της Λίνας Παπαδάκη.

Η Βαρκελώνη είναι οι συλλαβές της. Τα χείλια πιέζουν τη γλώσσα για να σχηματιστεί και το ρ βιάζεται να πλησιάσει το κ. Ο μέντοράς της φταίει για όλα. Ο Αντόνιο Γκαουντί. Καταλανός αρχιτέκτονας της αρ νουβό που γεννήθηκε το 1852 και από τότε δεν τον ξεπέρασε κανείς.

Το ημιτελές του έργο, ο ναός της Αγίας Οικογένειας, θυμίζει από μακριά φιγούρα γκόθικ. Έντονα κατακόρυφο σχήμα κατά το πρότυπο των καθεδρικών του Μεσαίωνα. Πύργοι σχεδιασμένοι να συγκρατούν καμπάνες. Κανένα του σημείο λείο. Σαν ένα μικρό παιδί που τουμπάρει τη χούφτα του για στολίσει την υγρή άμμο. Τι μπορεί να είχε στο μυαλό του ένας άνθρωπος που σε εποχή αυστηρού καθολικισμού τοποθετεί τη θρησκεία κάτω από χρωματιστά μπαλάκια «παγωτού»; Επηρεασμένος από την κινεζική φιλοσοφία οι κορυφές του ναού του θυμίζουν χάρτινα παιχνίδια με δράκους.

Το σπίτι – μουσείο με είσοδο 17, 8 ευρώ για Ευρωπαίους, 3 ευρώ φθηνότερα για Ασιάτες – το Casa Batlló που επιμελήθηκε εξολοκλήρου, από τα κάγκελα έως τον νιπτήρα, μαζεύει γραμμές και ρυθμούς από ετερόκλητες κουλτούρες. Βιτρό αποικιακά στημένα στο μπαλκόνι για να αντικατοπτρίζεται το φως. Καμάρες λιτές – στον Έλληνα θυμίζουν κυκλαδίτικη νοοτροπία – στους διαδρόμους. Ακάλυπτος πολλών ορόφων με αισθητική μπάνιου. Μόνο πλακάκια στις αποχρώσεις του μπλε. Ταράτσα πολύχρωμη και κάπου εκεί ορθωμένος ο σταυρός.

Ο Γκαουντί δεν ήταν επαναστάτης. Ήταν θρήσκος και συντηρητικός. Ο συντοπίτης του Σαλβαντόρ Νταλί, έγραψε κάποτε ότι η αρχιτεκτονική του τρώγεται. «Είναι η τέχνη των τάπας». Κι όλα αυτά συνέβησαν αρχές του περασμένου αιώνα, επειδή μια μερίδα πλουσίων, αστών, εμπιστεύτηκαν έναν εμπνευσμένο άνθρωπο που τριγυρνούσε σαν κακοντυμένος αλήτης. Οι νεόπλουτοι εκείνης της εποχής εκτός από χρήμα, διέθεταν και αισθητική.

Πηγή:www.protagon.gr