Ευρετήριο Άρθρου

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ισπανίας και Πορτογαλίας, υπέρτιμος και έξαρχος Μεσογείου Θαλάσσης, κ. Πολύκαρπος (κατά κόσμον Παναγιώτης Σταυρόπουλος) γεννήθηκε το έτος 1963 στη Ναύπακτο. Απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Αθηνών (1986), μετά την στρατιωτική του θητεία (1986-1988), μετεξεπαιδεύθη στο Ποντιφικό Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών Ρώμης (1988-1990). Διάκονος και Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε στο Φανάρι, τον Ιανουάριο του 1990. Υπηρέτησε Ιερατικός Προϊστάμενος της Αδελφότητος του Αγ. Νικολάου και Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου των εν Βενετία Ορθοδόξων Ελλήνων (1990-2007) και Πρωτοσύγκελλος της νεοπαγούς Ιεράς Μητροπόλεως Ιταλίας (1992-2007), τα μέγιστα καταβαλών για την οργάνωση, εμπέδωση και ανάπτυξη αυτής.

Παραλλήλως διετέλεσε Εφημέριος των υπ' αυτού του ιδίου ιδρυθεισών Ενοριών Παδούης (1990-2007), Φερράρας (1990-1999), Πάρμας (1994-1999) και Περουτζίας (1992-2003), Ηγουμενεύων των Ιερών Μονών Οσίου Ιωάννου Θεριστού Καλαβρίας (1994-1997) και Αγίου Γεωργίου των εν Βενετία Ελληνίδων Ευγενών Μοναχών (1992-2007) και Αντιπρόεδρος του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και όλων των Επιτροπών της εν λόγω Μητροπόλεως. Το έτος 1998 έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου. Εξεπροσώπησε την Μητέρα Εκκλησία και την Ιερά Μητρόπολη Ιταλίας σε πολλές αποστολές, συναντήσεις και συνέδρια.

Την 30ή Απριλίου 2007, προτάσει της Α.Θ.Π., εξελέγη παμψηφεί δεύτερος Μητροπολίτης της νεοπαγούς Ιεράς Μητροπόλεως Ισπανίας και Πορτογαλίας, της χειροτονίας του ως Επισκόπου τελεσθείσης στο Φανάρι την 6η Μαΐου 2007, Κυριακή της Σαμαρείτιδος, υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου. Την 16η Ιουνίου 2007 ενεθρονίσθη στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Μαδρίτης. Κατά τα τρία έτη της ποιμαντορίας του επανίδρυσε τις Ενορίες Βαρκελώνης και Λας Πάλμας ντε Γκραν Κανάρια, ίδρυσε δεκαεννέα (19) νέες ενορίες και επτά (7) νέους ενοριακούς πυρήνες, και αύξησε τον αριθμό των κληρικών κατά δεκαοκτώ (18).

Ο ειρημένος Μητροπολίτης εκτελεί εκκλησιαστικές αποστολές, δίδει διαλέξεις, συνεντεύξεις, ομιλίες, αρθρογραφεί και γνωρίζει την ιταλική, γαλλική και ισπανική.

Ονομαστήρια: 23 Φεβρουαρίου

Ταχ. Διεύθυνση: Su Eminencia Reverendísima el Metropolita de España y Portugal Policarpo. Calle Nicaragua 12, 28016 Madrid, España. Tel: (0034) 91 34 54 085. Fax: (0034) 91 35 09 374. Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.. Ιστοσελίδα: www.iglesiaortodoxa.net.

Καταρχάς, θα θέλαμε να μας πείτε δυο λόγια για την ιστορία της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Μαδρίτης.

Οι αρχές της Ελληνορθόδοξης παρουσίας στη Μαδρίτη βρίσκονται στα 1890-1895 όταν στους λίγους Έλληνες διπλωματικούς υπαλλήλους προστίθενται μερικές οικογένειες σφουγγαράδων από τα Δωδεκάνησα και γουναράδων από τη Δυτ. Μακεδονία.

Το 1949 ιδρύεται επίσημα η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Μαδρίτης και διορίζεται ο πρώτος μόνιμος ιερέας, ο Γεωργιανός πατήρ Ραφαήλ, ο οποίος έρχεται από το Παρίσι. Εξαρχής η Ελληνορθόδοξη Ενορία και Κοινότητα του Αγίου Ανδρέα είχε χαρακτήρα δίγλωσσο, δηλαδή ένωνε τους λίγους Έλληνες και Σλάβους κατοίκους της Ιβηρικής πρωτεύουσας και αυτή η πρώτη ενορία χρησιμοποιεί ως ευκτήριο οίκο ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Μαδρίτης. Η ενορία αυτή αναγνωρίζεται από το Υπουργείο Εξωτερικών το 1949, και το 1968 από το Υπουργείο Δικαιοσύνης (Γενική Διεύθυνσις Θρησκευτικών Υποθέσεων), ενώ το 1991 μετατρέπεται σε «Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ισπανίας». Με την επωνυμία αυτή και κάτω από τη νομική φιλοξενία της Προτεσταντικής Ομοσπονδίας της Ισπανίας, εντάσσεται στη Συμφωνία - Convenio που έγινε μεταξύ του Ισπανικού κράτους και της Προτεσταντικής Ομοσπονδίας της Ισπανίας, το οποίο επεκυρώθη την 10η Νοεμβρίου 1992 υπό της Βουλής. Αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Ελληνορθόδοξης Ενορίας της Μαδρίτης το θαύμα να αποκτήσουμε οικόπεδο στα 1970 και μέσα σε τρία χρόνια να χτίσουμε το ναό, την κατοικία και τους ενοριακούς χώρους κι έτσι στα τέλη του 1973 να εγκαινιαστεί το κτιριακό συγκρότημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τον τότε Μητροπολίτη Γαλλίας και Έξαρχο πάσης Ιβηρίας Μελέτιο.

Εκκλησιαστικά η Ιβηρία μέχρι το 1963 υπήγετο στην Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγ. Βρετανίας, ενώ μέχρι τον Ιανουάριο του 2003 στη Μητρόπολη Γαλλίας. Την 20η Ιανουαρίου 2003 ιδρύεται η Ιερά Μητρόπολη Ισπανίας και Πορτογαλίας που περιλαμβάνει την Ιβηρική Χερσόνησο: Ισπανία, Πορτογαλία, Ανδόρρα και Γιβραλτάρ και τις Νήσους αυτής: Βαλεάριδες και Καναρίους (Ισπανία) και Αζόρας και Μαδέρες (Πορτογαλία). Η Ιερά Μητρόπολις είναι αναγνωρισμένη ως Νομικό Πρόσωπο του Ισπανικού κράτους δια Διατάγματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Αριθ. 907-SG/25.04.2006 Γενική Διεύθυνσις Θρησκευτικών Υποθέσεων), ενώ προωθείται η αναγνώρισή της και στην Πορτογαλία. Αυτήν τη στιγμή διαθέτει 40 περίπου ενορίες και ενοριακούς πυρήνες, και 30 ιερείς.

Ποιες είναι οι δραστηριότητες που έχει αναπτύξει η Ελληνορθόδοξη Ενορία της Μαδρίτης;

Εκτός από τη λατρεία, γίνονται μαθήματα ελληνικών σε μικρά παιδιά και σε μεγάλους. Αυτή είναι η κύρια δραστηριότητα της Ενορίας μας, καθώς επίσης και η ποιμαντική διακονία των σλαβοφώνων και ρουμανοφώνων οι οποίοι εκκλησιάζονται στο ναό μας. Επίσης πραγματοποιούνται και διάφορες άλλες περιστασιακές εκδηλώσεις εθνικοθρησκευτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, π.χ. συναυλίες, εορτές, κλπ. Η τελευταία συναυλία ήταν αυτή της χορωδίας από το Αργοστόλι, αλλά αυτές είναι περιστασιακές εκδηλώσεις, περιοδικές και όχι τακτικές.

Μια άλλη δραστηριότητα, η οποία είναι πολύ σημαντική, είναι οι ξεναγήσεις που γίνονται σε διάφορα σχολεία, και ομάδες, για παράδειγμα συλλόγους τρίτης ηλικίας, οι οποίοι έρχονται και επισκέπτονται την Εκκλησία, οπότε γίνεται μια ξενάγηση θεολογικού περιεχομένου, π.χ. «τι είναι η Ορθοδοξία, τι είναι οι εικόνες, τι είναι η λατρεία» και αυτό είναι ένα σημαντικό πολιτιστικό δρώμενο.

Προσωπικά, έχω παρακολουθήσει αρκετές φορές τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία των Αγίων Ανδρέα και Δημητρίου στη Μαδρίτη. Εκτός από την παρουσία Ελλήνων, με εξέπληξε ευχάριστα η παρουσία Ρουμάνων, Σλαβόφωνων και Αράβων. Το ποίμνιο αποτελείται από άτομα που προέρχονται αποκλειστικά από ορθόδοξες χώρες; Πώς βιώνεται αυτή η συνύπαρξη από τους ίδιους;

Όντως η Μαδρίτη, εδώ και μία εικοσαετία, έπαψε να είναι μία μικρή Ενορία. Μετά το 1990, όταν άνοιξε η Ανατολική Ευρώπη, στους ελαχίστους Έλληνες και Σλαβοφώνους της ισπανικής πρωτεύουσας, προστέθηκαν οι οικονομικοί μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη. Πιστεύω ότι υπάρχει ειρηνική συνύπαρξη και ότι εκείνο που τους ενώνει είναι η ίδια πίστη και παράδοση, η Ορθοδοξία, η οποία θα πρέπει να βιώνεται οικουμενικά και όχι εθνικά απ' όλους τους ορθοδόξους.

Δεν προκύπτει να υπάρχει δυσαρέσκεια μεταξύ των διαφόρων ορθοδόξων εθνοτήτων οι οποίες εκκλησιάζονται στο ναό μας, γιατί τελούμε τη Θεία Λειτουργία κατά τέτοιον τρόπον που να καλύπτει τις ανάγκες αυτού του πολυεθνικού ποιμνίου. Τουλάχιστον, από πλευράς κλήρου, η συνύπαρξη με αυτούς τους ανθρώπους και η λειτουργία στις διάφορες γλώσσες είναι φτιαγμένη πολύ καλά και αρμονικά. Η Ορθοδοξία, όπως και ο Ελληνισμός, είναι οικουμενική και όχι εθνοφυλετική.

Η Ορθόδοξη Ελληνική Κοινότητα της Ισπανίας είναι σχετικά μικρή. Παρά το γεγονός αυτό, το έργο της Ελληνικής Μητροπόλεως ολοένα διευρύνεται. Ενδεικτικά, παρατηρούμε ότι αυξάνεται ο αριθμός των Ελληνικών Ενοριών...

Το Ελληνικό στοιχείο στην Ιβηρική Χερσόνησο είναι αριθμητικά μικρό. Η Ιβηρία είναι ο μόνος ευρωπαϊκός χώρος που δεν παρατηρήθηκε ελληνική μετανάστευση, ίσως γιατί οι Έλληνες μετανάστες εκεί που πήγαιναν έβρισκαν και Ισπανούς και Πορτογάλους μετανάστες. Επίσης, οικονομικά και πολιτικά, υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των δυο χωρών και αυτό συνέβαλλε στο ότι δεν υπήρξε μετανάστευση εδώ: οι ίδιοι οι Ισπανοί μεταναστεύανε και η κατάσταση στην Ισπανία ήταν η ίδια με την κατάσταση στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.

Όντως το έργο της Μητροπόλεως διευρύνεται, η Μητρόπολις έχει πανορθόδοξο οικουμενικό χαρακτήρα όπως και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυξάνονται οι ελληνικές ενορίες, απλώς προστέθηκε μία ακόμα ελληνική ενορία στις δύο ελληνικές ενορίες που υπήρχαν, της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης, η Βαλένθια. Βασικά αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των άλλων ενοριών, κυρίως των ουκρανικών, ώστε να έχουμε έναν αρκετά ικανό αριθμό ενοριών και ιερέων Ουκρανών. Η συντριπτική πλειοψηφία του ποιμνίου, των ενοριών και των ιερέων της Μητροπόλεως, δεν είναι Έλληνες, αλλά εξ Ανατολικής Ευρώπης, όπως και η πλειοψηφία του 1.300.000 των ορθοδόξων που κατοικούν στην Ιβηρία. Οι Έλληνες είναι μια μικρή μειοψηφία η οποία επικεντρώνεται κυρίως σε Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βαλένθια και Λισσαβώνα.

Χειροτονηθήκατε Μητροπολίτης Ισπανίας - Πορτογαλίας τον Ιούνιο του 2007. Ποια είναι η αποτίμηση της πρώτης αυτής τριετίας σας;

Η αποτίμηση αυτής της πρώτης τριετίας μπορεί να γίνει με μία φράση που τα λέει όλα: «παρόλο που το έδαφος συνεχίζει και τρέμει κάτω από τα πόδια μας, εντούτοις όχι μόνο παραμένουμε όρθιοι, αλλά προχωρούμε μπροστά, παρά τα ποικίλα προβλήματα τα οποία επαυξάνονται λόγω της ιδιαιτερότητος που παρουσιάζει για εμάς τους Ορθοδόξους το Ιβηρικό έδαφος και τα οποία τώρα τελευταία λόγω της οικονομικής κρίσεως είναι πιο έντονα αρνητικά.»

Γνωρίζουμε ότι για αρκετά χρόνια υπηρετήσατε ως ιερέας στον ιστορικό ναό του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία. Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της Ελληνικής Κοινότητας της Μαδρίτης σε σχέση με αυτήν της Βενετίας;

Μια σύγκριση είναι δύσκολη, ουσιαστικά δεν μπορεί να γίνει. Η Βενετία είναι μια ιστορική κοινότητα, μία κοινότητα η οποία έκλεισε πάνω από 500 χρόνια επίσημης ζωής. Η Βενετία είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα του πρώτου μεταβυζαντινού ελληνισμού, έχει ένα ναό που αποτελεί το καύχημα του Ελληνισμού της Διασποράς, σωστό μνημείο της Κρητικής Σχολής. Το μόνο που μπορεί να θεωρηθεί παρόμοιο είναι ότι και στη Βενετία έχουμε ελάχιστους Έλληνες και ότι αναγεννήθηκε εκκλησιαστικά και αυτή με τον ερχομό των μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη, δηλαδή αυτήν τη στιγμή ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων (1539-1564), όπως και η Μαδρίτη, έχει ποίμνιο πολυεθνικό, με πρωτεύοντα στοιχείο το ουκρανικό και το μολδαβικό. Άλλη ομοιότητα δεν βλέπω.

Η Βενετία είναι μία ιστορική κοινότητα, ιδρύθηκε το 1456, τρία χρόνια μετά την Άλωση, αναγνωρίστηκε από το Ενετικό κράτος το 1498, έχει έναν ωραιότατο ναό, έχει το Φλαγγίνειο Ελληνομουσείο, νυν Ελληνικό Ινστιτούτο, έχει ένα μουσείο μοναδικό δείγμα μεταβυζαντινής Κρητικής Σχολής, κτήρια, υποδομές, μεγάλη περιουσία. Παρότι αριθμητικά οι Έλληνες είναι ελάχιστοι συνεχίζεται η ελληνική παρουσία μέσω του Ελληνικού Ινστιτούτου, της Ελληνικής Κοινότητας και της Μητροπόλεως Ιταλίας που εδρεύει στη Γαληνοτάτη. Η πλειοψηφία των Ελλήνων μένουν στην Πάντοβα, όπου το ιστορικό Πανεπιστήμιο. Οι Έλληνες πλέον στη Βενετία, μαζί με τους ιταλόφωνους δεν υπερβαίνουν τα 70 άτομα. Οι Έλληνες της γειτονικής Πάντοβας, στην πλειοψηφία τους πρώην φοιτητές, αναζωογονήσαν τη Βενετία. Αυτοί γραφτήκαν στην κοινότητα και την αναζωογονήσανε κάπως αριθμητικά, και αυτοί την διοικούνε τώρα.

Μην ξεχνάμε ότι η Βενετία γεννήθηκε κάτω από το Βυζάντιο, ήταν αυτόνομη βυζαντινή κτήση. Μέχρι που έπεσε το Βυζάντιο, ο αρχηγός του Βενετικού κράτους θεωρούνταν ο Αυτοκράτορας, τα διατάγματα δεν έβγαιναν στο όνομα του Δόγη, τα υπέγραφε μεν ο Δόγης, αλλά έβγαιναν στο όνομα του Αυτοκράτορος. Είναι τελείως διαφορετική η σχέση Βενετίας-Ελληνισμού. Ο μισός χώρος της καθ' ημάς Ανατολής ήταν ενετοκρατούμενος, έχουμε ένα μεγάλο ρεύμα Ελλήνων προς τη Βενετία, και πολλοί από τους διανοούμενους που ήρθαν στην Ισπανία πέρασαν προηγουμένως από τη Βενετία ή την Ιταλία. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος παραδείγματος χάριν έκανε τρία χρόνια μέλος στην κοινότητα της Βενετίας. Τον ναό τον ζωγράφισε ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, μαέστρος του Ελ Γκρέκο· μερικοί αντιγραφείς κωδίκων και δάσκαλοι των αρχαίων ελληνικών και των κλασσικών σπουδών πριν έρθουν στο Αλκαλά ντε Ενάρες και στη Σαλαμάνκα περάσαν από τη Βενετία. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ένας σύνδεσμος, αλλά ουδεμία μπορεί να γίνει σύγκριση. Η διαφορά μεταξύ των δύο κοινοτήτων είναι τεράστια, με κύριο παράγοντα την ιστορία και τις υποδομές. Η Βενετία είναι «VenetiaequasialterumByzantium» «σχεδόν ένα άλλο Βυζάντιο». Οι Εκκλησίες της έχουν ονόματα ανατολικών αγίων (Άγιος Βασίλειος, Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Άγια Ευφημία, Άγιος Παντελεήμων, κλπ.) και θα βρεις έθιμα εκκλησιαστικά της ανατολικής Χριστιανοσύνης που δεν γίνονται πουθενά αλλού στον Καθολικισμό.

Κατά τη γνώμη σας, και με βάση την εμπειρία σας σε Ιταλία και Ισπανία, πώς μας βλέπουν τους Ορθόδοξους οι Καθολικοί;

Επίσημα οι Καθολικοί μας βλέπουν ως «Χωρισμένους Αδερφούς». Αυτή είναι η επίσημη καθολική ορολογία, απέναντι των Ορθοδόξων. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ του Ιταλιώτικου Καθολικισμού και του Ισπανικού Καθολικισμού, όπως υπάρχει διαφορά μέσα στην Ισπανία, όπου η αντιμετώπισή μας ως Ορθοδόξων διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Αλλού είναι ανοιχτοί, κι αλλού κλειστοί. Περιττό να τονιστεί ότι εξαρτώμεθα απολύτως όσον αφορά στους χώρους λατρείας. Εκτός Μαδρίτης όλες οι εκκλησίες που έχουμε είναι από τους Καθολικούς, αλλά δεν είναι αυτή η απλοχεριά που έχουμε στην Ιταλία. Ίσως το γεγονός αυτό να οφείλεται στο ότι ο Ιβηρικός Καθολικισμός δεν είχε ποτέ επαφή με την καθ' ημάς Ανατολή, ενώ ο Ιταλιώτικος Καθολικισμός είχε, διότι η μισή Ιταλία ανήκε στο Βυζάντιο, ήταν ελληνόφωνη και ελληνορθόδοξη, και μετά την πτώση του Βυζαντίου γέμισε από ελληνικές κοινότητες ανθηρές, όπως η Τεργέστη, το Λιβόρνο, η Βενετία, η Νεάπολη, η Αγκόνα, η Μπαρλέτα, το Πρίντιζι, η Μεσσήνη, η Γένοβα.

Η επαφή που έχει ο Ιβηρικός Ρωμαιοκαθολικισμός με την Ορθοδοξία είναι κυρίως από το 1990 και μετά, με την άφιξη των μεταναστών της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι μια παρουσία που δεν μπορεί να αγνοηθεί, αφού οι Ορθόδοξοι είμαστε σε ολόκληρη την Ιβηρική Χερσόνησο περίπου 1.300.000. Αυτό το αναγνώρισε επισήμως το Ισπανικό Κράτος, παραχωρώντας το «NotorioArraigo» στην Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της, δηλαδή αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ιστορικώς και αριθμητικώς βαθιά ριζωμένης στο ισπανικό έδαφος. Η έντονη παρουσία των εξ Ανατολικής Ευρώπης ορθοδόξων αναγκαστικά δημιουργεί επαφή: χτυπάνε την πόρτα, ζητάνε μια Εκκλησία, ζητάνε ένα χώρο λατρείας, εμφανίζεται ένας επίσκοπος, εμφανίζεται ένας παπάς, εμφανίζεται μια οργανωμένη κοινότητα, και έτσι αρχίζει η επαφή, κυρίως όσον αφορά στην επιτακτική ανάγκη αποκτήσεως χώρων λατρείας, κι ως εκ τούτου εξαρτώμεθα από την αδερφική κατανόηση κι ευγένεια της Καθολικής Εκκλησίας που σε γενικές γραμμές υπάρχει. Εν κατακλείδι επαναλαμβάνω ότι η ιταλική εμπειρία, όπως και αυτή στην υπόλοιπη Ευρώπη, διαφέρει κατά πολύ της ιβηρικής.

Ποιες είναι οι σχέσεις σας με την τοπική Καθολική Εκκλησία;

Σε γενικές γραμμές οι σχέσεις μας με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Ιβηρίας είναι καλές και αδελφικές. Επαναλαμβάνω και πάλι την ιδιαιτερότητα του ιβηρικού εδάφους και των δυσκολιών που συναντούμε καθημερινά. Οι ισορροπίες είναι λεπτές και έχουμε επιτακτική ανάγκη χώρων λατρείας, εξαρτώμενοι από την αδελφική κατανόηση και ευγένεια των Ρωμαιοκαθολικών αδελφών μας. Προσωπικά, στον τομέα αυτό ακολουθώ την αδελφική «πολιτική» του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριάρχου μας, και όπως υποσχέθηκα στον Ενθρονιστήριο λόγο μου θα εργαστώ, έστω και μονομερώς, υπέρ της ενότητας των Χριστιανών, έχων ως έμβλημα τους λόγους του Κυρίου μας ολίγον προ του σωτηριώδους πάθους του: «ίνα πάντες ώσιν εν».

Πάντως εκείνο το οποίο βλέπω είναι ότι η αντιμετώπιση της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ μέρους της Ιβηρικής Ρωμαιοκαθολικής Ιεραρχίας, τουλάχιστον σε θεσμικό επίπεδο και σε γενικές γραμμές, δεν είναι η δέουσα, εάν ληφθούν υπ’ όψιν οι δεσμοί που ενώνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την Εκκλησία της Ρώμης και τους δύο προκαθημένους, τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Πάπα Βενέδικτο τον Δέκατο έκτο, ενώ απεναντίας παραδείγματος χάριν για τους Ρουμάνους τα πράγματα είναι πιο εύκολα.

Ποια είναι η σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις υπόλοιπες ορθόδοξες δικαιοδοσίες, όπως η νεοσύστατη Ρουμανική Μητρόπολη, η Ρωσική, η Σερβική, κλπ.;

Θα μιλήσω για το τοπικό Ιβηρικό επίπεδο. Έχουμε άριστες σχέσεις με τη ρωσική και σερβική δικαιοδοσία, καθώς και με τη ρουμανική, αλλά με την τελευταία τις σχέσεις μας επισκιάζει το νέφος του εθνοφυλετισμού, του εκκλησιαστικού επαρχιωτισμού και της εκκλησιαστικής γκετοποιήσεως, η οποία είναι πολιτική της ρουμανικής δικαιοδοσίας στη Διασπορά, και η οποία είναι αντίθετη προς την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας. Ο εθνοφυλετισμός έχει καταδικαστεί επίσημα από την Πανορθόδοξη Σύνοδο του 1872 ως αίρεση.

Γνωρίζουμε ότι ένα από τα θέματα που πρόκειται να εξετάσει η Πανορθόδοξη Σύνοδος είναι και αυτό της δικαιοδοσίας της Ορθόδοξης Διασποράς. Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση στο συγκεκριμένο ζήτημα;

Όπως είναι γνωστό στο θέμα της Διασποράς οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι διχασμένες. Υπάρχουν οι Εκκλησίες εκείνες, με επικεφαλής τις ελληνόφωνες, που πρεσβεύουν τα εκκλησιολογικά και κανονικά κριτήρια που λένε ότι η ορθόδοξη διασπορά υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά υπάρχουν κι οι Εκκλησίες εκείνες οι οποίες εφαρμόζουν το εθνικό κριτήριο, δηλαδή οι Ρουμάνοι στη Ρουμανική Εκκλησία, οι Ρώσοι στη Ρωσική, κλπ.

Βέβαια η oρθόδοξη διασπορά είναι ένα ακανθώδες θέμα και πρόβλημα των διορθοδόξων σχέσεων. Η Τετάρτη Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Γενεύης (Ιούνιος 2009) σαν πρώτο βήμα επιλύσεως αυτού του προβλήματος ίδρυσε τις Τοπικές Επισκοπικές Ορθόδοξες Συνελεύσεις, κι εδώ ιδρύθηκε η Ορθόδοξη Επισκοπική Συνέλευση Ισπανίας και Πορτογαλίας. Είναι μεγάλη επιτυχία υπέρ της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας και των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας το ότι ο πρόεδρος εκάστης συνελεύσεως είναι exofficio ο εκάστοτε Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή δεν είναι δι’ εκλογής, ή εναλλασσομένη η προεδρία, αλλά ο πρόεδρος είναι πάντοτε ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι η Πρωτόθρονη Εκκλησία και η Μητέρα Εκκλησία και οι κανόνες αναγνωρίζουν μόνο στον Οικουμενικό Θρόνο δικαιοδοσία υπερόρια, δικαιοδοσία δηλαδή σε αυτό που λέμε Διασπορά, αν και ο όρος Διασπορά σιγά-σιγά πάει να πάρει νέες σύγχρονες διαστάσεις. Μπορούμε μόνο να μιλάμε γεωγραφικώς, αλλά από πλευράς ποιμνίου δεν μπορούμε να μιλάμε για Διασπορά, μια και ο κόσμος τώρα γίνεται ένα χωριό.

Λοιπόν αυτή η Τετάρτη Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Γενεύη έκανε ένα βήμα προς επίλυση του θέματος της ορθοδόξου Διασποράς, με την ίδρυση των Τοπικών Επισκοπικών Ορθοδόξων Συνελεύσεων, οι οποίες προεδρεύονται exofficio από τον Μητροπολίτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Βέβαια οι δικαιοδοσίες παραμένουν ανεξάρτητες, το δε όλον θέμα εναπόκειται να λυθεί από τη μέλλουσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία, αν όλα πάνε καλά, προβλέπεται να συγκλιθεί το 2013 στην Κωνσταντινούπολη. Η σύνοδος αυτή θα διεξαχθεί στην Εκκλησία της Αγ. Ειρήνης που είναι αρχικά κτίσμα του Μεγ. Κωνσταντίνου και μετά του Ιουστινιανού, ο καθεδρικός ναός της Κωνσταντινουπόλεως προ της Αγ. Σοφίας, και λένε ότι έχει εξασφαλιστεί η άδεια των τουρκικών αρχών για να διεξαχθεί η Σύνοδος στην Αγ. Ειρήνη, που σήμερα είναι μουσείο και χώρος συναυλιών. Παράλληλα θα γιορταστούν και τα 1.600 χρόνια από το διάταγμα του Μεγ. Κωνσταντίνου που αναγνώρισε επίσημα το Χριστιανισμό. Επομένως, Θεού συνεργούντος, εναπόκειται η κανονική οριστική λύση του προβλήματος της Διασποράς σε αυτήν τη Σύνοδο, η οποία θα είναι υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου του Πρώτου εις την Ορθοδοξία, και θα είναι παρόντες όλοι οι προκαθήμενοι των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Στις δυτικές κοινωνίες παρατηρείται μια τάση περιθωριοποίησης του θρησκευτικού συναισθήματος. Πιστεύετε ότι στον Ορθόδοξο κόσμο υφίσταται αυτή η απειλή;

Η απειλή υφίσταται και για τον Ορθόδοξο κόσμο, διότι πλέον δεν υπάρχει Δύση και Ανατολή. Ο κόσμος γίνηκε ένα χωριό με την παγκοσμιοποίηση. Το ευχάριστο, όμως, είναι ότι γι αυτήν την περιθωριοποίηση, που πλήττει και τον Ορθόδοξο κόσμο, και θα τον πλήξει ακόμα περισσότερο συν τω χρόνω, λόγω ραγδαίας εισαγωγής των δυτικών θεωριών στην Ανατολή, κανείς δεν μπορεί να προσαύξει αιτία και λόγους εις την Ορθόδοξο Εκκλησία. Απεναντίας, οι δυτικές Εκκλησίες, ευθύνονται, πιστεύω, ως ένα μεγάλο βαθμό για την εκκοσμίκευση που επικράτησε στο δυτικό κόσμο, αφού εκκοσμικεύθηκαν και οι ίδιες. Τουλάχιστον, εισήχθη και στον ανατολικό κόσμο η εκκοσμίκευση, αλλά όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία, παραμένουσα πάντοτε πιστή στις παραδόσεις, στα δόγματα και στη λατρεία της λειτουργεί ως τείχος ισχυρό απέναντι της. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι εγκέφαλοι της παγκοσμιοποίησης, η οποία είναι μόνο δυτικού οικονομικού και πολιτιστικού τύπου, θεωρούν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως το υπ' αριθμόν ένα εμπόδιο στα σχέδια τους.

Σε ποιο στάδιο βρίσκεται ο διάλογος ανάμεσα την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία την παρούσα στιγμή;

Την παρούσα στιγμή ο επίσημος διάλογος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο διότι εξετάζει ένα από τα κύρια σημεία που διαιρούν τις δυο Εκκλησίες. Αφορά στην εκκλησιολογία και συγκεκριμένα στο πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης. Υπάρχει, πάντοτε, ένα πρωτείο στην Εκκλησία και ένας πρώτος σε τοπικό (Μητροπολίτης) και σε εθνικό επίπεδο (Πατριάρχης). Το θέμα είναι εάν το πρωτείο αυτό είναι πρωτείο εξουσίας ή τιμής και διακονίας.

Αυτή τη στιγμή έχει ξεκαθαριστεί, ότι στην Εκκλησία υφίσταται πρωτείο, υφίσταται ένας πρώτος, και πρώτος σε όλη την Εκκλησία είναι ο Επίσκοπος Ρώμης, πάντοτε εντός του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών. Αλλά εξακολουθεί πάντα να παραμένει η βασική διαφορά ότι κατά τους Ορθοδόξους αυτό το πρωτείο δεν είναι πρωτείο εξουσίας αλλά είναι πρωτείον τιμής, primusinterpares. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν διάφορες Επιτροπές, θεολογικές κι ιστορικές, που εξετάζουν το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία, που κατ’ ουσίαν δεν υφίσταται, για να προχωρήσουν μετά στη δεύτερη χιλιετία, όπου διεμορφώθη και επικράτησε δογματικά. Το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης είναι ένα από τα βασικώτερα σημεία που διαιρούν τις Εκκλησίες, Ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξη, γιατί ενώ σε εμάς το πρωτείο θεωρείται πρωτείον τιμής και ο πρώτος είναι πρώτος μεταξύ ίσων, κατά την Ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία είναι πρωτείον εξουσίας, μάλιστα δε ο Πάπας είναι ανώτερος και αυτής της Οικουμενικής Συνόδου.

Κατά τα άλλα ο διάλογος προχωρεί και θα δούμε πού θα καταλήξει η εξέταση αυτού του συγκεκριμένου σημείου το οποίο άρχισε από τη Συνεδρία της Διεθνούς Μεικτής Επιτροπής Ορθοδόξων και Καθολικών στη Ραβέννα και συνεχίστηκε στην Κύπρο. Δεν γνωρίζω πότε και πού θα γίνει η επόμενη συνεδρία της Επιτροπής. Το κοινό κείμενο το οποίο υπεγράφη αναγνωρίζει ότι στην Εκκλησία υπάρχει πρωτείον και πρώτος. Παραμένει άλυτη η μεγάλη διαφορά τι είδους είναι αυτό το πρωτείον, δηλαδή εξουσίας ή τιμής, και δεν ξέρω αν ο θεολογικός διάλογος θα τη λύσει τελικά, δεδομένου ότι είναι σημαντική διαφορά θεολογική, δογματική και εκκλησιολογική. Πάντως κατά τους Θείους Κανόνες, την Ιερά Παράδοση και την Εκκλησιολογία της αδιαιρέτου Εκκλησίας υφίσταται πρώτος, ο οποίος δεν νοείται άνευ των υπ' αυτού συνεπισκόπων, αλλά ούτε και οι τελευταίοι άνευ του πρώτου αυτών.

Ερωτήσεις: Δημήτρης Ιωάννου
Συνέντευξη - απομαγνητοφώνηση - φωτογραφίες: Σοφία Ροηλίδου
Μετάφραση στα ισπανικά: Βίκυ Ρούσκα
Επιμέλεια μετάφρασης: Emmanuel Vinader

Su Eminencia el Metropolita de España y Portugal, Exarca del Mar Mediterráneo, Monseñor Policarpo (nombre civil Panayiotis Stavrópoulos), nació en el año 1963 en Lepanto. Se graduó en la Escuela de Teología de la Universidad de Atenas (1986), y tras cumplir el servicio militar (1986-1988), cursó un posgraduado en el departamento de Historia Eclesiástica del Instituto Pontificio de Estudios Orientales de la Universidad Gregoriana de Roma (1988-1990). Fue ordenado diácono en enero de 1990. Sirvió como capellán de la ilustre e histórica Hermandad de San Nicolás y de la Iglesia de San Jorge de los Griegos Ortodoxos en Venecia (1990-2007) y como Vicario General del recién fundado Arzobispado de Italia (1992-2007), ocupándose de lleno de la organización, consolidación y desarrollo de dicho Arzobispado. Al mismo tiempo era Rector de las Parroquias fundadas por él mismo, Padua (1990-2007), Ferrara (1990-1999), Parma (1994-1999) y Perugia (1992-2003). Actuaba como Abad de los Monasterios del Venerable Juan el Segador de Calabria (1994-1997) y de San Jorge de las Nobles Monjas Griegas en Venecia (1992-2007) y Vicepresidente del Consejo Metropolitano y de todas las comisiones del Arzobispado. En el año 1998 tomó posesión del cargo de Archimandrita del Trono Ecuménico. Representó a la Madre Iglesia y el Arzobispado de Italia en varias misiones, reuniones y congresos.

El 30 de abril de 2007, a propuesta de Su Santidad el Patriarca Ecuménico Bartolomeo, fue elegido por unanimidad por el Santo Sínodo segundo Metropolita del recién fundado Arzobispado de España y Portugal. Su ordenación al Episcopado se celebró el 6 de mayo 2007, Domingo de la Mujer Samaritana, en la Iglesia Patriarcal de San Jorge, oficiada por Su Santidad el Patriarca Ecuménico. El 16 de junio 2007 fue entronizado en la Santa Iglesia Catedral de los Santos Andrés y Demetrio en Madrid. Durante los tres años de su labor pastoral, volvió a fundar las Parroquias de Barcelona y Las Palmas de Gran Canaria, fundó diecinueve (19) parroquias nuevas y siete (7) nuevos núcleos parroquiales, y aumentó el número de los clérigos en dieciocho (18).

El Metropolita realiza misiones eclesiásticas, da conferencias, entrevistas y charlas, escribe artículos, y además del griego, su lengua materna, conoce el italiano, el francés y el español.

Santo: 23 de febrero
Dirección postal: Su Eminencia Reverendísima el Metropolita de España y Portugal Policarpo. Calle Nicaragua 12, 28016 Madrid, España. Tel: (0034) 91 34 54 085. Fax: (0034) 91 35 09 374. Correo electrónico: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.. Página web: www.iglesiaortodoxa.net.
En primer lugar, nos gustaría que nos hablase un poco sobre la historia de la Iglesia Ortodoxa Griega de Madrid.

Los comienzos de la presencia de griegos ortodoxos en Madrid se remonta en 1890-1895 cuando a los pocos griegos diplomáticos se añaden algunas familias de pescadores de esponjas del Dodecaneso y de peleteros de la Macedonia occidental.

En 1949 se funda oficialmente la Comunidad Ortodoxa Griega de Madrid y se ordena como primer sacerdote permanente el georgiano padre Rafael, quien viene de París. Desde el principio la Parroquia Ortodoxa Griega y la Comunidad del Santo Andrés tuvo un carácter bilingüe, de manera que unió a los pocos habitantes griegos y eslavos de la capital ibérica, y esta primera parroquia utiliza como templo un piso en el centro de Madrid. La parroquia en cuestión se reconoce por el Ministerio de Asuntos Exteriores en 1949, y en 1968 por el Ministerio de Justicia (Dirección General de Asuntos Religiosos), mientras que en 1991 se convierte en «Iglesia Ortodoxa Griega de España». Con esta denominación y bajo la acogida jurídica de la Federación Protestante de España, se incorpora al Convenio que se lleva a cabo entre el Estado español y la Federación Protestante de España, el cual fue ratificado el 10 de noviembre de 1992 por el Parlamento. Fue un hito en la historia de la Parroquia Ortodoxa Griega la milagrosa adquisición de una parcela en 1970, y la construcción del templo, de la vivienda y de los espacios parroquiales en tres años, de modo que a finales de 1973 se inaugurase el complejo de edificios de la Iglesia Ortodoxa por el entonces Metropolita de Francia y Exarca de Iberia Melecio.

Canónicamente, Iberia hasta 1963 pertenecía al Arzobispado de Tiatira y Gran Bretaña, y hasta enero de 2003 a la Sede Arzobispal de Francia. El 20 de enero de 2003 se funda el Sacro Arzobispado de España y Portugal que incluye la Península Ibérica: España, Portugal, Andorra y Gibraltar, y sus Islas: Baleares y Canarias (España) y Azores y Madeira (Portugal). El Sacro Arzobispado está reconocido como Persona Jurídica del Estado español mediante Decreto del Ministerio de Justicia (Nº. 907-SG/25.04.2006 Dirección General de Asuntos Religiosos), mientras se promociona su reconocimiento también en Portugal. Actualmente dispone de alrededor de 40 parroquias y núcleos parroquiales, y 30 sacerdotes.

¿Qué actividades ha desarrollado la Parroquia Ortodoxa Griega de Madrid?

Aparte del culto, se dan clases de griego a niños pequeños y a mayores. Esta es la actividad principal de nuestra Parroquia, así como el servicio pastoral de los eslavoparlantes y rumanoparlantes que participan en los oficios realizados en nuestro templo. También se llevan a cabo otros varios actos ocasionales de carácter étnico-religioso y cultural, por ejemplo conciertos, fiestas, etc. El último concierto fue el del coro de Argostoli, pero estos son eventos ocasionales y periódicos, no regulares.

Otra actividad de importancia son las visitas guiadas que se hacen a varias escuelas y grupos, por ejemplo asociaciones de la tercera edad, que vienen y visitan la Iglesia, así se hace una visita guiada de contenido teológico, por ejemplo «qué es la Ortodoxia, qué son los iconos, qué es el culto»; este es un acto cultural relevante.

Personalmente, he seguido varias veces la Misa en la Iglesia de los Santos Andrés y Demetrio en Madrid. Aparte de la presencia de griegos, me sorprendió gratamente la presencia de rumanos, eslavoparlantes y árabes. ¿La grey se compone de personas que proceden exclusivamente de países ortodoxos? ¿Cómo experimentan esta convivencia ellos mismos?

Efectivamente, Madrid, desde hace veinte años, ha dejado de ser una pequeña Parroquia. Después de 1990, cuando se abrió la Europa Oriental, a los pocos griegos y eslavoparlantes de la capital española, se añadieron los inmigrantes económicos de la Europa Oriental. Creo que existe una convivencia pacífica y que aquello que les unes es la misma fe y tradición, la Ortodoxia, que tiene que experimentarse de manera universal –no étnica– por todos los ortodoxos.

No se percibe disgusto alguno entre las diferentes nacionalidades ortodoxas que asisten a los oficios en nuestro templo, porque celebramos la Misa de modo que se cubran las necesidades de esta grey multinacional. Al menos, por parte del clero, la convivencia con esas personas y la Misa en los diferentes idiomas se lleva a cabo de manera armoniosa. La Ortodoxia, como el Helenismo, es universal, no etno-racial.

La Comunidad Griega Ortodoxa de España es relativamente pequeña. A pesar de ello, la obra del Arzobispado Griego se amplía continuamente… Indicativamente, observamos que aumenta el número de Parroquias Griegas…

La presencia griega en la Península Ibérica es limitada numéricamente hablando. Es el único espacio europeo en donde no se observó inmigración griega, quizás porque los inmigrantes griegos allí donde fueran encontraban inmigrantes españoles y portugueses. Además, económica y políticamente, había similitud entre los dos países, y eso contribuyó a que no hubiera inmigración aquí: los españoles inmigraban y la situación en España era la misma que la de Grecia en aquella época.

Es verdad que la obra del Arzobispado se está ampliando; el Arzobispado tiene un carácter pan-ortodoxo universal como también el del Patriarcado Ecuménico. No podríamos decir que aumenta el número de parroquias griegas, sólo que se ha añadido una parroquia griega más a las dos ya existentes, la de Madrid y la de Barcelona, que es la de Valencia. Básicamente ha aumentado considerablemente el número de las otras parroquias, sobre todo el de las ucranianas, para contar con un número suficiente de parroquias y sacerdotes ucranianos. La mayoría aplastante del rebaño, de las parroquias y de los sacerdotes del Arzobispado, no son griegos, sino de la Europa Oriental, así como la mayoría de los 1.300.000 ortodoxos que residen en la Península Ibérica. Los griegos son una pequeña minoría que se concentra sobre todo en Madrid, Barcelona, Valencia y Lisboa.

Fue ordenado Arzobispo de España y Portugal en junio de 2007. ¿Cuál es su valoración de estos primeros tres años?

La valoración de estos primeros tres años se puede hacer con una frase ilustrativa: «aunque la tierra sigue temblando bajo nuestros pies, no sólo seguimos erguidos, sino que avanzamos hacia adelante, a pesar de los problemas variados que aumentan a causa de la particularidad que presenta para nosotros, los Ortodoxos, el terreno ibérico, y que debido a la crisis económica últimamente se acentúan aún más.»

Sabemos que durante varios años sirvió como sacerdote en el histórico templo de San Jorge en Venecia. ¿Qué particularidades presenta la Comunidad Griega de Madrid en relación con la de Venecia?

Sería difícil hacer una comparación, en realidad no es posible. Venecia es una comunidad histórica, una comunidad que ha cumplido más de 500 años de vida oficial. Venecia es la capital cultural del primer helenismo posbizantino, dispone de un templo que es el orgullo de la diáspora griega, un verdadero monumento de la Escuela Cretense. La única cosa que puede considerarse parecida es que también en Venecia hay pocos griegos y que también se vio eclesiásticamente renacida con la llegada de los inmigrantes de la Europa Oriental, es decir que actualmente la iglesia de San Jorge de los griegos (1539-1564), así como la de Madrid, cuenta con un rebaño multinacional, prevaleciendo la presencia ucraniana y moldava sobre las demás. No veo otra similitud.

La de Venecia es una comunidad histórica, se fundó en 1456, tres años después de la Caída de Constantinopla, fue reconocida por el Estado de los vénetos en 1498, tiene un hermosísimo templo, tiene el Instituto Helénico (antes Escuela Flanguinio), tiene un museo que constituye un singular ejemplo de la Escuela Cretense posbizantina, edificios, infraestructuras, una gran fortuna. Aunque numéricamente los griegos son muy pocos, la presencia griega se mantiene a través del Instituto Helénico, de la Comunidad Griega y del Arzobispado de Italia que tiene su sede en Venecia. La mayoría de los griegos viven en Padua, donde la histórica Universidad. Los griegos de Venecia, junto con los italohablantes, ya no superan las 70 personas. Los griegos de la ciudad vecina de Padua, en su mayoría antiguos alumnos, rejuvenecieron Venecia. Ellos se registraron en la comunidad y la rejuvenecieron numéricamente hasta cierto grado, y son los que la dirigen ahora.

No hay que olvidar que Venecia nació bajo Bizancio, fue un dominio bizantino autónomo. Hasta la caída del Bizancio, se consideraba como jefe del Estado veneciano el Emperador, los decretos no salían a nombre del Duque; sí que los firmaba el Duque, pero salían a nombre del Emperador. Es totalmente distinta la relación entre Venecia y el Helenismo. La mitad del terreno del Oriente griego estaba bajo el dominio de los vénetos, se produce una gran ola de griegos hacia Venecia, y muchos de los intelectuales que vinieron a España pasaron primero por Venecia o Italia. Doménico Theotocópulos, por ejemplo, fue durante tres años miembro de la comunidad de Venecia. El templo fue pintado por Mijaíl Damaskinós, maestro de El Greco; algunos copiadores de códigos y docentes del griego antiguo y de estudios clásicos, antes de llegar a Alcalá de Henares y Salamanca, pasaron por Venecia. Eso puede considerarse como un vínculo, pero no puede hacerse ninguna comparación. La diferencia entre las dos comunidades es enorme, sobre todo teniendo presente el factor de la historia y las infraestructuras. Venecia es «Venetiae quasi alterum Byzantium» casi otro Bizancio. Sus iglesias llevan nombres de Santos del Oriente (San Basilio, San Juan Crisóstomo, Santa Eufemia, San Panteleímon, etc.) y encontrarás costumbres eclesiásticas del Cristianismo oriental que no existen en otro lugar del Catolicismo.

Desde su punto de vista, y teniendo en cuenta su experiencia en Italia y España, ¿cómo nos ven a los Ortodoxos los Católicos?

Oficialmente los Católicos nos ven como «Hermanos Separados». Es la terminología católica oficial empleada para llamar a los Ortodoxos. Hay una diferencia enorme entre el Catolicismo Italiano y el Catolicismo Español, así como hay diferencia dentro de España, donde a los Ortodoxos nos tratan de manera distinta en las diferentes regiones. En unos lugares son abiertos, en otros cerrados. Sobra decir que somos absolutamente dependientes en lo que se refiere a los espacios de culto. Menos la de Madrid, todas las demás iglesias que tenemos son de los Católicos, pero no es precisamente la generosidad que hay en Italia. Quizás este hecho se debe a que el Catolicismo de la Península Ibérica nunca ha tenido contacto con el Oriente griego, mientras que el Catolicismo Italiano ha tenido, puesto que casi la mitad de Italia pertenecía al Bizancio, era grecoparlante y ortodoxa griega, y después de la caída de Bizancio se llenó de comunidades griegas activas, como las de Trieste, Livorno, Venecia, Nápoles, Ancona, Barletta, Brindisi, Mesina, Génova.

El contacto que tiene el Catolicismo Romano ibérico con la Ortodoxia se establece sobre todo desde 1990 en adelante, con la llegada de los inmigrantes de la Europa Oriental. Es una presencia que no se puede ignorar, puesto que los Ortodoxos ya somos en toda la Península Ibérica sobre 1.300.000. Esto lo ha reconocido oficialmente el Estado español, concediendo el «Notorio Arraigo» a la Iglesia Ortodoxa en su conjunto. La presencia acentuada de los ortodoxos provenientes de la Europa Oriental obliga a entablar contacto: llaman a la puerta, piden una Iglesia, piden un espacio de culto, aparece un obispo, aparece un cura, surge una comunidad organizada, y así empieza el contacto, sobre todo en lo que se refiere a la necesidad imperiosa de adquirir espacios para el culto. Por consiguiente, dependemos de la comprensión y amabilidad fraternal de la Iglesia Católica que en líneas generales sí que existe. En definitiva, repito que la experiencia en Italia, como también en el resto de Europa, es muy diferente de la que se vive en la Península ibérica.

¿Cómo son sus relaciones con la Iglesia Católica local?

En líneas generales nuestras relaciones con la Iglesia Católica Romana de la Península ibérica son buenas y fraternales. Repito de nuevo la particularidad que presenta el terreno ibérico y las dificultades con las que nos encontramos a diario. El equilibrio es fino y tenemos una necesidad imperiosa de espacios de culto, dependiendo de la comprensión y amabilidad de nuestros hermanos católicos romanos. Personalmente, en este sector sigo la «política» fraternal del Patriarcado Ecuménico y de nuestro Patriarca, y según prometí en mi discurso de entronización voy a trabajar, aunque sea unilateralmente, en favor de la unidad de los Cristianos, teniendo como emblema los discursos de nuestro Señor poco antes de su pasión salvífica «para que todos sean uno».

De todos modos, lo que veo es que el tratamiento de la jurisdicción del Patriarcado Ecuménico por porte de la Jerarquía Católica Romana ibérica, al menos a nivel institucional y en líneas generales, no es la debida, si tomamos en cuenta los vínculos que unen el Patriarcado Ecuménico con la Iglesia de Roma y los dos primus inter pares, el Patriarca Ecuménico y el Papa Benedicto XVI; en cambio las cosas para los rumanos por ejemplo son más fáciles.

¿Cuál es la relación del Patriarcado Ecuménico con las demás jurisdicciones ortodoxas, como el recién fundado Arzobispado Rumano, el Ruso, el Serbio, etc.?

Voy a hablar a nivel ibérico. Tenemos unas relaciones excelentes con la jurisdicción rusa y serbia, así como con la rumana, pero con esta última nuestras relaciones se ven ensombrecidas por el nubarrón del racismo étnico, del provincionalismo eclesiástico y la creación de guetos eclesiásticos, que es la política de la jurisdicción rumana en la diáspora, y que es contraria a la universalidad de la Ortodoxia. El racismo étnico ha sido condenado oficialmente por el Sínodo Panortodoxo del 1872 como herejía.

Sabemos que uno de los temas que va a tratar el Sínodo Panortodoxo es el de la jurisdicción de la Diáspora Ortodoxa. ¿Cuál es su postura en este asunto?

Como es sabido, en el tema de la Diáspora las Iglesias Ortodoxas están divididas. Hay ciertas Iglesias, encabezadas por las grecohablantes, que profesan los criterios eclesiológicos y canónicos que dicen que la diáspora ortodoxa pertenece al Patriarcado Ecuménico, pero hay otras Iglesias que aplican el criterio étnico, es decir los rumanos en la Iglesia Rumana, los rusos en la Rusa, etc.

Desde luego la diáspora ortodoxa constituye un tema y un problema espinoso para las relaciones interortodoxas. La Cuarta Conferencia Panortodoxa Preconciliar de Ginebra (junio 2009) dio el primer paso hacia la solución de este problema, fundando las Conferencias Episcopales Ortodoxas Regionales, y aquí se fundó la Asamblea Episcopal Ortodoxa de España y Portugal. Es un gran éxito para la Eclesiología Ortodoxa y los Cánones Sagrados de la Iglesia el hecho de que el presidente de cada asamblea es miembro nato el Arzobispo del Patriarcado Ecuménico, es decir que no es por elección, ni la presidencia es alterna, sino que el presidente es siempre el Arzobispo del Patriarcado Ecuménico. El Patriarcado Ecuménico es la Iglesia Primada y la Madre Iglesia y los cánones reconocen sólo al Trono Ecuménico la jurisdicción ilimitada, la jurisdicción que concierne a lo que llamamos Diáspora, aunque el término Diáspora poco a poco va adquiriendo unas dimensiones contemporáneas. Podemos sólo hablar en materia de geografía, pero al referirnos al grey no podemos hablar de Diáspora, porque ahora el mundo se está convirtiendo en un pueblo.

Así pues, esa Cuarta Conferencia Panortodoxa Preconciliar en Ginebra dio un primer paso para solucionar el tema de la Diáspora Ortodoxa, con la fundación de las Conferencias Episcopales Ortodoxas Regionales, las que preside como miembro nato el Arzobispo del Patriarcado Ecuménico. Por supuesto, las jurisdicciones permanecen independientes, y el tema en su conjunto queda por resolverse por el futuro Santo y Gran Sínodo de la Iglesia Ortodoxa que se va a convocar, si todo marcha según lo previsto, en 2013 en Estambul. Este Sínodo se va a celebrar en la Iglesia de Santa Irene, que fue edificada por Constantino I el Grande y después restaurada por Justiniano, constituyendo la Catedral de Constantinopla antes de la construcción de la Santa Sofía, y se dice que se ha conseguido el permiso de las autoridades turcas para que se celebre el Sínodo en Santa Irene, que hoy es museo y sala de conciertos. En paralelo se va a festejar el aniversario de los 1.600 años desde el decreto de Constantino I el Grande que reconoció oficialmente el Cristianismo. Por lo tanto, con la ayuda de Dios, la solución canónica definitiva del problema de la Diáspora depende de este Sínodo, bajo la presidencia del Patriarca Ecuménico, el Primado de la Ortodoxia, y estarán presentes todos los primus inter pares de las Iglesias Ortodoxas regionales.

En las sociedades occidentales se observa una tendencia de marginación del sentimiento religioso. ¿En su opinión existe esta amenaza en el Mundo ortodoxo?

La amenaza existe para el Mundo ortodoxo, porque ya no hay distinción entre Occidente y Oriente. El mundo, con la globalización, se ha convertido en un pueblo. Lo bueno, al menos, es que por esta marginación, que también afecta el Mundo ortodoxo, y le va a afectar aún más con el paso del tiempo a causa de la introducción exponencial de teorías occidentales en el Oriente, nadie puede imputar responsabilidades a la Iglesia Ortodoxa. En cambio, las Iglesias occidentales son las responsables, para mí, hasta cierto punto de la secularización que ha predominado en el mundo occidental, puesto que ellas mismas se secularizaron. Aunque la secularización se haya introducido en el mundo oriental, sin embargo la Iglesia Ortodoxa, al quedar como siempre fiel a sus tradiciones, a sus dogmas y a su culto, actúa como un muro resistente frente a ella. Además, no es una casualidad el hecho de que los cerebros de la globalización, la cual es solamente de clase económica y cultural occidental, consideran a la Iglesia Ortodoxa como el impedimento número uno en sus planes.

¿En qué fase está el diálogo entre la Iglesia Ortodoxa y la Católica en el momento actual?

En el momento actual el diálogo oficial está en un punto crítico, porque está examinando uno de los puntos principales que dividen a las dos Iglesias. Concierne a la eclesiología y más en concreto a la primacía del Obispo de Roma. Existe, siempre, una primacía en la Iglesia y un primado a nivel regional (Arzobispo) y nacional (Patriarca). La cuestión es si esa primacía es de poder o de honor y diaconato.

Actualmente se ha aclarado que en la Iglesia existe una primacía, existe un primado, y el primado en toda la Iglesia es el Obispo de Roma, siempre dentro de la institución de la Pentarquía de los cinco Patriarcas. Pero sigue siendo siempre la diferencia primordial, porque para los Ortodoxos esta primacía no es una primacía de poder, sino de honor, primus inter pares. En estos momentos hay varias Comisiones, teológicas e históricas que revisan la primacía del Obispo de Roma, que en esencia no existe, para avanzar luego al segundo milenio, cuando se formó y predominó dogmáticamente. La primacía del obispo de Roma es uno de los puntos cruciales que dividen a las Iglesias Católica Romana y Ortodoxa, puesto que para nosotros la primacía se considera como primacía de honor y el primado es inter pares, según la eclesiología católica romana se trata de una primacía de poder, siendo el Papa superior incluso al mismo Sínodo Ecuménico.

Por lo demás, el diálogo avanza y veremos a dónde terminará la revisión de este punto, que empezó en la Asamblea Plenaria de la Comisión Mixta Internacional de Ortodoxos y Católicos en Ravena y continuó en Chipre. No sé cuándo y dónde tendrá lugar la próxima asamblea de la Comisión. El texto común que fue firmado reconoce que en la Iglesia hay primacía y primado. Queda por resolver la gran diferencia de qué clase de primacía estamos hablando, de poder u honor, y tampoco sé si el diálogo teológico va a dar una solución definitiva, dado que es una diferencia teológica, dogmática y eclesiológica importante. De todos modos, según los Santos Cánones, la Sagrada Tradición y la Eclesiología de la Iglesia indivisa, el primado no se puede concebir sin los demás obispos, y tampoco ellos sin su primado.

Preguntas: Dimitris Ioannou
Entrevista - transcripción - fotos: Sofía Roilidou
Traducción al español: Vicky Rouska
Revisión de la traducción: Emmanuel Vinader