Ο Χουάν και η Νούρια έφυγαν από τη χώρα τους και ήρθαν στην Ελλάδα πριν από 8 χρόνια μαγεμένοι από τους ήχους του ρεμπέτικου. Έμαθαν τη γλώσσα και μπουζούκι για να παίζουν τα τραγούδια που αγάπησαν.

Μπορεί το 1939 να προκλήθηκε ελληνο-ισπανικός δικαστικός πόλεμος για τα... μάτια της Κάρμεν, όταν ο Αντώνης ο βαρκάρης την ερωτεύτηκε και αποφάσισε να γίνει ταυρομάχος, όμως σήμερα, δύο Ισπανοί μαγεμένοι από το άκουσμα του ρεμπέτικου και την πλούσια ιστορία του, βρέθηκαν να αναζητούν τα μουσικά χνάρια του Αντώνη του βαρκάρη του σερέτη, στο απέραντο γαλάζιο της Σάμου.

Η Νούρια από τη Βαρκελώνη είναι ρεμπέτισσα! Πιάνει στα χέρια της το τρίχορδο μπουζούκι και το κάνει να κελαηδάει και να ταξιδεύει σε όλη τη μουσική ιστορία του ρεμπέτικου το οποίο τη μάγεψε. Από δίπλα της και ο Χουάν από τη Βαλένθια, ο οποίος με άπταιστη ελληνική προφορά, αμφιβάλλει αν πράγματι μπορεί να «βγάλει» φωνητικά το τραγούδι.

Οι δυο νεαροί βρέθηκαν στην Ελλάδα πριν από οκτώ χρόνια, ακολουθώντας την καρδιά τους που ήταν δοσμένη στο ρεμπέτικο. Θέλησαν να μάθουν τη γλώσσα, για να μπορούν να παίξουν και να τραγουδήσουν τη ρεμπέτικη ιστορία μας. Και το κάνουν έχοντας τη δική τους άποψη! Τραγουδούν μόνο όσα θεωρούν «γνήσια και παραδοσιακά» ρεμπέτικα και όχι αυτά από την εποχή που το ρεμπέτικο μπήκε στα «σαλόνια» της τότε υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας.

Η συνάντηση

Τους συναντήσαμε τυχαία στους Μανωλάτες, ένα πανέμορφο χωριό της Σάμου, καλά κρυμμένο μέσα σε δάσος από πλατάνια και άλλα δέντρα στο βουνό. Είχαν κανονίσει να παίξουν ρεμπέτικα με φίλους τους Ελληνες από το χωριό προκειμένου να αποχαιρετίσουν Ισπανούς φίλους τους που είχαν περάσει τις διακοπές τους στο νησί.

Με σύντροφο το ξακουστό γλυκό σαμιακό κρασί, έβαλαν πάνω στο τραπέζι το βιβλίο με τα λόγια των τραγουδιών και ξεκίνησαν κάπως άβολα λόγω της παρουσίας δημοσιογράφων να προετοιμάζονται. Ο Χουάν κούρδιζε την κιθάρα του, όταν κάποιος χάριν αστεϊσμού φώναξε «αυτό το τραγούδι είναι από το... Κουρδιστάν» (λογοπαίγνιο για το κούρδισμα της κιθάρας) και ξέσπασαν στα γέλια.

« Για σένα νυχτοπούλι έχω γίνει, κι όλο ξαγρυπνώ, μα εσύ πάντα μ αφήνεις, μονάχο να πονώ». Η Νούρια σκύβει πάνω στο μπουζούκι της και απαντά σχεδόν μονολεκτικά στις ερωτήσεις.

Είναι άραγε η συστολή της ή ο έρωτάς της για τη μουσική; Η απόφαση να αφήσουν την Ισπανία και να έρθουν στην Ελλάδα για το ρεμπέτικο, δείχνει άτομα που ξέρουν να ακολουθούν την καρδιά τους. «Στην Ισπανία ακούγαμε ρεμπέτικα από CD», λέει η Νούρια για να πάρει τη σκυτάλη ο Χουάν και να πει ότι αρχικός τους προορισμός στην Ελλάδα ήταν η Θεσσαλονίκη. Εκεί άρχισαν να μυούνται στο ρεμπέτικο.

Πέντε χρόνια ως κάτοικοι της συμπρωτεύουσας απορροφούσαν τη μουσική και τη ρεμπέτικη ιστορία του τόπου. Με το αυτί, τα μάτια και το μυαλό τους. Το εντυπωσιακό είναι πως εκτός από το να παίζουν κάποια τραγούδια απλώς για την ευχαρίστησή τους, γνωρίζουν και κάθε ιστορική λεπτομέρεια των τραγουδιών. «Η Βαρβάρα, του Παν. Τούντα» εξηγούν, «είναι τραγούδι-σταθμός στην ιστορία του ρεμπέτικου, αφού επειδή θεωρείται πως αναφερόταν στην κόρη του δικτάτορα Μεταξά, άρχισε και ο διωγμός των δίσκων.

Η δίκη των δημιουργών προκάλεσε πάταγο στην Αθήνα. Παρόμοια ταραχή είχε προκαλέσει και το τραγούδι Ο Αντώνης ο Βαρκάρης ο Σερέτης το οποίο εμπνεύστηκε ο Σπύρος Περιστέρης από την ισπανική ταινία Carmen la de Triana και το τραγούδι της Antonio Vargas Heredia.

Τους στίχους του ελληνικού τραγουδιού έγραψε το 1939 ο νεαρός τότε Μίνως Μάτσας, ο οποίος μετέπειτα εξελίχθηκε στον ηγέτη της ελληνικής δισκογραφίας. Ο συνθέτης του ισπανικού τραγουδιού κατέφυγε στα ελληνικά δικαστήρια καταγγέλλοντας κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.

Το δικαστήριο όμως δεν δικαίωσε τον Ισπανό συνθέτη μια και η μουσική ήταν αρκετά παραλλαγμένη και οι ελληνικοί στίχοι δεν ταυτίζονταν με τους ισπανικούς».

«Μετά γράφτηκαν άλλα δυο τραγούδια για τη συγκεκριμένη Κάρμεν» εξηγεί η Νούρια. Το «τηλεγράφημα στην Κάρμεν» και το «Η Κάρμεν στην Αθήνα».

Και από τις ιστορίες του 1940, ερχόμενοι στο σήμερα, οι δυο Ισπανοί λάτρεις του ρεμπέτικου αποφάσισαν να μετακομίσουν στη Σάμο, όπου διαμένουν τα τρία τελευταία χρόνια, κάνοντας μαθήματα ισπανικών για να ζήσουν και να μπορέσουν να αφοσιωθούν στη μεγάλη τους αγάπη: τη μελέτη του ρεμπέτικου. Κι αν ο δρόμος σας βγάλει ως τουρίστες στη Σάμο, ανεβείτε στους Μανωλάτες, ίσως κάποιο βράδυ σταθείτε τυχεροί κι ακούσετε τις νότες από το τρίχορδο μπουζούκι της Νούρια και την κιθάρα του Χουάν να ντύνουν με μελωδία την απόλυτη νυχτερινή ησυχία του χωριού.

ΙΩΑΝΝΑ ΗΛΙΑΔΗ
Πηγή: ethnos.gr