι δεν είμαι ενήμερος όσον αφορά τη μοντέρνα ελληνική μουσική, αλλά θα μου άρεσε πολύ να γνωρίσω Έλληνες μουσικούς που να συνδυάζουν το παραδοσιακό με το μοντέρνο στοιχείο.

Παρουσίαση των κομματιών του Αy… από τον δημιουργό τους*:

1- Cien hombres ni uno más
Ο πρώτος τίτλος του άλμπουμ, το τραγούδι που με ορίζει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο. Και το αγαπημένο μου. Τρεις χορδές που πάλλονται κατά τη διάρκεια του τραγουδιού και διηγούνται την ιστορία του Sebastián, του γιου ενός ψαρά.

Έγραψα το Cien hombres στο Calella de Palafrugell, ένα ψαροχώρι της Costa Brava. Από εκεί κατάγεται η habanera, μια παραδοσιακή καταλανική μουσική. Το τραγούδι αυτό είναι ένα είδος μοντέρνας habanera, που εξιστορεί πώς ο τουρισμός άλλαξε τα πάντα, ακόμα και τον τρόπο ζωής των κατοίκων.

2- Colorete y quitasueño
Αυτή είναι μια κλασική ιστορία, η ιστορία κάποιου που καταφέρνει να είναι πραγματικά ο εαυτός του σαν πέφτει η νύχτα, όταν είναι μακριά από το σπίτι και τους φίλους του. Ο τίτλος του αποτίει φόρο τιμής στον Julio Iglesias. Είναι το τραγούδι που περισσότερο ζητά ο κόσμος στις συναυλίες.

3- Confidencias en el palomar
Μια συζήτηση ανάμεσα σε δυο ηλικιωμένους άντρες, δυο γείτονες, κουρασμένους από την αστική ζωή. Κάθε απόγευμα συναντιούνται στην ταράτσα της πολυκατοικίας τους και περνούν ώρες κουβεντιάζοντας, εμπιστευόμενοι ο ένας στον άλλον τα μυστικά τους. Μια από τις πιο όμορφες δημιουργίες του Raül.

4/5- La verdad es que me da igual / O puede que no
Ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων, κουρασμένοι ο ένας από τον άλλο, διασκεδάζουν την ανία τους θίγοντας τα προβλήματα των άλλων και τις ιστορίες τους.

Αυτά τα δυο τραγούδια αρχικά αποτελούσαν ένα, αλλά όταν ο Raül το άκουσε στο στούντιο, αποφάσισε να το χωρίσει σε δυο τίτλους. «Οφείλουμε να δώσουμε στον κόσμο την ευκαιρία να ακούσει το σύντομο μέρος χωριστά», είπε.

6- La gata soprano
Ένα αγόρι βλέπει εφιάλτες... Ο πατέρας του του διηγείται ιστορίες τρόμου. Το αγόρι πάλι βλέπει εφιάλτες...

7- Pret à porter
Κάποτε πέρασα τις διακοπές του Πάσχα σε ένα χωριό της Αραγονίας. Πήγαμε να δούμε μια λιτανεία. Μου άρεσε πολύ, αλλά είδα κάτι που πραγματικά με συνέρπασε: μια πενηντάδα χήρων γυναικών, οι οποίες ντυμένες όλες τους στα μαύρα περπατούσαν στους δρόμους με κεριά, κουβαλώντας όλο το βάρος της ζωής τους στους ώμους τους.

Το τραγούδι Prêt à porter δεν έχει να κάνει με το Παρίσι ή το Μιλάνο. Διηγείται την ιστορία πενήντα γυναικών, που περπατούν σαν τοπ μόντελς, ενώ όλος ο κόσμος παρακολουθεί αυτό το θέαμα.

8- Ensayo general
Οι κάτοικοι μιας γειτονιάς ετοιμάζουν το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου στην αίθουσα της γωνίας. Το τραγούδι επικεντρώνεται στην τελευταία γενική πρόβα. Όμως ο ηθοποιός που έχει τον βασικό ρόλο δεν εμφανίζεται... φαίνεται πως το ’σκασε με τον παλιό του έρωτα!

9- Red eyes
Ορισμένα άτομα, ειδικά οι Αμερικάνοι, πηγαίνουν στο Λας Βέγκας για να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο όλο τρέλα. Για λίγα δολάρια κλείνουν μια πτήση, δωμάτιο σε ξενοδοχείο (ακόμα και μέσα στο καζίνο) και έχουν πρόσβαση στον μπουφέ κατά βούληση... Όλα περιλαμβάνονται στην τιμή. Είναι αναγκαίο να καθορίσουν τι ήρθαν να βρουν; Αυτοί δε βλέπουν το φως της ημέρας για 48 ώρες, λέγονται red eyes.

10- Rizos sin domesticar
Ένα μικρό ερωτικό τραγούδι, πολύ απλό. Δεν υπάρχει παραγωγή. Το άλμπουμ ολοκληρώνεται με τις λίγες νότες της κιθάρας, όπως είχε ξεκινήσει.

Αφιέρωση του Nacho Umbert στο ispania.gr


MySpace: http://www.myspace.com/nachoumbert

Δισκογραφική: www.acuareladiscos.com

* Η παρουσίαση δημοσιεύτηκε στο γαλλικό ηλεκτρονικό περιοδικό À découvrir absolument.
Πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά: www.adecouvrirabsolument.com

Συνέντευξη: Βίκυ Ρούσκα, Στέλιος Πλαΐτης
Μετάφραση στα ελληνικά: Βίκυ Ρούσκα
Επιμέλεια ισπανικής εκδοχής: Emmanuel Vinader


Nacho Umbert, cantante y compositor barcelonés, y líder de Paperhouse, un grupo con una breve presencia en la escena musical independiente de la década de los 90, regresa después de 14 años de silencio con las maletas llenas de música. En el nuevo disco, que salió el pasado marzo y se titula Ay…, Nacho Umbert coloca la voz en primer plano, mientras el peso del disco recae sobre una decena de pequeñas historias cotidianas que protagonizan mortales comunes. Bajo los sonidos de la guitarra acústica, se muestran extremadamente deliciosas, revestidas de variados pero discretos detalles de instrumentación.

En cuanto a la letra, cada tema parece un cuento costumbrista completo donde los personajes se desenvuelven de manera realista, sin intención de ser juzgados por su creador. Su final queda abierto, del mismo modo que abierto está el diafragma de la lente fotográfica que inmortaliza las diez postales, dando paso a la luz de modo imperturbable. El ritmo dentro de un mismo tema se puede acelerar unas veces, y otras tardar o detenerse para dar un nuevo giro, cosa que de manera natural ocurre en historias reales o verosímiles.

Al productor del disco Raül Fernández “Refree” tan sólo le hizo falta oír la primera canción del disco [Cien hombres ni uno más] para decidir que quería colaborar con Nacho. Su música es imposible de ser clasificada en una sola categoría: es música de cantautor, utiliza elementos de folk y pop clásico, de los que saca provecho mediante una estética elegante y clasicista. Como es sabido, la escena musical catalana conoce un éxito notable hoy en día. En cuanto al Ay…, los críticos ya lo califican como uno de los mejores discos españoles del año.

Ispania.gr La primera cosa que lee uno al buscar información sobre Nacho Umbert, es que regresa a la escena musical después de casi 14 años de ausencia. ¿Esta vez piensas quedarte?

Nacho Umbert No he trazado ningún plan, la verdad, pero probablemente haga otro disco el año que viene. Después, ya veremos... Supongo que todo dependerá del nivel que tenga lo que voy componiendo. Si no hay nivel, me voy.

I. ¿Cómo surgen las ganas de volver a coger la guitarra, tocar, y luego componer?

N.U. Pasé mucho tiempo alejado, pero de vez en cuando pensaba en volver a tocar una guitarra. Un día cogí una, una española que me prestó un chico holandés que acababa de conocer. Estábamos en una playa de Bahía. Sufrí al ver lo poco que recordaba, pero al llegar a Barcelona me compré una. Ahí volvió a empezar todo. Tuve que aprender a tocar de nuevo, tuve que aprender a componer de nuevo, y sobre todo tuve que volver a encontrar un estilo propio, un lenguaje. Esto, sin duda, fue lo más complicado.

I. En el álbum cuentas con naturalidad diez historias cotidianas que protagonizan personajes de lo más variopinto. ¿Qué procedimiento sigues para crear una canción? ¿Sueles poner música a las historias o vestir con letra las melodías?

N.U. El proceso es sencillo: hago melodías constantemente, dos o tres acordes de guitarra y melodías con la voz, normalmente utilizando fonemas inventados, pero cercanos a la sonoridad del castellano. Es divertido escucharme. Después voy escogiendo las canciones que me interesan, imagino una situación, unos personajes, y desarrollo. Muchas veces, el que debía ser el protagonista deja de serlo, y personajes secundarios roban las escenas. Dejo que todo funcione con bastante libertad.

I. Diríamos que la música que haces es indie pop acústico de cantautor con dosis de folk… en fin, bastante difícil de clasificar. Aunque has conseguido formar un estilo propio –lo que desde luego agradecemos mucho tus seguidores– me gustaría saber qué artistas o bandas han influido en tu gusto musical.

N.U. Bueno, de acuerdo en todo menos en la palabra indie, que la eliminaría, creo que ya no tiene nada que ver conmigo. Pop, sí claro, y cantautor, pues supongo que también.

Influyen muchos, básicamente norteamericanos. Algunos contemporáneos como Bill Callahan, Joanna Newsom, Sufjan Stevens, Damien Jurado, Eels, Bonnie Prince Billy... Y los clásicos: Dylan, Cohen, Paul Simon, Lou Reed, Beatles, Beach Boys, John Martyn, etc.... No todo son yankies, pero casi... Ah, y de aquí también hay: Refree, Nacho Vegas, Antonia Font y Sr. Chinarro son los que más me interesan.

I. La exclamación Ay…, que es el título del álbum, aparece reiteradamente en la letra de varias canciones [Cien hombres ni uno más, Prêt à porter, Ensayo general]. ¿Qué función cumple o qué pretende expresar?

N.U. Ay es muchas cosas, pero sobre todo una: el miedo a volver a exponerme al público y la crítica, después de tantos años durmiendo. Me gusta porque puede llegar a significar muchas otras cosas. Y también es una muletilla que, como dices, utilizo en muchas canciones. Me gusta porque es de aquí, y me gusta pensar que viene a ser una reinterpretación del clásico anglosajón hey. En fin, tonterías mías...

I. El idioma que utilizas para expresarte en el disco es el castellano, aunque has insertado puntualmente algún que otro verso en catalán, sobre todo para hacer referencia a nombres de personas y lugares. ¿Ha sido algo espontáneo o una seña de identidad que tenía que estar allí?

N.U. Una de las cosas que tenía más claras era que quería escribir como hablo, quería cantar las canciones con el mismo lenguaje que utilizo al hablar. Y suelo hablar mezclando mis dos idiomas, el catalán y el castellano. Así que no fue espontáneo, fue algo pensado y premeditado. Quería que se notase de donde vengo, intercalando frases en catalán, utilizando nombres y lugares de aquí.

De momento, utilizo el castellano como lengua principal, porque de momento es con el que más cómodo me siento al cantar. Pero no descarto cantar en catalán en el futuro. Veremos...

I. ¿Quiénes componen la compañía?

N.U. La compañía son los músicos que han colaborado en el disco. La compañía es Raül Fernández ‘‘Refree’’, que produjo, arregló y tocó un montón de instrumentos en el disco. La compañía es Acuarela, mi discográfica, que volvió a confiar en mi después de tantos años. Y la compañía son los amigos, la familia y la gente que me animó a volver a publicar. Tuve tanta ayuda que me negué a que apareciese sólo mi nombre en este proyecto.

I. ¿Cuál crees que es la diferencia más importante entre la industria musical de la década de los 90 y la actual? ¿Hoy es más fácil para un artista presentar su trabajo al gran público?

N.U. La verdad, no llegué a conocer demasiado la industria de los 90, ni conozco bien la de ahora. Supongo que hoy en día sí, es más fácil llegar a mucha más gente sin contar con grandes presupuestos para promoción. Por motivos obvios: Internet. Cosas como MySpace o Spotify hacen que mucha gente pueda escucharte y de forma gratuita. Esto no existía en los 90. Entonces también existían canales, como las revistas especializadas o la radio, pero ésto llega a mucha menos gente. Hoy todo el mundo conoce a Arcade Fire, o a Vampire Weekend. Supongo que en los 90 también hubiesen triunfado, porque hacen buenos discos, pero para el acceso al gran público hubiesen necesitado un tiempo más largo. O eso creo.

Y en mi caso, ni te explico. Paperhouse, mi anterior banda, la conocían cuatro enterados, aunque recibiera muy buenas críticas. Hoy, cuatro meses después de la publicación del disco en solitario, ya me conoce mucha más gente que entonces. Y eso que no utilizo Facebook....

I. ¿Cómo ves la escena musical de España actualmente? ¿Y qué pasa con la catalana?

N.U. La escena en España está bastante bien. Hoy en día hay muchos más grupos, que tocan mucho mejor. Sale bastante gente interesante que canta en castellano, algo que encuentro básico si no quiere uno convertirse en un refrito sin identidad propia. Aunque siguen existiendo peligros: al tener acceso tan inmediato a todo lo que suena en el mundo, también se nos pegan los estilos. Y entonces aparecen pequeños Arcade Fire nacionales, que me interesan poco.

Y para la catalana lo mismo. Se escribe mucho más en catalán, y eso me encanta. Y ya existen unas cuantas bandas buenas, algunas con muchos seguidores y enormes apoyos entre los medios de comunicación. Hoy, La Generalitat hace anuncios con la música de Mishima, y TV3 usa a Manel. Es todo un poquito corporativo, pero está mucho mejor que cuando teníamos que tragarnos según qué cosas...

I. ¿Te gustaría colaborar con algún músico griego en el futuro?

N.U. Ay, la verdad es que no conozco casi nada, aparte de clásicos archiconocidos como Nana Mouskouri o Mikis Theodorakis. He oído algunas cosas antiguas, como Markos Vamvakaris, y me encanta. Ya veis que no estoy muy en la onda de la música griega moderna, pero me encantaría conocer músicos griegos que mezclen tradición y modernidad.

Presentación de los temas de Ay... por su autor:

1- Cien hombres ni uno más
El primer título del álbum, la canción que me define mejor que cualquier otra. Y mi favorita. Tres cuerdas que vibran a lo largo de la canción y que cuentan la historia de Sebastián, el hijo de un pescador.

Yo escribí Cien Hombres en Calella de Palafrugell, un pueblo de pescadores en la Costa Brava. Es de allí que viene la habanera, una música tradicional catalana. Mi canción es una especie de habanera moderna, que cuenta cómo el turismo ha cambiado todo, incluso el estilo de vida de los residentes.

2- Colorete y quitasueño
Es una historia clásica, la historia de alguien que llega a ser verdaderamente él mismo a la caída de la noche, cuando está lejos de su casa y amigos. Su título rinde homenaje a Julio Iglesias. Esta es la canción más solicitada en los conciertos.

3- Confidencias en el palomar
Una conversación entre dos hombres viejos, dos vecinos, cansados de la vida urbana. Todas las tardes se encuentran en el techo de su casa y pasan horas hablando y confían sus secretos. Una de las creaciones más bellas de Raül.

4/5- La verdad es que me da igual/ O puede que no
Una pareja de jóvenes, cansados el uno del otro, engañan su aburrimiento abordando los problemas de los otros y sus historias.

Estas dos canciones formaban una originalmente, pero cuando Raül ha escuchó en el estudio, decidió separarla en dos títulos. «Debemos dar a la gente la posibilidad de escuchar el extremo corto por separado», dijo.

6- La gata soprano
Un niño tiene pesadillas. Su padre le cuenta historias de terror. El niño está teniendo pesadillas de nuevo...

7- Prêt à porter
Una vez pasé mis vacaciones de Semana Santa en un pueblo de Aragón. Fuimos a ver la procesión. Me gustó mucho, pero hubo una cosa que realmente me cautivó: una cincuentena de viudas, todas vestidas de negro andando por las calles con velas, y llevando todo el peso de sus vidas sobre los hombros.

La canción Prêt à porter no tiene nada que ver con París o Milán. Cuenta la historia de cincuenta viudas, que caminan como top models, mientras todo el pueblo mira este espectáculo.

8- Ensayo general
Los residentes de un barrio preparan una obra de teatro en la pequeña sala de la esquina. La canción se centra en el último ensayo general. Pero el actor principal no aparece... ¡parece que ha huido con su viejo amor!

9- Red eyes
Algunas personas, especialmente los estadounidenses, van a Las Vegas a pasar un fin de semana de locura. Por unos pocos dólares reservan un vuelo, una habitación de hotel (incluso dentro del casino) y tienen acceso al buffet a voluntad... Todo está incluido en el precio. ¿Es necesario precisar lo que vinieron a buscar? Ellos no ven la luz del día por 48 horas, se llaman red eyes.

10- Rizos sin domesticar
Una pequeña canción de amor, muy simple. No hay producción. El álbum termina con unas pocas notas de la guitarra, como había empezado.

Dedicatoria de Nacho Umbert a ispania.gr

MySpace: http://www.myspace.com/nachoumbert

Sello discográfico: www.acuareladiscos.com

* La presentación fue publicada en la revista electrónica francesa À découvrir absolument.
Texto original en francés: http://www.adecouvrirabsolument.com/

Entrevista: Vicky Rouska, Stelios Plaítis
Traducción al griego: Vicky Rouska
Revisión de la versión española: Emmanuel Vinader