Μέσα από το μοναχικό κελάρι των γηρατειών μου, σου γράφω αυτό το γράμμα και εσένα σου μιλώ,
αγαπημένη μου συμβία.
Διασχίζω τον μακρύ διάδρομο των αναμνήσεων μου, διαδρομή που μου ΄λαχε να περπατήσω μόνος και χωρίς εσένα,
ζευγάρι μου αγαπημένο, λατρεμένο ταίρι.
Σε κάθε βήμα αυτού του δρόμου συναντώ τον εχθρό της μνήμης μου, εν μέσω νεφών προδότρα, και δεν ξέρω τι πονάει πιο πολύ · η απουσία σου ή η αμνησία που φλερτάρει με ό,τι έχω ζήσει.
Εγώ που παλεύω, έχοντας κόντρα ανέμους λόγιας αντίληψης και χρόνια ευθυκρισίας, βρίσκομαι τώρα εδώ για να σου εξομολογηθώ, γραπτώς και ολογράφως, αυτό που πιο πολύ απήλαυσα από τον μακρύ, κοινό μας βίο, που πρώτη εσύ διέκοψες.
Από πάντα σου ήμουν άπιστος, από την πρώτη γουλιά του κόκκινου κρασιού που ήπια –από τη μέρα που σε γνώρισα- μέχρι τη μέρα που άκουσα, την ύστατη πνοή σου.

Πολλά έχω να σου πω, που εσύ δεν ξέρεις. Παρ΄όλα αυτά, θα σου μιλήσω μόνο για τα χρόνια που μαζί σου γεύτηκα, δεκαετίες μοιρασμένες και κοινές, για να σου θυμίσω λεπτομέρειες, γεγονότα και στιγμές, που τη νοστιμιά τους ποτέ δεν έμαθες να απολαμβάνεις και να κρίνεις.

Με μία υπεράνθρωπη προσπάθεια διαβαίνω τα λιμνάζοντα νερά της μνήμης μου, που παγίδες στήνει και με εμπαίζει, και επιστρέφω στο πριν, το ευτυχές και παρελθόν, κι έτσι σου εξηγώ, κι έτσι σου διηγούμαι. Σε θυμάμαι λοιπόν, εσύ να κάθεσαι στο πλάι μου με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, κάνοντας μια πρόποση στον έρωτα, τον δικό μας έρωτα, τον διαρκή, στο χρώμα της πορφύρας. Μια πρόποση στη ζωή, τη δική μας τη ζωή, γεμάτη απο θύμησες γλυκές, ζαχαρωμένες.

Εσύ κι εγώ, αλάνθαστοι και εγκρατείς, συνοδεύαμε κάθε τέλος και αρχή με οίνο κόκκινο πιστό και ζωηρό, οίνο που στα μέρη και αμπελοτόπια σου το λέγαν Μαντηλαριά και στα δικά μου Αμοργιανό· θρήσκοι μάρτυρες εσύ κι εγώ, του κάθε σταφυλιού και γης που μας είχε θρέψει.

Στις πρώτες συναντήσεις μας, τις ντροπαλές και φευγαλέες, στα πανηγύρια του φθινοπώρου στο χωριό, κατέφθανες στο κτήμα του Φλορεντίνο για να γιορτάσεις μαζί μου τον τρύγο και συγκομιδή, λιθάρια και πλιθιά της μεταξύ μας ένωσης και αυτής της απιστίας μου, που τόσο νωρίς δεν δίσταζε να ανθίσει.

Η Μαντηλαριά. Κομψή κι ευγενική, σαν εσένα. Με έκφραση αριστοκρατική, όπως η δική σου παρουσία, ποικιλία ευωδιαστή σαν το άρωμα που άφηνες στο πέρασμα σου. Ωριμάζει όψιμα, όπως όψιμος ήταν ο έρωτάς μου για σένα, Λουθία. Η σάρκα του καρπού της, χυμώδης και γλυκιά, μίσχος και τσαμπί λιγνό, σαν το λυγερό και ζουμερό κορμί σου. Καλάθια γεμάτα με σταφύλια της Μαντηλαριάς, από τη μια τα στέμφυλα και από την άλλη ο καρπός για γλεύκο. Μέσα σε πατητήρια, ρώγες βαθυκόκκινες και σκούρες, όμορφο χρώμα λαμπερό, που θύμιζε την απόχρωση και το ύφος των ματιών σου, Λουθία.

Ναι, το Αμοργιανό. Το σταφύλι Αμοργιανό, της παιδικής μου ηλικίας και της γης μου, που το όνομά του σου φαινότανε αστείο. Έπειτα, τα κερασένια χείλια σου, όταν έπινες τούτο το κρασί με ένα πληθωρικό χαμόγελο φωτίζονταν. Και το κόκκινο των χειλιών σου το κερασί γινόταν πιο βαθύ, απόχρωση του Αμοργιανού που τόσο αστείο σου φαινόταν.

Ποικιλία εξαίρετη που ενδείκνυται για την παλαίωση, όπως εγώ που τελικά άντεξα και έζησα από σένα πιο πολύ, Λουθία. Εσύ, που ακόμη θα έπρεπε να είσαι δίπλα μου, γηραιά και μεγαλοπρεπής για να μου δίνεις τόνο, αντοχή και ένταση, όπως το καπνισμένο ξύλο χαρίζει τη δύναμή του στο παλιό κρασί. Θα έπρεπε να είσαι τώρα εδώ και να με συνοδεύσεις, τώρα που θα πιω το τελευταίο ποτήρι Αμοργιανό, το ίδιο κρασί που εσύ Μαντηλαριά ονόμαζες.

Δυο βαένια δρύινα, εσύ κι εγώ, που αγκαλιάζουν μούστο από τον ίδιο κόκκινο καρπό, σεβόμενοι τα διαφορετικά ονόματα που το ίδιο σταφύλι περιγράφουν. Δυο βαένια, εσύ κι εγώ, ξύλινα σκαριά βελανιδιάς που κείτονται στις κάτω τις σειρές, τις πρώτες και τις πιο παλιές, και αναπαύονται σε ψηλοτάβανα, σκοτεινά και αψιδωτά κελλάρια. Το δικό σου το σκαρί ράγισε νωρίς, αφήνοντας με μόνο εδώ, χωρίς άλλο λόγο ύπαρξης, χωρίς αρώματα ή άλλες παρεμβάσεις. Πριν λοιπόν φύγω, μια ακόμα σκηνή σου εξιστορώ κι έτσι για την απιστία μου σε σένα θα μιλήσω.

Η αμνησία, από τότε που δίπλα μου δεν είσαι, πιστά με συντροφεύει, συχνά με ξεγελά κι ενώ κάθε ανάμνηση παλιά μου κλέβει, από την άλλη μου χαρίζει όσφρηση και γεύση αλάθητη, ακονίζει τις αισθήσεις μου. Τα θολά μου μάτια τα κάνει να βλέπουν χρώματα έντονα, το γερασμένο βλέμμα μου αναγεννά κι εκπλήσσει.

Λουθία, θα πιω το τελευταίο ποτήρι κόκκινο Αμοργιανό κρασί που μου αναλογεί, και τώρα που εσύ δεν είσαι πια εδώ, θα το ονομάσω όπως θέλω. Λουθία, από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα σου ήμουν άπιστος. Κάθε φορά που μόνος και χωρίς εσένα έπινα κρασί, τις φορές που μπέρδευα το χρώμα των χειλιών σου με την έντονη απόχρωση αυτού του οίνου. Τις φορές που η γεύση του φιλιού σου μόνο μια στιγμή κρατούσε και μετά χανόταν, μπερδευότανε κι αυτή με τη λεπτή γλυκύτητα του Αμοργιανού, που όταν πια εδώ δεν ήσουνα, εμένα με στοργή παρηγορούσε.

Όψη
Ανοίγω το τελευταίο μπουκάλι. Η μνήμη μου παραλύει απολύτως. Η αμνησία αγκαλιάζει το κορμί και το μυαλό μου, σαν ζωηρή μνηστή που μόνο γι΄ αυτή με θέλει. Οι αισθήσεις μου ξυπνούνε. Σερβίρω το τελευταίο ποτήρι κόκκινο κρασί, αυτό που τώρα θα πιω πριν έρθω να σε ψάξω. Πιάνω το ποτήρι με τα δυο μου χέρια και το φέρνω προς εμένα κάθετα σχεδόν, με μία κλήση διαγώνια, ή μάλλον παράλληλη με το λευκό τραπεζομάντιλο του τραπεζιού, που τα χρώματα τα έντονα ακόμα πιο πολύ τονίζει. Οι κόρες των ξεθωριασμένων μου ματιών ζωντανεύουν, το βλέμμα μου με ένταση παρατηρεί και περιγράφει χρώμα ερυθρό βαθύ και βιολετί. Μέλανας καρπός, απόχρωση ώριμου βατόμουρου αυτό το κόκκινο θυμίζει. Τρέμει το χέρι μου, όχι όμως από τα γηρατειά που με έχουν πια σμιλέψει, αλλά από την υπέρτατη συγκίνηση που στην ψυχή μου προκαλεί τούτη η πρόποση, μοναχική και τελευταία.

Όσφρηση
Τοποθετώ το ποτήρι μου στο τραπέζι και ξεκινώ αργά να το στροβιλίζω, προκαλώ έτσι του κρασιού την αναπνοή, την πρώτη μυρωδιά να αναδειχθεί και να αναδυθεί, και να με σαγηνεύσει. Σηκώνω το ποτήρι και το πλησιάζω στη μύτη μου. Φρούτα ώριμα και κόκκινα, του δάσους και της άνοιξης, το άρωμα πρωτεύων. Κλείνω τα γκρίζα μάτια μου και αυτήν τη μυρωδιά προσπαθώ να ξεψαχνίσω· ίσως φράουλα υπερώριμη και γλυκερή, ίσως βύσσινο του κουταλιού, δαμάσκηνο από τον ήλιο καλά ψημένο. Απαύγασμα αρωματικό, πανδαισία αισθημάτων, τούτο το αγαπημένο Αμοργιανό. Σύνθετο και αρμονικό, άρωμα πολύπλοκο που εξελίσσεται και πίσω από τα πρώτα του φρούτου αρώματα φανερώνει θύμησες ναι, θύμησες ξύλου γηραιού, παλαιωμένου.

Γεύση
Πλησιάζω το ποτήρι στα χείλη μου, χείλη που χρόνια τώρα δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο και γέλιο. Πλησιάζω το κρασι στο στόμα μου που βρέχει και ανακουφίζει τα ξηρά μου χείλη που σπάνε σε ρυτίδες, εκδορές και αμυχές του γήρατος. Το Αμοργιανό κρασί στρογγυλεύει μέσα στο στόμα μου, ο όγκος του ανοίγει και ξανοίγεται και έπειτα ισορροπεί, αίσθημα καλοδεχούμενο καθε φορά που τούτο το κρασί και γεύση τη στοματική κοιλότητά μου κατακτούσαν. Κρασί με σώμα και όχι φλύαρο, γουλιά απολαυστική που για ακόμη μια φορά σε σένα, Λουθία, άπιστο με κάνει.

Το γεύομαι σιγά σιγά, μακαρίζοντας τούτη τη φρεσκάδα την τόσο ισορροπημένα δροσερή, που με λεπτότητα αφήνει να αναπτυχθούν όλες οι γεύσεις και αριστοκρατικές εκφάνσεις. Έτσι η γλώσσα μου είναι ικανή να δουλέψει κάθε γεύση ντροπαλή, που κρύβεται και δεν είναι εύκολο με τη μία να ξεχωρίσεις. Αγαπητό μου Αμοργιανό, σαγηνευτικό, νευρικό και ζωηρό, πόσο κολακευτικά ακόμα με εγκλωβίζεις, τώρα που προσπαθώ κάτι παραπάνω να σου βρω και το παρελθόν να ανακαλέσω –μνήμη κλέφτρα και προδότρα- νιώθω σαν να το πίνω για πρώτη μου φορά, όπως την πρώτη φορά εσένα αντίκρισα, Λουθία.

Η γεύση του λοιπόν, όπως και η μυρωδιά, μπουκέτο πλούσιο φρούτων σου προσφέρει. Κι αμέσως σε χρόνο δεύτερο η επίγευση χαρίζει εντύπωση ώριμη και απτή, σημεία γεύσεως που πλησιάζουν τη βανίλια και τη σύνθετη κανέλα. Αρώματα μπαχαρικών που στιγμιαία περιπαίζουν τον ουρανίσκο μου, που άμεσα τα μετατρέπει και τα μεταφράζει σε υφή βαλσαμική και βελουδένια.

Αποτελειώνω το ποτήρι μου κι έτσι ολοκληρώνω την ύστατή μου απιστία σε σένα, Λουθία. Εγκαταλείπω τη μοναξιά μου και αυτόν τον μακρύ διάδρομο των αναμνήσεων μου με μία γεύση πλούσια και έντονη στο στόμα, γεύση γλυκιά και πιπεράτη, ίσως εξ αιτίας της παλαίωσης τούτου του κρασιού που εγώ το έλεγα Αμοργιανό ενώ εσύ Μαντηλαριά το ονόμαζες.

Στο τελείωμά του, μακρύ και δυνατό, όπως κάθε εκφραστικό κρασί, η γεύση του αιώνια κι ατέλειωτη κάθε φορά που το δοκίμαζα χωρίς εσένα.

Συγχώραμε, Λουθία, κάθε απιστία μου, συγχώρεσε κάθε τι που απήλαυσα με εσένα δίπλα, απάλλαξε με από τούτο το Αμοργιανό, που έτσι το ονόμαζα όταν εσύ εδώ δεν ήσουν.

Συγχώρεσε κάθε μου γουλιά, κάθε στεναγμό και απόλαυση που εσύ δεν μου είχες προκαλέσει.

Φεύγω κι έρχομαι να σε βρω, μητέρα των αισθήσεων, αγαπημένη μου συμβία.

Αυτό το βαθυκόκκινο κρασί ονόμασέ το όπως θέλεις, τώρα που πια δεν πρόκειται από αυτό να ξαναπιώ.

Μαντηλαριά ή Αμοργιανό, εσένα αγάπησα Λουθία, κι εσένα θα αγαπώ.

Σημειώσεις

Αυτό το άρθρο συμμετέχει στον διαγωνισμό ¨I Premios Vinos y Blogs del III Concurso de vinos del Noroeste¨

Οι εραστές : Ο Λορένθο πεθαίνει, αφού πιει το τελευταίο ποτήρι κόκκινο κρασί, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της γυναίκας του, Λουθία. Πεθαίνει από τα γηρατειά, την αγάπη, την αμνησία και τη μοναξιά.

Το πρωτότυπο άρθρο γράφτηκε στα ισπανικά και για λόγους μετάφρασης και απόδοσής του στα ελληνικά η ισπανική ποικιλία κόκκινου σταφυλιού Cencibel και Tempranillo (ίδια ποικιλία που λαμβάνει διαφορετικό όνομα ανάλογα με την περιοχή παραγωγής) αντικαταστάθηκαν από την ελληνική ποικιλία Αμοργιανό, που ανάλογα με την περιοχή παραγωγής και αμπελώνα λαμβάνει και το όνομα Μαντηλαριά.
http://www.cuentosalvino.com/2010/05/los-amantes-del-cencibel.html

Περαιτέρω τεχνικές πληροφορίες

Η Μαντηλαριά είναι μία από τις πιο γνωστές ερυθρές ελληνικές ποικιλίες και έχει συνδεθεί με τη μακραίωνη οινοκαλλιεργητική παράδοση του τόπου μας και ειδικότερα μ' αυτήν του αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Εχει αναφερθεί σε αρχαία κείμενα, κυρίως από τον Παυσανία, για τη σχέση της με τον Αρούσιο Οίνο που παράγονταν στην περιοχή της σημερινής Χίου - η Αρούσια ήταν περιοχή που στην αρχαιότητα φημιζόταν για τα κρασιά της.

Συνώνυμά της είναι το Αμοργιανό (Ρόδος), Μαντηλάρι (Κρήτη), μαύρη Κουντούρα (Αττική, Αχαΐα, Λέσβος, Εύβοια, Σαμοθράκη, Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη, Μαγνησία), μαύρη Δουμπραίνα (Αττική), Κούντουρο (Ικαρία, Χίος) και Παριανό (Πάρος). Αρχικά καλλιεργούνταν στις Κυκλάδες, τη Ρόδο και την Κρήτη και εν συνεχεία επεκτάθηκε στην Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Σήμερα έχει φτάσει να καλύπτει 30.000 στρέμματα.

Η Mαντηλαριά είναι ευαίσθητη στον περονόσπορο, το βοτρύτη και τη φαιά σήψη, αλλά πολύ ανθεκτική στην ξηρασία και γι' αυτό καλλιεργείται με πολύ καλά αποτελέσματα στη νησιωτική χώρα.

Αγαπάει τα ελαφρώς ξηρά εδάφη, το χαμηλό υψόμετρο και τις περιοχές με ζεστά καλοκαίρια.

Τα κρασιά που παράγονται από Mαντηλαριά είναι έντονου χρώματος, μέτριας αλκοόλης, πλούσια σε τανίνες αλλά με μέτρια οξύτητα. Γενικά, δίνει κρασιά που, λόγω της τανικότητας και του χρωματικού δυναμικού τους, ενδείκνυνται για παλαίωση αλλά κυρίως για τη χρησιμοποίησή τους σε χαρμάνια μαζί με άλλες ποικιλίες - για τη διόρθωση του χρώματός τους.[…]