Οι τσιγγάνοι ή αλλιώς οι "αιγυπτιακές φυλές" εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Γρανάδα μετά την πτώση της το 1492 με τα στρατεύματα των Καθολικών Μοναρχών, καθώς δούλευαν σαν σιδεράδες μάστορες του στρατιωτικού εξοπλισμού και σαν φροντιστές των ζώων. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της πόλης εκεί που κατοικούσαν οι moriscos, στις γειτονιές των Rabadasif και Xarea και έξω από τα τείχη του Albaicín, εκεί που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία του San Ildefonso, χτισμένη πάνω σε παλιά mezquita.

Μόνο τον 18ο αιώνα άρχισαν να σκάβουν τις σπηλιές και να κατοικούν στις πλαγιές του βουνού του Valparaíso. Η περιοχή με το πέρασμα των χρόνων μετονομάστηκε σε Sacromonte, καθώς το 1594 βρέθηκαν σε κάποιες σπηλιές τα θρησκευτικής αξίας libros plúmbeos, που ανέφεραν ότι εκεί είχαν μαρτυρήσει χριστιανοί κατά τον 1 μ.Χ. αιώνα. Οι σπηλιές έγιναν οι "Άγιες Σπηλιές" για τους κατοίκους της Γρανάδα (las Santas Cuevas) και χτίστηκε εκεί η Abadía και το Colegio και το βουνό έγινε αντίστοιχα το "Άγιο Βουνό" (monte-santo), ή αλλιώς Sacromonte, όπως το ξέρουμε και σήμερα.

Στην εποχή μας ελάχιστα απομένουν από εκείνο τον καιρό των τσιγγάνων... μόνο λίγες σπηλιές-σπίτια, όπου έχουν μετατραπεί σε Zambras του flamenco, με αρκετά έντονο τουριστικό χαρακτήρα. Και ακόμα λιγότεροι τσιγγάνοι έχουν μείνει στη ζωή για να μπορούν να διηγηθούν την ιστορία του λαού και του τόπου τους.

Είχα την τύχη να βρεθώ από κοντά με έναν από αυτούς στην Peña La Platería της Granada, ψάχνοντας να βρώ βιβλία και πληροφορίες για τους τσιγγάνους του Sacromonte και την τοπική ιστορία και εξέλιξη του flamenco. Με την προτροπή μιας άγνωστης ομοτράπεζής μας που δουλεύει -όπως μας είπε- στο δημαρχείο, διστακτικά πλησίασα τον Curro Albaicín και εκείνος είχε την ευγένια και την προθυμία να μας καλέσει στην σπηλιά του για να τα πούμε με την ησυχία μας.

Η κουβέντα αλλά και η εμπειρία μας παρά την αρχική μας πρόθεση, ευτυχώς ή δυστυχώς απλά δεν μεταφέρονται. Πώς να μεταφέρει κανείς την ενέργεια αιώνων που διαχέεται από κάθε πέτρα, κάθε κόκκο άμμου και κάθε ίνα του κορμιού, τον αγώνα, την φτώχεια, την ελευθερία, την τιμή, την αξιοπρέπεια, αλλά και την απογοήτευση, την θλίψη και ίσως ακόμα και την ντροπή για το τέλος μιας εποχής και ενός λαού, έτσι όπως τουλάχιστον υπήρξε για εκατοντάδες χρόνια;

Δυο λόγια μόνο και λίγες φωτογραφίες μαζί με ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Curro, είναι το περισσότερο που μπορώ να μοιραστώ καθώς και ένα ευχαριστώ στην Στέλλα για την πολύτιμη συντροφιά της.

Ο Curro Albaicín είναι μία από τις πιο αναγνωρίσιμες και αποδεκτές προσωπικότητες στο χώρο του flamenco στη Granada και αποτελεί σήμερα τη ζωντανή μνήμη της ιστορίας του Γραναδίνικου βουνού των τσιγγάνων, του Sacromonte. Μισός gitano μισός payo, γεννήθηκε στις σπηλιές του Sacromonte το 1948 και ανήκει στην οικογένεια των Los Cabreras, με μακρόχρονη παράδοση στο flamenco.

O Curro μεγάλωσε παίζοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας δίπλα σε σπουδαία ονόματα καλλιτεχνών της εποχής, όπως τον Manolete, τον Mario Maya και τις οικογένειες των Amaya, των Habichuela και των Heredia. Όπως μας είπε, η διαφορά του τότε με το σήμερα είναι ότι μέχρι το 1963, ζώντας όλοι οι gitanos μαζί στις σπηλιές του Sacromonte μάθαιναν το φλαμένκο "φυσικά" και από την κούνια τους, καθώς τα παιδιά άκουγαν και έβλεπαν τους μεγάλους να παίζουν κιθάρα, να τραγουδούν και να χορεύουν και τους μιμούνταν.

Αυτή η αρμονική συνύπαρξη που είχε τόσο θετικά αποτελέσματα στην τέχνη του flamenco, διαλύθηκε με τις βροχές και τις κατολισθήσεις του 1963, όταν οι τσιγγάνοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να διασκορπιστούν. Αρκετοί μεταφέρθηκαν στο γκέτο του Polígono, αλλά ακόμα και σήμερα δεν έχουν μπορέσει να προσαρμοστούν στην οργανωμένη ζωή σε ένα διαμέρισμα και αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα περιθωριοποίησης αλλά και ρατσισμού. Βέβαια κάθε ιστορία έχει δυο πλευρές, αλλά δε θα προσπαθήσω καν να αναλύσω αυτό το τόσο ιδιαίτερο θέμα των gitanos της Ισπανίας του σήμερα.

Επιστρέφοντας στην μουσική και στους περασμένους αιώνες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Granada ήταν η κατεξοχήν Ανδαλουσιανή πόλη που συμβόλιζε όσο καμία άλλη αυτό το εξωτικό ρομαντικό ιδεώδες, που αποτελούσε το οξυγόνο των ταξιδιωτών του 19ου αιώνα, οι οποίοι είχαν βάλει σαν στόχο ζωής να ζήσουν από κοντά τον τόσο μοναδικό τρόπο που ζούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν και έπαιζαν κιθάρα οι άνθρωποι στον ισπανικό νότο. Ο διαφορετικός τρόπος ζωής των τσιγγάνων, η γλώσσα τους, αλλά κυρίως οι γιορτές και οι χοροί τους, καθώς και το ότι είχαν μετατρέψει τις σπηλιές σε σπίτια, δημιούργησαν μια εικόνα τόσο δυνατή και ελκυστική, που τους έκαναν αντικείμενο μελέτης και θαυμασμού αλλά και κύριο προορισμό ταξιδιού για τους ρομαντικούς επισκέπτες της εποχής.

Η φήμη της Granada εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν μυθική και είχε γίνει πόλος έλξης όχι μόνο των ταξιδιωτών, αλλά και σημαντικών καλλιτεχνών. Η όμορφη τοπική μουσική που προϋπήρχε, προσαρμοσμένη στην μόδα της εποχής που ήταν ο πυρετός του flamenco, ενσωμάτωσε πολλά από τα στοιχεία του κάπου γύρω στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, με αποτέλεσμα τα τραγούδια της Granada να αρχίσουν να γίνονται μέρος του ρεπερτορίου του φλαμένκο, ιδίως τα tangos και τα fandangos, εμποτισμένα όμως με το άρωμα του Albaicín και με ένα νέο αέρα που ερχόταν από την Vega της Granada (τη διάσημη πεδιάδα, όπου λέγεται από τους ντόπιους ότι βρίσκεται στην πραγματικότητα θαμμένος και ο Lorca).

Οι τσιγγάνοι του Sacromonte βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτής της έκρηξης του flamenco και κατοικώντας στις σπηλιές ενός βουνού που θεωρήθηκε το ιδανικό φυσικό παλκοσένικο, προσπάθησαν να επιβιώσουν κάτω από απάνθρωπα σκληρές συνθήκες διαβίωσης και φτώχειας, μοιραζόμενοι την τέχνη τους -με αντίτιμο- αρχικά με τους ταξιδιώτες και αργότερα με τους τουρίστες. Μάζευαν ό,τι μπορούσαν με αυτόν τον τρόπο το καλοκαίρι "σαν τα μυρμήγκια", όπως χαρακτηριστικά λέει ο Curro, για να μπορούν να επιβιώσουν το δύσκολο χειμώνα του κρύου και της πείνας.

Ο Curro γνωρίζοντας ότι ανήκει σε έναν μοναδικό κόσμο που μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή και θέλοντας να μη χάσουν τελείως τις ρίζες τους οι νεώτεροι, αποκομένοι στην πλειοψηφία από το "Άγιο Βουνό" τους, έγραψε ένα βιβλίο-αφιέρωμα για τους καλλιτέχνες του κόσμου της Zambra (από το 1850 ως τις κατολισθήσεις του 1963), των σπηλιών του Sacromonte και του flamenco granaíno, ώστε να μην σβήσουν τα ονόματά τους από τις μνήμες και την ιστορία.

Αυτός ο ξανθός τσιγγάνος που δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει σωστά, όπως μας είπε και ο ίδιος, προσπάθησε να φυλακίσει το άρωμα της ψυχής των ανθρώπων του στις σελίδες του βιβλίου "Zambras de Granada y flamencos del Sacromonte, Una historia flamenca en Granada".

Μια επίσκεψη στην εντυπωσιακή σπηλιά του με το καταπληκτικό φωτογραφικό αρχείο που ξεκινά από τον 19ο αιώνα αλλά και μια κουβέντα μαζί του, θα μπορούσαν να ξυπνήσουν ακόμα και τον πιο βαθιά κοιμισμένο τουρίστα και να ανοίξουν ένα μικρό μονοπάτι προς νέους δρόμους.

Γιατί τελικά, αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό στη ζωή; Τα κάθε λογής ταξίδια και οι δρόμοι που δεν περπατήσαμε ακόμα αλλά που μας περιμένουν στη γωνία, αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια και να βγούμε να τους ψάξουμε.