Ο Nacho Umbert, Βαρκελωνέζος τραγουδιστής και συνθέτης, και αρχηγός των Paperhouse, ενός συγκροτήματος με βραχύχρονη παρουσία στην ανεξάρτητη ισπανική μουσική σκηνή της δεκαετίας του ’90, επιστρέφει μετά από 14 χρόνια σιωπής με γεμάτες τις “μουσικές βαλίτσες”. Στο νέο δίσκο, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάρτη και φέρει τον τίτλο Ay… [Αχ...], ο Nacho τοποθετεί τη φωνή σε πρώτο πλάνο, ενώ το βάρος του δίσκου “σηκώνει” μια δεκάδα μικρών καθημερινών ιστοριών με πρωταγωνιστές κοινούς θνητούς. Υπό τους ήχους ακουστικής κιθάρας, αποδεικνύονται άκρως απολαυστικές, διανθιζόμενες με ποικίλες αλλά διακριτικές ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες.
Όσο για τους στίχους, κάθε κομμάτι μοιάζει με αυτοτελές ηθογραφικό διήγημα όπου οι χαρακτήρες ξεδιπλώνονται με τρόπο ρεαλιστικό, χωρίς πρόθεση να κριθούν από τον δημιουργό τους. Το τέλος τους μένει ανοιχτό, όπως ανοιχτό είναι το διάφραγμα του φωτογραφικού φακού που απαθανατίζει τις δέκα καρτ-ποστάλ, αφήνοντας να περάσει το φως ανενόχλητα. Ο ρυθμός μέσα σε ένα ίδιο κομμάτι μπορεί άλλοτε να επιταχύνεται, και άλλοτε να καθυστερεί ή να ανακόπτει ταχύτητα για να πάρει μια άλλη αναπάντεχη τροπή, κάτι που με τρόπο φυσικό συμβαίνει σε πραγματικές ή αληθοφανείς ιστορίες.
Ο παραγωγός του δίσκου Raül Fernández “Refree” χρειάστηκε να ακούσει μόνο το πρώτο κομμάτι του δίσκου [Cien hombres ni uno mas] για να αποφασίσει πως ήθελε να συνεργαστεί με το Nacho. Η μουσική του είναι αδύνατο να “χωρέσει” σε μια μόνο κατηγορία: είναι μουσική τραγουδοποιού, επιστρατεύει στοιχεία από τη φολκ και την κλασική ποπ, τα οποία αξιοποιεί με μια κομψότατη, κλασικιστική αισθητική. Όπως είναι γνωστό, η καταλανική μουσική σκηνή γνωρίζει αξιοσημείωτη επιτυχία στις μέρες μας. Όσο για το Ay… [Αχ...], οι κριτικοί ήδη το κατατάσσουν στους καλύτερους ισπανικούς δίσκους της χρονιάς.
Ispania.gr─ Το πρώτο πράγμα που διαβάζει κανείς ψάχνοντας πληροφορίες για τον Nacho Umbert, είναι ότι επιστρέφει στη μουσική σκηνή μετά από σχεδόν 14 χρόνια απουσίας. Αυτή τη φορά σκέφτεσαι να μείνεις;
Nacho Umbert─ Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω προδιαγράψει κάποιο σχέδιο, αλλά είναι πιθανό να κάνω άλλον ένα δίσκο του χρόνου. Μετά, βλέπουμε... Υποθέτω πως όλα θα εξαρτηθούν από το επίπεδο που θα έχουν οι συνθέσεις μου. Αν δεν υπάρχει επίπεδο, θα φύγω.
I.─ Πώς προέκυψε η όρεξη να ξαναπιάσεις την κιθάρα, να παίξεις και μετά να συνθέσεις;
N.U.─ Πέρασα πολύ καιρό απομακρυσμένος, αλλά καμιά φορά σκεφτόμουν να ξαναπαίξω κιθάρα. Μια μέρα πήρα μία, μια ισπανική που μου δάνεισε ένας Ολλανδός που μόλις είχα γνωρίσει. Ήμασταν στην παραλία της Bahia [Μούρθια]. Υπόφερα σαν συνειδητοποίησα πόσο λίγα θυμόμουν, όμως φτάνοντας στη Βαρκελώνη αγόρασα μία. Εκεί ξανάρχισαν όλα. Έπρεπε να μάθω να παίζω από την αρχή, έπρεπε να ξαναμάθω να συνθέτω, και κυρίως έπρεπε να ξαναβρώ ένα προσωπικό στιλ, ένα ιδίωμα. Αυτό, χωρίς αμφιβολία, ήταν το πιο πολύπλοκο.
I.─ Στο άλμπουμ διηγείσαι με φυσικότητα δέκα καθημερινές ιστορίες όπου πρωταγωνιστούν πολύ διαφορετικά πρόσωπα. Τι διαδικασία ακολουθείς για να δημιουργήσεις ένα τραγούδι; Συνηθίζεις να μελοποιείς τις ιστορίες ή να ντύνεις με στίχους τις μελωδίες;
N.U.─ Η διαδικασία είναι απλή: φτιάχνω συνεχώς μελωδίες, δυο ή τρεις συγχορδίες στην κιθάρα και μελωδίες με τη φωνή, συνήθως χρησιμοποιώ επινοημένα φωνήματα, αλλά κοντινά στην ακουστική των καστιλιάνικων. Είναι διασκεδαστικό να με ακούω. Μετά διαλέγω τα τραγούδια που με ενδιαφέρουν, φαντάζομαι μια κατάσταση, κάποιους χαρακτήρες, και εξέλιξη. Πολλές φορές, αυτός που έπρεπε να είναι ο πρωταγωνιστής παύει να είναι, και δευτερεύοντα πρόσωπα κλέβουν τις σκηνές. Αφήνω τα πάντα να λειτουργήσουν με αρκετή ελευθερία.
I.─ Θα λέγαμε ότι η μουσική που κάνεις είναι ίντι ποπ με ακουστική κιθάρα, τραγουδοποιία με δόσεις φολκ… αρκετά δύσκολο να την κατατάξουμε κάπου. Παρόλο που έχεις καταφέρει να διαμορφώσεις ένα προσωπικό στιλ –κάτι που βεβαίως εκτιμούμε πολύ οι οπαδοί σου– θα ήθελα να μάθω ποιοι καλλιτέχνες ή συγκροτήματα επηρέασαν το μουσικό σου γούστο.
N.U.─ Λοιπόν, συμφωνώ σε όλα εκτός από τη λέξη ίντι, που θα την διέγραφα, νομίζω πως πλέον δεν έχει καμία σχέση μαζί μου. Ποπ, ναι φυσικά, και τραγουδοποιία, υποθέτω πως ναι επίσης.
Με έχουν επηρεάσει πολλοί, κυρίως Αμερικάνοι. Κάποιοι σύγχρονοι όπως οι Bill Callahan, Joanna Newsom, Sufjan Stevens, Damien Jurado, Eels, Bonnie Prince Billy... Και οι κλασικοί: Dylan, Cohen, Paul Simon, Lou Reed, Beatles, Beach Boys, John Martyn, κ.λπ.... Δεν είναι όλοι γιάνκηδες, αλλά σχεδόν... Α, και από εδώ επίσης υπάρχουν: Refree, Nacho Vegas, Antonia Font και Sr. Chinarro είναι αυτοί που περισσότερο με ενδιαφέρουν.
I.─ Το επιφώνημα Ay… [Αχ...], που είναι ο τίτλος του άλμπουμ, εμφανίζεται επανειλημμένως στους στίχους διαφόρων τραγουδιών [Cien hombres ni uno mas, Prêt à porter, Ensayo general]. Ποια είναι η λειτουργία του ή τι θέλει να εκφράσει;
N.U.─ To Αy είναι πολλά πράγματα, αλλά πρωτίστως ένα: ο φόβος να εκτεθώ και πάλι στο κοινό και στην κριτική, μετά από τόσα χρόνια ύπνου. Μου αρέσει επειδή μπορεί να εμπεριέχει πολλές ακόμα σημασίες. Και είναι μια προσφιλής λέξη που, όπως λες, χρησιμοποιώ σε πολλά τραγούδια. Μου αρέσει γιατί είναι από εδώ, και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι μια επανερμηνεία του κλασικού αγγλοσαξονικού hey. Τέλοσπάντων, αυτές είναι δικές μου ανοησίες...
I.─ Η γλώσσα που χρησιμοποιείς για να εκφραστείς στο δίσκο είναι τα ισπανικά, παρόλο που έχεις εισάγει σε συγκεκριμένα σημεία ορισμένους στίχους στα καταλανικά, κυρίως για να κάνεις αναφορά σε ονόματα προσώπων και τόπων. Ήταν κάτι που προέκυψε αυθόρμητα ή αποτελεί ένα στοιχείο ταυτότητας που έπρεπε να βρίσκεται εκεί;
N.U.─ Ένα από τα πράγματα για τα οποία ήμουν πιο σίγουρος, ήταν ότι ήθελα να γράψω όπως μιλάω, ήθελα να τραγουδήσω τα τραγούδια με το ίδιο ιδίωμα που χρησιμοποιώ όταν μιλάω. Και συνηθίζω να μιλάω μπλέκοντας τις δυο γλώσσες μου, τα καταλανικά και τα καστιλιάνικα. Οπότε δεν ήταν αυθόρμητο, ήταν κάτι που είχα σκεφτεί και προσχεδιάσει. Ήθελα να είναι αντιληπτή η καταγωγή μου, να παρεμβάλλονται φράσεις στα καταλανικά, χρησιμοποιώντας ονόματα και τόπους από εδώ.
Για την ώρα, χρησιμοποιώ ως βασική γλώσσα τα καστιλιάνικα, γιατί προς το παρόν με αυτά νιώθω πιο άνετα όταν τραγουδώ. Αλλά δεν απορρίπτω την πιθανότητα να τραγουδήσω στα καταλανικά στο μέλλον. Θα δούμε...
I.─ Ποιοι συνθέτουν την compañía;
N.U.─ Η compañía είναι οι μουσικοί που συνεργάστηκαν στο δίσκο. H compañía είναι ο Raül Fernández ‘‘Refree’’, που έκανε την παραγωγή, την ενορχήστρωση και έπαιξε ένα σωρό όργανα στο δίσκο. H compañía είναι η Acuarela, η δισκογραφική μου, που με εμπιστεύθηκε ξανά μετά από τόσα χρόνια. H compañía είναι οι φίλοι, η οικογένεια και οι άνθρωποι που με ενθάρρυναν να ξανακυκλοφορήσω δίσκο. Έλαβα τόση βοήθεια που αρνήθηκα να εμφανιστεί μόνο το όνομά μου σε αυτό το πρότζεκτ.
I.─ Ποια πιστεύεις πως είναι η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ της μουσικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ’90 και της τωρινής; Σήμερα είναι πιο εύκολο για έναν καλλιτέχνη να παρουσιάσει τη δουλειά του στο ευρύ κοινό;
N.U.─ Η αλήθεια είναι πως δεν κατάφερα να γνωρίσω πολύ τη βιομηχανία της δεκαετίας του ’90, ούτε γνωρίζω πολύ καλά τη σημερινή. Υποθέτω ότι σήμερα όντως είναι πιο εύκολο να σε ακούσει πολύς κόσμος ακόμα κι αν δε διαθέσεις πολλά χρήματα για προωθητικές ενέργειες. Για προφανείς λόγους: το Ίντερνετ. Mε το MySpace ή το Spotify πολύς κόσμος μπορεί να σε ακούσει, και μάλιστα δωρεάν. Αυτό δεν υπήρχε τη δεκαετία του ’90. Υπήρχαν και τότε κανάλια, όπως τα εξειδικευμένα περιοδικά ή το ραδιόφωνο, αλλά αυτά έχουν απήχηση σε πολύ λιγότερο κόσμο. Σήμερα όλοι γνωρίζουν τους Arcade Fire ή τους Vampire Weekend. Υποθέτω ότι και στη δεκαετία του ’90 θα είχαν γνωρίσει το θρίαμβο, γιατί κάνουν καλούς δίσκους, αλλά για την πρόσβαση στο ευρύ κοινό θα είχαν χρειαστεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω.
Και στην περίπτωσή μου, τα λόγια είναι περιττά. Τους Paperhouse, το παλιό μου συγκρότημα, το ήξεραν λίγοι ψαγμένοι, παρόλο που έλαβε πολύ καλές κριτικές. Σήμερα, τέσσερις μήνες μετά την δημοσίευση του προσωπικού μου δίσκου, ήδη με γνωρίζει πολύ περισσότερος κόσμος από τότε. Και φαντάσου ότι δε χρησιμοποιώ Facebook…
I.─ Πώς βλέπεις τη μουσική σκηνή της Ισπανίας αυτόν τον καιρό; Και τι συμβαίνει με την καταλανική;
N.U.─ Η μουσική σκηνή στην Ισπανία βρίσκεται σε αρκετά καλά επίπεδα. Σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότερα συγκροτήματα, που παίζουν πολύ καλύτερα. Εμφανίζονται ενδιαφέροντα άτομα που τραγουδούν στα καστιλιάνικα, κάτι που θεωρώ βασικό αν κάποιος δε θέλει να μετατραπεί σε ‘‘ξαναζεσταμμένο φαγητό’’ που στερείται ταυτότητας. Παρόλο που εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι: έχοντας τόσο άμεση πρόσβαση σε ό,τι ακούγεται στον κόσμο, τα στιλ γίνονται ‘‘κολλητικά’’. Και τότε εμφανίζονται μικροί εγχώριοι Arcade Fire, που ελάχιστα με ενδιαφέρουν.
Και για την καταλανική, το ίδιο. Γράφεται πολύ περισσότερο μουσική στα καταλανικά, και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Και ήδη υπάρχουν αρκετές καλές μπάντες, ορισμένες με πολλούς οπαδούς και τεράστια υποστήριξη στα ΜΜΕ. Σήμερα, η Τζενεραλιτάτ [η καταλανική κυβέρνηση] φτιάχνει διαφημίσεις με τη μουσική των Mishima και το TV3 [το πρώτο κανάλι της Τηλεόρασης της Καταλωνίας] χρησιμοποιεί μουσική των Manel. Είναι λίγο εταιρικά όλα αυτά, αλλά πολύ καλύτερα από άλλοτε που έπρεπε να ‘‘καταπίνουμε’’ το οτιδήποτε...
I.─ Θα σου άρεσε να συνεργαστείς με κάποιον Έλληνα μουσικό στο μέλλον;
N.U.─ Aχ, η αλήθεια είναι ότι δε γνωρίζω σχεδόν τίποτα, εκτός από τους κλασικούς πασίγνωστους όπως είναι η Νάνα Μούσχουρη ή ο Μίκης Θεοδωράκης. Έχω ακούσει παλιότερη ελληνική μουσική, όπως Μάρκο Βαμβακάρη, και μου αρέσει πάρα πολύ. Βλέπετε ότι δεν είμαι ενήμερος όσον αφορά τη μοντέρνα ελληνική μουσική, αλλά θα μου άρεσε πολύ να γνωρίσω Έλληνες μουσικούς που να συνδυάζουν το παραδοσιακό με το μοντέρνο στοιχείο.
Παρουσίαση των κομματιών του Αy… από τον δημιουργό τους*:
1- Cien hombres ni uno más
Ο πρώτος τίτλος του άλμπουμ, το τραγούδι που με ορίζει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο. Και το αγαπημένο μου. Τρεις χορδές που πάλλονται κατά τη διάρκεια του τραγουδιού και διηγούνται την ιστορία του Sebastián, του γιου ενός ψαρά.
Έγραψα το Cien hombres στο Calella de Palafrugell, ένα ψαροχώρι της Costa Brava. Από εκεί κατάγεται η habanera, μια παραδοσιακή καταλανική μουσική. Το τραγούδι αυτό είναι ένα είδος μοντέρνας habanera, που εξιστορεί πώς ο τουρισμός άλλαξε τα πάντα, ακόμα και τον τρόπο ζωής των κατοίκων.
2- Colorete y quitasueño
Αυτή είναι μια κλασική ιστορία, η ιστορία κάποιου που καταφέρνει να είναι πραγματικά ο εαυτός του σαν πέφτει η νύχτα, όταν είναι μακριά από το σπίτι και τους φίλους του. Ο τίτλος του αποτίει φόρο τιμής στον Julio Iglesias. Είναι το τραγούδι που περισσότερο ζητά ο κόσμος στις συναυλίες.
3- Confidencias en el palomar
Μια συζήτηση ανάμεσα σε δυο ηλικιωμένους άντρες, δυο γείτονες, κουρασμένους από την αστική ζωή. Κάθε απόγευμα συναντιούνται στην ταράτσα της πολυκατοικίας τους και περνούν ώρες κουβεντιάζοντας, εμπιστευόμενοι ο ένας στον άλλον τα μυστικά τους. Μια από τις πιο όμορφες δημιουργίες του Raül.
4/5- La verdad es que me da igual / O puede que no
Ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων, κουρασμένοι ο ένας από τον άλλο, διασκεδάζουν την ανία τους θίγοντας τα προβλήματα των άλλων και τις ιστορίες τους.
Αυτά τα δυο τραγούδια αρχικά αποτελούσαν ένα, αλλά όταν ο Raül το άκουσε στο στούντιο, αποφάσισε να το χωρίσει σε δυο τίτλους. «Οφείλουμε να δώσουμε στον κόσμο την ευκαιρία να ακούσει το σύντομο μέρος χωριστά», είπε.
6- La gata soprano
Ένα αγόρι βλέπει εφιάλτες... Ο πατέρας του του διηγείται ιστορίες τρόμου. Το αγόρι πάλι βλέπει εφιάλτες...
7- Pret à porter
Κάποτε πέρασα τις διακοπές του Πάσχα σε ένα χωριό της Αραγονίας. Πήγαμε να δούμε μια λιτανεία. Μου άρεσε πολύ, αλλά είδα κάτι που πραγματικά με συνέρπασε: μια πενηντάδα χήρων γυναικών, οι οποίες ντυμένες όλες τους στα μαύρα περπατούσαν στους δρόμους με κεριά, κουβαλώντας όλο το βάρος της ζωής τους στους ώμους τους.
Το τραγούδι Prêt à porter δεν έχει να κάνει με το Παρίσι ή το Μιλάνο. Διηγείται την ιστορία πενήντα γυναικών, που περπατούν σαν τοπ μόντελς, ενώ όλος ο κόσμος παρακολουθεί αυτό το θέαμα.
8- Ensayo general
Οι κάτοικοι μιας γειτονιάς ετοιμάζουν το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου στην αίθουσα της γωνίας. Το τραγούδι επικεντρώνεται στην τελευταία γενική πρόβα. Όμως ο ηθοποιός που έχει τον βασικό ρόλο δεν εμφανίζεται... φαίνεται πως το ’σκασε με τον παλιό του έρωτα!
9- Red eyes
Ορισμένα άτομα, ειδικά οι Αμερικάνοι, πηγαίνουν στο Λας Βέγκας για να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο όλο τρέλα. Για λίγα δολάρια κλείνουν μια πτήση, δωμάτιο σε ξενοδοχείο (ακόμα και μέσα στο καζίνο) και έχουν πρόσβαση στον μπουφέ κατά βούληση... Όλα περιλαμβάνονται στην τιμή. Είναι αναγκαίο να καθορίσουν τι ήρθαν να βρουν; Αυτοί δε βλέπουν το φως της ημέρας για 48 ώρες, λέγονται red eyes.
10- Rizos sin domesticar
Ένα μικρό ερωτικό τραγούδι, πολύ απλό. Δεν υπάρχει παραγωγή. Το άλμπουμ ολοκληρώνεται με τις λίγες νότες της κιθάρας, όπως είχε ξεκινήσει.
Αφιέρωση του Nacho Umbert στο ispania.gr
MySpace: http://www.myspace.com/nachoumbert
Δισκογραφική: www.acuareladiscos.com
* Η παρουσίαση δημοσιεύτηκε στο γαλλικό ηλεκτρονικό περιοδικό À découvrir absolument.
Πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά: www.adecouvrirabsolument.com
Συνέντευξη: Βίκυ Ρούσκα, Στέλιος Πλαΐτης
Μετάφραση στα ελληνικά: Βίκυ Ρούσκα
Επιμέλεια ισπανικής εκδοχής: Emmanuel Vinader