Η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα, γνωστή επίσης ως Λαντίνο (λαντίνο djudeo-espanyol, גודיאו-איספאנייול), είναι ποικιλία τής (καστιλιάνικης) Ισπανικής, η οποία ομιλείται επί πολλούς αιώνες από τους Σεφαραδίτες, τους Εβραίους που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492. Όπως συνέβη και με τη γλώσσα Γίντις (Γερμανοεβραϊκή), η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα έχει υποστεί την έντονη επίδραση της Εβραϊκής και γράφεται με χαρακτήρες τού εβραϊκού αλφαβήτου.

Ονομασία τής γλώσσας

Οι περισσότεροι ομιλητές τής γλώσσας προτιμούν την ονομασία Ισπανοεβραϊκή. Ο όρος Λαντίνο, που προέρχεται από το επίθ. latino «λατινικός», θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση με την επίσης ρομανική Λαδινική γλώσσα, που ομιλείται στη Β. Ιταλία και φέρει το ιταλ. όνομα Ladino. Άλλα ονόματα με τα οποία αποκαλείται η γλώσσα είναι τα ακόλουθα: Σεφαραδίτικη, Γιουντέσμο (Dzhudezmo / Judezmo) και (στην Εβραϊκή γλώσσα) Spanyolit (εβρ. לאדינו).

Θα μπορούσε, σε γενικές γραμμές, να λεχθεί ότι η ονομασία Λαντίνο προτιμάται από τους μη ειδήμονες, ενώ η ονομασία Ισπανοεβραϊκή χρησιμοποιείται στα γλωσσολογικά εγχειρίδια από τους ρομανιστές γλωσσολόγους. Οι γλωσσολόγοι τού Ισραήλ έχουν ακολουθήσει την ονομασία Dzhudezmo.

Στο παρόν άρθρο ακολουθείται η επιστημονικώς ορθή (από πλευράς ταξινομήσεως) ονομασία Ισπανοεβραϊκή γλώσσα.

Η απόδοση της ονομασίας Λαντίνο στην εν λόγω γλώσσα δεν είναι απολύτως σαφής. Πριν από την εκδίωξη των Εβραίων από την Ισπανία, η λέξη σήμαινε απλώς «Ισπανικά» και δήλωνε ειδικότερα τη λογοτεχνική Ισπανική εν αντιθέσει προς τις διαλέκτους, καθώς και την Ισπανική γλώσσα σε αντιδιαστολή προς την Αραβική. Μετά την εκδίωξή τους οι Εβραίοι τής Ισπανίας χρησιμοποιούσαν τη λέξη αναφερόμενοι στην προφορική απόδοση της Βίβλου στην παλαιά Ισπανική. Κατ’ επέκταση ως Λαντίνο έφθασε να δηλώνεται γενικότερα το ύφος τής Ισπανικής, όχι μόνο στη Βιβλική μετάφραση, ακριβώς όπως οι Κούρδοι Εβραίοι γενίκευσαν την ονομασία Ταργκούμ ώστε να δηλώνει την Ιουδαιο-Αραμαϊκή γλώσσα. Για τον λόγο αυτόν, σχολαστικοί Εβραίοι λόγιοι, όπως ο Χαΐμ Βιδάλ Σεφιχά (Haim Vidal Sephiha[1]), προτιμούν να κρατούν τον όρο Λαντίνο αποκλειστικά για την εξεβραϊσμένη μορφή τής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε σε Βιβλικές μεταφράσεις, οι οποίες βασίστηκαν στην παραδοσιακή προφορική απόδοση που μνημονεύθηκε ανωτέρω.

Ιστορική αναδρομή

Οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την Ισπανία μετά την έκδοση του διατάγματος της Αλάμπρα στις 2 Αυγούστου 1492, το οποίο υποχρέωνε όσους Εβραίους δεν μεταστρέφονταν στον χριστιανισμό να εγκαταλείψουν την ισπανική επικράτεια. Η πλειονότητα επέλεξε τον δρόμο τής εξορίας και ίδρυσε κοινότητες σε διάφορες περιοχές τής Ευρώπης και της Μεσογείου. Σε αυτές συγκαταλέγονται η Ολλανδία, η Ιταλία, το Μαρόκο, η Τουρκία, η Θεσσαλονίκη και η Ρόδος, καθώς και άλλες ζώνες τής ανατολικής Μεσογείου και της Β. Αφρικής. Οι εξόριστοι Εβραίοι έγιναν ευνοϊκά δεκτοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη βαλκανική της επικράτεια, πράγμα που συνετέλεσε στο να σχηματίσουν πολλές κοινότητες σε αυτές τις περιοχές. Λόγω της προέλευσής τους, άρχισαν να αποκαλούνται Sefardim (< εβρ. Sefarad «Ισπανία»).

Προέλευση

Η ομιλουμένη γλώσσα των Ισπανών Εβραίων πριν από την εκδίωξή τους δεν διέφερε ουσιωδώς από την (καστιλιάνικη) Ισπανική γλώσσα, που μιλούσε η πλειονότητα του πληθυσμού ― αν και παρατηρούνται ορισμένες ιδιαιτερότητες, κυρίως στην περιστασιακή χρήση εβραϊκού λεξιλογίου.

Επί αρκετές δεκαετίες μετά την αναχώρησή τους από την Ιβηρική χερσόνησο οι εξόριστοι Εβραίοι διατηρούσαν επικοινωνία με τα πατρώα εδάφη μέσω εμπορικών συναλλαγών και αυτό ανανέωνε την επαφή τής Ισπανίας με τις σεφαραδίτικες κοινότητες.

Βαθμηδόν η γλώσσα των εξορίστων αναπτύχθηκε ως αυτόνομο σύστημα. Φαίνεται ότι ήδη κατά την Αναγέννηση η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα είχε πάψει πλέον να είναι ευχερώς κατανοητή από τους Ισπανούς τής χερσονήσου, διότι είχε αποκτήσει αρχαϊκό χαρακτήρα στο λεξιλόγιο και στην προφορά (δεν είχε συμβαδίσει με την εξέλιξη της Ισπανικής) και περιείχε πλήθος δανείων από άλλες γλώσσες. Στους τόπους εξορίας τους οι Εβραίοι διατηρούσαν την ισπανική γλώσσα, διότι αποτελούσε σημείο αναγνωρίσεως του ότι ανήκαν στην εβραϊκή κοινότητα, ενώ στις περιοχές όπου συγκατοικούσαν με τους Ασκεναζίτες η Ισπανοεβραϊκή ήταν διακριτό γνώρισμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Στους αιώνες που ακολούθησαν η γλώσσα αυτή υπήρξε το μέσον για σημαντική προφορική και γραπτή παράδοση (λογοτεχνίας και τραγουδιών).

Στη Θεσσαλονίκη, αρχικώς οθωμανική και κατόπιν ελληνική, το ειδικό βάρος τής σεφαραδίτικης κοινότητας ήταν τέτοιο, που κατέστησε τη Λαντίνο lingua franca του εμπορίου μεταξύ όλων των κατοίκων τής πόλεως―Εβραίων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

19ος αιώνας

Ο 19ος αιώνας υπήρξε περίοδος αλλαγής. Οι σεφαραδίτικες κοινότητες εκκοσμικεύθηκαν, οι μετακινήσεις αυξήθηκαν, η δε ακαδημαϊκή εκπαίδευση παρεχόταν σε άλλες γλώσσες, κυρίως στη Γαλλική.

Η ανάδυση του εθνικισμού και ο επακόλουθος σχηματισμός νέων εθνικών κρατών άσκησαν πίεση στους Σεφαραδίτες να εγκαταλείψουν τη δική τους γλώσσα για την επίσημη γλώσσα τού κράτους στο οποίο ζούσαν. Παραδόξως, οι δεκαετίες μεταξύ 1880 και 1930 υπήρξαν τα χρόνια κατά τα οποία παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη άνθηση της Ισπανοεβραϊκής, πρόκειται δε για την περίοδο της μεγαλύτερης δημογραφικής αύξησης των Σεφαραδιτών. Η αύξηση αυτή αντανακλάται επίσης στη γραπτή παραγωγή και περιλαμβάνει τόσο έντυπα στη Λαντίνο όσο και μεταφράσεις έργων τής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας σε αυτή τη γλώσσα.

Ορισμένοι προτιμούν να αποκαλούν τη Λαντίνο τού 19ου αιώνα Νεοϊσπανοεβραϊκή (Neojudeoespañol) σε αντιδιαστολή προς την κλασική Ισπανοεβραϊκή (Castizo) εξαιτίας των άφθονων δανείων από τη Γαλλική γλώσσα, που συχνά σκοπό είχαν να αντικαταστήσουν δάνεια τουρκικής προελεύσεως και να προσδώσουν στη γλώσσα χαρακτήρα πιο «ρομαντικό».

Προς το τέλος τού 19ου αιώνα πυκνώνουν ξανά οι επαφές με την (καστιλιάνικη) Ισπανική γλώσσα, κατ’ εξοχήν στο Μαρόκο, όπου η γλώσσα των Σεφαραδιτών είχε βρει δίαυλο επικοινωνίας με τη σύγχρονη Ισπανική. Μερικές σεφαραδίτικες κοινότητες προσδοκούσαν ότι η Ισπανία θα υιοθετούσε πολιτική επανεξισπανισμού (reespañolización) των παλαιών Εβραίων εξορίστων, ανοίγοντας σχολεία και ανώτερα εκπαιδευτήρια, τα οποία θα αντέστρεφαν τη γαλλική επιρροή. Ανέμεναν ακόμη ότι οι Σεφαραδίτες θα μπορούσαν ίσως να επανακτήσουν την ισπανική τους ιθαγένεια, ώστε να αποφύγουν τους πολέμους και την αστάθεια που επικρατούσε τότε στα Βαλκάνια μετά τη συνεχιζόμενη κατάτμηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Εντούτοις, αυτές οι προσδοκίες βρήκαν μικρή ανταπόκριση στην ισπανική ηγεσία, εν μέρει λόγω αδράνειας ή απραξίας και εν μέρει επειδή η αντισημιτική προκατάληψη παρέμενε ζωντανή στην πολιτική τάξη τής χώρας, παρά τους αιώνες που είχαν μεσολαβήσει.

20ός αιώνας

Κατά τον 20ό αιώνα η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα παρήκμασε με ταχύ ρυθμό. Ισχυρός λόγος υπήρξε ασφαλώς το γεγονός ότι το ναζιστικό ολοκαύτωμα αφάνισε σχεδόν ολόκληρες κοινότητες, όπως την πολυάριθμη σεφαραδίτικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης και άλλες μικρότερες στα Βαλκάνια, στην Ολλανδία και στη Βόρεια Μεσόγειο. Η συστηματική εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτέλεσε το σφοδρότερο πλήγμα που υπέστησαν οι σεφαραδίτικες κοινότητες μετά την εκτόπισή τους από την Ισπανία το 1492. Δεύτερη αξιοσημείωτη αιτία παρακμής τής γλώσσας ήταν οι μεταναστεύσεις που προκλήθηκαν από τον πόλεμο και κατόπιν από την ίδρυση του κράτους τού Ισραήλ, οι οποίες αποσυνέθεσαν τις κοινότητες. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια η Ισπανοεβραϊκή έχασε περίπου το 90% των ομιλητών της. Η πορεία που οδήγησε εκεί είναι προφανής: Η Ισπανοεβραϊκή έπαψε πλέον να αποτελεί σημείο εντοπιότητας και αναγνωρίσεως και έχασε περαιτέρω εκείνους που μπορούσαν να διευρύνουν και να συστηματοποιήσουν τη χρήση της: τους συγγραφείς και τους λογοτέχνες.

Η διατήρηση της Ισπανοεβραϊκής ως στοιχείου τής εβραϊκής ταυτότητας δεν ήταν πλέον αισθητή ή αναγκαία στο Ισραήλ, διότι η γλώσσα που εθεωρείτο πλέον καταλληλότερη για τους πολίτες, η Εβραϊκή, είχε αναβιώσει με επιτυχία. Στη χώρα μετακινήθηκε επίσης η πλειονότητα των Σεφαραδιτών από το Μαρόκο, που μετανάστευσε μαζικά εκεί κατά τη δεκαετία τού 1950. Όσοι μετανάστευαν σε ισπανόφωνες χώρες γρήγορα εγκατέλειπαν τη γλώσσα τους για την Ισπανική, οι δε κοινότητες στη Γαλλία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες τη διατήρησαν για μικρό χρονικό διάστημα περιορισμένη σε οικιακή χρήση ή σε συζητήσεις μεταξύ φίλων.

Ποικιλίες

Την εποχή τής εκδίωξης από την Ισπανία η καθημερινή γλώσσα των Ισπανοεβραίων λίγο διέφερε από τη γλώσσα των λοιπών Ισπανών. Υπήρχε, ωστόσο, μια υφολογική ποικιλία που εχρησιμοποιείτο για μελέτη ή μετάφραση, μια αρχαϊκή διάλεκτος της Ισπανικής η οποία ενσωμάτωνε μεγάλο αριθμό δανείων από την Εβραϊκή και την Αραμαϊκή και έτεινε να αποδίδει κατά λέξη τη σειρά των όρων τής Εβραϊκής (λ.χ. η εβρ. φρ. ha-laylāh ha-zeh «απόψε – αυτή η νύχτα» αποδίδεται la noche la esta αντί του κανονικού ισπ. esta noche). Όπως προαναφέρθηκε, ορισμένες αυθεντίες τείνουν να περιορίζουν τον όρο Λαντίνο στη δήλωση αυτής ακριβώς της ποικιλίας.

Μετά την εκδίωξη η καθημερινή γλώσσα υφίστατο την αυξανόμενη επίδραση τόσο της γλώσσας τής λόγιας μελέτης όσο και των τοπικών μη εβραϊκών κοινολέκτων, όπως η Ελληνική και η Τουρκική, και έφθασε να αποκαλείται Γιουντέσμο (Dzhudezmo / Judesmo). Κατά τούτο, η ανάπτυξή της ήταν παράλληλη με τη Γερμανοεβραϊκή γλώσσα των Ασκεναζιτών. Εντούτοις, αρκετοί ομιλητές, κυρίως δε τα ηγετικά μέλη τής κοινότητας, χειρίζονταν επίσης μια επισημότερη μορφή, πλησιέστερη προς την Ισπανική, γνωστή ως Καστιλιάνικη (Castellano). H ισπανοεβραϊκή διάλεκτος που ομιλείτο στο Β. Μαρόκο ήταν γνωστή με το όνομα Haquitía (< αραβ. haka «λέγω»).

Ορθογραφία

Στη σύγχρονη εποχή η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα γράφεται συχνά με το λατινικό αλφάβητο, κυρίως στην Τουρκία. Εντούτοις, εξακολουθεί να συναντάται γραμμένη επίσης στο εβραϊκό αλφάβητο (κυρίως με τους χαρακτήρες Ρασί), ακολουθώντας την πρακτική που επικρατούσε σχεδόν καθ’ όλοκληρίαν ώς τον 19ο αιώνα (υπό την ονομασία aljamiado). Αν και στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν τόσο το ελληνικό όσο και το κυριλλικό αλφάβητο, αυτό σπανίζει πλέον.

Μετά τον αποδεκατισμό των σεφαραδίτικων κοινοτήτων κατά το Ολοκαύτωμα σε μεγάλο μέρος τής Ευρώπης (κυρίως στις Κάτω Χώρες και στα Βαλκάνια), η πλειονότητα των εναπομεινάντων Σεφαραδιτών ομιλητών ήταν Τούρκοι Εβραίοι. Ως επακόλουθο, πολλά ισπανοεβραϊκά κείμενα χρησιμοποιούν την τουρκική διασκευή τού λατινικού αλφαβήτου. Εντούτοις, η ισραηλιτική οργάνωση Autoridad Nasionala del Ladino, η οποία ασχολείται με την προώθηση και τυποποίηση της Ισπανοεβραϊκής, ακολουθεί διαφορετική ορθογραφία. Η ορογραφία αυτή είναι φωνητική και εμφανίζεται κυρίως στο περιοδικό Aki Yerushalayim καθώς και στα διάφορα συνέδρια της εν λόγω οργάνωσης στα οποία παρουσιάζουν τα έργα τους διάφοροι σύγχρονοι συγγραφείς στην Ισπανοεβραϊκή γλώσσα. Επιπλέον, υπάρχουν Εβραίοι λόγιοι (όπως ο Γιακόμπ Χασάν) οι οποίοι διατείνονται ότι η Ισπανοεβραϊκή πρέπει να υιοθετήσει την ορθογραφία τής (καστιλιάνικης) Ισπανικής.

Μια περισσότερο συντηρητική και λιγότερο δημοφιλής, αλλά πιθανόν ιστορικά αξιόπιστη λύση, θα ήταν να υιοθετηθεί η ορθογραφία που ακολουθείτο τον καιρό τής εκδίωξης των Εβραίων από την Ισπανία το 1492. Η ορθογραφία τής εποχής έχει πλέον τυποποιηθεί και υποστεί αλλαγές με τελευταία τη μεταρρύθμιση του 18ου αιώνα. Κατά τούτο, η Ισπανοεβραϊκή διατηρεί εν μέρει την προφορά που φαίνεται ότι είχε η Ισπανική γλώσσα εκείνης της εποχής και η οποία θα εθεωρείτο αρχαϊκή στη σύγχρονη ισπανική ορθογραφία.

Η φωνητική ορθογραφία της Autoridad Nasionala del Ladino χρησιμοποιείται επίσης στο Ελληνο-λαντίνο λεξικό και στα διάφορα έργα της ελληνίδας συγγραφέως Ρίτας Γκαμπάι.

Υποσημειώσεις

  1. Βλ. El Ladino. Lengua litúrgica de los judíos españoles Haim Vidal Sephiha, Historia 16, 1978.

Βιβλιογραφία

  • Markus, Shimon, 1965: Ha-safa ha-sefaradit-yehudit [Η ισπανοεβραϊκή γλώσσα], Jerusalem.

  • Socolovsky, Jerome. «Lost Language of Ladino Revived in Spain», Morning Edition, National Public Radio, March 19, 2007. [1]

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια