Αποσπάσματα από το βιβλίο του Guy de Forestier "Queridos Mallorquines", ed. La Foradada, 1995, Palma de Mallorca

Το να είσαι Μαγιορκίνος

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, το να είσαι Μαγιορκίνος ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό στην Μαγιόρκα. Θυμάμαι ακόμη την όχι και τόσο μακρινή εποχή, κατά την οποία κάποιος υπεδείκνυε με το δάχτυλο για να προειδοποιήσει: «Κοίτα, ένας τουρίστας!». Αλλά τη σήμερον ημέρα ο ετερόχθων πληθυσμός υπερβαίνει –επισκέπτες και μέτοικοι συμπεριλαμβανόμενοι- αυτό των Μαγιορκίνων, κατά τρόπο ώστε εάν αυτή η τάση διατηρηθεί, σύντομα θα ξαφνιαζόμαστε λέγοντας: «Ώ!, ένας Μαγιορκίνος!». Αυτή η πληθυσμιακή ανατροπή μπορεί να συνοδευτεί από μία πολιτισμική, και οι παλιές συνήθειες αυτής της μεσογειακής νήσου να αντικατασταθούν σιγά σιγά από εκείνες των νέων επιδρομέων, αυτών που κάποιος ονόμασε «οι βάρβαροι του Βορρά», υπαινισσόμενος τις κάπως άκομψες συνήθειές τους. Ο χαρακτηρισμός είναι σίγουρα υπερβολικός, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Μαγιόρκα υφίστανται πολλά προγονικά ήθη και έθιμα τα οποία ανταποκρίνονται σε έναν σοφό τρόπο ζωής, ήρεμο και ευχάριστο και τα οποία διατρέχουν τον κίνδυνο να χαθούν ανόητα. Τίποτα δε θα ήταν πιο αξιοθρήνητο.(…) Λέγεται συχνά ότι η Μαγιόρκα ήταν ένας παράδεισος που σιγά σιγά εξαφανίζεται. Λοιπόν, ένα από τα κομμάτια του παραδείσου που παραμένει όρθιο στη θέση του είναι ακριβώς αυτός ο απελπιστικά φλεγματικός τρόπος ύπαρξης του Μαγιορκίνου. Το να είσαι Μαγιορκίνος αποτελεί ήδη ένα απομεινάρι του παραδείσου που αξίζει να συντηρηθεί όπως προστατεύονται τα σπίτια και τα μνημεία. (…) Παραδόξως, τα κλασσικά μαγιορκίνικα ήθη συνήθως χαρακτηρίζονται από την επαύξηση της χαράς της ζωής χωρίς το παραμικρό οικονομικό κόστος, κι αυτό είναι ίσως που τα κατέστησε αντιδημοφιλή στη σημερινή χρησιμοθηρική κοινωνία μας.
«Επ! τουρίστα!»
Η εντυπωσιακή στεγανότητα που επέδειξε ο σύγχρονος Μαγιορκίνος στις έξωθεν επιρροές μπορεί να ανάγεται ήδη σε παλαιότερους καιρούς όπου το νησί τελούσε υπό κατοχή, και ίσως οι πρωτόγονοι κάτοικοι –δεξιοτέχνες στη σφενδόνη- να είχαν αναπτύξει από νωρίς μία αποσιώπηση κάπως εχθρική –κάτι φυσικό- προς τον εισβολέα και να επεξεργάστηκαν έναν πολιτισμικό κώδικα εξίσου ερμητικό, σαν έναν ακόμη αμυντικό μηχανισμό, χαρακτηριστικά του οποίου επέζησαν ως τις μέρες μας.
Οι πρώτοι ξένοι που επέλεξαν την Μαγιόρκα ως τόπο διαμονής –ακολουθώντας το παράδειγμα του Αρχιδούκα Λουίς Σαλβαδόρ της Αυστρίας-, ήταν καλλιτέχνες ή διανοούμενοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα βουκολικά προάστια της Πάλμα στις αρχές του (20ου) αιώνα. Ο Λορέντς Βιγιαλόνγκα ειρωνευόταν στο μυθιστόρημά του Ο θάνατος της κυρίας (1930) την συντηρητική στάση της μαγιορκίνικης αριστοκρατίας του ’20 απέναντι στους πρώτους ξένους:
«Στην άλλη άκρη της πόλης, στα προάστια, στο Ελ Τερρένο, στη Χένοβα, κινείται ένας αποικιοκρατικός κόσμος αποτελούμενος από ζωγράφους, τουρίστες και κυρίες που καπνίζουν. Είναι περίεργοι άνθρωποι που κολυμπούν το χειμώνα και γυρνούν την πλάτη στη θρησκεία. Φτιάχνουν διαβολεμένα «κοκτέϊλς». Δίνουν χορούς και τέϊα. Η παλιά συνοικία προσποιείται ότι το αγνοεί. Δίχως το κουράγιο ή την διάθεση να τους κηρύξει τον πόλεμο, επιλέγει να τους κηρύξει ανύπαρκτους».
Αυτή η συμπεριφορά της επιφανειακής αδιαφορίας απέναντι σε κάθετι ξένο ή καινοτόμο είναι παροιμοιώδης, εφόσον πρόκειται για ζωγράφους, κυρίες που καπνίζουν ή τουρίστες. Οι τελευταίοι θα κατέληγαν να γίνουν κωμικά πρόσωπα, μέχρι του σημείου, την δεκαετία του 60 να καθιερωθεί ανάμεσα στους Μαγιορκίνους η έκφραση: «έπ, τουρίστα!» για να χαιρετίσουν υπό τύπον αστεϊσμού κάποιον φίλο.
Ξένοι, καταλανοί, και αλλόχθονες
Μία από τις πιο έντονες εντυπώσεις που θυμάμαι να έχω ζήσει όταν παιδί πρωτοήρθα στην Μαγιόρκα, ήταν η αίσθηση ότι βρίσκεσαι σ’ έναν τόπο μακριά από τον κόσμο, ακόμη και μακριά από τον χρόνο. (…) Αυτό μπορεί να εξηγηθεί διότι η Μαγιόρκα έζησε σχεδόν απομονωμένη μέχρι τα μισά του 20ου αιώνα. (…) Δίχως αμφιβολία, για έναν αρχαίο Μαγιορκίνο, ο κόσμος χωριζόταν σε δύο ημισφαίρια: το νησί του και την υπόλοιπη οικουμένη.(…) Αν και αυτή η απλουστευμένη θεώρηση του παγκόσμιου χάρτη απώλεσε την ισχύ της, στην Μαγιόρκα εξακολουθούν να ταξινομούν τον πληθυσμό του υπόλοιπου κόσμου σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: όταν γίνεται λόγος για έναν αλλόχθονα δεν πρόκειται για τον οποιονδήποτε∙ σ’ αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται αποκλειστικά οι μη καταλανοί ισπανοί. Οι καταλανοί καταλαμβάνουν ξεχωριστό κουτάκι. Και τέλος, είναι οι ξένοι.
Μαγιορκίνικη υπερηφάνια: «Κι αυτός ποιος νομίζει ότι είναι;»
Η Μαγιόρκα δεν είναι γη που βγάζει ήρωες, κι όσοι έχει δεν είναι καθόλου αξιέπαινοι. Υπάρχει μία φράση, «και τώρα αυτός, ποιος νομίζει ότι είναι;» η οποία απεικονίζει αυτή την απαξίωση την όχι κενή υπερηφάνειας, προς οποιονδήποτε επιχειρεί να ξεχωρίσει.
Μια καλοκαιρινή μέρα είχα την ευκαιρία να γίνω μάρτυς ενδεικτικής σκηνής: τρώγαμε με φιλική συντροφιά σε ένα εστιατόριο γνωστής παραλίας στην βόρεια ακτή, στη σκιά των καλαμιών. Σε κάποιο γειτονικό τραπέζι καθόταν ο τότε Υπουργός Αμύνης Ναρθίς Σέρρα ο οποίος παραθέριζε σ΄ένα σπίτι εκεί κοντά και ήταν τακτικός πελάτης του εστιατορίου. Λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο υπουργός, είδαμε να καταφθάνει ένα ταχύπλοο. Δύο άντρες κατέβηκαν βιαστικοί και ρώτησαν τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου αν είχε δει τον κο Σέρρα. Εκείνος, μ΄ένα νεύμα απορίας, δήλωσε άγνοια και όταν βρέθηκαν πάλι στη θάλασσα, σχολίασε χαμηλόφωνα στη γυναίκα του: «και τώρα αυτός τι νομίζει, επειδή είναι υπουργός είμαστε υποχρεωμένοι να τον ξέρουμε;». Αυτό δεν τους εμπόδισε, όταν την επόμενη μέρα ο υπουργός ήρθε για φαγητό, να τον περιποιηθούν με εξαιρετικό ζήλο.
Ίσως η πιο αποκαλυπτική ιστορία σχετικά με την μαγιορκίνικη υπερηφάνεια, να είναι αυτή του δεκανέα Γκάρντνερ, που συνέβη στην Ντεϊά στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Διηγούνται ότι κάποια νύχτα του καλοκαιριού παρευρισκόταν σε μία γιορτή η Άβα Γκάρντνερ και υπεύθυνος για την διατήρηση της τάξης στην είσοδο του σπιτιού ήταν ένας νεαρός δεκανέας της Πολιτοφυλακής. Η Άβα, της οποίας η αστάθεια στον τομέα της σαγήνης είναι γνωστή, ενθουσιάστηκε με τον δεκανέα, στον οποίο επανειλημμένα πρότεινε να χορέψει μαζί της. Ο δεκανέας, σοβαρός και πειθαρχημένος, αρνήθηκε κατηγορηματικά, υποστηρίζοντας ότι «βρισκόταν εν υπηρεσία». Κανείς δεν ξέρει ακόμη αν το έκανε λόγω πειθαρχίας, συστολής, ή, το πιο πιθανό, λόγω υπερηφάνειας («και τώρα αυτή τι νομίζει, πως επειδή είναι η Άβα Γκάρντνερ…»). Η αλλόκοτη ακεραιότητα του δεκανέα προκάλεσε αμηχανία μεταξύ των «αλλοχθόνων» και των ξένων που παρευρίσκονταν στην γιορτή, αλλά ξεσήκωσε θαυμασμό μεταξύ των Μαγιορκίνων της Ντεϊά, που έκτοτε, σταμάτησαν να τον φωνάζουν Τομέου Ρίγο, για να του απονείμουν εφ’ όρου ζωής τον τίτλο που κέρδισε επάξια στη μάχη: Δεκανέας Γκάρντνερ.
«Tanmateix»: το μαγικό ξόρκι
Η ήρεμη στάση ζωής είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό του Μαγιορκίνου. Υπάρχει σ’ αυτό το νησί μία ισχυρή τάση τα πράγματα ν’ ακολουθούν τον δικό τους ρυθμό, ν’ αφήνονται για την επαύριον, να μην υπάρχει βιασύνη, ο χρόνος είναι ένα ανεξάντλητο αγαθό. Και όλα αυτά προς απελπισία (και φθόνο) των συνεπών επισκεπτών. (…)
Η ηρεμία είναι η χάρη την οποίαν οι θεοί επεφύλαξαν για εκείνους τους τόπους όπου ακόμη και η ελάχιστη κίνηση, ένα ανεπαίσθητο νεύμα, διακινδυνεύει να σπάσει το κρύσταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα. Η ηρεμία κυριεύει τα πάντα. Και τους ανθρώπους επίσης.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν είναι εύκολο για έναν βιαστικό επισκέπτη να το κατανοήσει. Αλλά ευτυχώς, υπάρχει ένα αλάνθαστο ξόρκι που αντηχεί σιωπηλά στους κάμπους με τα χαρούπια, στις παραλίες, ή κάτω από τη θάλασσα και που κι εσείς ο ίδιος (ναι, εσείς!) μπορείτε να εφαρμόσετε χωρίς προσπάθεια, μόνον ακολουθώντας αυτή την απλή τελετουργία: καθήστε άνετα, γυρίστε τεμπέλικα το βλέμμα και μισανοίγοντας τα χείλη προφέρετε αργά την λέξη-φυλαχτό, το μαγικό κλειδί που ανοίγει τον θησαυρό της απραξίας: tanmateix.
«Tanmateix» είναι ένα παράγγελμα συνενοχής, είναι η πιο βαθιά ριζωμένη κίνηση αλληλεγγύης, η μυστική συμφωνία, ο άγραφος νόμος που διέπει το ευτυχές πεπρωμένο του νησιού. «Tanmateixqué hihemdefer» (που σημαίνει «ούτως ή άλλως… δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να το αποφύγουμε», είναι η πιο ξεκάθαρη κληρονομιά της μουσουλμανικής παράδοσης που καθοδηγεί ακόμη πολλές ζωτικές κοσμοθεωρίες στην Μαγιόρκα. Και δεν είναι παράξενο να συμβαίνει αυτό σ’ έναν τόπο όπου παραδοσιακά, λίγα πράγματα έχρηζαν βελτίωσης.
«Περνώντας στεναχώρια»
Το να «περνάς στεναχώρια», που σημαίνει ν’ ανησυχείς για κάτι το οποίο συμβαίνει ή θα μπορούσε να συμβεί, είναι μία βαθιά ριζωμένη παράδοση στην Μαγιόρκα (…) Εάν το «tanmateix» είναι μία σαφής κληρονομιά της κορανικής μοιρολατρίας που επιτρέπει και δικαιολογεί την άμεση απόλαυση, το «περνάω στεναχώρια» είναι το αντιστάθμισμα της ιουδαιο-χριστιανικής κληρονομιάς που χρησιμεύει, πρώτον, στο να γεύεται κανείς περισσότερο το καλό το οποίο συναντά αφού έχει περάσει στεναχώρια και δεύτερον, στο να καθυσηχάζει τη συνείδηση ώστε να συνεχίσει ν’ απολαμβάνει. Μ’ αυτόν τον τρόπο το tanmateix (Αλλάχ) και το περνάω στεναχώρια (Γιαχβέ) σχηματίζουν ένα αξεδιάλυτο σύστημα δύο αντιπαραβαλλόμενων πόλων που χρειάζονται, συμπληρώνουν και ισχυροποιούν ο ένας τον άλλον, προς ακόμη μεγαλύτερη δόξα του ευ ζην. Λίγες φορές μπορεί ν’ αναγνωριστεί σ’ έναν πολιτισμό πιο σοφή εκμετάλλευση δύο ιστορικών ριζών φαινομενικά αντίθετων.
Μετάφραση: Ευμορφία Καραμπατάκη, www.karampataki.gr