Πνευματικές συγγένειες μεταξύ Ελλάδας και Λατινικής Αμερικής
«Κι όμως δε λύγισαν…» Εκείνα τα λόγια αντηχούσαν μέσα στα αυτιά μου καθώς στεκόμουνα μπροστά στην φωτογραφία του, καθώς αισθανόμουνα να με διαπερνά ένα βλέμμα σχεδόν διαχρονικό, ένα βλέμμα που δεν ξέρουμε ακριβώς που απευθύνεται διότι υπερβαίνει τον χρόνο και τον χώρο. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην φωτογραφία του Ιωάννη Κατεβάτη που, με τη ματιά του, μυστηριωδώς πλημμυρίζει το γραφείο της κυρίας Διονυσίας Πουλάκη-Κατεβάτη.
«Κι όμως δε λύγισαν…» μου επάνελαβε η κυρία Διονυσία. Έφυγα από το σπίτι της βαθιά συγκινημένη από την ιστορία που μου είχε διηγηθεί… Έως τότε η λέξη «ΠΕΑΝ» μου ήταν άγνωστη. Πρώτη φορά άκουγα τα ονόματα «Κωνσταντίνος Περρίκος, «Ιωάννης Κατεβάτης» «Θάνος Σκούρας», «Γιώργος Αλεξιάδης», «Ιουλία Μπίμπα», «Αντώνης Μυτιληναίος»….
«Κι όμως δε λύγισαν…» Περπατούσα με κείνα τα λόγια καρφωμένα πλέον στην ψυχή μου. Η πόλη της Αθήνας έσβηνε, σαν όνειρο, καθώς έλεγα χαμηλόφωνα εκείνα τα λόγια. Ο Παρθενώνας, εκείνος ο μαγνήτης από πέτρα και φως, έλαμπε μέσα στη γκρίζα και ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί την Αθήνα εδώ και κάμποσο καιρό.
«Κι όμως δε λύγισαν…» Έφθασα στην οδό Πανεπιστημίου. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Είχε πορεία. Στάθηκα εκεί, μπήκα μέσα στο πλήθος. Παρατηρούσα τα απελπισμένα πρόσωπα των ανθρώπων, τις σημαίες που υψόνονταν, άκουγα τα συνθήματα που φώναζαν. Είδα μια σημαία με το πρόσωπο του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Χαμογέλασα σκεπτόμενη ότι εκείνη η ηρωική μορφή που γέννησε η Αργεντινή, η πατρίδα μου, περπατούσε, όπως κι εγώ, στην Αθήνα του 2013. Τα μάτια του Τσε μου θύμισαν αμέσως τα μάτια του Ιωάννη Κατεβάτη: ίδια έκφραση, ίδια δύναμη, ίδια ευγένεια ψυχής…
«Κι όμως δε λύγισαν..» Τα λόγια ενός άλλου επαναστάτη, του Χοσέ Μαρτί[1], ήρθαν αβίαστα στο μυαλό μου: «Πόσο μεγάλη είναι η βούληση! Πόσο επιβλητικό, παρηγορητικό, μεγαλειώδες και όμορφο είναι το μυστήριο της προσωπικότητας! Πόσο απεριόριστος γίνεται ο άνθρωπος όταν ξέρει να υπάρχει!» Πόσο απεριόριστος γίνεται κανείς όταν ξέρει να υπάρχει… Απλά λόγια που κρύβουν όλο το υπαρξιακό ζήτημα του ανθρωπίνου δράματος. Η τελευταία φράση του Μαρτί μ’ έκανε να προχωρήσω πιο πέρα, να διασχίσω την πορεία, να πάρω μια απόσταση, να περπατήσω με γοργό βήμα προς την Ακρόπολη.
«Κι όμως δε λύγισαν…» Έφθασα στο βράχο που στέκεται κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης. Ανέβηκα και κάθισα σε μια γωνία. Η θέα που έχει κανείς από κει είναι ανεκδιήγητη: πίσω από την πλάτη μας λάμπει ο Παρθενώνας, μπροστά μας απλώνεται η Αθήνα με τα άπειρα φώτα που φθάνουν στα βουνά του Λεκανοπεδίου. Άνοιξα τη τσάντα μου. Μέσα της υπήρχε ένα ένθετο[2] για την ΠΕΑΝ που μου είχε δώσει η κυρία Διονυσία όταν έφευγα από το σπίτι της. Ίσως τυχαία, ίσως όχι, έπεσα πάνω στη σελίδα όπου είναι γραμμένο το ιδεολογικό Πιστεύω της ΠΕΑΝ, τη σύνταξη του οποίου, καθώς λέει ο συγγραφέας, την είχαν αναλάβει οι Θάνος Σκούρας, Γιώργος Αλεξιάδης και Ιωάννης Κατεβάτης σ’ ένα τευχίδιο που κυκλοφόρησε το 1942. Έτσι λοιπόν το βλέμμα του Ι. Κατεβάτη πάλι εμφανίστηκε μπορστά μου, καθώς τώρα και το βλέμμα του Χοσέ Μαρτί. Ξεχώρισα την εξής φράση από το Πιστεύω της ΠΕΑΝ: «Γιατί μάθαμε πώς πρέπει να να ζήσουμε επειδή έχουμε μάθει πώς να πεθαίνουμε.»
«Κι όμως δε λύγισαν…» Ξεφύλλιζα το περιοδικό και παρατηρούσα με μεγάλη προσοχή τις φωτογραφίες όλων των αγωνιστών της ΠΕΑΝ. Βαθμιαία κατάλαβα γιατί το βλέμμα όλων των ανθρώπων της ΠΕΑΝ δεν ξεχνιέται εύκολα. Στα μάτια τους αντανακλάται ακοίμητη η προαναφερθείσα φράση. Όλοι τους βίωσαν στα βάθη της ψυχής το μυστήριο της ζωής και, επομένως, του θανάτου. Το αχανές βλέμμα που χαρατηρίζει τον αγωνιστή της ΠΕΑΝ γίνεται απεριόριστο, ακολουθώντας τη σκέψη του Χοσέ Μαρτί, επειδή μάθανε να υπάρχουν, ή, μάλλον, επειδή αποφασίσανε να υπάρχουν. Αμέσως σκέφτηκα το μεγάλο ποιητή των Ελλήνων, τον Διονύσιο Σολωμό. Οι περίφημοι στίχοι «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη, των Ελλήνων τα ιερά…» αποκτούσαν άλλη διάσταση εκείνη την μέρα…
«Κι όμως δε λύγισαν…» Σκέφτηκα ένα βιβλίο που είχα πάρει από την Αργεντινή την τελευταία φορά που είχα πάει να επισκεφτώ την οικογένειά μου. Επρόκειτο για το πρώτο βιβλίο της Αλέιντα Μάρτς[3], της συζύγου του Τσε Γκεβάρα, όπου αφηγείται άγνωστες πτυχές του Τσε Γκεβάρα κατά τη διάρκεια του αγώνα για την απελευθέρωση της Κούβας και ύστερα της Βολιβίας. Ανάμεσα σε πολλά στοιχεία, παρατίθενται τα βιβλία που ζητούσε ο Τσε από τη σύζυγό του να του στείλει στη ζούγκλα. Η λίστα που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν εκείνη που ζήτησε όταν βρισκότανε στην Αφρική, στο Κονγκό, υπό ακραίες συνθήκες επιβίωσης. Στη λίστα λοιπόν αναφέρονται οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, καθώς και οι πολιτικοί λόγοι του Δημοσθένη, Η «Ιστορία» του Ηροδότου, Η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, Τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, ανάμεσα σε άλλα βιβλία. Μερικά από τα βιβλία του Ι. Κατεβάτη βρίσκονται στη βιβλιοθήκη της κυρίας Διονυσίας Π. Κατεβάτη. Σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν με κείνα που διάβαζε ο Τσε Γκεβάρα…
«Κι όμως δε λύγισαν…» Τελικά οι πνευματικές συγγένειες βρίσκονται εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Η ιστορία της Ανθρωπότητας αποτελείται από ατελείωτους κύκλους που καταργούν τα σύνορα και τον χρόνο. Εκείνο το βράδυ η Λατινική Αμερική και η Ελλάδα ήρθαν τόσο κοντά όσο ποτέ. Μου φάνηκε πως η Ακρόπολη με το μεταφυσικό κάλλος της υπήρξε ο μοναδικός μάρτυρας εκείνων των συνειρμών. Πιθανόν η ατμόσφαιρα που δημιουργεί μας προδιαθέτει να σκεφτόμαστε πέρα από τα καθημερινά που μας απασχολούν.
«Κι όμως δε λύγισαν…» Επανέρχονταν εκείνα τα λόγια που είχαν επιδράσει τόσο δυνατά μέσα μου, και συνεχίζουν να επιδρούν καθώς γράφω το παρόν άρθρο . Ο αναστοχασμός της Ιστορίας μπορεί να αποτελέσει καινούργια αρχή για τους δύκολους καιρούς που διανύει ο ελληνικός λαός. Αναπόφευκτα η δύναμη της ΠΕΑΝ και η προσεκτική μελέτη της ιδεολογίας που πρέσβευε μέσω των κειμένων που μας έχει αφήσει θα φωτίσει αρκετά το σκοτεινό ορίζοντα που επικρατεί στις μέρες μας… Και αυτό δε μπορεί παρά να αρχίσει από την Παιδεία, από κει που διαμορφώνεται η ελληνική συνείδηση. Αυτό το αφήνω ως ανοιχτό ερωτηματικό για να σκεφτεί ο κάθε Έλληνας ποια είναι η εκδοχή της Ιστορίας που έχει επικρατήσει σ’ αυτήν την χώρα μέχρι τις μέρες μας.
Τελειώνω με το ποίημα ενός σπουδαίου Ποιητή από το Περού. Πρόκειται για το ποίημα «Οι μαύροι αγγελιοφόροι» (1918) του Σέσαρ Βαγίεχο.
Οι μαύροι αγγελιοφόροι
Χτυπήματα σαν απ’ την οργή Θεού, λες και μπροστά τους
η ταραχή όλων των πόνων
ήταν μια λίμνη στην ψυχή… Δεν ξέρω!
Λίγα είναι, μα υπάρχουν… Ανοίγουν τάφρους σκοτεινές
στο πρόσωπο το πιο σκληρό στην πιο γερή την πλάτη.
Ίσως και να ‘ ναι άτια από βάρβαρους Αττίλες
ή μαντατοφόροι μαύροι που μας στέλνει ο Θάνατος.
από μια πίστη που βλαστημάει το Πεπρωμένο.
Αυτά τα αιματηρά χτυπήματα είναι οι τριγμοί
κάποιου ψωμιού που στου φούρνου την πόρτα μας καίγεται.
όταν πάνω στον ώμο μια παλάμη μας καλεί,
στρέφει τα τρελά του μάτια , κι όλα όσα έζησε
λιμνάζουν, σαν λακκούβα ενοχής, μέσα στο βλέμμα του.
Marta Silvia Dios Sanz