Μπορεί κανείς να χωρέσει σε 153 σελίδες φιλοσοφία και λογοτεχνία και μάλιστα απόλυτα ισορροπημένα;

Μπορεί κανείς με μια νουβέλα να δημιουργήσει απορίες, προβληματισμούς και ανησυχίες στον αναγνώστη;

Η σκυτάλη δόθηκε από τον Μπόρχες.

Γράφει στα Δοκίμια του (Χρόνος) για τον Πλωτίνο και τον χρόνο: «Υπάρχουν τρεις χρόνοι, και οι τρεις αυτοί χρόνοι είναι το παρόν. Ο ένας είναι το τωρινό παρόν, η στιγμή που μιλώ· ή, μάλλον, η στιγμή που μίλησα, γιατί ήδη αυτή η στιγμή ανήκει στο παρελθόν. Ύστερα έχουμε έναν άλλο χρόνο, που είναι το παρόν του παρελθόντος και που το λέμε μνήμη. Και μετά έναν τρίτο: το παρόν του μέλλοντος που, κατά κάποιον τρόπο είναι ό, τι φαντάζεται η ελπίδα μας ή ο φόβος μας.» Ενώ προσθέτει ότι για τον Πλάτωνα ο χρόνος είναι η κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας.

Ο ίδιος γράφει στις Μυθοπλασίες του (Κυκλικά Τείχη) ότι «ήθελε να ονειρευτεί έναν άνθρωπο·» … ότι «μερικές φορές, τον ανησυχούσε κάποια εντύπωση πως όλα αυτά είχαν ξαναγίνει» και συνεχίζοντας «…ένα είδωλο: Να μην είσαι άνθρωπος, αλλά προβολή του ονείρου άλλου ανθρώπου…», για να κλείσει το διήγημά του με την καταλυτική πρόταση: «Αλαφρωμένος, έντρομος, ταπεινός, κατάλαβε ότι κι ο ίδιος ήταν όνειρο που κάποιος άλλος το ονειρευόταν.»

Την ίδια περίπου εποχή ο Πεσσόα στο Βιβλίο της ανησυχίας έρχεται να προσθέσει: «Ζω πάντα στο παρόν. Το μέλλον δεν το γνωρίζω. Το παρελθόν δεν το έχω πια. Το ένα με βαραίνει σαν τη δυνατότητα για όλα, και το άλλο σαν την πραγματικότητα του τίποτα. Δεν έχω ούτε ελπίδες ούτε νοσταλγίες», αλλά σημειώνει, επίσης: «Ζω, δηλαδή είμαι ένας άλλος. Αισθάνομαι, δηλαδή αισθάνομαι άλλο από ό, τι αισθανόμουν χθες: νιώθω σήμερα ό, τι και χθες – αυτό δεν είναι δυνατό να σημαίνει νιώθω, σημαίνει θυμάμαι σήμερα τι είχα νιώσει χθες, είμαι σήμερα το ζωντανό πτώμα αυτού που χθες ήταν η ζωή και που έχει πια χαθεί.» και τέλος συμπληρώνει: «…υπάρχετε σήμερα , είστε εγώ, υπάρχετε γιατί εγώ σας βλέπω…»

Ο Ιταλό Καλβίνο –από την άλλη πλευρά της Ευρώπης κι αυτός σαν τον Πεσσόα– στις Αόρατες Πόλεις τουδιευκρινίζει ότι «…αρχίζει να ζηλεύει εκείνους που πιστεύουν πως έχουν ήδη ζήσει μια νύχτα ίδια με αυτή και πως εκείνη τη φορά ήταν ευτυχισμένοι» αλλά και ότι «…οι επιθυμίες έχουν ήδη γίνει μνήμες…» , καθώς και ότι «… οι πιο σοφοί άνθρωποι του κόσμου είναι εκείνοι που γνωρίζουν από μνήμης τη Ζόρα. ….. Ματαίως όμως βάλθηκα να ταξιδεύω για να επισκεφτώ την πόλη: αναγκασμένη να παραμένει αναλλοίωτη και ίδια με τον εαυτό της για να τη θυμούνται καλύτερα, η Ζόρα μαράζωσε, διαλύθηκε και εξαφανίστηκε. Η Γη την ξέχασε.»

Όλα αυτά, που πιθανόν, να φαντάζουν ασύνδετα, έρχεται να τα συνδέσει αριστοτεχνικά, υπό μορφή νουβέλας ο Αδόλφος Μπιόυ Κασάρες στην Εφεύρεση του Μορέλ.

Νησί, ναυαγοί, παλίρροιες, χρόνος, σκέψεις, ψυχικές διαθέσεις, άνθρωπος, ζωή, εικόνα, είδωλο, καθρέφτες, συναίσθηση, ιδέες, έρωτας, αθανασία, ψυχή και σώμα… και ό, τι άλλο έχει απασχολήσει τον άνθρωπο, από τότε που έχουν καταγραφεί οι ανησυχίες του, τοποθετούνται σε αυτή τη νουβέλα, προκειμένου αρχέγονες ιδέες και αμφισβητήσεις να γίνουν προσιτές σε απλούς αναγνώστες που, ίσως, δεν είχαν καν συνειδητοποιήσει ότι όλα αυτά που σποραδικά και μυθοπλαστικά εξελίσσονται και αναπτύσσονται τούς είχαν ήδη από καιρό απασχολήσει.

Η ιστορία κρατά την μορφή της αστυνομικής πλοκής –οικεία μορφή και προσιτή στους πολλούς της λογοτεχνίας– με κάποιον αόριστα και, ίσως, κατά φαντασία καταδιωκόμενο (ο σύγχρονος άνθρωπος, πιθανόν;) ήρωα, κατ’ επιλογή και ανάγκη ναυαγό σε ένα νησί , ο οποίος από διωκόμενος γίνεται αναθεωρούμενος κυρίαρχος για να καταλήξει σε μια αμφισβήτηση, θετική πάντως, για το ποιος είναι, που βρίσκεται, και με ποιους συν ευρίσκεται, ίσως…

Το φθαρτό του σώματος, το επιδιωκόμενο της αθανασίας και η δυναμική του έρωτα πάλλονται αναδυόμενα και αλληλοεμπλεκόμενα για να αποδώσουν, ταυτόχρονα, μια καθαρή εικόνα της άγνοιας και της αιώνιας αναζήτησης του ανθρώπου.

Θα περίμενε κανείς, με όλα αυτά τα στοιχεία που επιλέγει ο Κασάρες να αναμετρηθεί, ο αναγνώστης να χαθεί, να ταλαιπωρηθεί –καμιά προειδοποίηση ότι πρόκειται για το συμπυκνωμένο νόημα όλων των από ενάρξεως του κόσμου αναζητήσεων του, δεν παρέχεται–, να εκτινάξει και να αποδιώξει την Εφεύρεση του Μορέλ.

Εδώ όμως είναι που εμφανίζεται αυτή η απλοϊκή μαεστρία: Ο Κασάρες «ξεγελώντας» τον αναγνώστη, αποφασισμένος να του ομολογήσει και να του εξομολογηθεί τα πάντα, τον καλεί σε ένα μυστήριο (αποφεύγει, τεχνηέντως φυσικά, να του αποκαλύψει ότι πρόκειται για το μυστήριο της ζωής), και με εντιμότητα, διαύγεια και διαφάνεια τού εκμυστηρεύεται κάθε σκέψη, ανασφάλεια, αμφισβήτηση και αναθεώρηση, στην οποία στέκει παραδομένος, και την οποία, κάποια στιγμή, αποδέχεται, προκειμένου να του ανατρέψει, ειρωνικά(;) όλα τα στοιχεία-δεδομένα που απλόχερα, αλλά πάντα ειλικρινά προηγουμένως τού πρόσφερε.

Είναι αυτός ο ήρωας, ο ίδιος ο αφηγητής που μάς επιτρέπει να κρυφοκοιτάξουμε μέσα και από την κινηματογραφική μηχανή που καταγράφει, έστω κι αν το αντικείμενο της καταγραφής είναι κι αυτός ακόμη ο ίδιος. Κι έχει μια άνεση και χαλαρότητα στα όσα του συμβαίνουν –αποστασιοποιημένος, κάποιες στιγμές, έντονα ατομικός και εγωκεντρικός, κάποιες άλλες, πάντα όμως με μια ρεαλιστική ματιά– που ο αναγνώστης δεν τολμά να τον αμφισβητήσει· απλά, σιωπηλός ακολουθεί όλες τις ανατροπές που αποδέχεται, κατά την πορεία, να συναντήσει.

Ο «αθώος» αναγνώστης που πέφτει στην παγίδα τού να προχωρά στις σελίδες, αφού ξεπεράσει την μαγική παραβολή των άνω τελειών που καλλιεργούν την προσμονή, την αναμονή και αποδεχθεί την ασθμαίνουσα, πλασματικά, περιγραφή, θα κατακλυσθεί από λεπτομέρειες αναφοράς επιλεγμένων χρωμάτων (πράσινο μάρμαρο, γαλάζιο, ρόδινο, λευκό, γκρενά, κίτρινα και κρεμεζιά), θα χαθεί στη γοητεία των εκπληκτικών αντιθέσεων «του φελλού με το μάρμαρο» (που λες και δεν αρκείται στην ήδη έντονη αντίθεση, θα κλείσει με την λέξη «συμμετρικά»), «της ακινησίας με τις φευγάτες», «του ελαφρά γερασμένου», «της δειλής πρόκλησης της τύχης», «της διαύγειας του ηλεκτρικού φωτός», «της ενδόμυχης θεατρικότητας», «της κολασμένης φωτεινότητας», «της βαρύγδουπης σιωπής», «της δακρύβρεχτης παρηγοριάς» και «της καταχθόνιας δύναμης της δικαιοσύνης».

Ο Κασάρες δεν προσποιείται, δεν κοροϊδεύει, δεν ξεγελά: απλά μοιράζεται, με μια υπέροχη λογοτεχνική προσπάθεια, όλες τις αγωνίες του σύγχρονου Ανθρώπου.

Ακριβώς για αυτό τον λόγο και είναι αριστοτεχνικές οι 153 σελίδες:

Ζείτε ή, δεν ζείτε; αναρωτηθείτε! Ή, ίσως, εναλλακτικά: «Ζείτε ή δεν ζείτε· αναρωτηθείτε..

Η αμφισβήτηση, όχι η προσποιητή, η αγωνία του ανθρώπου αποδίδονται απλά, όμορφα, στρωτά, μέσα από τη λογοτεχνία, το μέσο των ανθρώπων για να επιβιώσουν.

Γιατί είναι αυτό που λένε:

Ο Πεσσόα, που αναφέρει σαφώς ότι «η λογοτεχνία, όπως όλη η τέχνη, είναι η απόδειξη ότι η ζωή δεν αρκεί» για να συναντήσει αργότερα την εμπεριστατωμένη επιβεβαίωση του Μπαρτ ότι «η επιστήμη είναι χοντροκομμένη, η ζωή είναι λεπτεπίλεπτη, και η λογοτεχνία μάς ενδιαφέρει ακριβώς επειδή μπορεί να καλύψει αυτή την απόσταση».

Για τον Κασάρες που δεν τον είχα «διαβάσει», και τη Μάρτα και τον Μάρκος που τόσο όμορφα μάς τον «γνώρισαν»

Αθήνα, 17/03/2016

Λίλυ Πανούση