Ευρετήριο Άρθρου

alt

Η María Berasarte, που πριν τέσσερα χρόνια μας μάγεψε με μια και μόνη συναυλία στη χώρα μας, ομολογεί πως τραγουδά όπως της το υπαγορεύει η δική της μουσική αίσθηση, και πως η δουλειά της είναι να δώσει στη μουσική μια θέση υπεράνω οποιουδήποτε μουσικού είδους. Και, καθώς ξέραμε πως της αρέσουν τα παλιά πράγματα, η συνάντησή μας έγινε στην παλιά πόλη του Μπιλμπάο.

Ispania.grΠώς προέκυψε ο δίσκος με τα φάδο; Λόγω της γοητείας που ασκεί αυτό το είδος μουσικής ή για κάποιον άλλο λόγο;

María Berasarte― Προέκυψε από την ανάγκη να εκφραστώ σε ένα είδος που με συντρόφευσε σε πολλές σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Θεώρησα πως ήταν δίκαιο να κάνω ένα δίσκο-αφιέρωμα στο παραδοσιακό φάδο της Λισσαβόνας προσδίδοντάς του τη δική μου μουσική αίσθηση. Δεν ήταν μια εύκολη απόφαση, αλλά μου έχει φέρει πολλές χαρές.

I.― Τι κριτήρια ακολούθησες για την επιλογή των κομματιών του Todas las horas son viejas (Όλες οι ώρες είναι παλιές); Είναι όλα φάδο που διάλεξες εσύ, έτσι;

M.B.― Ήθελα να είναι παραδοσιακό φάδο και, έχοντας ως βάση αυτό, προσπάθησα να δώσω σύγχρονη ηχητική και διαφορετική πνοή στην ερμηνεία. Το έκανα με πολλή αγάπη και σεβασμό. Ο δίσκος υπήρχε στο μυαλό μου πριν να έρθω σε επαφή με τους José Peixoto (κιθαρίστα και ενορχηστρωτή όλων των φάδο) και Tiago Torres da Silva (συγγραφέα όλων των στίχων στα ισπανικά). Ήθελα ένα δίσκο όπου θα ενώνονταν διαφορετικές μουσικές ματιές, και ο οποίος θα ηχογραφούνταν ζωντανά για να μην αποδυναμωθεί ο παλμός που διαθέτει το ίδιο το φάδο.

Ι.― Είχες αμφιβολίες που τόλμησες να βγάλεις ένα δίσκο με φάδο στα ισπανικά αντί να δοκιμάσεις κάτι πιο τυποποιημένο; Πώς ήταν η υποδοχή από μέρους των Πορτογάλων;

M.B.― Οι αμφιβολίες πάντα σε τριγυρίζουν, αλλά όταν γίνεται λήψη μιας τόσο τολμηρής απόφασης κανείς πρέπει να σκέφτεται να τα δώσει όλα και να παραδοθεί στον παράγοντα έκπληξη που προϋποθέτει την είσοδο σε ένα έδαφος που δε σου ανήκει εξαρχής, ωστόσο υπάρχει μέσα σου με τρόπο φυσικό. Για την Πορτογαλία ήταν μια έκπληξη και έλαβε πολύ καλές κριτικές. Υποθέτω ότι υπήρχε κάποια ανάγκη να ακούσουν κάτι τόσο δικό τους από μια άλλη προοπτική και χωρίς πρόθεση μίμησης κανενός. Είναι ξεκάθαρο ότι για τους υποστηρικτές του καθαρόαιμου φάδο αυτό μπορεί να αποτελεί κάτι το αιρετικό, αλλά αυτή είναι η δουλειά τους, κι εγώ το κατανοώ και το σέβομαι. Η δική μου είναι να δώσω στη μουσική μία θέση υπεράνω οποιουδήποτε μουσικού είδους.

altI.― Υπάρχει κόσμος που είχε την τύχη να σε ακούσει ζωντανά στην Κέρκυρα πριν μερικά χρόνια. Πώς θυμάσαι εκείνη τη βραδιά; Πώς σου φάνηκε το νησί και όσα είδες στην Ελλάδα; Υπάρχει καμία πιθανότητα να επιστρέψεις για να παρουσιάσεις το Todas las horas son viejas;

M.B.― Εκείνη η βραδιά… ήταν πραγματικά μαγική. Νομίζω ότι ο χώρος της παράστασης είναι μέχρι τώρα ο ομορφότερος από όσους έχω εμφανιστεί. Υπήρχε κάτι το μοναδικό που μας έκανε να νιώσουμε ιδιαίτερα εμπνευσμένοι.

Η Ελλάδα είναι πληθώρα πραγμάτων... Διατηρεί πολλά μυστικά και επιφυλάσσει συναρπαστικά ηλιοβασιλέματα. Σε σαγηνεύει εύκολα. Θα ήθελα να εκδώσω τον δίσκο μου Todas las horas son viejas και να πάω να κάνω μια περιοδεία. Και σε διακοπές όμως δε θα έλεγα όχι... [γέλια]

I.― Υπάρχει κάποιος Έλληνας τραγουδιστής με τον οποίο θα σου άρεσε να συνεργαστείς;

M.B.― Είχα τη χαρά να γνωρίσω προσωπικά την Ελευθερία Αρβανιτάκη και μου προκάλεσε πολύ θετική εντύπωση. Πριν λίγο καιρό κάποιο πολύ ξεχωριστό άτομο μου χάρισε έναν πολύ όμορφο δίσκο του Παντελή Θαλασσινού. Έχω ακούσει υπέροχες μουσικές από καλλιτέχνες που δε γνωρίζω τα ονόματα τους ή δεν καταφέρνω να τα γράψω... [γέλια] Στην Ελλάδα υπάρχει μια πολύ δυνατή μουσική παράδοση που πατάει στο συναίσθημα και σε ταξιδεύει. Θα μου άρεσε κάποια στιγμή να μάθω περισσότερα και να δοκιμάσω να δουλέψω με κάποιον Έλληνα καλλιτέχνη, γιατί πιστεύω ότι θα ήταν πολύ καλός συνδυασμός. Θα ήταν άλλη μια όμορφη περιπέτεια.

Ι.― Βλέποντας κάποια βίντεο από τη δουλειά σου, αντιλήφθηκα ότι όλο σου το σώμα συμμετέχει στην ερμηνεία των κομματιών. Είναι ο χορός ένα από τα χόμπι σου;

M.B.― Πιστεύω ότι πρέπει να τραγουδάμε με όλο μας το σώμα, ακόμα και με ό,τι δεν ανήκει σε αυτό αν είναι δυνατόν. Νιώθεις μεγαλύτερη απόλαυση όταν μοιράζεις τη δημιουργία, παρά όταν την περιορίζεις στη φωνή. Ο χορός είναι μια από τις αδυναμίες μου. Όλα αυτά σε βοηθούν να νιώσεις ελεύθερος, και έτσι να απολαύσεις περισσότερο τη ζωή και να είσαι πιο πιστός σε αυτό που θες να μεταδώσεις.

I.― Εκτός από το φλαμένκο, το τανγκό και το φάδο, υπάρχει κάποιο άλλο μουσικό είδος με το οποίο ταυτίζεσαι και μέσω αυτού να θέλεις να εκφραστείς;

M.B.― Εγώ προέρχομαι από την κλασική σχολή και η τζαζ είναι συνέχεια παρούσα στην καθημερινότητά μου. Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά σκέφτομαι λιγότερο τη λέξη είδος και περισσότερο τη μουσική, γιατί μου αρέσει πιο πολύ να νιώθω έκπληξη αν κάτι μου αρέσει και, εφόσον δω ότι το ζητάει ο οργανισμός μου, το προσεγγίζω. Δε ρισκάρω με την πρώτη, αλλά όταν βλέπω ότι επαναλαμβάνεται η ανάγκη μου... τότε πιστεύω ότι έχει έρθει η στιγμή να το προσπαθήσω τουλάχιστον.

Ι.― Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;

Μ.Β.― Να παρουσιάσω το δίσκο του εγχειρήματος Aduf, στο οποίο συμμετέχω εντατικά μαζί με τους José Peixoto και José Salgueiro. Η παρουσίασή του θα γίνει στις 20 Απριλίου στη Λισσαβόνα. Επίσης σκέφτομαι τον επόμενο δίσκο μου. Μου τριβελίζει το μυαλό... Ευελπιστώ πως θα μπορέσω να κάνω ακριβώς αυτό που θέλω. Είναι μια διαδικασία όπου χρειάζεται να το ακούσω στο μυαλό μου χωρίς προκαταλήψεις και θέλω να το μοιραστώ με κάποιον καλλιτέχνη που θαυμάζω βαθιά.

Ι.― Πιστεύεις πως στις μέρες μας υπάρχουν δυνατότητες για τους νέους καλλιτέχνες που επιλέγουν εναλλακτικές οδούς; Βλέπεις ότι βρίσκουν υποστήριξη και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να τους δοθεί βοήθεια;

Μ.Β.― Πάντα υπάρχει χώρος για το καλό, και δυστυχώς για το κακό επίσης. Υπάρχει πολύς κόσμος που καταναλώνει μουσική που δεν έχει κανένα νόημα. Θεωρώ ότι είμαι πολύ ανοιχτός άνθρωπος όταν ακούω μουσική και μου αρέσουν οι τάσεις, αλλά υπάρχουν πράγματα που δε θα έπρεπε να καταλαμβάνουν τόσο χώρο. Υπάρχουν πολλοί άγνωστοι καλλιτέχνες που κάνουν καταπληκτικά πράγματα, και είναι κρίμα γιατί αυτοί είναι που δυσκολότερα καταφέρνουν να ανοίξουν δρόμο στο μουσικό στερέωμα. Πιστεύω ότι σήμερα δε γίνεται δίκαιη χρήση της μουσικής. Είναι κρίμα... Πιστεύω ότι μοναχά μπορεί κανείς να βοηθηθεί όταν το θέλει με όλες του τις δυνάμεις.

I.― O Javier Limón, με τον οποίο έχεις συνεργαστεί, σχολίασε για το δίσκο Mírame της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, ότι είναι «το πρώτο βήμα προς το αύριο της μουσικής, επειδή μελλοντικά όλες οι κουλτούρες θα αλληλοκατανοούνται». Ο δίσκος σου επίσης αποτελεί προϊόν παντρέματος διαφορετικών πολιτισμών. Πώς φαντάζεσαι εσύ το αύριο της μουσικής;

M.B.― Η μουσική του αύριο θα αποπνέει παγκοσμιότητα, γιατί κάθε μέρα είμαστε πιο κοντά οι μεν στους δε· θα αποτυπώνει νέες ανησυχίες και συνήθειες. Λέω συνεχώς ότι η συνάντηση με την παράδοση είναι καλή για να μην ξεχνάμε από πού προερχόμαστε και να ακούμε τους μεγάλους καλλιτέχνες, χάρη στους οποίους έχουμε κληρονομήσει δουλειές που μας εμπνέουν και που ποτέ δε θα πάψουν να μας συγκινούν.

Ι.― Ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σου και ελπίζουμε να σε δούμε σύντομα σε ελληνικό έδαφος!

M.B.― Εγώ σας ευχαριστώ και ελπίζω μέσα από την καρδιά μου να μπορέσουμε να συναντηθούμε και να σας αφιερώσω τα τραγούδια μου. Μια σφιχτή αγκαλιά... María Berasarte.

Αφιέρωση της María Berasarte στο ispania.gr

Συνέντευξη-μετάφραση-επιμέλεια: Bίκυ Ρούσκα


alt

María Berasarte, que hace cuatro años nos fascinó con un solo concierto en nuestro país, confiesa que canta como se lo dicta su propio sentir de la música, y que su trabajo es darle a la música un lugar por encima de cualquier género musical. Υ, como sabíamos que le gusta lo viejo, nuestro encuentro se hizo en el casco viejo de Bilbao.

Ispania.gr― ¿Cómo surgió el disco de fados? ¿Por el encanto que ejerce este género musical o por otra razón?

María Berasarte― Surgió por la necesidad de expresarme en un género que me ha acompañado durante muchos momentos importantes en mi vida. Consideré que era justo hacer un disco homenaje al fado tradicional de Lisboa dándole mi sentir de la música. No fue una decisión fácil, pero me ha traído muchas alegrías.

I.― ¿Qué criterios seguiste a la hora de elegir los temas de Todas las horas son viejas? Son todos fados escogidos por ti, ¿verdad?

M.B.― Que fuera el fado tradicional y a partir de él traté de aportarle modernidad sonora y otra respiración cantada. Todo con mucho cariño y respeto. El disco estaba en mi cabeza antes de ponerme en contacto con José Peixoto (guitarrista y arreglista de todos los fados) y Tiago Torres da Silva (autor de todas las letras en castellano). Quería un disco en el que se unieran miradas musicales diferentes y que fuera grabado en directo para no relajar el pulso que el propio fado tiene.

I.― ¿Tuviste dudas al atreverte con un disco de fados en castellano en vez de probar con algo mas estándar? ¿Cómo fue la recepción por parte de los portugueses?

M.B.― Las dudas están rondándote siempre, pero cuando se toma una decisión tan atrevida hay que pensar en darlo todo y entregarse al factor sorpresa que supone entrar en un territorio que de entrada no te pertenece, pero que está dentro de ti de manera natural. Para Portugal ha sido una sorpresa y ha tenido una muy buena crítica. Supongo que había alguna necesidad de escuchar algo tan de ellos desde otra perspectiva y sin intención de imitar a nadie. Está claro que para los puristas esto puede ser una herejía, pero esa es su labor, y yo la entiendo y respeto. La mía es darle a la música un lugar por encima de cualquier género musical.

altI.― Hay gente que tuvo la suerte de escucharte en directo en Corfú hace algunos años. ¿Cómo recuerdas aquella noche? ¿Qué te pareció la isla y lo que viste de Grecia? ¿Hay alguna posibilidad de que vuelvas para presentar Todas las horas son viejas?

M.B.― Aquella noche... fue pura magia. Creo que el espacio de la actuación ha sido hasta el día de hoy el más bonito en el que he actuado. Existía un duende que nos hizo sentirnos especialmente inspirados.
Grecia es mucho Grecia... Guarda muchos secretos y unos atardeceres espectaculares. Tiene un gran poder de seducción. Me encantaría poder editar mi disco Todas las horas son viejas e ir para hacer una gira de conciertos. Unas vacaciones tampoco estarían mal... [risas]

I.― ¿Hay algún artista griego con quien te gustaría colaborar?

M.B.― Tuve el placer de conocer personalmente a Elefcería Arvanitaki y me encantó. Hace poco tiempo alguien muy especial me regaló un disco muy bonito de Pantelís Zalasinós. He escuchado cosas preciosas de artistas que no sé sus nombres o no consigo escribirlos... [risas] En Grecia hay una fuerte tradición musical que recoge el sentimiento y te transporta. Me gustaría algún día conocer más y tratar de trabajar con algún artista griego, porque creo que combinaría muy bien. Sería otra bonita aventura.
I.― Al ver algunos vídeos de tu trabajo, me he dado cuenta de que todo tu cuerpo participa en la interpretación de los temas. ¿De dónde emana esa expresividad y teatralidad? ¿Es el baile una de tus aficiones?

M.B.― Creo que se canta con todo el cuerpo y con lo que no pertenece a él también. Se disfruta más compartiendo que limitándole el trabajo a la voz. Ella no es la única responsable de lo que quieres expresar. El baile es una de mis debilidades. Todo eso ayuda para sentir libertad, y así poder disfrutar más de la vida y ser más fiel a lo que quieres transmitir.

I.― Aparte del flamenco, el tango y el fado, ¿hay algún otro género musical con el que te identifiques y a través del cual quieras expresarte?

M.B.― Yo vengo de la escuela clásica y el jazz está todo el día rondando por mi casa. La verdad es que cada vez pienso menos en la palabra género y más en música, porque me gusta más sorprenderme si algo me gusta y, si siento que me lo pide el cuerpo, voy a ello. No me lanzo a la primera, pero cuando se me repite esa necesidad... creo entonces que es el momento de al menos intentarlo.

I.― ¿Cuáles son tus planes de cara al futuro?

M.B.― Presentar el disco de Aduf en el que participo intensamente junto con José Peixoto y José Salgueiro y va a ser presentado el 20 de abril en Lisboa. También en mi próximo disco. Ese me está retorciendo por dentro... Espero poder hacer exactamente lo que quiero. Es un proceso en el que necesito escucharlo dentro de mi cabeza sin prejuicios y quiero que sea compartido con algún artista que admiro profundamente.

I.― ¿Crees que hoy en día hay posibilidades para los jóvenes artistas que eligen vías alternativas? ¿Suelen encontrar apoyo y de qué manera se les podría ayudar?

M.B.― Siempre hay hueco para lo bueno, y desgraciadamente también lo hay para lo malo. Hay mucha gente que consume música que no tiene ningún sentido. Yo me considero muy abierta a la hora de escuchar y me gustan las tendencias, pero hay cosas que no deberían de acaparar tantos espacios. Hay muchos artistas desconocidos haciendo cosas maravillosas, y la pena es que en general es a quienes más les cuesta hacerse un camino. Creo que hoy en día no se está haciendo un uso justo de la música. Es una pena... Creo que sólo uno se puede ayudar siempre que lo quiera con todas sus fuerzas.

I.― Javier Limón, con quien has colaborado, había comentado sobre el disco Mírame de la cantante griega Elefcería Arvanitaki, que es «un primer paso hacia el mañana de la música, puesto que en el futuro todas las culturas alcanzarán una mutua comprensión.» Tu disco también es fruto de una mezcla de distintas culturas. ¿Cómo imaginas tú el mañana de la música?

M.B.― La música del mañana reflejará universalidad, porque cada día estamos más cerca los unos de los otros; reflejará nuevas inquietudes y costumbres. También siempre digo que es bueno encontrarse con lo tradicional para no olvidarnos de dónde venimos y escuchar a los grandes, que gracias a ellos hemos heredado trabajos que nos han inspirado y que nunca dejarán de emocionarnos.

I.― ¡Muchas gracias por tu tiempo y te esperamos pronto en tierras helénicas!

M.B.― Muchas gracias a vosotros y espero de corazón poder encontrarme con vosotros y dedicaros mis canciones. Un abrazo apretado... María Berasarte

Dedicatoria de María Berasarte a ispania.gr

Entrevista-traducción-revisión: Vicky Rouska