Ο Αντόνιο Ντι Μπενεντέττο (Antonio Di Benedetto) είναι πολυβραβευμένος Αργεντινός συγγραφέας, μάλλον άγνωστος στην Ελλάδα. Γεννήθηκε το 1922 στη Μεντόσα, μια παραμεθόρια πόλη κοντά στις Άνδεις, και πέθανε το 1986 στο Μπουένος Άιρες. Αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους σημαντικότερους λατινοαμερικάνους πεζογράφους και έχαιρε της εκτίμησης μεγάλων συγγραφέων όπως ο Μπόρχες, ο Κορτάσαρ,  o Mπολάνιο και ο Σάερ. Στη χώρα του, αν και καταξιωμένη μορφή της λογοτεχνίας με συνεχή κυκλοφορία των έργων του, ήταν ως τώρα ουσιαστικά ξεχασμένος από το αναγνωστικό κοινό. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει ξυπνήσει το ενδιαφέρον των κριτικών για το έργο του και τα βιβλία του έχουν φανατικούς αναγνώστες.

“parece haber circulado durante años entre una exclusiva secta subterrñanea de iniciados”
“είναι σάμπως το έργο του να κυκλοφορούσε για χρόνια μεταξύ των μυημένων μιας υπόγειας σέκτας”

Ήταν δημοσιογράφος στο επάγγελμα και το συγγραφικό του έργο απαρτίζεται από διηγήματα, μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο. Μάλιστα έργα του έχουν μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη: το μυθιστόρημα Οι Αυτόχειρες και το αφήγημα Aballay, το οποίο μάλιστα ήταν και η επίσημη συμμετοχή της Αργεντινής στα Όσκαρ to 2011.

Δυστυχώς, “μυθιστορηματική” τροπή πήρε και η ζωή του το 1976: τα ξημερώματα, λίγες μόνο ώρες μετά το πραξικόπημα, ο στρατός τον απήγαγε από τα γραφεία της εφημερίδας του. Παρέμεινε στη φυλακή για δεκαεννέα ολόκληρους μήνες, χωρίς ποτέ να του δοθούν εξηγήσεις για την κράτησή του. Τα βασανιστήρια και οι εικονικές εκτελέσεις έκαμψαν για πάντα τη σωματική και πνευματική του υγεία. Αφέθηκε ελεύθερος χάρη στην πίεση αργεντινών και ευρωπαίων συγγραφέων, όπως ο Ερνέστο Σάμπατο (Ernesto Sábato) και ο νομπελίστας Χάινριχ Μπελ. Στη συνέχεια αυτοεξορίστηκε στην Ισπανία και επέστρεψε στην Αργεντινή λίγο πριν το θάνατό του.

“Αυτό που περισσότερο με τσάκισε, ήταν ότι με βασάνιζαν χωρίς ουδέποτε να μου πουν το λόγο”
“Αυτή η αβεβαιότητα είναι το φρικτότερο των βασανιστηρίων”

“Esta incertidumbre es la más horrorosa de las torturas”

Ο Ντι Μπενεντέττο ήταν άνθρωπος σιωπηλός, με βαθιά ευαισθησία, ιδιότητες που καθρεπτίζονται στη γραφή του. Αν και ξεκίνησε να γράφει από τα δώδεκα, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο σε ηλικία 31 ετών: τη συλλογή διηγημάτων Mundo Animal (1953), η οποία χαιρετίστηκε ως σημαντικότατο γεγονός για τη λογοτεχνία της Αργεντινής. Ξεκινά έτσι μια εξέχουσα συγγραφική καριέρα που συνοδεύεται από πολλά βραβεία και υποτροφίες. Διεθνή φήμη κερδίζει με τα τρία μυθιστορήματά του, που συνιστούν ένα είδος τριλογίας: Zama, Los Suicidas (Οι Αυτόχειρες), El Silenciero.

“Μια από τις κορυφαίες στιγμές της αργεντίνικης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα” (Χουάν Χοσέ Σάερ)

Αν και σύγχρονος των συγγραφέων του λατινοαμερικάνικου boom, ο Μπενεντέττο κινείται μάλλον στο περιθώριο αυτού του λογοτεχνικού φαινομένου, με ένα ύφος γραφής μακριά από μόδες. Το γεγονός αυτό και το ότι έγραφε πάντα στη γενέθλια πόλη του, μακριά από τα φώτα του Μπουένος Άιρες, είναι ίσως και οι λόγοι για τον “παραγκωνισμό” του από το διεθνές λογοτεχνικό στερέωμα. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος, που τον διαφοροποιεί από τις τάσεις της εποχής του: Η λακωνικότητα, η οικονομία, η ακρίβεια, γραμμική ροή. Η γραφή του είναι πρωτοποριακή ακόμα και για το σημερινό αναγνώστη. Οι ιδέες του συνοψίζονται συχνά σε σύντομες φράσεις. Μια γερμανική εφημερίδα τού ζήτησε κάποτε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο. Ο Μπενεντέττο έγραψε χαρακτηριστικά:

“Να χορεύω δεν ξέρω, να κολυμπώ δεν ξέρω, να πίνω, ναι ξέρω. Αυτοκίνητο δεν έχω. Προτιμώ τη νύχτα. Προτιμώ την ησυχία.”

Θεωρείται ότι εισήγαγε καινοτομίες στην αργεντινή λογοτεχνία, κάποιες φορές πριν εμφανιστούν στην Ευρώπη. Από την άλλη, μοιράζεται με τους συμπατριώτες του την ειρωνία και τις φιλοσοφικές ανησυχίες. Το έργο του ταυτόχρονα συνομιλεί με τον Κάφκα και τον Καμύ και ακολουθεί την κληρονομιά του Μπόρχες.

Τα έργα του Ντι Μπενεντέττο είναι ένα κομμάτι της ισπανόφωνης λογοτεχνίας που μένει για να εξερευνηθεί. Ένα λογοτεχνικό “φαινόμενο”, ένας αντι-κλασικός συγγραφέας, δημιουργός μιας σιωπηλής, μεταβαλλόμενης λογοτεχνίας.

“Un escritor que no cabe en el molde uniforme de la canonización, un escritor extraño o, mejor, un escritor de la extrañeza, del extrañamiento.”

Κείμενο: Άννα Βερροιοπούλου