Ο Φερνάντο Σορεντίνο γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες, την εαρινή περίοδο που αντιστοιχεί στο ζώδιο του Σκορπιού, το 1942.

Τα πιο πρόσφατα βιβλία με διηγήματά του είναι τα: Το έγκλημα του Αγίου Αλβέρτου (Μπουένος Άιρες, Εκδοτικός Οίκος Losada, 2018), Το κέντρο τού ιστού τής αράχνης (Μπουένος Άιρες, Εκδοτικός Οίκος Longseller, 2018), Ομπρέλες, προκαταλήψεις και κροκόδειλοι (Βερακρούς, Instituto Literario de Veracruz, 2013), Λυμένο πρόβλημα/Problem gelöst (2014), δίγλωσση έκδοση στα Ισπανικά/Γερμανικά (Ντίσελντορφ, Düsseldorf University Press, 2014), Οι βασιλείς τής γιορτής και άλλα διηγήματα με μία δόση χιούμορ (Μαδρίτη, Apache Libros, 2015) και Για να προστατευτεί κανείς από τους σκορπιούς κι άλλα ασυνήθιστα διηγήματα (Μαδρίτη, Apache Libros, 2018).

“Το διαιτολόγιο των αλόγων”

[Μετάφραση: Ελευθέριος Μακεδόνας]

Καθόλου βέβαιο δεν είναι επίσης κι ότι τα άλογα είναι αποκλειστικά φυτοφάγα ζώα. Ο Δρ. Λούντβιχ Μπόιτους έχει αποδείξει, ότι οι άνθρωποι των πρωτόγονων πολιτισμών υπήρξαν αυτοί που τα συνήθισαν σ’ αυτό το διαιτολόγιο: αυτό υπαγόρευσαν συγκεκριμένοι οικονομικοί λόγοι και, κυρίως, κάποιοι λόγοι ασφάλειας.

Γεγονός παραμένει πάντως, ότι σε κάθε άλογο υφέρπει ένα τρομερό σαρκοβόρο ένστικτο. Ακόμη χειρότερα: τα άλογα είναι τα μόνα από καταβολής κόσμου σαρκοβόρα ζώα. Πράγματι, εάν κάποιο άλογο τραφεί επί έναν μόνο μήνα αποκλειστικά και μόνο με ωμό κρέας, τόσο η μορφή, όσο κι οι συνήθειες του ζώου υφίστανται μία μεταμόρφωση: τα αθώα, καφετιά μάτια του αποκτούν μια ώχρινη πινελιά μοχθηρίας֗ οι κυνόδοντές του μεγαλώνουν και κυρτώνουν֗ το βάδισμά του γίνεται ελικοειδές κι αθόρυβο σαν της γάτας﮲ οι κινήσεις του τείνουν να γίνουν μουλωχτές ﮲τα νύχια του, απαλλαγμένα από το κοκάλινο κέλυφός τους, μετατρέπονται σε οπλές. Το άλογο είναι τώρα το πιο δυνατό, το πιο μεγαλόσωμο, το πιο ταχύ κι ευκίνητο από όλα τα σαρκοβόρα ζώα.

Οι πρωτόγονοι εκείνοι άνθρωποι, που κατάφεραν να χειραγωγήσουν τη δύναμη του μοναδικού άγριου θηρίου που ερήμωνε τους οικισμούς τους και να τη διοχετεύσουν προς χρήσιμες για αυτούς εργασίες, αντιλήφθηκαν λίγο μετά, ότι θα έπρεπε επίσης να χρωματίσουν αυτόν τον κόσμο και με μία πινελιά ενός ελαφρώς πιο ήπιου τρόμου. Τότε ήταν λοιπόν, που επέλεξαν ορισμένα όμορφα, άκακα, αλλά και άχρηστα συνάμα ζώα, τα οποία μέχρι εκείνην τη στιγμή συνήθιζαν να καταβροχθίζουν τις σοδειές τους και εκπαίδευσαν πλέον αυτά στη γεύση τού κρέατος: έτσι, προέκυψαν οι τίγρεις και τα λιοντάρια, οι πάνθηρες κι οι ιαγουάροι.

"Φρανκεστάιν"

[Μετάφραση: Ελευθέριος Μακεδόνας]

Είναι ένας συνάδελφος από το γραφείο. Πολύ λιγνός, χαμηλού αναστήματος και μονίμως ντυμένος στα γκρι. Το επώνυμό του είναι Πεγιεγρίνι, αλλά του αρέσει να τον φωνάζουν Φρανκενστάιν. Ως εκ τούτου, πολλοί από τους φίλους του τού κάνουν το χατίρι και, όντως, τον φωνάζουν Φρανκενστάιν. Άλλοι, λιγότερο εγκάρδιοι, προτιμούν να τον φωνάζουν Πεγιεγρίνι.

Είναι ένας υπάλληλος υπόδειγμα. Το γραφείο του βρίσκεται μπροστά από το δικό μου και, συχνά, παρατηρώ το πώς δουλεύει ο Φρανκενστάιν. Είναι πείσμων, είναι επίμονος, είναι επιμελής. Ωστόσο, πολύ φοβάμαι, ότι η ευφυία του είναι κάτι λιγότερο από ανεπαρκής. Διότι, πώς αλλιώς να εξηγηθεί, το ότι ακόμη και μπροστά σε εργασίες τής πιο υποτυπώδους δυσκολίας, το πρόσωπό του αποκτά εκείνην την έκφραση τεταμένης περισυλλογής που έχει το πρόσωπο ανθρώπου που καλείται να αντιμετωπίσει μία ανυπέρβλητη δυσκολία; Όταν βλέπω πώς συσπώνται τα χέρια του πάνω στο γυάλινο προστατευτικό τού γραφείου, αφήνοντας πίσω τους ένα εφήμερο φωτοστέφανο υγρασίας֗ όταν βλέπω πώς μπήγει τα δόντια του στο ξύλο τού μολυβιού֗ όταν βλέπω πώς του γυρνάνε τα μάτια֗ όταν βλέπω πώς ιδρώνει το μέτωπό του֗ όταν βλέπω πώς πρήζεται η φλέβα στο λαιμό του. Όταν βλέπω, εν κατακλείδι, ότι ο Φρανκενστάιν δεν διαθέτει σχεδόν καθόλου νοημοσύνη, αλλά ωστόσο – και προς μεγάλη του δυστυχία – όχι ακριβώς και καθόλου, κι ότι συνεπώς, έχει κι ο ίδιος συνείδηση αυτής του της ανεπάρκειας: όταν βλέπω λοιπόν τόση δυστυχία πάνω του, τον λυπάμαι τον Φρανκενστάιν.

Αλλά, πάνω απ’ όλα, νιώθω φόβο. Kάνω την εξής ερώτηση στον εαυτό μου: “Ποιες σκοτεινές πληγές από το παρελθόν να φουρτουνιάζουν άραγε τον απλοϊκό εγκέφαλο του Φρανκενστάιν; Τι είδους άμορφες επιθυμίες εκδίκησης να ξυπνάνε μέσα του, κάθε φορά που καλείται να συμπληρώσει μία απλή αίτηση, της οποίας το περιεχόμενο δεν καταφέρνει να κατανοήσει πλήρως;”

Λίγες μέρες πριν, ο Φρανκενστάιν με αιφνιδίασε καθώς εγώ τον παρατηρούσα βυθισμένο μέσα στο ψυχικό του άλγος. Μία αργή και βαριά ματιά του έπεσε πάνω μου. Κι εκεί, στο βάθος εκείνων των γεμάτων βλακεία ματιών του είδα να ακτινοβολεί μία κοκκινωπή φωτίτσα αγριότητας. “Θεέ μου”, σκέφτηκα τότε, “γιατί άραγε να τον λένε Φρανκενστάιν”;

– Πείτε μου Πεγιεγρίνι, γιατί σας φωνάζουν Φρανκενστάιν;

Ο Φρανκενστάιν χαμογέλασε:

– Πλάκες των παιδιών…

Ωστόσο, εγώ νομίζω ότι ο Φρανκενστάιν κάτι μου κρύβει. Κάποιο Σάββατο απόγευμα, εντελώς τυχαία, τον είδα: μέρα μεσημέρι, στην οδό Φλορίδα, περπατούσε ο Φρανκενστάιν με άκαμπτο το σώμα, χωρίς καν να λυγίζει τα γόνατά του. Με τα χέρια του προτεταμένα και με μία στάση σώματος η οποία προεξέτεινε ένα είδος απειλής από το επιτηδευμένα κακεντρεχές πρόσωπό του μέχρι τις άκρες των δαχτύλων του,  ο Φρανκενστάιν απειλούσε να στραγγαλίσει τους ανθρώπους που συναντούσε στον δρόμο του. Εκείνοι απομακρύνονταν, πιο πολύ από έκπληξη παρά από φόβο֗ μόλις περνούσε ο υποτιθέμενος κίνδυνος, γύριζαν το κεφάλι να κοιτάξουν με ένα περιπαικτικό χαμόγελο τον Φρανκενστάιν. Γιατί, πραγματικά, η αδιάφορη όψη του δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει κανέναν.

Το ερώτημα είναι, θα αντιληφθεί άραγε κάποια στιγμή ο Φρανκενστάιν εκείνα τα υποτιμητικά χαμόγελα, όλα εκείνα τα χαμόγελα που αφαιρούν κάθε σοβαρότητα από την απειλητική του στάση; Κι επιπλέον, να έχουν άραγε όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που χαμογελούν την παραμικρή ιδέα για το ποιος είναι ο πραγματικός χαρακτήρας τού Φρανκενστάιν; Χωρίς αμφιβολία, όχι: συμβαίνει να μην έχουν δει το πώς υποφέρει μπροστά στις δυσκολίες που του θέτει η δουλειά του στο γραφείο: εάν είχαν την ευκαιρία να τον παρατηρήσουν, – όπως τόσες φορές το έχω κάνει εγώ, – δεν θα τολμούσαν να χλευάζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον Φρανκενστάιν.

Ακόμη χειρότερα, ούτε κι οι συνάδελφοί μου στη δουλειά φαίνεται να έχουν παρατηρήσει αυτές του τις ιδιαιτερότητες. Συνηθίζουν να γελάνε εις βάρος του, συνηθίζουν να τον χτυπάνε στην πλάτη, συνηθίζουν να τον φωνάζουν Φρανκενστάιν. Αυτός χαμογελά, δείχνει να απολαμβάνει αυτήν τους την εγκαρδιότητα, τη φιλία τους. “Όλα καλά”, λέω τότε εγώ στον εαυτό μου.

Όμως οι φίλοι τού Φρανκενστάιν μιλάνε υπερβολικά γρήγορα, ο λόγος τους βρίθει ελλείψεων κι υπονοούμενων, παραπέμπουν με πανουργία σε κάτι που είναι από όλους γνωστό, ψυχαγωγούνται με επιπόλαια παιχνίδια λέξεων… Τότε εγώ, προσποιούμενος ότι είμαι αφοσιωμένος στα χαρτιά μου, τρέμω μπρος στην ανεύθυνη απερισκεψία αυτών των ανθρώπων. Θα ήθελα να τους πω: Μιλάτε πιο αργά֗ ολοκληρώνετε τις φράσεις σας֗ να είστε σαφείς σε ό,τι λέτε֗ αποκηρύξτε τα λεπτά νοήματα: δεν βλέπετε ότι ο Φρανκενστάιν δεν καταλαβαίνει;

Γνωρίζω, ότι αυτή η συμβουλή μου – εφόσον βέβαια θα εισακουγόταν – θα μπορούσε να αποτρέψει μία ολική καταστροφή. Όμως αποφεύγω να παρέμβω. Αλήθεια, τι θα μου συνέβαινε, εάν ο Φρανκενστάιν ήξερε ότι γνωρίζω τους τρομερούς περιορισμούς του; “Το καλύτερο είναι να σωπάσω”, λέω τότε στον εαυτό μου “και να μην τραβήξω αποκλειστικά και μόνο εγώ πάνω μου ολόκληρο το μένος τού Φρανκενστάιν”.

[Από το Ο καλύτερος από όλους τους πιθανούς κόσμους, Μπουένος Άιρες, Εκδοτικός Οίκος Plus Ultra, 1976.]

Πηγές: 
https://www.oanagnostis.gr/frankestain-diigima-toy-fernanto-sorentino/
https://www.fractalart.gr/to-diaitologio-ton-alogon/