Από μικρός είχα το συνήθειο να αφήνω ελεύθερη τη φαντασία μου να καλπάζει και να φτιάχνει ιστορίες ολόκληρες γύρω από πράγματα πρόσωπα και καταστάσεις που με ιντρίγκαραν και μου προκαλούσαν ενδιαφέρον. Πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις για τα οποία στη πραγματικότητα δεν ήξερα σχεδόν τίποτα. Ήταν πάντοτε αγαπημένη ασχολία του ονειροπόλου μυαλού μου.

Στο τελευταίο μου ταξίδι πριν λίγες μέρες, βρέθηκα στη μαγευτική Ανδαλουσία και συγκεκριμένα στη Μάλαγα.

Δεν θα αναλύσω το πόσο ωραία τα πέρασα και το πόσο υπέροχα είναι τα μέρη εκεί κάτω γιατί ο σκοπός του άρθρου δεν είναι αυτός. Όμως για να σε βάλω στο κλίμα αυτού που θα διαβάσεις, αγαπητέ αναγνώστη, θα σου πω ότι όσες μέρες ήμουν εκεί μια εικόνα, σαν από ταινία που δεν έχει γυριστεί ακόμα, είχε δημιουργηθεί και εγκατασταθεί μόνιμα στο κεφάλι μου. Αυτή ενός άνδρα, να οδηγάει νύχτα καλοκαιριού στη costa del sol, ένα λευκό κλασσικό ανοιχτό αμάξι, στο κάθισμα του συνοδηγού να αναπαύεται ένα μισοάδειο μπουκάλι ρούμι και απ’ το χαλασμένο ραδιόφωνο η φωνή της Nina Simone να χάνεται γλυκά στο άπειρο της νύχτας…

Ένα βράδυ λοιπόν, με πήγαν σε ένα πολύ ιδιαίτερο μπαράκι, λίγο πιο έξω απ' το κέντρο της πόλης. Απ’ έξω δεν σου γέμιζε και πολύ το μάτι, ήταν ένα μάλλον κλασσικό κτίσμα και τα δυο παράθυρα που πρόδιδαν το χαμηλό φωτισμό του εσωτερικού τους μαζί με τη βαριά στρογγυλή ξύλινη πόρτα, σε προετοίμαζαν για τον εντελώς άλλο κόσμο στον οποίο ετοιμαζόσουν να μπεις.

Λίγο νωρίτερα, οι φίλοι μου μου είχαν κάνει γνωστή μια λεπτομέρεια που μου γέννησε ακόμη περισσότερη περιέργεια για το χώρο. Για να μπεις έπρεπε να χτυπήσεις το κουδούνι της εξώπορτας απ’ το παραθυράκι της οποίας ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ένας μεγάλος κύριος, σε έβλεπε και αν του έκανες σου άνοιγε…

Έτσι κι έγινε, το κουδούνι της πόρτας χτύπησε, το παραθυράκι της πόρτας άνοιξε, ένα γέρικο πρόσωπο, μα με σπινθηροβόλα μάτια κοίταξε και…για καλή μας τύχη μας άνοιξε και μπήκαμε.

Βρέθηκα τότε σε ένα χώρο με διακριτικό κοκκινωπό φωτισμό και με τοίχους ασφυκτικά γεμάτους από κορνίζες με καλλιτέχνες, μουσικούς, ηθοποιούς και συγγραφείς του παλιού καιρού, ο Τζέιμς Ντιν μαζί με τη Μελίνα, ο Λόρκα παρέα με τη Ρίτα Χείγουωρθ και ο Πικάσο δίπλα δίπλα με τη Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Η μουσική στους ήχους της τζαζ έδινε στην ήδη πολύ βαριά ατμόσφαιρα ένα κατιτίς από Αμερική του μεσοπολέμου.

Μια στιγμή μετά το μάτι μου έπεσε στον άνθρωπο που μας υποδέχθηκε. Ήταν ένας ψηλός καλοστεκούμενος κύριος πάνω από 70 χρόνων με αραιά άσπρα μαλλιά και κοντό λευκό γένι. Τα μάτια του όμως δεν είχαν χάσει καθόλου απ’ τη ζωντάνια τους και το χαμόγελό του ήταν πλατύ και ζεστό.

Ήταν διακριτικά καλοντυμένος και η όλη παρουσία του ανέδυε μια αρχοντική αίσθηση που ίσως αποκάλυπτε ότι στα νιάτα του ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός. Η βραχνάδα στη φωνή του μου θύμισε πολύ τη χροιά του Τονίνο Καροτόνε και μόλις το συνειδητοποίησα τον συμπάθησα πραγματικά πολύ…

Κάπου εκεί το μυαλό μου άρχισε να μη κάθεται καλά και να παλεύει μανιωδώς με τα δεσμά του ρεαλισμού. Τα ερεθίσματα που είχε ήδη πάρει του ήταν κάτι παραπάνω από αρκετά για να αρχίσει να συνθέτει τη φανταστική ιστορία του χώρου και του ανθρώπου που μόλις το είχε κάνει να χάσει εντελώς την ηρεμία του. Όταν πλέον κάτσαμε στο τραπέζι και ήπια την πρώτη γουλιά απ’ το ποτό μου, δε μπορούσα να το κρατήσω άλλο και το άφησα να τρέξει ελεύθερο στις φανταστικές του διαδρομές…

«Σαββατόβραδο σήμερα, και το μαγαζί του ήταν πανέτοιμο να υποδεχθεί τους ιδιαίτερους θαμώνες του. Εκείνος καλοντυμένος και προσεγμένος όπως πάντα, περίμενε τους πρώτους πελάτες. Μιας και ήταν νωρίς ακόμη, είχε βάλει έναν αγαπημένο δίσκο τζαζ στο πικ απ, σιγόπινε ένα ποτήρι κονιάκ και βολεμένος μέσα απ’ το μπαρ, διάβαζε την εφημερίδα του.

Μέσα σ’ αυτό το χώρο είχε θάψει από χρόνια το παρελθόν του και είχε αρχίσει μια νέα ζωή εντελώς μοναχική. Όταν ήταν πολύ νέος είχε ξαναεπισκεφθεί τη Μάλαγα και την είχε ερωτευθεί, όπως είχε ερωτευθεί και τη γυναίκα που είχε έρθει να επισκεφθεί. Ένα βράδυ της είχε πει με θέρμη ότι ονειρευόταν να αγοράσει ένα σπιτάκι εκεί και να έρχεται τα καλοκαίρια. Εκείνη του είχε χαρίσει το πιο ζεστό της χαμόγελο.

Η ζωή αποφάσισε να του τα φέρει έτσι που να αποκτήσει τελικά αυτό που είχε ονειρευτεί αλλά να χάσει αυτό που ήδη είχε. Έφυγε σχεδόν σαν κυνηγημένος απ’ τον τόπο του όταν κατάλαβε ότι πλέον δεν υπήρχε τίποτα να ελπίζει σ’ αυτό. Μάζεψε τις οικονομίες του, έφτιαξε μια βαλίτσα, άφησε απ’ έξω οτιδήποτε θα μπορούσε να του «θυμίζει» κι έφυγε. Όταν μετά από ένα χρόνο περιπλανήσεων και δουλειών του ποδαριού σε όλη την Ευρώπη, ένας γέρος μισότρελος μεθυσμένος Ανδαλουσιανός, σε ένα κακόφημο μπαρ στο Βερολίνο του χάρισε τα κλειδιά ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού στη Μάλαγα, πίστευε ότι αυτό το γεγονός είναι το δημιούργημα της μέθης και της φαντασίας του. Την επόμενη μέρα ο πονοκέφαλος και τα ίδια τα κλειδιά ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Λίγο καιρό αργότερα έφτασε ξανά στην πόλη που είχε ονειρευτεί να ζήσει, νοστάλγησε πολύ εκείνη και όσα είχε ζήσει μαζί της και μετά έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να μετατρέψει τον εγκαταλελειμμένο χώρο σε σπίτι-μπαράκι. Τα κατάφερε.

Όσο για εκείνη, τον εγκατέλειψε λίγο αφότου της ζήτησε να τον ακολουθήσει στις περιπλανήσεις του. Ένα βροχερό πρωινό κάποιου Φεβρουαρίου εξαφανίστηκε. Το ίδιο απροσδόκητα που μπήκε στη ζωή του, το ίδιο ξαφνικά βγήκε. Μερικούς μήνες αργότερα έμαθε από ένα κοινό τους φίλο ότι είχε γνωρίσει έναν επαγγελματία χορευτή που μιλούσε άπταιστα Ισπανικά και έκαναν ταξίδια σ’ όλο το κόσμο. Ένα κομμάτι του εαυτού του ήταν πολύ χαρούμενο γι’ αυτή, γιατί κατάφερε να βρει σ’ έναν άνθρωπο τα μεγάλα πάθη της ζωής της. Ένα άλλο κομμάτι του, θα έμενε από τότε μισό.

Σήμερα, στη Δύση της ζωής του, ένιωθε πολύ ευχαριστημένος για τη μποέμικη και μοναχική ζωή που έκανε. Δεν ξαναερωτεύτηκε από τότε, παρά μόνο την υπέροχη πόλη που τον φιλοξενούσε και το ιδιαίτερο μπαράκι του.

Ο ήχος του κουδουνιού της εξώπορτας σχεδόν τον τρόμαξε, αφού είχε αφοσιωθεί εντελώς στην ανάγνωση κάποιας είδησης. «Οι πρώτοι πελάτες σκέφτηκε» και σηκώθηκε να ανοίξει. ‘Έφτασε στη πόρτα και άνοιξε το παραθυράκι για να δει τους πελάτες ενώ ταυτόχρονα με το χέρι του ξεκίνησε να ανοίγει το πόμολο.

Ήταν δύο νεαρές κοπέλες, αλλά δεν τις πρόσεξε καλά. Αν το είχε κάνει θα είχε μείνει άναυδος γιατί θα έβλεπε πόσο πολύ έμοιαζε η μια απ’ αυτές με εκείνη.

Άνοιξε την πόρτα και τότε την είδε. Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν αντανακλαστικά λες και ήθελαν να διώξουν από μπροστά τους το αποκύημα της φαντασίας του γέρικου μυαλού του, που νόμιζαν ότι πάλι άρχισε να κάνει παιχνίδια. Όσες φόρες κι αν τρεμόπαιξαν όμως, εκείνη εξακολουθούσε να στέκεται πάντα εκεί.

Ο χρόνος σαν να σταμάτησε με έναν εκκωφαντικό κρότο. Όλος ο χώρος έγινε ασπρόμαυρος και μόνο αυτή απέμεινε με ολοζώντανα χρώματα σε ένα γκρίζο φόντο. Απ’ όλες τις γωνιές του μαγαζιού ξεχύθηκαν τότε οι αναμνήσεις, που τόσο καλά πίστευε ότι είχε κρύψει, και χόρευαν με θράσος ολοζώντανες μπροστά του. Ο χώρος και ο χρόνος καταργήθηκε και απέμειναν μόνο οι δυο τους νέοι, σε ένα θολό πλάνο της Μάλαγα πριν από τέσσερις δεκαετίες.

Αυτό το παραλήρημα ευτυχώς κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. Κατάφερε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του πριν γίνει εντελώς ρεζίλι, καλωσόρισε ευγενικά τις κοπέλες, τις οδήγησε στο τραπέζι τους και τους σέρβιρε τα ποτά τους. Ήταν πολύ εύκολο, μετά από μια τέτοια σύμπτωση, να φανταστεί τι πότο θα επιθυμούσε η κοπέλα, «θα ήθελα μια σαγκρία με πορτοκάλι, όχι μήλο, και λίγο Cointreau αν υπάρχει παρακαλώ», ακριβώς όπως άρεσε και σε εκείνη 40 χρόνια πριν.

Αφού σιγουρεύτηκε ότι είναι όλα εντάξει κατάφερε να φτάσει στο μπαρ και να βρει το καλύτερο του ρούμι που είχε ειδικά για κάτι τέτοιες στιγμές. Το άνοιξε και γέμισε το πρώτο ποτήρι. Θα ακολουθούσαν πολλά ακόμη. Μην μπορώντας ακόμη να χωνέψει το πόσο της έμοιαζε άρχισε να την παρατηρεί όσο πιο διακριτικά μπορούσε.

Την έβλεπε να συζητά με τη φίλη της για κάποιο θέμα και είχε παθιαστεί στ’ αλήθεια. Τα κατάμαυρα μάτια της, ίδια δυο μαύρα πετράδια, αντανακλούσαν τη γλυκιά άβυσσο της ψυχής της και μίλαγαν πολύ περισσότερο απ’ το στόμα της. Η μελαχρινή της επιδερμίδα ακτινοβολούσε ασταμάτητα σφρίγος και νιότη και τα μαλλιά της, πιασμένα επιμελώς ψηλά, τόνιζαν τις γωνιές του προσώπου της και την έκαναν να μοιάζει λίγο με ινδιάνα.

Ξαναγέμισε το ποτήρι του και είχε ξεχάσει ήδη αν ήταν το τρίτο ή το τέταρτο. Θυμήθηκε ύστερα εκείνη τη νύχτα, πριν από τόσα χρόνια, που μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα τους οδήγησε βρεγμένους στο azucar, ένα σκοτεινό μπαρ, κόντα στη plaza mitjana, που χόρευαν salsa. Εκείνη λάτρευε να χορεύει και κάθε φορά που το έκανε έλαμπε ολόκληρη. Εκείνος είχε κάτσει σε μια γωνιά και τη χάζευε. Ντρεπόταν να της ζητήσει να του δείξει τα βήματα γιατί οι χοντροκομμένες και εντελώς ασυγχρόνιστες κινήσεις του θα την έκαναν να απογοητευτεί πολύ γρήγορα.

Το ρούμι είχε αρχίσει να κάνει τη δουλειά του και το θολό του βλέμμα έπεσε στη κορνίζα του Humphrey Bogart σε μια σκήνη στη Casablanca. Τον θυμήθηκε να λέει κι εκείνος μεθυσμένος στον Sam » απ’ όλα τα μαγαζιά του κόσμου εκείνη μπήκε στο δικό μου» Έβγαλε έναν αναστεναγμό και άδειασε ξανά το ποτήρι του.

Ο χρόνος σε όλο τον υπόλοιπο χώρο είχε περάσει με το κανονικό του ρυθμό και οι κοπέλες αποφάσισαν να φύγουν. Εκείνος που είχε ξεμείνει κάπου στο 1970, δεν τις άφησε να πληρώσουν και σηκώθηκε τρεκλίζοντας να τις οδηγήσει στη πόρτα.

Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να τις χαιρετίσει εντελώς τυπικά. Έπεσε πολύ έξω, μην ξέροντας ούτε το πως ούτε το γιατί ούτε το ποιος τον είχε σπρώξει σε αυτή τη κίνηση, την έπιασε απαλά απ τους ώμους, τη κοίταξε βαθιά στα μάτια και της είπε σε κάτι μεθυσμένα και σπαστά Γαλλικά «το να φεύγεις, πάντα είναι ένας μικρός Θάνατος» Εκείνη του χαμογέλασε ευγενικά και αμήχανα, απελευθερώθηκε απ’ τη λαβή του και χάθηκε με τη φίλη της μες στη νύχτα.

Κλείδωσε δυο φορές την ξύλινη πόρτα, έσβησε όλα τα φώτα χύθηκε σε ένα παλιό καναπέ και έκλαψε βουβά μέχρι το πρωί.

Έξω στην πόλη, η Πανσέληνος σαγηνευτική είχε μόλις ανέβει πάνω απ’ τους φοίνικες του κάστρου της Αλκαθάμπα, δίνοντας σε όλη την πόλη μια Ανατολίτικη αίσθηση. Ένας γλάρος πάνω απ’ την παραλία της Μαλαγέτα αιωρούνταν στο αλμυρό αεράκι και χάζευε ένα ζευγαράκι που ερωτοτροπούσε ξέγνοιαστο.»

Να ταξιδεύεις πάντα. Όπως μπορείς

Jonathan Livingston
Πηγή:
apolasos.wordpress.com