Ευρετήριο Άρθρου

Η υπερβολικά μελαγχολική εικόνα της Ροσαλία δε Κάστρο ξανάνιωσε. Επανήλθε στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια από την Κάρλα Μπρούνι ή τον Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, χαιρετίστηκε από ψυχίατρους και στοχαστές. Η κληρονομιά της δεν περιορίζεται στη σφαίρα της λογοτεχνίας, αλλά έχει μετατραπεί σε παγκόσμιο σύμβολο της αξιοπρέπειας των καταπιεζόμενων λαών, της ύπαρξης των απόκληρων, της εκδήλωσης του μοντέρνου φεμινισμού και της εγκυρότητας του γνήσιου χριστιανισμού.

altΤο ισπανικό Rockdelux είναι ένα από τα καλύτερα μουσικά περιοδικά που εκδίδονται στην Ευρώπη και απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Καλογραμμένο, με στέρεη, συνεκτική διατύπωση, αντλεί στοιχεία από τους κλασικούς της ποπ και ροκ μουσικής για να αναλύσει το τωρινό καταπτοημένο πανόραμα. Έχοντας την προσοχή στραμμένη στις πιο ευαίσθητες από τις νέες και απαστράπτουσες παρουσίες του χώρου, επιδοκίμασε το 2002 την εμφάνιση του πρώτου δίσκου μιας Ιταλίδας μοντέλας, άγνωστης στο ευρύ κοινό, η οποία ζούσε στο Παρίσι ερωτευμένη με το γιο του πρώην εραστή της. Η Κάρλα Μπρούνι ήταν η νέα κυκλοφορία που προκαλούσε αίσθηση. Μόλις είχε εκδώσει μια δουλειά συγκροτημένη, με μια φωνή ψιθυριστή, γεμάτη διακυμάνσεις: το ιδανικό σάουντρακ για τις ιδιωτικές πισίνες τις ημέρες του θέρους. Μορφωμένη, θαρραλέα και χωρίς αναστολές, ταυτιζόμενη με την Αριστερά σε πολλά θέματα, η Μπρούνι εσκεμμένα άφησε να της ξεφύγουν στη συνέντευξη που έδωσε στο Rockdelux δυο ονόματα-κλειδιά για την ίδια τη δεδομένη στιγμή· και οι δυο τους ήταν Γαλικιανοί. Από τη μια πλευρά, ο Μάνου Τσάο, γείτονάς της στο Παρίσι, τον οποίο θαυμάζει για τη συνέπεια και την επαναστατική του άποψη για τον πλανήτη και τη βιομηχανία της κουλτούρας, και, από την άλλη, η Ροσαλία δε Κάστρο, μια γνήσια ηρωίδα, ένα αναπόφευκτο παράδειγμα για τη σύγχρονη γυναίκα, ένα άκρως ευαίσθητο πλάσμα, σφοδρά θλιμμένο μπροστά στις ανισότητες του κόσμου και τις αβύσσους του πνεύματος.

Η Μαρία Ροσαλία Ρίτα, όπως βαφτίστηκε η Ροσαλία δε Κάστρο (Σαντιάγο, 1837-Παδρόν, 1885), ξανάνιωσε, και το χρειαζόταν. Επιστρώθηκε ένα ποπ βερνίκι στο εκατονταετές μελαγχολικό της πρόσωπο που της πήγε πολύ, ανατρεπτικό έργο του Rei Zentolo (Ποντεβέδρα, 2006), μιμούμενο απλώς τη διάσημη Μέριλιν Μονρό του Άντι Γουόρχολ. Απογυμνώθηκε έτσι από τη αγκυλωμένη εικόνα της που διέδωσε η Τράπεζα της Ισπανίας στα τελευταία μπλε χαρτονομίσματα των 500 πεσετών βάζοντάς την έτσι στην ίδια συνομοταξία με τους άχαρους Χουάν Κάρλος Α' και Πεμάν (τον φιλοφρανκιστή συγγραφέα, όχι τον μετεωρολόγο). Μέχρι και το Χόλιγουντ τής πρόσφερε μόλις πριν πέντε χρόνια τη δική της στιγμή πλανητικής δόξας όταν απένειμε το Όσκαρ στο Mar Adentro, την ταινία του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ που αναπαρίστανε τη βασανισμένη ζωή του Ραμόν Σαμπέδο, προσωπικότητα με αδάμαστο ροσαλιανικό πνεύμα. Στο σάουντρακ του έργου περιλαμβάνονταν το μεγάλο λαϊκό άσμα Negra sombra που πρωτοπαρουσίασε στο Gran Teatro της Αβάνας, το 1892, ο συνθέτης από το Λούγο Μόντες Καπόν, και τις νότες του οποίου σκορπάνε στον φορτωμένο με αλάτι αγέρα του Βίγο οι καμπάνες του παλιού Ταμιευτηρίου, κάθε βράδυ στις δέκα. Το Negra sombra είναι ένα από τα ακρογωνιαία ποιήματα της αθάνατης τέχνης της Ροσαλία δε Κάστρο, άξιο να καταλάβει ένα γενναιόδωρο κενό στα πρότυπα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ως δείγμα της μελαγχολικής και αγωνιώδους εποχής μας, και το οποίο μετατράπηκε από τη Λουθ Κασάλ στο πνευματικό blues του λαού της Γαλικίας. Οι ψυχίατροι θεωρούν το Negra sombra την καλύτερη ποιητική έκφραση που έχει πραγματοποιηθεί πάνω στη σύγχρονη μεγάλη κοινωνική νόσο: την κατάθλιψη. Οι διανοούμενοι, από πλευράς τους, το χαρακτηρίζουν ως ένα από τα ωραιότερα noire ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ.

Η Ροσαλία ουσιαστικά δε σταμάτησε να υποφέρει κατά τη διάρκεια των 48 χρόνων της ζωής της μέχρι που ένας κακοήθης όγκος επέφερε το θάνατό της. Κόρη ανύπαντρης μητέρας, δακτυλοδεικτούμενη από μια αρχαϊκή κοινωνία, περιθωριοποιημένη από τους λογοτεχνικούς ανδροκρατούμενους και σεξιστικούς κύκλους, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τους δραματικούς θανάτους που βρήκαν δυο από τα παιδιά της και αυτόν της ίδιας της της μητέρας, την οποία είχε εξιδανικεύσει. Ενταφιάστηκε στην Ίρια, και ο τάφος της υπέστη την εγκατάλειψη και την ατίμωση από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες, αλλά το εξαίρετο έργο της διέσωσε το όνομά της και την μετέτρεψε σε ένα από τα παγκόσμια σύμβολα του σύγχρονου φεμινισμού, σε φωνή καταγγελίας της απομόνωσης που υφίστανται οι καταπιεζόμενοι λαοί, σε σημαία της συναίσθησης των απόκληρων της κοινωνίας, σε λάβαρο εκείνων που εκφράζουν ή υφίστανται τον πόνο της ζωής. Μια ζωή γεμάτη σκληρές δοκιμασίες αυτή της ριζοσπαστικής Γαλικιανής εθνικίστριας και στοχάστριας, προσκολλημένης στο γνήσιο χριστιανισμό, στην εκκλησία των αντιφρονούντων και των ανήμπορων, μακριά από την κραυγαλέα αίγλη του Βατικανού.

 

Μαύρη σκιά

Όταν σκέφτομαι ότι έφυγες,

μαύρη σκιά που με σκιάζεις,

στην άκρη του προσκέφαλού μου

επιστρέφεις περιγελώντας με.

 

Όταν φαντάζομαι ότι έχεις φύγει,

στον ίδιο τον ήλιο μού φανερώνεσαι,

και είσαι το αστέρι που λάμπει,

και είσαι ο άνεμος που βουίζει.

 

Αν τραγουδούν, είσαι εσύ που τραγουδάς,

αν κλαίνε, είσαι εσύ που κλαις,

και είσαι το μουρμουρητό του ποταμού

και είσαι η νύχτα και είσαι η αυγή.

 

Στα πάντα είσαι και εσύ είσαι τα πάντα,

για μένα και σε μένα μέσα κατοικείς,

και δε θα με εγκαταλείψεις ποτέ,

σκιά που πάντα με σκιάζεις.

 

(Follas Novas, 1880)

 

Κείμενο: Παουλίνο Κάμπος

Φωτογραφία: Rei Zentolo

Μετάφραση: Βίκυ Ρούσκα

 

Το άρθρο (χωρίς το ποίημα) προέρχεται από το περιοδικό Disfrutar Vigo, αρ. 13, χειμώνας 2009-10.


La imagen excesivamente melancólica de Rosalía de Castro se ha rejuvenecido. Reivindicada en los últimos años por Carla Bruni o por Alejandro Amenábar, saludada por psiquiatras y pensadores, su legado no sólo se circunscribe al mundo literario, se ha transmutado en un icono universal de la dignidad de los pueblos oprimidos, de la visualización de los desheredados, del surgimiento del feminismo moderno y de la validez del cristianismo puro.

altLa española Rockdelux es una de las mejores revistas de música popular que se editan en Europa. Coherente, sólida y bien escrita, bebe de los clásicos del pop-rock para analizar el alicaído panorama actual. Atenta a las incorporaciones deslumbrantes más sensibles, celebró en 2002 la aparición del primer disco de una modelo italiana, desconocida para el gran público, que vivía en París enamorada del hijo de su anterior amante. Carla Bruni era la novedad aplastante. Acababa de publicar una obra redonda, con una voz susurrada, cadenciosa, la banda sonora ideal para las piscinas particulares en el estío. Culta, valiente y desinhibida, adscrita a la izquierda en muchos temas, Bruni deslizó en la entrevista que le realizó Rockdelux dos nombres claves para ella en aquel momento, y ambos eran gallegos. Por un lado, Manu Chao, su convecino en París, al que admira por su coherencia y su visión rebelde del planeta y de la industria cultural; y, por el otro, Rosalía de Castro, una heroína pura, un modelo ineludible para la mujer contemporánea, un ser vivo extremadamente sensible, arrebatadamente dolida ante las desigualdades del mundo y ante los abismos del espíritu.

María Rosalía Rita, como fue bautizada Rosalía de Castro (Santiago, 1837-Padrón, 1885), ha rejuvenecido, y le hacía falta. Se le ha aplicado un barniz pop a su rostro melancólico de más de 100 años de vida que le ha sentado muy bien, obra subversiva de Rei Zentolo (Pontevedra, 2006), simplemente mimetizando a la famosa Marilyn Monroe de Andy Warhol. Se despojó así de su acartonada imagen que propagó el Banco de España en los últimos billetes azules de 500 pesetas emparentándola así con los insípidos Juan Carlos I y Pemán (el escritor filofranquista, no el metereólogo). Hasta Hollywood le ofreció hace apenas cinco años su instante de gloria planetaria al otorgársele el Oscar a Mar Adentro, el filme de Alejandro Amenábar que recreaba la vida torturada de Ramón Sampedro, personaje indomable de espíritu rosaliano, y en cuya banda sonora estaba incluida el alalá mayúsculo Negra sombra que en su día presentó en el Gran Teatro de La Habana, en 1892, el compositor lucense Montes Capón, y cuyas notas esparce al aire cargado de sal de Vigo el carillón de la antigua Caja de Ahorros, todos los días a las diez de la noche. Negra sombra es uno de los poemas angulares de la lírica inmortal de Rosalía de Castro, merecedor de ocupar un hueco generoso en los canon de la literatura universal como paradigma de nuestra era de melancolía y de angustia, y convertido por Luz Casal en el blues espiritual del pueblo gallego. Los psiquiatras consideran Negra sombra la mejor expresión lírica realizada sobre la gran enfermedad social contemporánea: la depresión. Los literatos, por su parte, la significan como uno de los más bellos poemas de amor noire jamás escrito.

Rosalía sufrió prácticamente durante sus 48 años de vida hasta que un tumor maligno acabó con ella. Hija de madre soltera, señalada con el dedo por una sociedad arcaica, marginada por los círculos literarios machistas, tuvo que hacer frente a las dramáticas muertes de dos de sus hijos y de su propia madre, a la que había idealizado. Enterrada en Iria, su tumba padeció el abandono y la ignominia ya en sus primeras semanas, pero su excelsa obra la sobrevivió y la ha convertido en uno de los iconos universales del feminismo contemporáneo, voz de la denuncia del aislamiento que sufren los pueblos oprimidos, bandera de la visualización de los desheredados sociales, estandarte de los que expresan o padecen el dolor de la vida. Tiras de piel de la radical pensadora nacional gallega, apegada al cristianismo puro, a la iglesia de los disidentes y de los desamparados, lejos del oropel del Vaticano.

 

Negra sombra

Cando penso que te fuches,
negra sombra que me asombras,
ó pé dos meus cabezales
tornas facéndome mofa.

 

Cando maxino que es ida,
no mesmo sol te me amostras,
i eres a estrela que brila,
i eres o vento que zoa.

 

Si cantan, es ti que cantas,
si choran, es ti que choras,
i es o marmurio do río
i es a noite i es a aurora.

 

En todo estás e ti es todo,
pra min i en min mesma moras,
nin me abandonarás nunca,
sombra que sempre me asombras.


(Follas Novas, 1880)

 

Texto: Paulino Campos

Fotografía: Rei Zentolo

 

El artículo (sin el poema) fue extraído de la revista Disfrutar Vigo, nº 13, invierno 2009/10.