Το πολυποίκιλο και δαιδαλώδες έργο του αποτελεί μια ιδιοφυή σύνθεση απεριόριστων νύξεων και ονειρικών στοιχείων από τη μυθολογία, τη θεολογία και τη φιλοσοφία, που αποτυπώνει μοναδικά τη μεταφυσική πλευρά του ρεαλισμού ή, αλλιώς, εκείνη την ονειρική διάσταση της πραγματικότητας που συνήθως μας διαφεύγει.

Aχέτυπα σύμβολα και αλληγορίες, σκοτεινά νοήματα και λογοπαίγνια, φιλοσοφικές δοξασίες και κάθε λογής παράδοξα, παραβολές παρμένες από τον χώρο της συλλογικής φαντασίας και αφηγήσεις που συνδυάζουν το γεμάτο παράξενες φωτοσκιάσεις λογοτεχνικό παιχνίδι με το μυστήριο, τους διανοητικούς γρίφους, τη φαντασία, το όνειρο, τις αδυναμίες της λογικής, τα μυθεύματα: Ο υποβλητικός κόσμος του Jorge Luis Borges, είτε πρόκειται για τα ποιήματά του είτε για τα διηγήματά του, που και αυτά μοιάζουν με πεζά ποιήματα, είναι πλημμυρισμένος από παραστατικές εικόνες οι οποίες καθρεφτίζουν τη μαγεία και τη συγκίνηση, που, απ’ ό,τι φαίνεται, υποκρύπτει η εκάστοτε πραγματικότητα.

H λατρεία των βιβλίων

Ο Borges γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Αϊρες από πατέρα δικηγόρο που δίδασκε ψυχολογία και είχε αξιοπρόσεκτες λογοτεχνικές επιδόσεις και από μητέρα Ισπανίδα που καταγόταν από παλιά οικογένεια της Ουρουγουάης. Αλλά και ο πατέρας του είχε καταβολές από την Ισπανία και την Αγγλία με αποτέλεσμα να μιλούν στο σπίτι τόσο ισπανικά όσο και αγγλικά και ακολούθως, από πολύ νωρίς, ο νεαρός Jorge να είναι ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι ήδη από τα δώδεκά του χρόνια διάβαζε Schakespeare στο πρωτότυπο. Μάλιστα, δεν είχε ακόμα γίνει έξι ετών όταν έγραψε το πρώτο του διήγημα, ενώ τρία χρόνια μετά θα μεταφράσει τον «Ευτυχισμένο πρίγκιπα» του Oscar Wilde. Στο μεταξύ η οικογένεια Borges μετακομίζει το 1914 στη Γενεύη, όπου ο Jorge, με την αδερφή του Nora, πηγαίνει στο Κολέγιο της Γενεύης, μαθαίνει γαλλικά, μελετάει μόνος του γερμανικά, διαβάζει ακατάπαυστα Flaubert, Voltaire, Baudelaire, Schopenhauer, Γερμανούς εξπρεσιονιστές, ανακαλύπτει τον Whitman και γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1918, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ταξιδεύουν οικογενειακώς σε διάφορα μέρη: Στο Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλη, τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία ο νεαρός λογοτέχνης δραστηριοποιείται καλλιτεχνικά και γίνεται μέλος ενός πρωτοποριακού λογοτεχνικού κινήματος, του ουλτραϊσμού, με το οποίο οι ποιητές αποσκοπούσαν να εντυπωσιάζουν με ασυνήθιστες μεταφορές και υπερβολικούς -θα έλεγε σήμερα κανείς- νεωτερισμούς. Εκείνη την περίοδο δημοσιεύει στο περιοδικό «Grecia» (Ελλάδα) το ποίημά του «Υμνος στη Θάλασσα» και γνωρίζεται με μερικούς από τους σημαντικότερους Ισπανούς συγγραφείς. Η επιστροφή του, όμως, το 1921 στο Μπουένος Αϊρες σηματοδοτεί τη σημαντικότερη και πλέον δημιουργική περίοδο της ζωής του, κατά την οποία θα ταυτιστεί απόλυτα με τη συγγραφική δραστηριότητα: «Είχα πάντα κάποια ιστορία στο μυαλό μου που μπορούσε να γίνει διήγημα ή ποίημα. Τείνω να τα μετατρέπω όλα σε λογοτεχνία. Δεν θα έλεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία».

Σε ένα τέτοιο κλίμα παραφοράς και ενθουσιασμού για τη γενέθλια, άγνωστη και μυστική πόλη που του αποκαλυπτόταν μέσα από ένα θάμπωμα, ένα περίεργο ξάφνιασμα, θα προκύψει η πρώτη συλλογή ποιημάτων του «Πυρετός του Μπουένος Αϊρες», το 1923, σε τριακόσια μόλις αντίτυπα. Εάν ο σκοπός κάθε ποίησης είναι να μετουσιώνει την απτή πραγματικότητα του κόσμου στην εσώτερη πραγματικότητα της συγκίνησης, τότε το Μπουένος Αϊρες με τα σοκάκια και τις εσωτερικές αυλές, τις κρήνες, τις σκιές και τις μυστικές στοές έμελλε να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την πόλη των παιδικών αναμνήσεων και τελικά να αποκτήσει μυθικές διαστάσεις σε όλο του το έργο. Και αυτό μέσα από μια ποίηση αυστηρής λιτότητας που συνδυάζει τον λεπτό και οικείο τόνο, με λέξεις απλές και χρηστικές που, εντούτοις, αποκτούν μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Στα επόμενα χρόνια η παραγωγικότητα του ποιητή θα συνεχιστεί με συνεργασίες με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά.

Οι μαίανδροι του μυαλού

Η οικονομική του κατάσταση ωστόσο έπειτα από τόσα χρόνια ενασχόλησης με τη λογοτεχνία είναι λιγότερο από ικανοποιητική και με τη μεσολάβηση φίλων πιάνει δουλειά το 1938 σε παράρτημα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Αϊρες. Για εννιά χρόνια θα βιώσει «την απόλυτη δυστυχία». Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο πατέρας του και του συμβαίνει ένα ατύχημα που θα του άλλαζε για πάντα τη ζωή. Ηταν Χριστούγεννα και ανέβαινε τρέχοντας μια σκάλα όταν ξαφνικά χτύπησε άσχημα το κεφάλι του σε ένα ανοιχτό παραθυρόφυλλο. Η πληγή μολύνθηκε και παρά λίγο να πεθάνει από σηψαιμία. Οταν βγήκε από την κλινική, δεν ήξερε εάν είχε ανακτήσει τη διανοητική του ακεραιότητα και τότε είπε στον εαυτό του: «Αν δοκιμάσω να γράψω μια κριτική και αποτύχω, διανοητικά είμαι χαμένος, ενώ αν τολμήσω να δοκιμάσω αυτό το καινούριο είδος και αποτύχω, αυτό δεν θα έχει μεγάλη σημασία». Κάπως έτσι έγραψε το πρώτο του διήγημα «Πιερ Μενάρ, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη» και την πρώτη του συλλογή διηγημάτων «Ο κήπος με τα μονοπάτια που διακλαδώνονται». Μάλιστα, το βιβλίο περιλάμβανε το εξαιρετικό διήγημα «Ο Νότος» που περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Μέσα στα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει ακατάπαυστα να συνθέτει ποιήματα και μικρά διηγήματα δημιουργώντας ένα ξεχωριστό ιδίωμα, ένα σπανιότατο στυλιστικό επίτευγμα για τον χώρο της λογοτεχνίας. Η εκπληκτική του ικανότητα βρίσκεται κυρίως στο ότι μπορεί και διαστρέφει αυτήν την πυκνότητα ιδεών κάνοντάς τη να μοιάζει λιτή και αέρινη, μακριά από την αίσθηση της παραμικρής, έστω, συμφόρησης. Αυτή η ποιητική της εντυπωσιακά περιεκτικής, σύντομης και διάφανης γραφής δημιουργεί την αίσθηση μιας ονειρικής πραγματικότητας που μας ξεπερνάει, που ξεγλιστράει αδυνατώντας να γίνει απόλυτα κατανοητή, διατηρώντας ή κρύβοντας τα μυστικά της. Πρόκειται για έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι συμπτώσεις, οι αντιθέσεις και τα σύμβολα, το μυστήριο και η ασάφεια, με τη ματαιότητα για μια απόλυτη γνώση να είναι ανησυχητικά εμφανής και με τη λογοτεχνία να μην είναι παρά μία μόνο διέξοδος.

Ένα καλοκαιρινό λυκόφως

Με την άνοδο του Juan Perόn στην εξουσία, το 1946, ο Borges απολύθηκε. Χωρίς δουλειά, με την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του κληρονομικού γλαυκώματος και ανήμπορος να στηρίξει πλήρως τον εαυτό του σύντομα θα βρεθεί σε απόγνωση. Το 1955, με πρωτοβουλία της Victoria Ocampo, η νέα αντιπερονική στρατιωτική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε είχε τυφλωθεί εντελώς. Οπως ο ίδιος επεσήμανε την ειρωνεία, «ο Θεός μού χάρισε την ίδια στιγμή 800.000 βιβλία και το σκοτάδι». Μια άμεση συνέπεια της τύφλωσής του, παρ' όλα αυτά, ήταν η πιο συστηματική ενασχόλησή του με την ποίηση. Οι συλλογές ποιημάτων που ακολούθησαν ?κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες? θα συμβάλουν σημαντικά στη σπουδαία φήμη που απέκτησε στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως μεταξύ άλλων «Το εγκώμιο της σκιάς», «Το χρυσάφι των τίγρεων», «Ιστορία της νύχτας», «Το σκοτεινό τριαντάφυλλο», με εμφανή και πάλι την προτίμησή του στις παραβολές και τα σύμβολα: Λαβύρινθοι και μαίανδροι, ρόδα και ξίφη, τίγρεις και ποτάμια, δωμάτια και καθρέφτες. «Το σύμπαν ολόκληρο είναι ένα συμβολικό παιχνίδι και κάθε πράγμα σημαίνει κάποιο άλλο πράγμα», θα γράψει ο Borges περιπαικτικά, κάτι που φαίνεται μέσα από το σύνολο του έργου του, όπου η πραγματικότητα είναι συνήθως μια απάτη, ο ορθός λόγος συνιστά κάποιας μορφής αυθαιρεσία, ο ένας συνήθως είναι γέννημα της φαντασίας κάποιου άλλου και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς ή έχει ήδη υπάρξει ή πρόκειται να συμβεί. Οταν ο Perόn επέστρεψε από την εξορία και έγινε Πρόεδρος το 1973, ο Borges παραιτήθηκε από διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1967, για να χωρίσει τρία χρόνια μετά. Ακολούθως έζησε με τη μητέρα του ώς τον θάνατό της, το 1975. Από τη χρονιά που εκείνη πέθανε, άρχισε να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο, απολαμβάνοντας ?ανάμεσα σε άλλα? φήμη, διακρίσεις και τιμές αναγνώρισης του έργου του. Τα ταξίδια αυτά συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του, το 1986, στη Γενεύη, όπου είχε εγκατασταθεί αναζητώντας μια διακριτική ησυχία που αδυνατούσε να βρει στην πατρίδα του. Στις περισσότερες μετακινήσεις του τον συνόδευε μια νεαρή κοπέλα, την οποία παντρεύτηκε δύο μόλις μήνες πριν πεθάνει, γεγονός που ξάφνιασε τους φίλους του. Αντιλαμβανόταν ότι μπροστά του, πλέον, βρισκόταν η προοπτική της ανυπαρξίας και έτσι τον ενδιέφερε, όσο ποτέ άλλοτε, η συντροφικότητα και η ανεκτίμητη αξία κάποιων στιγμών.

Η βροχή

Το πρόσωπο της μέρας χαρακώνει
η αργυρή λεπίδα της βροχής
Ομως η λάμψη αυτή που σε κυκλώνει
είναι η βροχή μιας άλλης εποχής

Αυτή η βροχή που τα τζάμια θολώνει
στην ξεχασμένη αυλή μιας γειτονιάς
αλλοτινής, τα σταφύλια χρυσώνει.

Κι όσο γέρνει η μέρα το υγρό της στεφάνι
μία φωνή ξανακούω, έναν αχό λησμονιάς:
τον πατέρα μου, λες και δεν έχει πεθάνει.

(μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη)

Από τον Γιώργο Βαϊλάκη
Πηγή:
www.imerisia.gr