Η ρίζα της κραυγής-μέρος γ’
Ένας άνδρας, ο γαδιτάνος μουσικός Μανουέλ ντε Φάγια, και ένα ιστορικό γεγονός, ο Διαγωνισμός του Cante Jondo στη Γρανάδα το 1922, σηματοδοτούν την έναρξη του φλαμένκο ως τέχνη κοινωνικά αναγνωρισμένη. Ανήσυχος για την παρακμή της τσιγκανοανδαλουσιανής τέχνης, ο μουσικός αποφασίζει να βοηθήσει στην επάνοδο του Cante Jondo ή του πρωτόγονου ανδαλουσιάνικου τραγουδιού. Είναι τα χρόνια του «αντιφλαμενκισμού».
Ο διαγωνισμός προκηρύσσεται για μη επαγγελματίες τραγουδιστές, «κόσμο μεγάλης ηλικίας που δεν θα ήταν επηρεασμένος από τις καινούριες μόδες». Οργανώνονται διαλέξεις στη Μαδρίτη και στην Ανδαλουσία και είναι σε εκείνες όπου ο Λόρκα αφήνει να φανεί δημόσια η αγάπη του για το φλαμένκο.
Ο διαγωνισμός εδραιώνει τη θέση που αξίζει το φλαμένκο στον κόσμο του πολιτισμού και είναι σημαντικό γιατί οι δάσκαλοι του τραγουδιού βγαίνουν από το καβούκι τους για να δείξουν τις γνώσεις τους σε ένα κοινό που είναι λάτρεις της μουσικής. Ο διαγωνισμός άφησε ένα σημάδι και από τότε δημιουργήθηκαν άλλοι διαγωνισμοί στην Ανδαλουσία, ξεκίνησαν οι σπουδές φλαμενκολογίας και το φλαμένκο κέρδισε το σεβασμό των ισπανών διανοούμενων. Από εκείνη τη στιγμή έως σήμερα, το φλαμένκο σταμάτησε να είναι αποκλειστικής χρήσης για λίγους και εξελίχτηκε πολύ σε όλες τις εκφάνσεις του, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Το φλαμένκο πονάει σε όποιον του αρέσει και ξυπνάει τα συναισθήματα εκείνου που το ακούει. Υπάρχουν αυτοί που το αγαπούν και υπάρχουν αυτοί που το μισούν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αφήνει κάποιον αδιάφορο γιατί κινεί τη γη και βυθίζεται στον πόνο. Είναι η μουσική του νομάδα, του απροσάρμοστου, του περιθωριοποιημένου, της μη ανταποκρίσιμης αγάπης, του θανάτου και της ζωής, και όπως έλεγε ο Λόρκα, του πόνου. Στη μουσική του φλαμένκο δε υπάρχουν στυλ, ούτε τυπολογίες, αλλά «πάλος».
Η τσιγγανο-ανδαλουσιανή τέχνη στιγμάτισε ολοκληρωτικά την ισπανική κουλτούρα και τελευταία το φλαμένκο είναι στη μόδα και εκτιμάται πολύ από τους λάτρεις της καινοτομίας και του αυτοσχεδιασμού. Η τελευταία και περισσότερο εκλεπτυσμένη τάση: να συγχωνεύεται φλαμένκο και τζαζ. Σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί ότι το φλαμένκο είναι μια τέχνη. Μετά από πολλά χρόνια, πιστεύω ότι ο μοναδικός τρόπος να το καταλάβουμε είναι να το ακούσουμε, να ακούσουμε πολύ. Το φλαμένκο, και κυρίως το τραγούδι, απαιτεί να έχουμε προπονήσει την ακοή. Δεν είναι εύκολο, αλλά από τη στιγμή που καταλήγουμε να εκτιμήσουμε το ρυθμικό του πλούτο και να νιώσουμε το «κομπάς», από τη στιγμή που κάποιος είναι ικανός να εναποθέσει τις πέντε του αισθήσεις στις «σπασμένες» φωνές και αισθάνεται να τον ελκύουν ζωή και θάνατος, από τη στιγμή που κάποιος αφήνεται να παρασυρθεί από τα χέρια ενός χορευτή ή χάνεται στη μέση του, όταν κάποιος καταλήγει να αισθανθεί όλο τον αισθησιασμό που προκαλείται, τότε, αντιλαμβάνεται την απεραντοσύνη του, τη μεγαλειότητα μιας τέχνης άφθαρτης, όπως μιας ζωής, και τόσο έντονης όσο η ιστορία ενός λαού, του τσιγγάνικου λαού.
Ο Λόρκα και ο τσιγγάνικος μύθος.
Ποιητής και δραματουργός, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα είναι μαζί με τον Θερβάντες ο πιο γνωστός ισπανός συγγραφέας και το «Τσιγγάνικο Ρομάντζο» (Romancero Gitano) είναι το πιο μεταφρασμένο έργο όλων των εποχών. Δολοφονημένος από το φασισμό το 1936, ο Λόρκα αξιώνει στο έργο του το δικαίωμα στη ζωή και στο σώμα.
Το έργο του γραναδίνου κατέχει ένα ισχυρό κοινωνικό συστατικό. Πάντοτε υπήρξε ευσυνείδητος της απόστασης ανάμεσα στην αστική οικογένεια του και τον τσιγγάνικο λαό, όπου μεγάλωσε. Για το Λόρκα ο τσιγγάνος, εκτός από πηγή έμπνευσης, είναι μια ομάδα ανθρώπων που αντικατοπτρίζει την περιθωριοποίηση, την αποξένωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Το 1934 δήλωσε: «Εγώ θα είμαι υποστηρικτής αυτών που δεν έχουν τίποτα και μέχρι το τίποτα να τους απαρνηθεί».
Το γεγονός ότι έπρεπε να παραδεχτεί την ομοφυλοφιλία του στους γονείς του, του προκαλούσε πανικό. Φαίνεται ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι γνώριζε καλά το συναίσθημα να είναι περιθωριοποιημένος στην εποχή του, ένας ακατανόητος. Στα ποιήματα του είναι συχνά τα θέματα του μάταιου έρωτα και της απειλής του θανάτου. Κινείται ανάμεσα στο λογικό και το συναισθηματικό, το αναπόφευκτο των δυνάμεων της φύσης, ανάμεσα στον πόνο και στην ωδή για ζωή.
Επιπλέον, υπήρξε μεγάλος λάτρης της μουσικής και ήταν πάντα ενσυνείδητος της μουσικής μεγαλειότητας του φλαμένκο. Από μικρός έπαιζε υπέροχα πιάνο και ο ίδιος διηγείται ότι έμαθε να παίζει κιθάρα φλαμένκο από δυο τσιγγάνους. Κατέληξε να λέει : « με τη μουσική εκφράζεται αυτό που κανείς δεν γνωρίζει, ούτε μπορεί κανείς να το ορίσει, αλλά σε όλους υπάρχει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Η μουσική είναι τέχνη εκ φύσεως».
Μετά την δημοσίευση του « Τσιγγάνικου Ρομάντσου» του κολλήθηκε η ετικέτα του αθιγγανισμού που τον ενοχλούσε. «Οι τσιγγάνοι είναι ένα θέμα και τίποτε παραπάνω» δήλωσε ο ποιητής. Το κεντρικό πρόσωπο των ρομάντσων είναι ο τσιγγάνος. Η μοιραία συνάντηση του τσιγγάνικου έθνους με τις δυνάμεις του υπάρχοντος καθεστώτος εκφράζεται σε πολλά από τα ποιήματά του. Το «Ρομάντσο» είναι η μετάφραση στην ποίηση του πόνου και του φόβου του ανδαλουσιανού τσιγγάνου, είναι η τσιγγανο-ανδαλουσιανή πραγματικότητα εξυψωμένη στο μύθο. Είναι η αγωνία που εκφράζεται σε στίχους, που σήμερα οι «κανταόρες» την έχουν κάνει δική τους εκ του δικαιώματος λοιπόν σήμερα οι στίχοι του τραγουδιού φλαμένκο έχουν πληγωθεί από τους στίχους του ποιητή. Ο Λόρκα και το «Ρομάντσο» του είναι η πεμπτουσία του φλαμένκο, είναι οι ίδιοι, η ρίζα της κραυγής.
Κείμενο: Clara de Flor/Punto y Coma
Μετάφραση από τα ισπανικά: Νατάσα Βακουφτσή