Λίγο πριν από τη δύση του 2010, οι ηλιαχτίδες του ήλιου ετοιμάζονται να δώσουν τη θέση τους στα ελάχιστα φώτα της Αβάνας. Είναι απόγευμα και το αεροπλάνο της Αεροφλότ μετά από 13 ώρες πτήση από τη Μόσχα πετάει πάνω από το αεροδρόμιο «Χοσέ Μαρτί», με τα χρώματα του ουρανού να παίζουν με την αγωνία και την προσμονή μας.

Προσγειωνόμαστε και η μνήμη μου ανασύρει την πρώτη φορά που έπεσε στα χέρια μου μια φωτογραφία του «Τσε». Συγκίνηση και αγαλλίαση είναι τα πρώτα συναισθήματα. Δέκα μέρες μετά, στην ίδια θέση του αεροπλάνου για την επιστροφή, τα συναισθήματα πολλά, όσα ενδεχομένως μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος σε μια ζωή…

Μία επίσκεψη στην Κούβα για οποιονδήποτε αριστερό πολίτη, ανεξαρτήτως ιδεολογικο-πολιτικής του αναφοράς, ήταν πάντα κάτι περισσότερο από μια επίσκεψη, κάτι περισσότερο από ένα ταξίδι. Για μερικούς η χώρα της Καραϊβικής συνεχίζει να αποτελεί προορισμό εναλλακτικού προσκυνήματος στα «άγια και όσια» της επανάστασης.

Στα μάτια άλλων ορθώνεται ως το αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό, ενώ για πολλούς αποτελεί καθεστώς καταπίεσης και ανελευθερίας, μια στυγνή δικτατορία. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που μιλάνε για ένα πείραμα που οφείλουμε να μελετήσουμε και να αγκαλιάσουμε μέσα από τη γόνιμη και αυστηρή κριτική για την υπεράσπιση της επανάστασης και την εμβάθυνσή της.

«Τι είναι η Κούβα;»

Μία χρήσιμη συμβουλή ενός «λάτιν» συντρόφου πριν φύγουμε για την άλλη άκρη του κόσμου ήταν «να θυμάστε ότι την Κούβα πρέπει να τη συγκρίνετε με τις αντίστοιχες χώρες της κεντρο-λατινικής Αμερικής».

Τόνοι μελάνης χύθηκαν για μια χώρα 11 μόλις εκατομμυρίων ανθρώπων προκειμένου να εξηγήσουν το φαινόμενό της. Το βέβαιο είναι πως δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από κανέναν, ακόμη και απʼ αυτούς που ποτέ δεν βρέθηκαν εκεί.

Η Κούβα όμως αλλάζει, όπως και ο πλανήτης ολόκληρος. Σε μια περίοδο μεταβατική, μπορεί και χωρίς επιστροφή, η χώρα της γοητευτικής επανάστασης του 1959 καλείται να βρει νέα μονοπάτια και να κερδίσει το στοίχημα με την Ιστορία.

Με την παρουσία μιας από τις ισχυρότερες μορφές της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής, του Φιντέλ Κάστρο, να αιωρείται παντού, η Κούβα χαράζει τη νέα της πορεία, προσπαθώντας να αντεπεξέλθει στην κρίσιμη οικονομική κατάσταση. Η οδός των μεταρρυθμίσεων που φαίνεται να επιλέγει είναι δύσκολη, προβληματική και με πολλά ερωτήματα. Το μέλλον διαρκεί πολύ και η πάλη της γενιάς της επανάστασης με την Ιστορία παραμένει ανοιχτή, γεμάτη συγκρούσεις και αντιφάσεις.

«Πριν ο Φιντέλ πεθάνει»

«Ποιος είναι ο λόγος επίσκεψής σας στην Κούβα;», ρωτάει η ρεπόρτερ τους τουρίστες ενός κρουαζιερόπλοιου που κατέφθασε τις μέρες εκείνες στην Αβάνα. Οι απαντήσεις τέτοιες που δείχνουν και το είδος τουρισμού. Τα πούρα, η αναζήτηση του σεξ με τις όμορφες γυναίκες και τους άντρες του νησιού, τα πάρτι με τα εξαιρετικά μοχίτο και οι εξωτικές παραλίες, από τη μία πλευρά, αποτελούν πόλο έλξης για ένα κομμάτι του τουρισμού που αποτελεί αναγκαίο κακό για τη χώρα της Καραϊβικής.

Οι συνήθειες και τα πρότυπα που εισάγουν οι τουρίστες πάνε πακέτο με τα δολάρια. Εξάλλου ο τουρισμός είναι πηγή άμεσων εσόδων για το νησί και έχει αντίκτυπο σε όλη την οικονομία της χώρας, καθώς η βιομηχανία του τουρισμού ξεπερνάει ακόμη και την περιβόητη κουβανική βιομηχανία ζάχαρης. Πώς λοιπόν να πεις όχι σε αυτόν; Τη νοοτροπία αυτή εισάγει επίσης το επιχειρηματικό κεφάλαιο - επενδύσεις του σε ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις κ.λπ. είναι γεγονός εδώ και χρόνια.

«Θέλαμε να δούμε την Κούβα πριν ο Φιδέλ Κάστρο πεθάνει και τότε όλα αλλάξουν» αναφέρει από την άλλη πλευρά ένας Ισπανός επισκέπτης υπενθυμίζοντας ότι ακόμη και τώρα είναι πολλοί εκείνοι που μέσα από τα συντρίμμια και τους καπνούς της αριστεράς ανά την οικουμένη καταφθάνουν στο σημείο αυτό του Ατλαντικού. Τόσο για να εξερευνήσουν τις επαναστατικές τους ρίζες και να προλάβουν κάτι που ενδεχομένως σε λίγα χρόνια να αποτελεί, σύμφωνα με τους ίδιους, μακρινή ανάμνηση, όσο και για να ξαναμπούν στο κάδρο της φωτογραφίας που βγάλανε στα νιάτα τους.

Τότε που το ουτοπικό όραμα μιας άλλης κοινωνίας ήταν πρόταση πάνω στο τραπέζι των κοινωνιών της καπιταλιστικής πραγματικότητας, τότε που έννοιες όπως αριστερά, επανάσταση, κομμουνισμός και ισότητα συγκινούσαν εκατομμύρια ανθρώπους ανά την υφήλιο.

Ανεξαρτήτως αυτών, οι ξεχωριστές ομορφιές της κουβανέζικης υπαίθρου αποτελούν ξεχωριστή εμπειρία με πόλεις και μικρά χωριουδάκια να απομακρύνονται δύσκολα από τη μνήμη σου.

«Αβάνα: ταξίδι στη μνήμη»

Το ζεστό χαμόγελο της συντρόφισσας από τη Νεολαία Λίαν μας υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο για να μας μεταφέρει στο ξενοδοχείο Ντεβίλ, στην παραλιακή της Αβάνας, την περιβόητη Μαλεκόν. Το σούρουπο δένει αρμονικά με το τοπίο, τους φοίνικες και τα λιγοστά αυτοκίνητα μιας άλλης εποχής που κυκλοφορούν στις κεντρικές οδούς.

Οι προσωπογραφίες του Μαρτί και των άλλων απελευθερωτών της Λατινικής Αμερικής σε διάφορους τοίχους (αισθητή η απουσία προσωπογραφιών και αγαλμάτων των Κάστρο) γαργαλάνε τις φαντασιώσεις χρόνων. Μπαίνοντας στην πόλη, ο κόσμος στις στάσεις λεωφορείων και τα παιδιά στους δρόμους δείχνουν από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι πρόκειται για μια πόλη ζωντανή, πλούσιας διασταύρωσης ανθρώπων διαφορετικής καταγωγής.

Η διαδρομή συνεχίζεται και το αδηφάγο μάτι προσπαθεί να συλλέξει κάθε πληροφορία. Περνάμε από την πλατεία της επανάστασης με τις επιβλητικές μορφές του Τσε και του Καμίλο Τσιενφουέγος να προκαλούν δέος και σεβασμό. Απέναντί τους, ένα από τα μεγαλύτερα αγάλματα του κόσμου, αυτό του Χοσέ Μαρτί, και το μνημείο από το οποίο ο Φιντέλ έχει απευθύνει ορισμένους από τους πιο πύρινους λόγους στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος.

Είμαστε για τα καλά στην πόλη που κάποτε έγινε η πιο αντιπροσωπευτική της επαναστατικής πραγματικότητας. Φτάνουμε στο ξενοδοχείο και τραβώντας την κουρτίνα του δωματίου ένας άλλος κόσμος ξεδιπλώνεται στα μάτια μας. Από τη μία ο ωκεανός -που τις επόμενες ημέρες μας έκανε να αναρωτηθούμε πώς τα κτίρια της παραλιακής αντέχουν το σφυροκόπημα των κυμάτων του- και από την άλλη η παλιά Αβάνα.

Στα «δυτικά μας μάτια» ορθώθηκε μία πόλη φάντασμα από σπίτια ερείπια και διαβρωμένα που παλεύουν με τον χρόνο, με χαμηλό φωτισμό και ελάχιστη κυκλοφοριακή κίνηση να τα περιτριγυρίζει. Οι πορώδεις και σκουρόχρωμες πέτρες, οι οξειδωμένες κολόνες, η αρχιτεκτονική μπαρόκ, αλλά και η αρμονία που κρύβεται πίσω από τη σκουριά ηρέμησαν τις πρώτες εντυπώσεις. Την ίδια στιγμή, αν φέρεις στον νου σου μια εικόνα καλοβαμμένων και ανακαινισμένων κτηρίων, έχεις ήδη μπροστά σου ένα αρχιτεκτονικό θαύμα.

Την επομένη είχαμε την ευκαιρία να δούμε συνοικίες πέρα από την παλιά Αβάνα, με διαφορετικούς ρυθμούς και αισθητική, πιο ανεπτυγμένες και καλοσυντηρημένες. Συνοικίες που καταμαρτυρούν ένα διαφορετικό επίπεδο ζωής, δεν αποτελούν όμως κραυγαλέες περιπτώσεις κοινωνικής ανισότητας όπως συμβαίνει στον δυτικό κόσμο. Στην κουβανέζικη πραγματικότητα, ωστόσο, το να σιτίζεται κανείς καλύτερα ή να διαθέτει δικό του αυτοκίνητο μπορεί να αποτελεί στοιχείο κοινωνικής διαφοράς.

Τα ελάχιστα επίσης, «απομεινάρια κτηριακά» σοβιετικής επιρροής που βρίσκονται διάσπαρτα στην πόλη δεν φαίνεται ποτέ να άγγιξαν πραγματικά την κουβανέζικη αντίληψη περί του χώρου και όχι μόνο. Παραγκουπόλεις και άστεγους, όσο κι περπατήσαμε, δεν εντοπίσαμε πουθενά.

Την ίδια στιγμή, μέσα από τα στενά και τα δρομάκια, αναδύεται ένας λαός χαμογελαστός και φιλόξενος, γεμάτος περηφάνια. Σοκάκια γεμάτα παιδιά που είναι ακόμα παιδιά, που δεν κινδυνεύουν να μείνουν με ένα νεφρό ή να μπουν σε συμμορίες για να επιζήσουν. Σοκάκια χωρίς πάνολπους αστυνομικούς ή επίδοξους ληστές.

«Ουρές»

Μια από τις εφιαλτικότερες περιγραφές για τις χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού είναι εκείνη που ήθελε πεινασμένους πολίτες (Ρουμανία) να βρίσκονται έξω από τα εστιατόρια και να κοιτάνε με τα πεινασμένα τους μάτια τα πιάτα των πελατών.

Είναι ήδη βράδυ και το στομάχι μας, δίχως να καταλάβει κανένα τζετ λανγκ, αναζητά τροφή. Η διάθεσή μας να τα προλάβουμε όλα από την πρώτη στιγμή μας οδηγεί σε ένα μαγαζί με γρήγορο φαγητό για να κατευθυνθούμε αμέσως μετά στα περίφημα μπαράκια όπου σύχναζε ο Χέμινγουεϊ.

Το αίμα παγώνει όταν αντικρίζουμε ουρά ανθρώπων έξω από την πιτσαρία και οι εφιαλτικές περιγραφές ζωντανεύουν μπροστά μας. Τον τρόμο διαδέχεται ο ενθουσιασμός, όταν διαπιστώνουμε ιδίοις όμμασι ότι πρόκειται για «ουρά» έξω από την διπλανή κινηματογραφική αίθουσα του σινεμά «Ριβιέρα», όπου πραγματοποιείται το 32ο Φεστιβάλ λατινοαμερικάνικου κινηματογράφου. Η καρδιά επιστρέφει στη θέση της και η όρεξη ξανανοίγει.

«Η φιλοσοφία της πράξης»

«Η φιλοσοφία της πράξης πρέπει να μετατραπεί σε κοινό νου, πρέπει να γίνει συνείδηση της πλειοψηφίας» έγραφε ο Γκράμσι, ο οποίος φαίνεται να επέστρεψε από την εξορία της περιόδου των προνομιακών σχέσεων με την ΕΣΣΔ και να κερδίζει το στοίχημα με τους σοβιετικούς του μαρξισμού.

Στο πείραμα της Κούβας ο Γκράμσι, που έδωσε και το όνομά του σε ινστιτούτο πολιτικής και θεωρητικής σκέψης, φαίνεται πιο χρήσιμος και αναγκαίος για να αναλυθούν και επανατοποθετηθούν ζητήματα που έχουν να κάνουν με την πολυπλοκότητα του νέου συλλογικού οργανικού διανοούμενου και τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών.

Η «φιλοσοφία με το σφυρί» ταιριάζει περισσότερο σε μια κοινωνία που όταν τα τείχη κατέρρεαν, χρειαζόταν εργαλεία χρήσιμα και προωθητικά. Την ίδια ώρα το ομολογουμένως υψηλό μορφωτικό (το υψηλότερο στη Λατινική Αμερική) και πολιτιστικό επίπεδο των πολιτών (η Κούβα σφύζει από καλλιτεχνική δημιουργία, μουσεία, εκδηλώσεις, εκθέσεις κ.λπ.) μπορεί να αποτελέσει βασικό στοιχείο στη διαμόρφωση του συλλογικού διανοουμένου.

«Στην αναζήτηση καταναλωτικών αγαθών»

Τα ουσιαστικά δικαιώματα της ζωής, όπως η υγεία, η στέγη, το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα, η παιδεία και η διατροφή αποτελούν κτήμα του κόσμου. Αρκούν αυτά; Το εμπάργκο δεκαετιών έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής των πολιτών, επηρεάζει νοοτροπίες και συμπεριφορές, δημιουργεί ανάγκες. Οι ευθύνες όμως δεν μπορούν να αναζητηθούν μονάχα στον εξωτερικό παράγοντα.

Διασχίζοντας την περιφέρεια της χώρας έχεις την ευκαιρία να δεις σημαντικές κατακτήσεις. Από την άλλη πλευρά διαπιστώνεις τη φτώχεια των πολιτών -ο μηνιαίος μισθός είναι περί τα 15 δολάρια- και την καθυστέρηση σε τομείς της παραγωγής. Ζητιάνους ή κόσμο να πεθαίνει στον δρόμο δεν βλέπεις, η έλλειψη όμως ακόμη και βασικών υλικών αγαθών είναι χαρακτηριστική. Μία βόλτα στη λαϊκή αγορά καταμαρτυρεί την περιορισμένη αγροτική παραγωγή, ενώ η σύντομη περιήγησή μας στις αγροτικές περιοχές πιστοποίησε την τεχνολογική καθυστέρηση.

Στο μεταξύ δυναμώνουν οι φωνές που κάνουν λόγο για αδικία εις βάρος τους, όταν βλέπουν συνανθρώπους τους να «πλουτίζουν» από το παρεμπόριο και τα τουριστικά τιπς, ενώ οι ίδιοι είναι αναγκασμένοι να συντηρούνται με τα λιγοστά τους πέσο. “Ο μισθός δεν είναι καλός, αλλά τα φιλοδωρήματα είναι” μας λέει ο Ραφαέλ, νεαρός ταξιτζής που άφησε το όραμά του για καριέρα στις σπουδές του για τα τιπς των τουριστών. Από την άλλη όμως και το παραγωγικό αποτέλεσμα πολλών δεν αντιστοιχεί στον χρόνο εργασίας τους.

«Χωρίς όραμα;»

«Hello my friend, where are you from”, είναι η ατάκα οποιουδήποτε Κουβανού σε προσεγγίζει προκειμένου να προσπαθήσει να σου πουλήσει στη «μαύρη» πούρα, να σε πάει σε μαγαζιά για να δεχτεί το κέρασμά σου, να σε ξεναγήσει στις όμορφες γυναίκες και στους ήχους της κουβανέζικης μουσικής, να σε κυκλοφορήσει με το παράνομο ταξί του.

«Μη φοβάστε, εδώ δεν είμαστε Κολομβία ή Μεξικό» μας λέει ο Χοσουέ προκειμένου να τον ακολουθήσουμε για να μας πουλήσει πούρα. Είναι μια κατηγορία Κουβανών (συνήθως νέοι άντρες αφροκουβανοί) που η επιθυμία τους για εύκολο και γρήγορο χρήμα και για τα υλικά αγαθά είναι γιʼ αυτούς το παν. Το Μαϊάμι και το υβρεολόγιο για τους Κάστρο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στις συζητήσεις μαζί τους, ενώ το πάθος για οτιδήποτε βορειοαμερικάνικο είναι χαρακτηριστικό.

Ο Χόρχε, που έγινε Τζορτζ ελέω του πάθους... «ψαρεύει» κάθε μέρα τουρίστες από τον δρόμο για να τους ξεναγήσει στη νυχτερινή Αβάνα και να καλύψει το κενό στο στομάχι του. Μια συζήτηση μαζί του ήταν χρήσιμη για να δεις το κομμάτι εκείνο της νεολαίας στο οποίο ό,τι δεν κατάφεραν οι Αμερικάνοι με τις προσπάθειες ανατροπής του καθεστώτος το καταφέρνει το Χόλιγουντ με τις ταινίες του.

Μια γενιά νέων Κουβανών μεγαλώνει χωρίς συλλογικό όραμα, με τις φιλοδοξίες της να περιορίζονται στην απόκτηση υλικών αγαθών, δεχόμενη έναν “παρασιτικό” ρόλο δίπλα στον αδίστακτο για όλα τουρισμό. Αντίθετα οι αξίες της επανάστασης υφίστανται ακόμη και συνεχίζουν να εμπνέουν το μεγαλύτερο κομμάτι της νέας γενιάς, μια γενιά που διψά για ζωή. Η ηλικιακή απόσταση της νεολαίας από τη γενιά της επανάστασης την κάνει να διεκδικεί περισσότερα δικαιώματα και ελευθερίες.

«Τα δημοφιλέστερα αθλήματα, τα εξής δυο»

“Ποιο είναι το δημοφιλέστερο άθλημα στην Κούβα;”, ρωτάμε τον Άνχελ, δευτεροετή φοιτητή Ιστορίας. “Το μπέιζμπολ” μας απαντά δίχως δεύτερη σκέψη, ενώ μας μιλάει με πάθος για τον Τσε και τον Φιντέλ. Παντού βλέπεις ανθρώπους να παίζουν το ακαταλαβίστικο για μας άθλημα και να συζητάνε γι' αυτό.

«Και δεύτερο;». Ρωτάμε πάλι. “Δεύτερο το σεξ” μας απαντάει αφοπλιστικά. Ο ελευθεριακός ερωτισμός, τα χαλαρά ήθη και ο αισθησιασμός περισσεύουν στους Κουβανούς. “Ωραία, και τρίτο άθλημα”, επιμένουμε. “Τρίτο άθλημα δεν υπάρχει” απαντάει ο Άνχελ και ζητάει ενημέρωση για την οικονομική κατάσταση της χώρας μας...

«Προορισμός σεξοτουρισμού»

Μια από τις χαρακτηριστικές ρήσεις για την επανάσταση του '59 είναι ότι έγινε για να πάψει η Κούβα να αποτελεί το μπουρδέλο των Βορειοαμερικανών. Δεκαετίες μετά τίθεται ανελέητα το ερώτημα: «Και τώρα μήπως είναι το μπουρδέλο όλων των άλλων»;

Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα των “χινετέρας”έγινε από τα κλισέ θέματα των ξένων δημοσιογράφων. Ιστορίες και αφηγήσεις περί ενός ολόκληρου λαού που εκδίδεται αντί χρημάτων είναι τουλάχιστο αστείες. χινετέρας υπάρχουν, σε καμία περίπτωση όμως δεν αποτελούν την κυρίαρχη εικόνα.

Κοπέλες με εξαιρετικό παρουσιαστικό, βγαλμένο από τις τροπικές φαντασιώσεις του σινεμά, με στοιχεία καθόλου συνηθισμένα (τρόπος ομιλίας, μόρφωση κ.λπ.) για ένα “επάγγελμα” που στρατολογεί παγκοσμίως τα μέλη της από το λούμπεν προλεταριάτο, μπορούν να σαγηνεύσουν τον κάθε επίδοξο τουρίστα που θέλει να αισθανθεί ο κορυφαίος του χορού στο κέντρο ενός φθηνού και φανταστικού κόσμου.

Ωστόσο και η πορνεία, όπως έγραφε η δημοσιογράφος Ρόσα Μίριαμ Ελισάλδε, δεν είναι η έκφραση βασικών αναγκών, αλλά αναγκών που έχουν επιβληθεί από τις καινούργιες συνήθειες ζωής και την αντανάκλαση της καπιταλιστικής κατανάλωσης στους κατοίκους των σπηλαίων.

Από την άλλη πλευρά ελλοχεύει ο κίνδυνος επέκτασης ενός δικτύου μαστροπείας που συσσωρεύει κεφάλαιο και μπορεί μελλοντικά να αποτελέσει πηγή σοβαρών κινδύνων και ανισορροπιών.

«Από τη σκοπιά της ανανέωσης»

Οποιοσδήποτε είναι εκείνος που ενδιαφέρεται για την πολυπόθητη υπόθεση του σοσιαλισμού και για την αναγκαιότητα να καταστεί σαφές πως ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος για την ανθρωπότητα δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε μια μανιχαϊστική έκφραση γνώμης για το κουβανέζικο πείραμα μεταξύ «καλού» και «κακού».

Μέσα από τις οπισθοδρομήσεις, ατέλειες και τα προωθητικά βήματα, η ενίσχυση των ιδεών της ελευθερίας και της δημοκρατίας επιβάλλεται στην χώρα της ηρωικής επανάστασης του ʼ59 όχι μόνο ως θεμελιακή αρχή και αυταξία, αλλά και ως πολιτικό πεδίο δράσης και προοπτικής.

Το μνημείο άλλωστε του Τσε Γκεβάρα στη Σάντα Κλάρα θα μένει πάντα εκεί να θυμίζει σε όλους πως η πάλη για έναν καλύτερο κόσμο, του σοσιαλισμού, είναι διαρκής «μέχρι την τελική νίκη».

Πηγή: avgi.gr