Ο Κολομβιανός συγγραφέας Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε, συγγραφέας του πιο πολυδιαβασμένου βιβλίου στην Κολομβία σήμερα, «Η λήθη που θα γίνουμε», βρέθηκε στην Ελλάδα πριν μερικές μέρες, για να παρουσιάσει στο αθηναϊκό κοινό, στην έναρξη του φεστιβάλ ΛΕΑ, την έκδοση αυτού του βιβλίου στα ελληνικά.  Στο έργο αυτό, ένας γιατρός και πανεπιστημιακός δολοφονείται από ομάδες κολομβιανών παραστρατιωτικών,  το 1987. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο γιος του, που έχει γίνει συγγραφέας, αφηγείται την ιστορία του, όχι όμως την ιστορία της δολοφονίας, αλλά της ζωής ενός εξαίρετου ανθρώπου που συνδύαζε τις αρετές απέναντι στα κοινά με τις αρετές στον ιδιωτικό του βίο, ενός ανθρωπιστή, ενός γιατρού αφοσιωμένου στη δημόσια υγεία, ενός υποδειγματικού και στοργικού οικογενειάρχη. Πρόκειται συγχρόνως για την ιστορία της αγάπης μεταξύ πατέρα και γιου, που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τον αντίποδα της «Επιστολής προς τον πάτερα» του Κάφκα: όχι μια σχέση ρήξης, καχυποψίας και μίσους, αλλά φιλίας, αγάπης και εμπιστοσύνης. Είναι ίσως πιο εύκολο να γράψει κανείς για ένα φαύλο άτομο, παρά για έναν άνθρωπο καλοσυνάτο. Ο Έκτορ Αμπάδ το κατορθώνει, δίχως να υποπέσει σε συναισθηματισμούς. Το βιβλίο μετέφρασε στα ελληνικά η Τιτίνα Σπερελάκη για τις Εκδόσεις Πατάκη.

Είμαι σίγουρη, ότι θα απολαύσετε όσο κι εγώ, τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του έκανα:

1) Δε θέλω να επιμείνω στο βιβλίο σου « Η λήθη που θα γίνουμε» αφού εσύ ο ίδιος είπες  τις προάλλες πως έχει αναφερθεί σ’αυτό αρκετές φορές στο Φεστιβάλ ΛΕΑ, όχι μόνο το φετινό αλλά και στο περυσινό.  Αυτό που θέλω να ξέρω είναι το πώς αισθάνεσαι εσύ με αυτή την επιτυχία του σε μια χώρα τόσο μακρινή και τόσο διαφορετική από τη δική σου.

Ακόμα δεν ξέρω αν είναι επιτυχία,  αλλά έχεις δίκιο στο ότι το γεγονός και μόνο το ότι εκδόθηκε στα ελληνικά, από μόνο του είναι κατά κάποιον τρόπο επιτυχία.  Καθώς ήδη έχουν υπάρξει μεταφράσεις σε χώρες τόσο διαφορετικές από την Κολομβία, από την Πορτογαλία ως τη Ρουμανία, αυτό που αισθάνομαι είναι η επιβεβαίωση ότι οι οικογένειες μοιάζουν.  Η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς τους είναι κάτι που μπορεί να νιώσει κάθε κουλτούρα.  Δεν είναι ποτέ παράξενη μια ιστορία αγάπης και πόνου. Είναι πάντα κατανοητές οι ιστορίες που μιλούν για αγάπη μέσα στην οικογένεια.  Ακόμα βέβαια δεν έχω ζήσει την εμπειρία μιας μετάφρασης του βιβλίου μου στην Άπω Ανατολή. Αυτό θα μου κινούσε περισσότερο την περιέργεια. Θα ήμουν περίεργος να μάθω αν οι οικογένειες στην Ιαπωνία, την Κορέα ή την Κίνα θα μπορούσαν να το καταλάβουν αλλά γνωρίζοντας λίγα πράγματα από την ελληνική λογοτεχνία και γνωρίζοντας κάπως τους Έλληνες, πιστεύω πως δεν υπάρχει καμία πολιτισμική δυσκολία για να το καταλάβουν και να κατανοήσουν σε γενικές γραμμές.

2) Πες μας κάτι για τα άλλα σου βιβλία. Έχεις γράψει κάτι άλλο αυτοβιογραφικό; Έχεις ξανανιώσει ποτέ αυτό το συναίσθημα απελευθέρωσης μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής ενός βιβλίου;

Όχι, αυτό είναι το μοναδικό μυθιστόρημά μου, χωρίς μυθοπλασία. Ένα βιβλίο στο οποίο τα πάντα είναι αληθινά, δεν έχω αλλάξει ούτε και  τα ονόματα των χαρακτήρων.  Ας πούμε ότι όλα τα άλλα μυθιστορήματά μου βασίζονται  στις εμπειρίες μου και σε όσα έχω ζήσει, αλλά αυτό πάντα προσαρμόζεται  σε  ορισμένους κανόνες του μυθιστορήματος,  την οικονομία του, τον μύθο του, αλλά και στους ίδιους τους χαρακτήρες οι οποίοι με οδηγούν σε μέρη που δεν γνωρίζω. Με αυτή την έννοια, όχι, αυτό είναι ένα ιδιαίτερο και μοναδικό βιβλίο και ταυτόχρονα δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί. Δεν θα ήθελα να το επαναλάβω, γιατί είναι καρπός μιας επώδυνης και τραγικής εμπειρίας και εύχομαι στον καθένα να μη ζήσει ποτέ κάτι  τόσο τραγικό για να γράψει ένα βιβλίο. Προτιμώ μια ζωή πιο ήσυχη και καλύτερη από ένα βιβλίο  -όσο καλό και να είναι-  που προέρχεται από μια οδυνηρή πραγματικότητα.

3) Έχεις κάποιο χόμπι; Τι είναι αυτό που σου αρέσει να κάνεις όταν τελειώνει η βάρδια του συγγραφέα;

Μου αρέσει να κάνω πολύ απλά πράγματα και ευτυχώς έχω καταφέρει να τα κάνω και στην Ελλάδα. Είναι το να περπατώ χωρίς προορισμό και  το κολύμπι. Εδώ, λοιπόν, από τότε που είμαι στην Αθήνα, έχω πάει κολύμπι αρκετές φορές. Πάντα κυκλοφορώ με τα γυαλιά της κολύμβησης  και το μαγιό μου. Το κολύμπι στη θάλασσα της Ελλάδας είναι ένα όνειρο. Έχω περάσει πολλές φορές τις διακοπές μου στην Καραϊβική, αλλά η θάλασσα της Ελλάδας  είναι αναμφίβολα η πιο όμορφη θάλασσα που έχω γνωρίσει. Και ακόμη και σε μια τόσο μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα, σε μισή ώρα φθάνεις με ένα ταξί. Θεωρώ ότι η παραλία είναι και πολύ καθαρή και πολύ ωραία και τα νερά είναι πεντακάθαρα. Μπορώ να δω ακόμη και ψαράκια που κινούνται μέσα στο νερό, κάτι που οικολογικά, είναι ένα πολύ καλό σημάδι. Επιπλέον, είναι πολύ όμορφο, με τη ζέστη που κάνει  έξω, να μπαίνει κανείς σε αυτό το κρύο νερό και να κολυμπάει. Είναι κάτι που δε θα με κούραζε ποτέ.

Τόσο το κολύμπι όσο και το περπάτημα έχουν ένα ρυθμό βήματος.  Ο ρυθμός που δίνει η κίνηση στα μπράτσα και στα πόδια, εμένα μου θυμίζει πολύ την ποίηση και τη συγγραφή. Η συγγραφή πρέπει να έχει ένα ρυθμό. Στην πραγματικότητα, πολλοί από τους ποιητές  που θαυμάζω περισσότερο, ήταν μεγάλοι περιπατητές. Ο Δάντης πρέπει να ήταν περιπατητής και γι’ αυτό η Κωμωδία του ξεκινά σα μια βόλτα. Ο  Μπόρχες ήταν μεγάλος περιπατητής και δε γνωρίζω τις προσωπικές συνήθειες  πολλών Ελλήνων ποιητών, αλλά υποθέτω ότι πρέπει να ήταν περιπατητές. Εξάλλου, εδώ δεν ήταν που επινόησαν την Περιπατητική Σχολή, έτσι δεν είναι;

4) Εξαιτίας  των αμερικανικών σειρών,  εμείς οι Έλληνες έχουμε σχηματίσει μια ιδέα της Κολομβίας  που βασίζεται στην παραγωγή και τη διακίνηση των  ναρκωτικών. Φαντάζομαι ότι και εσείς οι Κολομβιανοί έχετε δημιουργήσει μια εικόνα για την Ελλάδα που δεν είναι ακριβώς  αυτή η πραγματικότητα που έχεις δει εδώ. Θα με ενδιέφερε να μάθω πώς είναι αυτή η εικόνα περίπου. Τι γνώμη έχεις για αυτά τα στερεότυπα σε σχέση με τους διαφόρους λαούς;

Η ιδέα για την Ελλάδα είναι ανάμεικτη. Από τη μια πλευρά είναι η ιδέα που αντιστοιχεί στην αρχαιότητα, είναι δηλαδή  μια ιδέα της κλασικής Ελλάδας, η γέννηση της δημοκρατίας, η γέννηση της φιλοσοφίας, η ομορφιά του έργου του Πραξιτέλη, της  γλυπτικής,  κ.λπ. Είναι μια εικόνα που έρχομαι εδώ και την επιβεβαιώνω γιατί υπάρχει. Στη συνέχεια, υπάρχει μια ιδέα που δημιουργήθηκε τον εικοστό αιώνα, οι εκατομμυριούχοι και οι εφοπλιστές,  όπως ο Ωνάσης, ο Νιάρχος, κ.λπ. που παντρεύονται όμορφες γυναίκες σε όλο τον κόσμο, μια ιδέα θαλασσινή. Στο σημερινό κόσμο, επειδή  έχω ζήσει στην Ιταλία, έχω σχηματίσει  την ιδέα της θάλασσας. Ήμουν μεταφραστής και έχω μεταφράσει κάποιες  ιστορίες  του του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα και υπάρχει μια ιστορία που ονομάζεται Νίκεια  και μιλάει για τη θάλασσα και τις σειρήνες και αυτό με επηρεάζει πολύ όταν κολυμπώ. Σκέφτομαι αυτή τη παλιά ιστορία  που μετέφρασα και τις ιστορίες της θάλασσας.

Το πιο πρόσφατο, το  τελευταίο είναι η οικονομική κρίση, οι εκλογές, το δημοψήφισμα, οι διαδηλώσεις, ένας  πυρπολημένος κινηματογράφος, μια τράπεζα δίπλα και η μόνιμη συζήτηση για το αν η Ελλάδα ευθύνεται ή όχι τα χρέη της, αν αυτό συμβαίνει επειδή η οι άνθρωποι συνταξιοδοτούνται πολύ νέοι, και οι Έλληνες απολαμβάνουν πραγματικά τη ζωή και αντίθετα οι Γερμανοί εργάζονται και εργάζονται και εργάζονται. Όσον αφορά την εικόνα της Ελλάδα σε κρίση, παρατηρώ ότι, τουλάχιστον αυτό το καλοκαίρι, οι άνθρωποι δεν είναι πια τόσο λυπημένοι. Από την άλλη, βλέπω επίσης πολλούς ανθρώπους να κοιμούνται στο δρόμο. Υπάρχει και μια άλλη εικόνα για την Ελλάδα του σήμερα. Είναι αυτή με τους τόσο πολλούς  πρόσφυγες, αν και δεν είχα την ευκαιρία να τους δω  στην Αθήνα. Υποθέτω ότι θα πρέπει να πάει κανείς στα νησιά κοντά στην Τουρκία ή κάπου αλλού για να τους δει. Το κομμάτι που με ενοχλεί πολύ, είναι σαν ένας δαίμονας που υπάρχει, αλλά που για μένα σε αυτό το ταξίδι παρέμεινε αόρατος.

Τα στερεότυπα είναι ένας πολύ ανθρώπινος τρόπος σκέψης που,  λόγω του ότι είναι «οικονομικός», είναι κατάλληλος για την καθημερινή ζωή. Τα στερεότυπα είναι χρήσιμα επειδή μας επιτρέπουν να αντιδρούμε γρήγορα. Για παράδειγμα, ένα στερεότυπο είναι ότι «ένα φίδι είναι δηλητηριώδες», τελεία. Έτσι, μπορεί να δεις ένα φίδι και να το τοποθετήσεις αμέσως στην κατηγορία των δηλητηριωδών. Αυτό σου δίνει μια ώθηση για να το βάλεις στα πόδια και δε θα μάθεις ποτέ αν το φίδι είναι δηλητηριώδες ή όχι. Φυσικά, αν δεν πάς και δε δεις μια χώρα, το μόνο που έχεις είναι μια συγκεχυμένη ιδέα. Αν πας σε αυτή τη χώρα, τα πάντα ορίζονται με ένα διαφορετικό τρόπο, πράγματα που το δικό σου στερεότυπο δε γνωρίζει ακόμα. Δεν ήξερα τίποτα για την ελληνική κουζίνα, δεν ήξερα ότι το ελληνικό κρασί ήταν τόσο καλό, δεν ήξερα πώς είναι το ελληνικό λάδι, δεν ήξερα πώς ήταν οι Ελληνίδες, δεν ήξερα πώς ήταν το ελληνικό προφίλ και τώρα το ξέρω. Είναι πολύ διαφορετικό να το βλέπεις, από το να έχεις μόνο κάποιες ιδέες θεωρητικές, διανοουμενίστικες.

5) Τι πιστεύεις για τα ψηφιακά μέσα έκδοσης, και δεν αναφέρομαι μόνο στα βιβλία αλλά και στις εφημερίδες, τα λογοτεχνικά περιοδικά, κλπ. Πώς αισθάνεσαι γνωρίζοντας πως η «πένα» σου μπορεί να φτάσει σε όλες τις γωνιές αυτού του πλανήτη μέσα απ το Ιντερνέτ; 

Είναι θαυμάσιο, διότι ο καθένας μπορεί να δημοσιεύσει και  είναι πολύ φθηνό, αλλά την ίδια στιγμή, δημοσιεύονται και πολλά ψέματα, πολλά σκουπίδια και δεν υπάρχουν πολλά σάιτ που να ανταποκρίνονται σ’ αυτό που λένε και να φιλτράρουν την αλήθεια απ’ το ψέμα, αν θα μπορούσαμε βέβαια ποτέ να το μάθουμε.  Την ίδια στιγμή, υπάρχουν θαυμάσιες σελίδες, υπέροχα ψηφιακά μέσα, νέοι εκδότες, νέες εκδόσεις. Όταν έρχεται  κάτι νέο, αυτό φέρνει πάντα μαζί του μεγάλα πλεονεκτήματα και  μεγάλα μειονεκτήματα. Ποτέ, καμία εφεύρεση δεν ήταν  ακίνδυνη. Ποτέ, καμία εφεύρεση δεν ήταν  καθ’ όλα θετική.  Υπάρχουν πράγματα που χάνονται και πράγματα που κερδίζονται.

Η ζωή στα κοινωνικά δίκτυα, το Twitter, το Facebook,το  Instagram, κλπ, το ίδιο. Υπάρχουν πολύ καλά πράγματα, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο χάσιμο χρόνου, κάτι σαν να επικεντρώνεται κάποιος στον εαυτό του και στο τι σημαίνουν γι’αυτόν τα like. Πιστεύεις πως ακολουθείς  μόνο τον κόσμο που σκέφτεται σαν κι εσένα και αυτό δημιουργεί κάποιους  πολύ βλαβερούς  πομφόλυγες, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν πράγματα  που είναι υπέροχα όπως  η Wikipedia.

 […]Νομίζω πως η επανάσταση του Διαδικτύου και των ψηφιακών μέσων είναι ανάλογη με την επινόηση της γραφής ή της τυπογραφίας.  Είναι κάτι απόλυτα επαναστατικό και θαυμάσιο, αλλά ακόμα και όταν επινόησαν τη γραφή, υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ποιητών που ήξεραν τα πάντα από μνήμης και έλεγαν πως η γραφή θα ξεπαστρέψει τη μνήμη. Και σ’ αυτό υπάρχει κάποια αλήθεια. Πρέπει να υπάρχουν ελάχιστοι Έλληνες που γνωρίζουν όλο τον Όμηρο από μνήμης. Επίσης, όταν εφευρέθηκε η τυπογραφία, είπαν ότι αυτό θα προκαλούσε την απώλεια της  χαλαρής και αργής ανάγνωσης. Σε καμία περίπτωση δεν υιοθετώ τα εσχατολογικά σενάρια, αλλά παλιά έβλεπα μόνο τις θαυμαστές δυνατότητες που ανοίγει ο ψηφιακός κόσμος: την πιθανότητα να διαβάσει ένας Έλληνας τη σελίδα ενός  Κολομβιανού, και ένας Κολομβιανός τη σελίδα ενός Έλληνα, αλλά με όλα όσα συνέβησαν με τον Tράμπ, με το Brexit,  με την πολιτική, βλέπω και την πιθανότητα της χειραγώγησης των κοινωνικών δικτύων και της πλάνης που ανθεί σε αυτά και  που είναι αρκετά περίπλοκη. Ο αναγνώστης για να προσανατολιστεί θα  πρέπει να ψάξει μέσα σε μια ταραγμένη και θολή θάλασσα πληροφοριών.

6) Ποια είναι η σχέση σου με τα κοινωνικά δίκτυα;

Έχω ένα λογαριασμό στο Twitter, αλλά δεν είμαι τόσο ενεργός, γιατί αισθάνομαι ότι έχω χάσει χρόνο, χρόνο ανάγνωσης, χρόνο χαλαρής ανάγνωσης, χρόνο για βιβλία. Κάποια στιγμή άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα στο Twitter. Έγραφα  από ένα tweet την ημέρα . Μια φράση από ένα μυθιστόρημα που θα αποτελείτο από χίλια και ένα tweets. Όταν ήμουν στο 150° tweet  , βαρέθηκα και δεν ήθελα να συνεχίσω να γράφω το μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα γράφεται  πρόταση -πρόταση, αλλά γράφοντας  ένα tweet την ημέρα, χάνεις γρήγορα τον ειρμό σου. Ένα μυθιστόρημα απαιτεί άλλου είδους συγκέντρωση.

7) Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλοί  Έλληνες συγγραφείς μεταφρασμένοι στα ισπανικά. Όμως, τι γνώμη έχεις για την ελληνική λογοτεχνία, έχεις απολαύσει ποτέ το βιβλίο ενός   Έλληνα συγγραφέα;

Φτάνω στην ελληνική λογοτεχνία πάντα πολύ αργά.  Αυτή η ελληνική λογοτεχνία στην οποία έχω φτάσει εγώ είναι ήδη φιλτραρισμένη από το χρόνο. Ίσως  να υπάρχουν  σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς  που έχουν μεταφραστεί, αλλά εγώ δεν  είμαι άτομο  που ενημερώνεται αρκετά για τις νέες τάσεις σε κανένα μέρος τους κόσμου, ούτε καν στην Ισπανία, ούτε καν στην Κολομβία. Αυτό που ξέρω είναι ότι μου αρέσει πολύ ο Καζαντζάκης, ξέρω  τον Καβάφη, ξέρω  τον Ρίτσο. Δε γνωρίζω συναδέλφους μου, παρόλο που θα ήθελα. Έχω διαβάσει ίσως κάποιο αστυνομικό μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη. Πριν από ένα χρόνο, άνοιξα έναν εκδοτικό οίκο στην Κολομβία, αν έβρισκα κάποιον σύγχρονο Έλληνα συγγραφέα θα μου άρεσε πολύ να εκδώσω το βιβλίο του.  

8) Πριν δυο μέρες ανέφερες ότι τα ελληνικά, σου ακούγονται πολύ οικεία. Σου πέρασε ποτέ απ το μυαλό να μάθεις ελληνικά;

Όταν σπούδαζα φιλοσοφία,  έκανα κάποια μαθήματα αρχαίων ελληνικών στο πανεπιστήμιο, όμως εγώ σπούδασα φιλοσοφία μόνο για ένα χρόνο. Έτσι, ό, τι έμαθα πριν από 40 χρόνια, ήταν στην πραγματικότητα ένα τίποτα. Στην Κολομβία  δε μας  διδάσκουν ούτε ελληνικά ούτε λατινικά στο σχολείο. Ο γιος μου που σπούδασε στην Ιταλία, στο κλασικό λύκειο, παρακολούθησε μαθήματα και ελληνικών και λατινικών. Απλά ξέρω ότι υπάρχουν πολλές λέξεις  που οι ρίζες τους χτίζονται με τα ελληνικά και αυτό σου δίνει  μια ωραία και ταυτόχρονα πολύ περίεργη εντύπωση. Συνήθως είναι λέξεις που στα ισπανικά ακούγονται με μεγαλύτερο στόμφο ενώ εδώ είναι απλές και καθημερινές .Η έξοδος για παράδειγμα, είναι ένα σημαντικό βιβλίο της Αγίας Γραφής, και εδώ είναι απλώς η πόρτα από την οποία βγαίνεις. Ή οι τοπικές πτήσεις, εδώ λέγονται εσωτερικές. Σου δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για ένα ταξίδι προς αναζήτηση του εαυτού σου.  Όταν ζητάω μια μπύρα μικρή, δηλαδή μικρού μεγέθους, νιώθω ότι χρησιμοποιώ μια λέξη που μετράει ιχνοποσότητες.  Και καθώς η φωνητική είναι παρόμοια με αυτά τα ανοιχτά φωνήεντα, έχει κανείς την εντύπωση ότι δεν άκουσε καλά και ότι θα μπορούσε να καταλάβει τέλεια τα πάντα.

Πρώτη δημοσίευση: mimundogriego.com

Φωτογραφίες: Juanita la Quejica