Ήθελα να σας παρουσιάσω τις απόψεις μου σχετικά με το ρόλο που έχει η μητρική γλώσσα στην αποτελεσματικότητα της εκμάθησης και της διδασκαλίας μιας ξένης γλώσσας.

Κατ’ αρχήν, η δική μου μητρική γλώσσα είναι τα Πορτογαλικά. Έχω ασχοληθεί με τη μελέτη 10 ξένων γλωσσών και αυτό που έχω διαπιστώσει είναι ότι τις γλώσσες που δεν κατάφερα να τις τελειοποιήσω, τις διδάχτηκα από φυσικούς ομιλητές αυτών, οι οποίοι είτε δεν είχαν καλή σχέση με τη μητρική μου, είτε η χρήση τής μητρικής μου απ’ αυτούς ήταν προβληματική.

Αυτό κατάφερα να το ερμηνεύσω σπουδάζοντας Νευρογλωσσολογία. Οι νευροεπιστήμες μάς έχουν αποκαλύψει τους τρόπους με τους οποίους «καταχωρείται» η ξένη γλώσσα στον εγκέφαλό μας. Ενώ το βασικό μας «εμπόδιο» προκειμένου να μάθουμε μια ξένη γλώσσα, είναι η μητρική μας, ταυτόχρονα συμβαίνει το εξής οξύμωρο, η μητρική μας να είναι το σημαντικότερο μέσο για την τακτοποίηση και κωδικοποίηση της ξένης γλώσσας στον εγκέφαλο. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο συνδυαστικά γίνεται η διδασκαλία τής ξένης γλώσσας με τη μητρική μας, τόσο πιο καλά μπορούμε να την ερμηνεύσουμε και να γίνουμε δημιουργικοί χρήστες αυτής.

Υπάρχει ένα αξίωμα στη μελέτη τής γλωσσικής ανάπτυξης σύμφωνα με το οποίο την ξένη γλώσσα ο ενήλικας δεν την κατακτάει, την διδάσκεται.

Πιστεύω ότι οι απορίες μας σχετικά με τη ξένη γλώσσα που μελετάμε πρέπει να ερμηνεύονται και να «τακτοποιούνται» σε σχέση με τη μητρική μας γλώσσα. Τα μοντέλα των περισσοτέρων κέντρων γλωσσών στην Ελλάδα (αλλά και στο εξωτερικό), σύμφωνα με τα οποία μιλάμε στην αίθουσα διδασκαλίας μονάχα την ξένη γλώσσα, αποδεικνύουν πανηγυρικά την αποτυχία τους, όχι τόσο σε επίπεδο απόκτησης πιστοποιητικών, αλλά σε επίπεδο κατανόησης και ερμηνείας της γλώσσας. Τι θέλω να πω με αυτό. Στην Ελλάδα είναι εντυπωσιακότατος ο αριθμός των ατόμων που ξεκινούν την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, ωστόσο είναι απογοητευτικό το ποσοστό αυτών που καταλήγουν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο γλωσσικής επιτέλεσης της γλώσσας αυτής. Βρίσκομαι συνεχώς αντιμέτωπος με ανθρώπους που διαθέτουν πιστοποιητικά υψηλών αποδόσεων, αλλά νιώθουν έντονη ανασφάλεια στην προφορική και γραπτή χρήση της γλώσσας. Ο λόγος είναι ότι την ξένη γλώσσα την έμαθαν εμπειρικά, αποκομμένοι από την παράλληλη χρήση τής μητρικής τους ως μέσο εκμάθησης της ξένης.

Έχοντας ως βασικό στόχο όταν μαθαίνουμε μια ξένη γλώσσα, την προσαρμογή μας και την εκπαίδευσή μας σε ένα σύστημα εξετάσεων προκειμένου να ανταπεξέρθουμε σ’ αυτό, έχουμε ελαχιστοποιήσει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την ξένη γλώσσα σε ανώτερα επίπεδα. Πρέπει να εγκαταλειφθούμε από την λαγνεία τής πιστοποίησης, τόσο αυτοί που μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα, όσο κι εμείς που διδάσκουμε τη γλώσσα. Πιστεύω (έστω και ρομαντικά) ότι η επιτυχία ενός καθηγητή έχει να κάνει με το πόσο καλά κατάφερε να μεταδώσει τη γλώσσα, σε σχέση με το πολιτισμό που υπάρχει πίσω από αυτήν, σε σχέση με τη μητρική γλώσσα τού μαθητή του και σε σχέση με την εμφάνιση της προσδοκίας και της λαχτάρας των μαθητών για περαιτέρω μελέτη της γλώσσας ανεξάρτητα από τα διπλώματα για την πιστοποίησή της.

Απ’ την άλλη μεριά, επιτυχία για έναν σπουδαστή θεωρώ ότι είναι η καλλιέργεια της ξένης γλώσσας με την ταυτόχρονη καλλιέργεια της μητρικής του. Τι νόημα έχει να μάθουμε μια ξένη γλώσσα όταν δεν την προσεγγίζουμε προς όφελος της μητρικής μας. Μέσα από την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας οφείλουμε πρωτίστως να βελτιώνουμε τη μητρική μας; Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι το σπουδαιότερο επίτευγμα της εκμάθησης της ξένη γλώσσας αναδεικνύεται στην μετάφρασή της.

Η δική μου συμβουλή είναι να αποκτήσει πιο ενεργό ρόλο η μητρική γλώσσα των μαθητών μας στη διδασκαλία της ξένης γλώσσας. Μπορεί αυτό εμάς τους ξένους καθηγητές να μας δυσκολεύει, αλλά το θέμα είναι πώς μπορούμε να διευκολύνουμε την ξεκάθαρη και απόλυτη κατανόηση της γλώσσας που διδάσκουμε.

Είναι κρίμα μια τόσο λογική και αρμονική γλώσσα που είναι τα Ελληνικά, αντί να ενισχύονται παράλληλα με την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας (και να ενισχύουν ταυτόχρονα την κατανόηση της ξένης γλώσσας), να υποβιβάζονται, να αγνοούνται ή να παραμερίζονται.

Το σπουδαιότερο εργαλείο στην διδακτική μιας ξένης γλώσσας πιστεύω ότι είναι η χρήση της μητρικής γλώσσα των μαθητών.

Τέλος, θα ήθελα να διαδώσω ότι οι καθηγητές πρέπει να τολμάμε να αναδεικνύουμε την προσωπικότητά μας στη διδασκαλία μας, ανεπηρέαστοι από φροντιστηριακές επιταγές και επιβολές. Την μητρική γλώσσα των μαθητών μας αξίζει να την έχουμε σε ισότιμη θέση με τη γλώσσα που τους διδάσκουμε.

Γανυμήδης