Caballero Bonald, Félix Grande, Manuel de Falla ή Federico García Lorca είναι ονόματα στα οποία αναπόφευκτα πρέπει να ανατρέξει κανείς εάν θέλει να εισχωρήσει στην προέλευση του φλαμένκο και του κόσμου του, σε έναν λαό «σπασμένο», που χρησιμοποιεί την ενέργεια που του έχει μείνει για να διηγηθεί την ιστορία του και τις αδικίες του. Η καταγωγή του φλαμένκο περιτριγυρίζεται από υποθέσεις και θεωρίες που προσπαθούν να μας αποκαλύψουν τη ρίζα της κραυγής.

Αυτή η τέχνη αναγνωρισμένη εθνικώς και διεθνώς στις αρχές του 20ου αιώνα, προκαλεί την προσοχή εξαιτίας της ομορφιάς στη μορφή. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ιστορίας, το φλαμένκο διέτρεξε τον κίνδυνο να χαθεί μέσα στην πιο φολκλόρ Ισπανία, στρεβλώνοντας την σημασία του. Το πιο πολύχρωμο στο φλαμένκο, η μεγαλοπρέπεια των προσωπικοτήτων του, αυτό και μόνο πρέπει να είναι ένα πρόσχημα για να το πλησιάσουμε. Είναι πολύ εύκολο να μείνουμε σε αυτή την επιφάνεια της γιορτής και του βολάν, στο χτενάκι και στις καστανιέτες, γιατί πολλοί λίγοι, ακόμη και οι ίδιοι οι ισπανοί, γνωρίζουν την καταγωγή του φλαμένκο. Λίγοι γνωρίζουν ότι ο τραγουδιστής (cantaor) φωνάζει την ιστορία του σε πρώτο πρόσωπο, αλλά αναφέρεται σε μια δυστυχία συλλογική, σε μια ψυχή ελεύθερη, κατατρεγμένη εδώ και αιώνες. Ο πολίτης της διπλανής πόρτας δεν γνωρίζει τη μακριά διαδρομή που έκανε και όλες τις πηγές από τις οποίες ήπιε η μουσική αυτού του κατατρεγμένου λαού. Χωρίς την ιστορία είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει κανείς τις κινήσεις του φλαμένκο. Από πού βγαίνουν τα «ay» του cantaor; Από πού προέρχεται η κραυγή που του παραμορφώνει το πρόσωπο; Και γιατί, αφού δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτή την τέχνη, μας ανατριχιάζει; Το να γνωρίσουμε την ιστορία του θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το ουσιαστικό και να το ξεχωρίσουμε από το δευτερεύον.

Τσιγγάνικη έξοδος

Στις μέρες μας κανείς δεν αμφισβητεί την ομοιότητα ανάμεσα στο φλαμένκο και τις αραβικές, βυζαντινές και φολκλόρ ινδικές μουσικές. Όλα συγκλίνουν στο ίδιο σημείο, στις ρίζες. Αρχικά, οι τσιγγάνοι ζούσαν βορειοδυτικά της Ινδίας, στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το Πακιστάν. Αποτελούσαν ένα μικρό μέρος της εσωτερικής ζώνης στην ιεραρχία της κάστας και ήταν ένας λαός νομαδικός, αραιωμένος ανάμεσα στις πιο φτωχές τάξεις. Η αυστηρότητα στο σύστημα της ιεραρχίας στις κάστες και η άφιξη των Αρίων γύρω στο 1500 π.Χ, μπορούν να είναι οι δυο λόγοι που αυτός ο αδάμαστος λαός μετατράπηκε σε νομαδικό και κατευθύνθηκε προς την Ευρώπη.

Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με την πορεία τους. Θα σταθούμε σε αυτή που έχει περισσότερο βάρος ή περισσότερη αποδοχή εξαιτίας της γλωσσολογικής της εξήγησης που επισημαίνει ότι οι τσιγγάνοι ξεκίνησαν από την Ινδία, πέρασαν από το Αφγανιστάν και μετά από το Ιράν, όπου χωρίστηκαν σε δυο ομάδες. Κάποιοι έφτασαν στο Βυζάντιο δια μέσου της Αρμενίας και άλλοι πέρασαν το βορρά της Αφρικής διασχίζοντας τη Συρία. Αυτό εξηγεί γιατί σε κάποιες ομάδες τσιγγάνων υπάρχουν λέξεις ελληνο-βυζαντινές και σε άλλες μόνο αραβικές. Η ομάδα που ήρθε από την Ευρώπη, από τα ανατολικά στα δυτικά, μπόρεσε να μπει στην Ισπανία διασχίζοντας τα Πυρηναία, και αυτοί που ήρθαν από τα βόρεια της Αφρικής, φαίνεται ότι έφτασαν στην Ισπανία διασχίζοντας το Στενό του Γιβραλτάρ. Η τσιγγάνικη έξοδος ξεκίνησε ανάμεσα στους αιώνες 8ο και 9ο μ.Χ, αλλά μέχρι το 1425 δεν φτάνουν στην Ιβηρική Χερσόνησο και μέχρι το 1462 δεν υπάρχουν έγγραφα που αποδεικνύουν την ύπαρξη των τσιγγάνων στην Ανδαλουσία. Ο ανδαλουσιανός χαρακτήρας, η σχέση τους με την θεότητα ή η στενή οικογενειακή δομή δείχνουν ότι οι τσιγγάνοι δεν εγκατέλειψαν τη νομαδικότητα τους τυχαία. Ο ποιητής Felix Grande αποκαλύπτει, επιπλέον, ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στους τσιγγάνους και στους ανδαλουσιανούς: «φόβος και σκληρότητα, περηφάνια και ευελιξία, παραίτηση και υπεροψία». Οι σκληρές συνθήκες ζωής της εποχής προωθούν μια «ενστικτώδη συνείδηση της τάξης, εφόσον πολλοί τσιγγάνοι ρίζωσαν σε φτωχές περιοχές προλετάριων και εργατών, και είναι ακριβώς αυτοί οι φτωχοί "payos" (τσιγγάνικη λέξη για τους μη τσιγγάνους) οι οποίοι δίνουν περισσότερη βοήθεια στους τσιγγάνους.

Ο τσιγγάνικος λαός γίνεται δεκτός στην Ισπανία του 15ου αιώνα, παρόλο που η περίοδος χάριτος θα τελειώσει σχετικά σύντομα, χάρη στην αχαλίνωτη διαδικασία της θρησκευτικής ενότητας: η Ιερά Εξέταση εδραιώνεται, οι μαυριτανοί εξορίζονται και οι εβραίοι καταδιώκονται. Μέχρι το 1525 υποχρεώνονταν οι μαυριτανοί και οι εβραίοι να επιλέξουν ανάμεσα στη βάπτιση ή την εξορία. Μέχρι το 1648, η Ισπανία και κυρίως η Ανδαλουσία υπέστη μια φοβερή πείνα.

Στον αμφιβληστροειδή αυτού του πρόσφατα αφιχθέντος λαού στην Ισπανία, χαράχτηκαν εικόνες τρόμου, ρατσισμού, αδιαλλαξίας, πείνας, πόνου. Και είναι ακριβώς σε αυτά τα 200-250 χρόνια που το τσιγγανο-ανδαλουσιανό τραγούδι (cante) ξεκινάει να αναπτύσσεται. Οι τσιγγάνοι ανέμειξαν τη μουσική και τους χορούς τους με εκείνα των μαυριτανών και των εβραίων, όχι μόνο γιατί οι ρίζες τους ήταν κοινές, αλλά γιατί ήταν κοινωνίες κατατρεγμένες.

Παράλληλα, οι τσιγγάνοι που παρέμειναν στην Ευρώπη και που είχαν έρθει από αυτή την ίδια διαδρομή της Ινδίας-Αφγανιστάν-Αρμενίας-Βυζαντίου, συνάντησαν στο ταξίδι τους μια βάναυση περιθωριοποίηση. Έφτασαν στο Βυζάντιο το έτος 855, στην Κέρκυρα το 1346, στην Τρανσυλβανία το 1417 ή στη Ρώμη το 1422. Η απόρριψη της τσιγγάνικης φυλής γίνεται προφανώς στη Ρουμανία, όπου κατηγορείται χωρίς αποδείξεις για κανιβαλισμό, απαγωγές παιδιών ή βιασμούς· στην Γερμανία, όπου απαγορεύεται να τους δοθεί βοήθεια, να κυκλοφορούν ελεύθερα και εξορίζεται μάταια το 16ο αιώνα. Τέσσερις αιώνες μετά, το ολοκαύτωμα θα καταστρέψει μισό εκατομμύριο τσιγγάνους. Στην Αγγλία ο Ερρίκος ο 8ος τους καταδικάζει να δραπετεύσουν όπως η Ισαβέλλα η Καθολική. Είναι λοιπόν, κατά τη διάρκεια της εντολής τους, όταν ξεκινάει η περιθωριοποίηση του τσιγγάνικου λαού και οι νόμοι ενάντια στον τρόπο ζωής και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τη ζωή θα συνεχίσουν μέχρι το 18ο αιώνα. Η καλή μεταχείριση που δέχονται στην άφιξη τους μετατρέπεται σε εκτέλεση και απόρριψη. Ο λαός δεν αντιλαμβάνεται την αγάπη του για τη μετακίνηση και οι πολιτισμικές διαφορές γίνονται κάθε φορά πιο εφευρετικές: τα ρούχα του, η γλώσσα του –caló-(γλώσσα των ισπανών τσιγγάνων), τα ξόρκια του… Οι καθιστικές κουλτούρες δεν εμπιστεύονται τους νομάδες γιατί αμφισβητούν το δέσιμο σε ένα μέρος και σε κάποια υλικά αγαθά. Παράγεται ένας ρατσισμός στους μη τσιγγάνους (payos) που ο τσιγγάνος χρησιμοποιεί για να κατασκευάσει ένα χαρακτήρα επαναστατικό. Επιπλέον, ο τσιγγάνος στηρίζεται και αντανακλάται στους πολιτισμούς που δεν έχουν εισχωρήσει στη Χερσόνησο. Δεν είναι τυχαίο που οι ληστείες και η επαιτεία δίνουν τα χέρια, που ανάμεσα στις ομάδες των τσιγγάνων υπάρχουν μαυριτανοί ή φτωχοί ανδαλουσιανοί.

Τα μέτρα που πάρθηκαν ενάντια στους τσιγγάνους από τους ιθύνοντες μέχρι το 18ο αιώνα είναι πάρα πολύ σκληρά: κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φελίπε του 2ου, η αυλή της Καστίλλης προτείνει να χωρίζει τους τσιγγάνους από τις τσιγγάνες για να εξαλείφει η φυλή τους· ο Φελίπε ο 3ος τους επιτρέπει να μείνουν σε πόλεις με πάνω από 1000 οικογένειες, αλλά απαγορεύει τη γλώσσα τους, τα ρούχα τους, τα ονόματα τους. Ο Φελίπε ο 4ος τους απαγορεύει να συγκεντρώνονται δημόσια ή ιδιωτικά και να παντρεύονται. Ο Κάρλος ο 2ος τους απαγορεύει να έχουν άλλο επάγγελμα εκτός από αυτό του αγρότη και κάνει πιο αυστηρές τις τιμωρίες σε εκείνους που τους βοηθούν. Ο Φελίπε ο 5ος συνεχίζει τα μέτρα που υιοθέτησε η Ισαβέλλα της Αγγλίας και διατάζει το κυνήγι των τσιγγάνων «δια πυρός και σιδήρου» χωρίς κανένα έλεος.

Δείτε το Μέρος Β' εδώ

Πηγή: Punto y coma, texto Clara de la Flor