Tο Ελληνικό Πανεπιστήμιο, μεταξύ άλλων προβλημάτων, χαρακτηρίζεται συχνά από έλλειψη αξιοκρατίας στην εκλογή και εξέλιξη μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ). Η πολιτισμικά και γεωγραφικά γειτονική μας Ισπανία έχει προκαλέσει την έκπληξη σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους παγκοσμίως. Με το κείμενο αυτό παρουσιάζουμε το Ισπανικό μοντέλο αναφερόμενοι σε μερικά σημεία-κλειδιά της Ισπανικής έκπληξης. Η μίμηση του Ισπανικού μοντέλου προαπαιτεί, όπως θα δούμε παρακάτω, την δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής Αξιολόγησης που θα θεσμοθετήσει Εθνικά Κριτήρια Εκλογής, Εξέλιξης και δια βίου Αξιολόγησης μελών ΔΕΠ ανά επιστημονικό πεδίο.

Η κύρια πηγή ερευνητικών πόρων είναι το Ισπανικό Υπουργείο Παιδείας και οι Αυτόνομες Κυβερνήσεις που με μακρόχρονη και αμετάκλητη δέσμευση διαθέτουν ετήσια κονδύλια, τα οποία κατανέμονται αποκλειστικά στις θετικά αξιολογούμενες επιστημονικές ομάδες. Οι τελευταίες εξασφαλίζουν έτσι τα λειτουργικά τους έξοδά (υποτροφίες, εργαστηριακός εξοπλισμός, συμμετοχή σε συνέδρια). Οι επιχειρήσεις επίσης χρηματοδοτούν την έρευνα. Όμως οι σοβαρές ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις δίνονται με την ίδια μέθοδο αξιολόγησης όπως και οι δημόσιες μέσω της ΑΝΕΡ «Εθνικής Υπηρεσίας Αξιολόγησης και Σχεδιασμού», της οποίας οι ανώνυμοι αξιολογητές είναι Ισπανοί και ξένοι εμπειρογνώμονες διεθνούς κύρους. Ως αποτέλεσμα, οι μη χρηματοδοτούμενες δημόσια ερευνητικές ομάδες ελάχιστα συμμετέχουν σε κάθε είδους ερευνητικές και ακαδημαϊκές δραστηριότητες.

Τόσο οι μόνιμες βαθμίδες του Τακτικού και Αναπληρωτή Καθηγητή όσο και οι αορίστου χρόνου Διδάκτορα Αόριστης Σύμβασης και Συνεργάτη Καθηγητή καταλαμβάνονται κατόπιν αξιολόγησης από ενδοπανεπιστημιακές επιτροπές με συμμετοχή εξωτερικών μελών. Όμως ο ενδιαφερόμενος για μια θέση απαιτείται πρώτα να πάρει «χρίσμα εν δυνάμει υποψηφίου» κατόπιν μιας κεντρικής αξιολόγησης (Acreditación) από εμπειρογνώμονες στη βάση κριτηρίων ελάχιστων προσόντων, τα οποία είναι διαφανή, ποιοτικά και ποσοτικά, για κάθε βαθμίδα. Αν κάποιος δεν έχει λάβει το χρίσμα για συγκεκριμένη βαθμίδα, δεν μπορεί να είναι υποψήφιος στην αντίστοιχη θέση του τμήματος, και αυτό ανεξάρτητα από ηλικία, χρόνια υπηρεσίας ή την επιθυμία του ίδιου του τμήματος. Ένα τμήμα όμως έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εξέλιξη ενός κατέχοντος χρίσμα υποψηφίου, αν τα εσωτερικά κριτήρια εξέλιξης του είναι απαιτητικότερα από τα Εθνικά. Η άρνηση χορήγησης του χρίσματος επιφέρει ελάχιστη περίοδο 18 μηνών αναμονής πριν υποβληθεί νέα αίτηση στην ίδια βαθμίδα. Το χρίσμα είναι ισόβιο ανά βαθμίδα και έχει ισχύ σε όλη την Ισπανική επικράτεια.

Πέραν των ανωτέρω, υπάρχει σύστημα δια βίου αξιολόγησης μονίμων καθηγητών (Τακτικοί και Αναπληρωτές) μέσω «Εξαετιών Έρευνας» και «Πενταετιών Διδασκαλίας». Η αξιολόγηση για τις «Εξαετίες» γίνεται επίσης από επιτροπή ανωνύμων εμπειρογνωμόνων διεθνούς και αναμφισβήτητου κύρους. Η αίτηση αξιολόγησης εξαετίας απαιτεί υποβολή των πέντε (5) καλυτέρων δημοσιεύσεων του κρινόμενου σε έγκυρα και κατά προτίμηση διεθνή επιστημονικά περιοδικά στην υπό αξιολόγηση περίοδο. Η απόφαση είναι της μορφής «Ναι-‘Οχι» και μια αρνητική κρίση οδηγεί σε αναμονή τουλάχιστον τριών ετών μέχρι την επόμενη άιτηση αξιολόγησης. Εκτός από την προσαύξηση 115€ του μηνιαίου μισθού ανά θετικά αξιολογούμενη εξαετία, οι εξαετίες δημιουργούν επισήμως διάκριση μεταξύ ισοβαθμίων Καθηγητών, και το σημαντικότερο χρησιμοποιούνται ως αντικειμενικό κριτήριο σε ανταγωνιστικές διαδικασίες όπως αιτήσεις για ερευνητικά κονδύλια, χρηματοδότηση μεταπτυχιακών προγραμμάτων και επίβλεψη προ- και μετα-διδακτορικών υποτροφιών. Ο αριθμός των εξαετιών που έχει απονεμηθεί σε ένα Πανεπιστημιακό αποτελεί σημαντικό κριτήριο για να του δοθεί το χρίσμα τακτικού Καθηγητή, και είναι επίσης προαπαιτούμενο για την συμμετοχή του στην Ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Αξιολόγησης. Μια «πενταετία διδασκαλίας» απονέμεται όταν ο Πανεπιστημιακός έχει διδάξει πέντε έτη στα οποία έχει λάβει αξιολογήσεις άνω της βάσης από τους φοιτητές.

Η εισαγωγή των φοιτητών είναι ευκολότερη από ότι στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο (εκτός Ιατρικής και Μηχανολόγων Τηλεπικοινωνίας, στις άλλες σχολές οι βάσεις είναι κοντά στο 5), λόγω ύπαρξης περισσοτέρων θέσεων και κατά κεφαλή περισσοτέρων και μεγαλύτερων Πανεπιστημίων στην Ισπανία. Οι εισαχθέντες είναι χαμηλότερου επιπέδου, ενώ οι απόφοιτοι είναι παρόμοιου επιπέδου με την Ελλάδα, κάτι που είναι ενδιαφέρον και χρήζει μελέτης. Η πλειάδα των Ισπανικών Πανεπιστημίων επιτρέπει στο άνω του 90% των φοιτητών να σπουδάζουν στην πόλη τους.

Τα περισσότερα Πανεπιστήμια είναι Δημόσια, αν και οι φοιτητές πληρώνουν έξοδα εγγραφής της τάξης των 750 – 1000 € το χρόνο, ανάλογα με τη σχολή. Ο φιλολαϊκός όμως Ελληνικός θεσμός του φροντιστηρίου μαστίζει λιγότερο του 5% των νέων, οπότε ο μέσος Ισπανός φοιτητής έχει κοστίσει στην οικογένειά του πολλές χιλιάδες Ευρώ λιγότερα από τον Έλληνα συνάδελφό του. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι συνήθως χαμηλότερης ποιότητας από τα Δημόσια, με ορισμένες εξαιρέσεις όμως που φιγουράρουν ανάμεσα στα καλύτερα στο επιστημονικό τους πεδίο παγκοσμίως. Το πτυχίο φυσικά δεν εγγυάται εργασία της αρεσκείας τους στους πτυχιούχους, με την ευκολία στην εισαγωγή να «πληρώνεται» με μεγαλύτερο ανταγωνισμό μεταξύ πτυχιούχων στην αγορά εργασίας.

Νίκος Γεωργαντζής, Καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας, Πανεπιστήμιο Γρανάδας, Ισπανία.

Μανόλης Πετράκης, Καθηγητής Οικονομικών & Αντιπρύτανης, Πανεπιστήμιο Κρήτης (με εξαετή θητεία στο παρελθόν στο Πανεπιστήμιο Carlos III de Madrid, Ισπανία).

Πηγή: www.esos.gr