Ευρετήριο Άρθρου

Ο Δρόμος, η ιστορία

Η προσκυνηματική διαδρομή του Απόστολου Ιακώβου είναι η ίδια η πεμπτουσία της Ευρώπης ή της ευρωπαϊστικής συνείδησης. Λόγω του ότι συντίθεται από ένα δίκτυο προσκυνηματικών δρόμων που συνδέει τα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ευρώπης με τον τάφο του Αποστόλου, ανακηρύχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης Πρώτη Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Διαδρομή το 1987, και ενισχύθηκε με την ανακήρυξή της από την ΟΥΝΕΣΚΟ το 1993 ως Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Ομόνοιας του Ιδρύματος Πρίγκιπας των Αστουριών το 2004.

Η ανακάλυψη του τάφου του Αποστόλου Ιακώβου προκαλεί αμέσως ένα ρεύμα προσκυνήματος προς το μέρος όπου είχε εντοπιστεί, μετατρέποντας την μικρή πόλη Locus Sancti lacobi σε ένα θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο δυτικής απήχησης, κάνοντας την αρχή για τη δημιουργία της πόλης Σαντιάγο δε Κομποστέλα και διατηρώντας ζωντανή και σήμερα την εξαιρετική ικανότητα του καλέσματός της.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιάκωβος ήταν ο Απόστολος που κήρυξε στους πιο μακρινούς τόπους μεταξύ των γνωστών, στο δυτικό όριο. Στην Παλαιστίνη, ο Ηρώδης Αγρίππας τον καταδικάζει σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού το έτος 44 της εποχής μας.

Ακολουθώντας την ιακωβική παράδοση, δυο από τους μαθητές του Ιακώβου, ο Αθανάσιος και ο Θεόδωρος, περιμάζεψαν το σώμα και το κεφάλι του, και τα μετέφεραν μέχρι τη Γαλικία, καταπλέοντας με το σκάφος τους στην Ίρια Φλάβια, μετά από επτά ημέρες πλεύσης. Ύστερα από διάφορες περιπέτειες γίνεται ο ενταφιασμός του σε ένα δάσος γνωστό ως Λιμπρεντόν.

Μετά από οκτώ αιώνες στη λήθη, τον τάφο του Αγίου Ιακώβου και των μαθητών του βρίσκει ένας ερημίτης, ονόματι Πελάγιος, μεταξύ του 820 και 830 μ.Χ., στο εν λόγω δάσος στην επισκοπή της Ίρια Φλάβια, τη δυτικότερη του Βασιλείου των Αστουριών. Το γεγονός εξακριβώθηκε από τον επίσκοπο Θεοδώμιρο, ο οποίος το γνωστοποίησε στον βασιλιά Αλφόνσο Β’. Αυτός σπεύδει γρήγορα από το Οβιέδο για να επισκεφτεί το μέρος και να επιβεβαιώσει τη θαυματουργή αποκάλυψη, κι έτσι γίνεται ο πρώτος προσκυνητής στον άγιο τόπο. Το πρώτο γραπτό ντοκουμέντο που σώζεται σχετικά με την ανακάλυψη είναι η Concordia de Antealtares του 1077. Η εύρεση του τάφου του Αγίου Ιακώβου και η διάδοση της λατρείας του Αποστόλου ενδυναμώνει την πρόσφατα ιδρυθείσα Εκκλησία των Αστουριών, και τις πολιτικές βλέψεις της μοναρχίας, απέναντι στις ισλαμικές επιθέσεις και τον καρολίγγειο επεκτατισμό. Ο ναός λατρείας του Αποστόλου μετατρέπεται σε πρωτεύουσα επισκοπής προς ζημία της Ίρια Φλάβια.

Με εντολή του Αλφόνσου Β’ ανεγέρθη μια ταπεινή εκκλησία πάνω από τον τάφο, αφιερωμένη στη λατρεία του Αποστόλου. Η δεύτερη αποστολική βασιλική που η μοναρχία κατασκεύασε στην Κομποστέλα καθαγιάστηκε από τον Αλφόνσο Γ’ το 899.

Η πόλη Σαντιάγο δε Κομποστέλα, που γεννήθηκε κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή, διαμορφώθηκε λιγότερο από δωρεές γης και περιουσιακών στοιχείων από τους μονάρχες, και περισσότερο ως αποτέλεσμα της αυθόρμητης συνάντησης ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης. Το προσκύνημα γνωρίζει αξιοσημείωτη επιτυχία στα μέσα του 10ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια όλου αυτού του αιώνα ο Δρόμος του Αγίου Ιακώβου διασχίζει το έδαφος της Λεόν, αφήνοντας ένα βαθύ ίχνος στους κατοίκους, που εκπλήσσονται από την ικανότητα καλέσματος του Αποστόλου, καθώς και σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια με τη δράση διάδοσης των προσκυνητών που επιστρέφουν.

Το Σαντιάγο δε Κομποστέλα αποτελούσε, στα τέλη του 10ου αιώνα, ένα αστικό κέντρο μεσαίων διαστάσεων, παρόλο που θεωρούνταν θρησκευτικό κέντρο διεθνούς κύρους. Το 997 η έφοδος ενός ισχυρού ισλαμικού στρατού, με επικεφαλής τον Αλμανθόρ, που κατέστρεψε και λεηλάτησε πλήρως την πόλη, έτρεψε σε φυγή όλους τους κατοίκους της εκτός από τον επίσκοπο, Άγιο Ρουδεσίνδο. Το 1057 ο επίσκοπος Ντιέγο Πελάεθ και ο βασιλιάς Αλφόνσο ΣΤ’ ξεκινούν την κατασκευή του ρωμαϊκού καθεδρικού, ενώ ήταν ο Ντιέγο Χελμίρεθ, ο πρώτος αρχιεπίσκοπος της Κομποστέλα, αυτός που έδωσε την οριστική ώθηση.

Το προσκύνημα, ως μεσαιωνικό φαινόμενο, διέθετε ένα κατ’ εξοχήν θρησκευτικό στοιχείο. Το πιο αγνό και γνήσιο κίνητρο ήταν η απονομή τιμής στον Απόστολο. Επίσης προσκυνούσε κανείς για να εκπληρώσει ένα τάμα, για να προετοιμαστεί πνευματικά πριν ζητήσει μια χάρη από τον Απόστολο ή τον Θεό και, ένα πολύ κοινό κίνητρο ήταν η απαλλαγή από ένα αμάρτημα.

Το προσκύνημα στο Σαντιάγο δε Κομποστέλα γνώρισε τη χρυσή εποχή της διασημότητάς του κατά τον 11ο, 12ο και 13ο αιώνα, χάρη στην προώθηση που έκανε το γαλλικό βενεδικτινό αββαείο του Κλουνύ, στην αφοσιωμένη δράση του αρχιεπισκόπου Χελμίρεθ, στην θέληση του βασιλιά Σάντσο του Μέγα της Ναβάρας, στις αρχές του 11ου αιώνα, και των μοναρχών Αλφόνσου ΣΤ’ της Καστίλης και Λεόν, καθώς και του Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας και Ναβάρας, κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Αυτοί οι χριστιανοί βασιλείς υπήρξαν αποφασιστικοί υποστηρικτές του Δρόμου του Αγίου Ιακώβου στις επικράτειές τους, χαράσσοντας το δρόμο στις περιοχές όπου ακόμα δεν υπήρχε, χτίζοντας γέφυρες που για τη διατήρηση της φυσικής πορείας των ποταμών, κατασκευάζοντας εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, βοηθώντας τα μοναστήρια με δωρεές και απαλλάσσοντας από φόρους τους προσκυνητές που περνούσαν από τα εδάφη τους.

Άλλη μια βασική πτυχή του φαινομένου του προσκυνήματος ήταν η φιλοξενία του Δρόμου του Αγίου Ιακώβου, στην οποία έπαιξαν ρόλο τόσο οι ισχυροί όσο και οι ταπεινοί. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση οργανισμών κοινωνικής πρόνοιας που θα εξυπηρετούσαν τις πνευματικές, υλικές και υγειονομικές ανάγκες των προσκυνητών. Ανάλογα με την αιτία της ίδρυσής τους, εκκλησιαστική, πολιτική ή λαϊκή, οι οίκοι φιλοξενίας χωρίζονταν σε αυτούς των επισκοπών, των καθεδρικών ναών, των στρατιωτικών ταγμάτων, στους μοναστικούς οίκους, τους βασιλικούς οίκους, τους οίκους ευγενών ιδρυμάτων, των ενοριών και, στην περίπτωση των πόλεων του Δρόμου, έχουμε οίκους φιλοξενίας συντεχνιών και αδελφοτήτων. Είναι αναγκαίο να τονίσουμε τη σπουδαιότητα των μοναστηριών του Κλουνύ προς αυτή την κατεύθυνση, ή των στρατιωτικών ταγμάτων, κυρίως αυτού του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.

Η πολιτιστική κληρονομιά της λατρείας και του προσκυνήματος του Αγίου Ιακώβου στο Μεσαίωνα ήταν γενναιόδωρη. Παγκοσμίως το πιο γνωστό κείμενο που σχετίζεται με το Δρόμο του Αγίου Ιακώβου είναι ο Codex Calixtinus. To Liber Sancti Jacobi, λόγια ονομασία του κώδικα, καθιερώθηκε ως ένα κολοσσιαίο έργο για την προώθηση του Δρόμου. Με αυτό το εργαλείο ο Ντιέγο Χελμίρεθ στόχευε στην ανάπτυξη και το κύρος της αποστολικής και μητροπολιτικής έδρας. Άλλο σημαντικό κείμενο συνέλαβε λίγο μετά το έτος 1100 ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος, την Historia Compostelana. Βασικός του στόχος ήταν να καταγράψει όλες τις αξιόλογες πράξεις που είχε κάνει ο Χελμίρεθ για την ανάπτυξη της αποστολικής έδρας, ώστε οι διάδοχοί του να διέθεταν συμβολαιογραφική και νομική απόδειξη των θεμελίων, δικαιωμάτων και κτήσεων της Εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου.

Στην όψιμη μεσαιωνική εποχή, ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα είναι η τεράστια ανάπτυξη του θαλάσσιου προσκυνήματος και, παρόλο που βρίσκουμε αναφορές σε αυτό ήδη τον 11ο αιώνα, είναι τον 13ο και 14ο αιώνα που εκτοξεύονται οι αριθμοί του. Επίσης ο 14ος αιώνας μαρτυρεί τη μεγάλη οικονομική, κοινωνική και πρωτίστως δημογραφική κρίση, που είχε προκληθεί κυρίως από τη Μαύρη Πανώλη το 1348, πράγμα που προξενεί μείωση του αριθμού των προσκυνητών.

Στον 15ο αιώνα βρίσκουμε τη δημιουργία του Αγίου Έτους. Από εκεί και έπειτα, η κήρυξη κάθε Αγίου Έτους προκαλούσε μεγάλα προσκυνηματικά ρεύματα σε αναζήτηση του Ιωβηλαίου: της ειδικής χάρης της συγχώρεσης των αμαρτιών, που χορηγούνταν σε όλους τους πιστούς που προσκυνούσαν στην Κομποστέλα εκείνο το έτος. Το πρώτο Ιωβηλαίο Έτος ήταν γύρω στα 1428 και κηρύχθηκε το 1425 με πρωτοβουλία του Κομποστελάνου αρχιεπισκόπου Λόπε δε Μεντόθα.

Αφετηρία της αναγεννησιακής κουλτούρας στο Σαντιάγο αποτέλεσε ο εγκαινιασμός ενός μεγάλου νοσηλευτικού κτιρίου που είχε κατασκευαστεί με βασιλική χρηματοδότηση για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσκυνητών, αρρώστων, φτωχών και ζητιάνων. Για αυτό το λόγο, οι Καθολικοί Βασιλείς παραχώρησαν στο Μεγάλο Νοσοκομείο το ένα τρίτο του εκκλησιαστικού εισοδήματος του Βασιλείου της Γρανάδας που πρόσφατα είχε κατακτηθεί από τους μουσουλμάνους. Η κατασκευή του Βασιλικού Νοσοκομείου ολοκληρώθηκε το 1517.

Στις απαρχές της Σύγχρονης Εποχής βλέπουμε πώς το θρησκευτικό κίνημα της Μεταρρύθμισης βλάπτει το προσκύνημα στο Σαντιάγο, αφού ο Προτεσταντισμός αντιτίθεται στη λατρεία των αγίων, στα συχωροχάρτια, στα Ιερά ή Ιωβηλαία Έτη. Έτσι, το προσκύνημα αποδυναμώθηκε σε κοινότητες με μεγάλη ιακωβική παράδοση όπως η Γερμανική Αυτοκρατορία, οι σκανδιναβικές χώρες, τα Βρετανικά Νησιά και οι Κάτω Χώρες.

Ο Καθολικισμός μετά τη Σύνοδο του Τρέντο εκδηλώνεται με μια νέα ώθηση που ενίσχυσε τη λατρεία των αγίων. Είναι η αρχή της αναβίωσης του προσκυνήματος στο Σαντιάγο. Με το Μπαρόκ, το Σαντιάγο εκσυγχρονίζει την αστική εικόνα του, ανακαινίζοντας τον καθεδρικό και τις εκκλησίες του.

Το δυτικό προσκύνημα διατήρησε υψηλά τα επίπεδα της λαϊκής ευλάβειας μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Απόδειξη αυτής της ζωτικότητας είναι η κατασκευή, στον καθεδρικό του Αγίου Ιακώβου, με πρωτοβουλία του επισκόπου Ραχόι, του νεοκλασικού παρεκκλησίου της Θείας Μετάληψης (1764-1783), κτίσμα ευρύχωρης και καινοτόμου αρχιτεκτονικής που είχε σκοπό να προσφέρει τη θεία κοινωνία στους προσκυνητές.

Η μαζική συρροή προσκυνητών από τη Γαλατία σημειώνει πτώση εξαιτίας της Γαλλικής Επανάστασης και της ναπολεόντειας εισβολής στην Ιβηρική χερσόνησο. Η μεγαλύτερη μερίδα των προσκυνητών που έκαναν το Δρόμο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα προέρχονταν από άλλα μέρη της Ισπανίας, ενώ, μεταξύ των ξένων, οι Πορτογάλοι ήταν οι πιο πολυάριθμοι. Τα παλιά επίπεδα των προσκυνητών δε θα επιτυγχάνονταν πλέον. Οι Καρλικοί Πόλεμοι στην Ισπανία, η απώλεια δύναμης της Εκκλησίας και η εγκαθίδρυση της Πρώτης Ισπανικής Δημοκρατίας απομάκρυναν τους προσκυνητές από το Δρόμο του Αγίου Ιακώβου.

Ένα γεγονός ζωτικής σημασίας για το προσκύνημα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, ήταν η Δεύτερη Ανακάλυψη του λείψανου του Αγίου Ιακώβου (1879), που συνέβη μέσα στον καθεδρικό ναό. Αυτό ενίσχυσε το διεθνές ενδιαφέρον για το προσκύνημα, γι’ αυτό και το 1880 κηρύχθηκε Έκτακτο Άγιο Έτος. Η απόκρυψη είχε γίνει το 1589 με εντολή του επισκόπου Αγίου Κλήμη, φοβούμενος την έφοδο και λεηλασία της πόλης από τον Άγγλο πειρατή Φράνσις Ντρέικ. Η κρίση του προσκυνήματος τον 20ο αιώνα θα ερχόταν ως συνέπεια των δυο παγκοσμίων πολέμων και του ισπανικού εμφυλίου. Μετά από τη σκληρή μεταπολεμική περίοδο, συνέχισαν να φτάνουν θεοσεβούμενοι από τη Γαλικία και την υπόλοιπη Ισπανία και, σε λιγότερο βαθμό από το εξωτερικό. Οι προσπάθειες των αρχιεπισκόπων της Κομποστέλα κορυφώθηκαν με την κήρυξη του Δρόμου του Αγίου Ιακώβου ως Ιστορικο-καλλιτεχνικού Συμπλέγματος το 1962 από το Ισπανικό κράτος.

Υπήρξε, στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μια σειρά από γεγονότα, που σχεδόν πάντα εντοπίζονται στα Άγια Έτη 1982, 1993, 1999 και 2004, που αναζωογόνησαν το προσκύνημα στην Κομποστέλα και έκαναν περισσότερο και καλύτερα γνωστό το Δρόμο του Αγίου Ιακώβου. Αξίζει να σημειώσουμε την επίσκεψη του Αγιότατου Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ το 1982 και το 1989, και τα έργα επαναξιολόγησης και αναζωογόνησης των Δρόμων του Αγίου Ιακώβου από δημόσιους οργανισμούς, κυρίως από τη γαλικιανή διοίκηση.

Άγιο Έτος Αποστόλου Ιακώβου 2010

Το 2010 γιορτάζεται το δεύτερο Άγιο Έτος του 21ου αιώνα. Το Ιωβηλαίο Έτος της Κομποστέλα έχει την αφετηρία του στο Μεσαίωνα, όταν η γιορτή του Αποστόλου Ιακώβου, στις 25 του Ιούλη, πέφτει Κυριακή. Αυτό συμβαίνει συνήθως κάθε 6, 5, 6 και 11 έτη. Οι τρεις τελευταίες χρονιές ήταν το 1993, 1999 και 2004. Φέτος γιορτάζουμε το Ιωβηλαίο έτος 2010 και το επόμενο θα είναι σε 11 χρόνια, το 2021. Η θρησκευτική γιορτή ξεκινά κάθε 31 του Δεκέμβρη του προηγούμενου έτους, και τελειώνει την ίδια μέρα ένα χρόνο μετά.

Το άρθρο (απόσπασμα) προέρχεται από το περιοδικό Disfrutar Vigo, αρ. 13, χειμώνας 2009-10.

Μετάφραση: Βίκυ Ρούσκα


Εl Camino, la historia

La ruta jacobea es la esencia misma de Europa o de la conciencia europeísta. Conformada por una red de caminos de peregrinación que comunica los lugares más distantes de Europa con la tumba del Apóstol, fue declarada por el Consejo de Europa Primer Itinerario Cultural Europeo en 1987, y reforzada con la declaración por parte de la UNESCO en 1993 como Bien Patrimonio de la Humanidad; también se le otorgó el Premio Príncipe de Asturias de la Concordia en el año 2004.

El descubrimiento del sepulcro del apóstol Santiago el Mayor inicia inmediatamente una gran corriente de peregrinaje hacia el lugar de su localización, convirtiendo al pequeño Locus Sancti lacobi en un centro religioso y cultural de resonancia occidental, dando origen a la ciudad de Santiago de Compostela y manteniendo viva en la actualidad su extraordinaria capacidad de convocatoria.

Según la tradición, Santiago fue el apóstol que predicaría en las tierras más lejanas de entre las conocidas, el límite occidental. En Palestina, Herodes Agripa lo condena a muerte por decapitación en el año 44 de nuestra era.

Siguiendo con la tradición jacobea, dos de los discípulos de Santiago, Atanasio y Teodoro, recogieron su cuerpo y su cabeza, y los trasladaron hasta Galicia, arribando su embarcación a Iria Flavia, después de siete días de navegación. Tras varias vicisitudes es enterrado en un bosque conocido como Libredón.

Tras ocho siglos olvidada, la tumba de Santiago y sus discípulos fue encontrada por un ermitaño, de nombre Pelayo, entre el 820 y el 830, en el citado bosque en la diócesis de Iria Flavia, la más occidental del Reino de Asturias. El hecho fue verificado por el obispo Teodomiro, quien lo puso en conocimiento del rey Alfonso II; éste acude rápidamente desde Oviedo para visitar el lugar y constatar la milagrosa revelación, siendo el primer peregrino en el locus sanctus. El primer documento escrito que se conserva sobre el descubrimiento es la Concordia de Antealtares de 1077. El hallazgo de la tumba jacobea y la difusión del culto al Apóstol fortalece a la Iglesia astur, recién instaurada, y a las pretensiones políticas de la monarquía, frente a los ataques islámicos y al expansionismo carolingio. El santuario pasa a ser capital diocesana en perjuicio de Iria Flavia.

Por orden de Alfonso II se edificó una modesta iglesia sobre la tumba dedicada al culto a Santiago. La segunda basílica apostólica que la monarquía levantó en Compostela fue consagrada por Alfonso III en el 899.

La ciudad altomedieval de Santiago se configuró, más que por las donaciones de tierras y bienes de los monarcas, por el efecto del encuentro espontáneo entre gentes de distintas regiones de Europa. La peregrinación alcanzó a mediados del siglo X un éxito notable. En todo este siglo el Camino de Santiago cruza el territorio leonés, dejando una honda huella en los propios moradores, asombrados de la capacidad de convocatoria del Apóstol, así como también en todo el territorio europeo con la acción difusora de los peregrinos que regresan.

Santiago de Compostela constituía, a finales del siglo X, un burgo de medianas dimensiones, aunque era considerado un centro religioso de prestigio internacional. En 997 el ataque de un poderoso ejército islámico, capitaneado por Almanzor, que destruyó y saqueó completamente la ciudad, puso en fuga a todos sus habitantes excepto a su obispo, san Rosendo. En 1075 el obispo Diego Peláez y el rey Alfonso VI inician la construcción de la catedral románica, siendo Diego Gelmírez, primer arzobispo compostelano, el que la impulsó definitivamente.

El peregrinaje, como fenómeno medieval, tuvo un componente eminentemente religioso. El móvil más puro y genuino era la devoción al Apóstol, aunque también se podía peregrinar para satisfacer un voto, para prepararse espiritualmente antes de pedirle una gracia al Apóstol o a Dios y, un motivo muy común, para la expiación de una culpa.

La peregrinación a Santiago de Compostela alcanzó su célebre edad de oro durante los siglos XI, XII y XIII, gracias a la promoción de la abadía benedictina francesa de Cluny, la decidida acción del arzobispo Gelmírez, y por la voluntad del rey Sancho el Mayor de Navarra, a principios del siglo XI, y de los monarcas Alfonso VI de Castilla y León, y Sancho Ramírez de Aragón y Navarra, en la segunda mitad del siglo XI. Estos reyes cristianos fueron decididos impulsores del Camino de Santiago en sus territorios, trazando el camino físico en las zonas donde aún no existía, levantando puentes que salvaban el curso de los ríos, construyendo iglesias y catedrales, ayudando a los monasterios con donaciones y redimiendo de impuestos a los peregrinos que pasaban por sus tierras.

Otro de los aspectos fundamentales que sostuvo el fenómeno de la peregrinación jacobea fue la hospitalidad del Camino de Santiago, protagonizada tanto por los poderosos como por los humildes. Esta práctica motivó la fundación de instituciones asistenciales que atendieron a las necesidades espirituales, materiales y sanitarias de los peregrinos. Según el origen de su fundación, eclesiástica, civil o popular, los centros se podían clasificar en hospitales episcopales, catedralicios, hospitales de las órdenes militares, monásticos, reales, fundaciones nobiliarias, hospitales parroquiales y, en el caso de las ciudades del Camino, hospitales de gremios y de cofradías. En este sentido es necesario destacar la importancia de los monasterios de Cluny, o de órdenes militares, sobre todo la de San Juan de Jerusalén.

El legado cultural del culto jacobeo y de la peregrinación en la Edad Media ha sido generoso. El texto más universalmente conocido y relacionado con el Camino de Santiago es el Códice Calixtino. El Liber Sancti Iacobi, denominación culta del códice, se consagró como una obra colosal para la promoción jacobea. Con este instrumento Diego Gelmírez apuntaba hacia sus objetivos de engrandecimiento y prestigio de la sede apostólica y metropolitana. Otro gran texto fue el concebido poco después del año 1100 por el propio arzobispo, la Historia Compostelana. Su objetivo fundamental era dejar constancia textual de todos los hechos notables que Gelmírez hizo para engrandecer la sede apostólica y para que sus sucesores tuvieran prueba notarial, jurídica, de los fundamentos, derechos y posesiones de la Iglesia de Santiago.

En la Baja Edad Media, uno de los aspectos más destacables es el enorme desarrollo de las peregrinaciones marítimas y, aunque éstas se documentan ya desde el siglo XI, es en el XIII y en el XIV cuando su número se dispara. También el siglo XIV es testimonio de la gran crisis económica, social y sobre todo demográfica, motivada principalmente por la incidencia de la Peste Negra en 1348, lo que provoca un descenso del número de peregrinos.

En el siglo XV asistimos a la creación del Año Santo. A lo largo de los tiempos, la proclamación de cada Año Santo provocó grandes riadas de peregrinos en búsqueda del Jubileo: la gracia especial del perdón de los pecados, otorgada a todos los fieles que peregrinaban a Compostela durante ese año. El primer Año Jubilar sería, aproximadamente, el de 1428, convocado en 1425 por iniciativa del arzobispo compostelano Lope de Mendoza.

La cultura renacentista se inició en Santiago con la inauguración de un gran edificio hospitalario de patrocinio regio, dedicado a dar servicio a las necesidades de peregrinos, enfermos, pobres y mendigos. Para ello, los Reyes Católicos concedieron al Gran Hospital un tercio de las rentas del voto del Reino de Granada recién conquistado a los musulmanes. El Hospital Real se terminó de construir en 1517.

El inicio de la Edad Moderna va a ser testigo de cómo el movimiento religioso de la Reforma va a perjudicar la peregrinación a Santiago, ya que el protestantismo es contrario al culto a los santos, las indulgencias, los Años Santos o Jubileos. Así, la peregrinación se debilitó en comunidades de fuerte tradición jacobea como el Imperio Alemán, los Países Escandinavos, las Islas Británicas y los Países Bajos.

El catolicismo postrentino se manifiesta en un nuevo impulso potenciador del culto a los santos. Se inicia entonces un nuevo resurgimiento de las peregrinaciones a Santiago. Con el Barroco, Santiago moderniza su imagen urbana, renovando la catedral y sus iglesias.

La peregrinación occidental mantuvo unos elevados niveles de devoción popular hasta finales del siglo XVIII. Prueba de esta vitalidad es la construcción, en la catedral de Santiago, por iniciativa del arzobispo Rajoy, de la neoclásica capilla de la Comunión (1764-1783), amplia y novedosa arquitectura destinada a ofrecer la comunión a los peregrinos.

La afluencia masiva de peregrinos galos cae por motivo de la Revolución Francesa y la invasión napoleónica de la Península. Los peregrinos que más frecuentaron el Camino a lo largo del siglo XIX procedían de otras partes de España, mientras que, entre los extranjeros, fueron los portugueses los más numerosos. Los antiguos niveles de peregrinos ya no se volverían a alcanzar. Las guerras carlistas en España, la pérdida de poder de la Iglesia y la instauración de la I República Española alejaron a los peregrinos del Camino de Santiago.

Un hecho de vital importancia para la peregrinación en el último cuarto de siglo, fue el Segundo Descubrimiento del cuerpo de Santiago (1879), ocurrido en la catedral de Santiago. Esto reforzó el despertar del interés internacional por la peregrinación, por lo que 1880 se declaró Año Santo Extraordinario. La ocultación había sucedido en 1589, ordenada por el arzobispo San Clemente, por temor al ataque y saqueo de la ciudad por parte del pirata inglés Francis Drake. La crisis de la peregrinación en el siglo XX se produciría como consecuencia de las dos guerras mundiales y la guerra civil española. Después de la dura posguerra, siguieron llegando devotos de Galicia y del resto de España y, en menor medida del extranjero. Los esfuerzos de los arzobispos compostelanos culminaron con la declaración de El Camino de Santiago como Conjunto histórico-artístico en 1962 por el Estado español.

Hubo, en las últimas décadas del siglo XX, una serie de acontecimientos, casi siempre localizados en los Años Santos de 1982, 1993, 1999 y 2004, que hicieron revitalizar la peregrinación a Compostela y dieron a conocer más y mejor el Camino de Santiago. Cabría destacar la visita de Su Santidad el Papa Juan Pablo II en 1982 y 1989, y los proyectos de revalorización y revitalización de los Caminos de Santiago de los organismos públicos, principalmente de la Administración gallega.

Xacobeo 2010

En 2010 se conmemorará el segundo Año Santo del siglo XXI. El Año Jubilar Compostelano se celebra desde la Edad Media, cuando la festividad del Apóstol Santiago el Mayor, 25 de julio, coincide en domingo. Esto sucede habitualmente cada 6, 5, 6 y 11 años. Los tres últimos del ciclo fueron 1993, 1999 y 2004 y los siguientes serán en 2010 y 2021. La celebración religiosa comienza cada 31 de diciembre del año anterior, y termina el mismo día de un año después.

El artículo (fragmento) fue extraído de la revista Disfrutar Vigo, nº 13, invierno 2009/10.

Traducción al griego: Vicky Rouska