Του Λέανδρου Πολενάκη*

Στα τέλη του 19ου αιώνα η Ισπανία και η Ελλάδα αντιμετώπισαν το ίδιο δίλημμα: «Με την Ευρώπη ή χωρίς αυτήν;».

Στην Ισπανία το δίλημμα πήρε διαστάσεις εθνικού διχασμού. Ένα μεγάλο μέρος της ισπανικής κοινωνίας τασσόταν υπέρ της ένταξης της χώρας στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και ένα άλλο, εξίσου μεγάλο, ήταν φανατικά κατά. Όπως στην Ελλάδα, όπου το ζήτημα διαιωνίστηκε. Στο ισπανικό δίλημμα απάντησε ο μεγάλος φιλόσοφος, ποιητής και πεζογράφος Μιγέλ Ντε Ουναμούνο με μια φαινομενικά παράδοξη πρόταση:

«Προορισμός της Ισπανίας δεν είναι να εξευρωπαϊσθεί, αλλά να εξαφρικανίσει την Ευρώπη!». Λίγοι τον κατάλαβαν. Ο νεαρός μαθητής και στενός του φίλος Άνχελ Γκανιβέτ, συγγραφέας και διπλωμάτης, ανέλαβε τότε να «εκλαϊκεύσει» τον λόγο του δασκάλου του. Έγραψε (1896) το βιβλίο Idearium Español ("Ισπανικό ιδεολόγιο"), μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της φιλοσοφίας και της Ιστορίας της Ισπανίας, με ανάδειξη της «ισπανικής ιδιαιτερότητας» και της κομβικής θέσης της χώρας ανάμεσα σε τρεις πολιτισμούς...

Απάντησε στο κρίσιμο πολιτικό ερώτημα: «Τι να κάνουμε;», όχι παρενθοντολογώντας, αλλά με μια ενορατική "φυγή στο μέλλον", που περιέχει πολύ παρόν. Προέβλεψε τη ρωσική επανάσταση, είδε την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της Αγγλίας στις θάλασσες, προτείνοντας ως «real politik» τη συμμαχία μαζί της. Προειδοποίησε για την αφύπνιση σε βάθος χρόνου του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Προείδε ακόμη τη μετάλλαξη της αδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ισχυρή εθνικιστική Τουρκία! Συνεχίζει μέχρι να καταλήξει στην επί της ουσίας πρότασή του. Τη μεταφέρω συμπυκνωμένη:

«Προορισμός της Ισπανίας είναι να εκπολιτίσει τη 'βάρβαρη' Ευρώπη 'μπολιάζοντάς' την με τη διακριτή 'βαρβαρότητα' μιας πολιτισμένης χώρας που είναι σε θέση να αντικρίζει τον θάνατο μέρα μεσημέρι κατάματα δίχως να φοβάται, μεταμορφώνοντάς τον σε μεγάλη τέχνη, με τον τρόπο ενός Φρανσίσκο Γκόγια. Μια 'επίθεση πολιτισμού' χωρίς την ένοπλη βία του 'Κονκισταδόρ', αλλά, αντιστρόφως, 'δονκιχωτικά', αποστολικά και όχι ιεραποστολικά, με το πνεύμα του οικουμενικού πολιτισμού της»...

Το βιβλίο του Γκανιβέτ αποτέλεσε και αποτελεί μόνιμο σημείο αναφοράς όλων των πολιτικοκοινωνικών αναζητήσεων της σύγχρονης δημοκρατικής Ισπανίας, που αντιστέκεται στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα προτείνοντας ως αντιφάρμακα την Ιστορία, τη γλώσσα και τον οικουμενικό πολιτισμό της. Ένα τέτοιο κάθετο κείμενο λείπει δραματικά από την Ελλάδα.

Στους προβληματισμούς του νομομαθούς συγγραφέα περιλαμβάνεται και το πνεύμα των νόμων. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα παραθέτω, για να συλλάβει ο αναγνώστης την όντως εντυπωσιακή παραλληλία των δρόμων Ισπανίας - Ελλάδας μέσα στους «πυρακτωμένους» νέους χρόνους:

«Το δικαικό πνεύμα μιας χώρας αποκαλύπτεται, φτάνει να παρατηρήσουμε σε ποιο σημείο της εξελικτικής ιδέας της Δικαιοσύνης εστιάζει κυρίως την προσοχή της. Επειδή οι νομικοί κώδικες λίγα πράγματα σημαίνουν. Διαθέτουν μόνο αντικειμενική αξία: χρειάζεται η δικαστική ερμηνεία τους. Δεν αρκεί μόνο να πούμε ότι η Ισπανία κυβερνήθηκε από το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ύστερα από το Γερμανικό, κατόπιν από ένα αμάλγαμα των πιο πάνω και των νεότερων δικαικών αντιλήψεων που έφερε η πρόοδος. Αν δούμε από κοντά το πράγμα, διαπιστώνουμε ότι πάνω από το συνονθύλευμα των επίσημων νόμων υπήρξε πάντα ένας ιδεατός ανώτερος νόμος, ο πάγιος νόμος της ερμηνείας από τον δικαστή, κάτι που στην Ισπανία ισούτο πιο πολύ με νομική αποσάθρωση...

Η Ισπανία δεν είχε ποτέ δικούς της νόμους: της επιβλήθηκαν από ξένες δυνάμεις διά της βίας. Έτσι, στη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου κατά των Μαυριτανών, όταν χαλάρωσαν τα νομικά δεσμά τους, χάθηκε το ενιαίο της νομοθεσίας. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την έννοια του νόμου, επειδή τα συστημικά 'προνόμια' που τον υποκατέστησαν εμπεριείχαν την άρνησή του. Το καθεστώς των 'προνομίων' βασίζεται στη διαφοροποίηση του νόμου για να προσαρμοσθεί στα συμφέροντα στενότερων κοινωνικών ομάδων. Αν, όμως, αυτή η διαφοροποίηση λάβει έκταση υπερβολικά μεγάλη, όπως στην Ισπανία, τότε μπορεί το πράγμα να φθάσει σε τέτοιο βαθμό νομικής εξατομίκευσης, ώστε κάθε φατρία να επιθυμεί να έχει μία νομοθεσία 'κομμένη' στα μέτρα της. Έτσι φθάσαμε ένα βήμα πριν από την πραγματοποίηση του δικαικού μας ιδεώδους: όλοι οι Ισπανοί να έχουν στον χαρτοφύλακά τους ένα διάταγμα ενός μόνο άρθρου: 'Αυτός ο Ισπανός εξουσιοδοτείται να κάνει ό,τι θέλει'».

Σας θυμίζουν τίποτε αυτά; Και η Ελλάδα πάλεψε για πολλούς αιώνες να αποτινάξει τον ξένο ζυγό. Και η Ελλάδα κυβερνήθηκε για μεγάλα διαστήματα από το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ύστερα από το Οθωμανικό, κατόπιν από το Γερμανικό (των «Πανδεκτών»), σήμερα από το Ευρωπαϊκό... Δεν είχε ποτέ δικούς της νόμους. Έτσι, κάπως, εξηγούνται η «απείθεια» του Έλληνα στους νόμους και το «καθεστώς των προνομίων», που κάκιστα διαιωνίζεται εάν, όντως, πρόκειται για συστημικά προνόμια...

Όλα τα θεσμικά ή χαρακτηρολογικά «κουσούρια» μας, που ανεμίζουν θριαμβικά οι παλαιόθεν «φίλοι», πλην αξιοθρήνητα ανιστόρητοι, Γερμανοί. Όλα αυτά δεν είναι παρά συμπτώματα μιας «ασθένειας» που ονομάζεται «κρίση ταυτότητας». Για την Ελλάδα μόνη «θεραπεία» είναι να πάρει λίγο στα σοβαρά και να προτάξει, όπως η Ισπανία, την Ιστορία, τη γλώσσα και τον οικουμενικό πολιτισμό της.

* Ο Λέανδρος Πολενάκης είναι μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: avgi.gr