Παραδειγματική εξυπηρέτηση και εκμετάλλευση των εκατομμυρίων τουριστών

Της Μαργαριτας Πουρναρα

Τα φλας αναβόσβηναν εμμονικά. Αναψοκκινισμένοι Γερμανοί, Αγγλοι με κοντομάνικα καταμεσής του Φεβρουαρίου, Αμερικανοί με γελοία καουμπόικα καπέλα που έγραφαν «Barcelona», Ιάπωνες απαραιτήτως, όλοι με τις ψηφιακές μηχανές ανά χείρας. Η πανσπερμία των τουριστών –κάπου ανάμεσά τους κι εγώ– συνωστιζόταν κάτω από τη σκιά που σχημάτιζε ο τεράστιος όγκος της Σαγράδα Φαμίλια, το πιο εμβληματικό έργο του Αντόνιο Γκαουντί. Η ηλιόλουστη χειμερινή Βαρκελώνη είναι κουραστικά δημοφιλής. Το διαπιστώσαμε αλλά δεν μας

πτόησε, σε μια τριήμερη επίσκεψη που μας γέμισε αναπόφευκτα ζηλόφθονες σκέψεις. Πώς θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα στη χώρα μας αν είχαμε τη σοφία να εκμεταλλευτούμε τα πλεονεκτήματά μας; Δεν πρέπει να συγκρίνουμε την Ελλάδα με την Ισπανία, η οποία στην ικανότητα οργάνωσης και διαχείρισης θυμίζει μεσογειακή Γερμανία. Η πανέξυπνη στρατηγική ανάπτυξης που έφερε στην πόλη 58 εκατομμύρια τουρίστες από το 1992 μέχρι σήμερα, στηρίχθηκε σε δύο άξονες. Η ανάπλαση της πόλης συνέβαλε στη βελτίωση των υποδομών και των υπηρεσιών, ενώ ο πολιτισμός αποδείχθηκε το πιο δυνατό και ανεξάντλητο κεφάλαιο. Από το Ιδρυμα Χοάν Μιρό στο υψωμα Μοντζουίκ (όπου φιλοξενείται αυτή την περίοδο μια εξαιρετική έκθεση της Κίκι Σμιθ) μέχρι το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Ραμπάλ και το Μουσείο Πικάσο στο Μπάριο Γκότικο, σφύζουν όλα από επισκέπτες. Τουρίστες στριμώχνονται στα καφέ και αφήνουν χιλιάδες ευρώ στα artshops.

Ο μύθος πουλάει ακριβά

Κύρια πηγή τουριστικής εκμετάλλευσης είναι τα κτίρια του Γκαουντί. Αν και πέθανε το 1925 και η Σαγράδα Φαμίλια δεν έχει ακόμα αποπερατωθεί, ο αρχιτέκτονας και ο μύθος του προσελκύουν κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες και το όνομά του είναι τόσο συνδεδεμένο με την μοίρα της πόλης όσο του Κεμάλ με την Αγκυρα.

Δεν είναι όλα ευλαβικά καμωμένα. Αν θέλει κάποιος να δει από κοντά τα σημαντικότερα δημιουργήματα του Γκαουντί, θα πληρώσει κοντά 50 ευρώ (4,5 στο Μουσείο Γκαουντί που είναι στο Πάρκο Γκουέλ, 12 στην Κάσα Μιλά, 16 στην Κάσα Μπατλό και 11 στην Σαγράδα Φαμίλια. To αποκορύφωμα της γυφτιάς είναι τα 2,5 ευρώ χαράτσι μέσα στην εκκλησία για να ανεβεί κανείς στην οροφή με ασανσέρ!). Τα καταστήματα των μουσείων και εκείνα με αναμνηστικά από την πόλη είναι γεμάτα από κάθε είδους σαχλό μπλιχλιμπίδι με την υπογραφή του και το μοτίβο με τα θρυμματισμένα μαγιόλικα πλακίδια: γόμες, μολύβια, σημειωματάρια, ποτήρια, τασάκια, σουπλά, μπλουζάκια. Μια ολόκληρη βιομηχανία με τουριστικά αξεσουάρ ανθεί και αποφέρει τεράστια κέρδη, κυρίως στον Δήμο που ξέρει καλά τι θα πει μάρκετινγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν συγχρηματοδότης στην παραγωγή της τελευταίας ταινίας του Γούντι Αλεν «Vicky Christina Barcelona» που έφερε ένα Οσκαρ και ακόμα περισσότερους επισκέπτες. Τα πλάνα από την πόλη ήταν τόσο σαγηνευτικά, που έμοιαζε με διαφημιστική καμπάνια η οποία διαρκούσε δύο ώρες. Ο δήμος διοργανώνει γαστρονομικά τουρ, εκδίδει ειδικές εκπτωτικές κάρτες για χώρους πολιτισμού και αξιοθέατα, πλένει εξονυχιστικά τον τεράστιο πεζόδρομο Ramblas, φροντίζει να είναι και τα 68 πάρκα της πόλης στην εντέλεια. Στο ευδαιμονικό Πάρκο Γκουέλ του Γκαουντί, ένας φύλακας με σφυρίχτρα απομακρύνει όποιον διανοηθεί να ξαπλώσει στο γρασίδι, δίπλα στους φρεσκοποτισμένους πανσέδες, ενώ στα μονοπατάκια δεν έχει ούτε μια γόπα. Σε όλους τους χώρους του πάρκου υπάρχουν υπαίθριοι μουσικοί. Στην είσοδο ένας ηλικιωμένος παίζει σαντούρι. Παρακάτω ένα τρίο με μπαντονεόν ερμηνεύει Πιατσόλα. Στην σκεπή με την πανοραμική θέα ένας Αμερικάνος βγάζει μια αυτοσχέδια μελωδία από ένα τεράστιο γουόκ. Αγόρασα το cd του. Περιέργως, ήταν καλό.

Η Βαρκελώνη προσέχει τη «βιτρίνα» της. Κυριακή πρωί και οι δρόμοι λάμπουν μετά την κραιπάλη του Σαββατόβραδου που κρατάει μέχρι το ξημέρωμα. Η νυχτερινή ζωή είναι έντονη και πολυσχιδής. Το άγριο κλάμπινγκ είναι στην περιοχή του τέως Ολυμπιακού λιμανιού. Δύο - τρία κοκτέιλ μπαρ (το Boadas στη Ράμπλας έχει τη συνωμοτική ατμόσφαιρα του παλιού ποτάδικου και το Gimlet που δονείται από την τρομπέτα του Μάιλς Ντέιβις) φέρνουν κοντά τους ντόπιους με τους τουρίστες. Σε άλλες περιπτώσεις, οι κάτοικοι έχουν οργανωθεί εναντίον ορισμένων μπαρ που είχαν δυνατή μουσική και πέτυχαν να επιβάλουν την τάξη με τη βοήθεια των τοπικών αρχών. Ειδικοί αστυνομικοί με μηχανήματα μέτρησης των ντεσιμπέλ έκαναν περίπολο, ενώ στα μέρη όπου υπήρχε πολύ φασαρία είχαν τοιχοκολληθεί αφίσες που έδειχναν ένα μωρό να κοιμάται ή πανό σε μπαλκόνια με τη φράση «Εδώ ζει κόσμος». Το κάπνισμα απαγορεύεται κατά κύριο λόγο, υπάρχουν όμως και κάποια νυχτερινά στέκια και εστιατόρια με ζώνες καπνιστών. Φανταστείτε του Ψυρρή ή το Γκάζι, με μικρά, καλαίσθητα μπαρ και εστιατόρια, χωρίς τον βόμβο της έντασης της μουσικής και με καθαρή ατμόσφαιρα από τον καπνό. Σε αντίθεση με τη Ρώμη ή τη δική μας Πλάκα, δεν υπάρχουν πολλές τουριστικές ταβέρνες, ενώ η ποιότητα και οι τιμές του φαγητού είναι καλές.

Η συνταγή της επιτυχίας της Βαρκελώνης είναι απλή: ποιότητα ζωής για όλους ή τουλάχιστον για τους περισσότερους. Οι συγκοινωνίες λειτουργούν. Οι ποδηλάτες κάνουν αισθητή την παρουσία τους και όποιος θέλει μπορεί να ενοικιάσει ποδήλατο σε διάφορα μέρη, αν και το σύστημα δεν είναι τόσο διαδεδομένο όπως στο Παρίσι.

Η αστυνόμευση είναι επαρκέστατη και αποτελεσματική (με περιπολικά, μηχανές και πεζή). Τα πεζοδρόμια είναι φαρδιά και καθαρά. Βέβαια, από τότε που ο τουρισμός πήρε τα πάνω του, τα ενοίκια ανέβηκαν πολύ και οι κάτοικοι παραπονιούνται ότι πρέπει να φύγουν από το κέντρο για να βρουν καλύτερες τιμές. Κάποιοι από τους ντόπιους δυσφορούν με τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό των επισκεπτών: Η Βαρκελώνη έχει 1,6 εκατομμύρια κατοίκους και δέχεται πια περίπου 7 εκατομμύρια τουρίστες ετησίως. Βέβαια, η πόλη δεν θέλει να ξαναζήσει τον εφιάλτη της δεκαετίας του ’80 με 20% ανεργία και πληθωρισμό. Αλλωστε, αυτό που την έσωσε ήταν ένα είδος σύμπνοιας των κατοίκων με τις αρχές, ένα είδος τοπικιστικής υπερηφάνειας κάτι που υπάρχει ακόμα. Το σύνθημα του Δήμου για πολλά χρόνια είναι: «Είμαστε όλοι μας η δύναμη που στηρίζει την Καταλωνία. Μην σταματάτε».

Πηγή: Η Καθημερινή