Ο «παππούς της Αραγονίας», ο τραγουδοποιός αυτής της γης της τόσο απαλής και σκληρής ταυτόχρονα, ο καθηγητής Ιστορίας, ο πολιτικός που δεν θα λησμονήσει το κοινοβούλιο, πέθανε τα ξημερώματα της Κυριακής 19 Σεπτεμβρίου σε ηλικία 75 χρονών μετά από μάχη με τον καρκίνο.

Ο José Antonio Labordeta Subías γεννήθηκε στην Θαραγόθα στις 10 Μαρτίου του 1935. Υπήρξε άνθρωπος πολύπλευρος και πολύ αγαπητός. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική, κυρίως για χάρη του πατέρα του, αλλά πολύ γρήγορα αποφάσισε ότι δεν του ταίριαζε και γράφτηκε στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου της Θαραγόθα. Το 1964 έδωσε με επιτυχία εξετάσεις για να διοριστεί καθηγητής Λυκείου και η πρώτη του θέση ειναι στην Τερουέλ ως καθηγητής Ιστορίας. Ένα χρόνο πριν είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Juana de Grandes, επίσης καθηγήτρια (ελληνικών και λατινικών). Στην Τερουέλ γεννήθηκαν οι κόρες τους, και εκεί ο Labordeta άρχισε την λογοτεχνική του καριέρα κυρίως γράφοντας ποίηση. Σε λίγο έρχεται και το τραγούδι. Βρισκόμαστε στην εποχή της δικτατορίας και εκείνος με μια κιθάρα και λίγους στίχους φτιάχνει τα πρώτα του τραγούδια. Το 1968 κυκλοφορεί ο πρώτος του δίσκος (με τον τίτλο Andros II) κι αρχίζουν να τον ζητάνε για να τραγουδήσει σε διάφορα πανεπιστήμια. Ο δίσκος όμως απαγορεύεται από το καθεστώς και ακούγεται μόνο σε παράνομα ραδιόφωνα. Έτσι κάπως αρχίζει η μουσική καριέρα του José Antonio Labordeta.

Το 1975 γράφει το Canto a la Libertad, τραγούδι-στάθμος για τη σύγχρονη Ισπανία της μεταπολίτευσης και ύμνος για τους κατοίκους της Αραγονίας που ζήτησαν (και συνεχίζουν να ζητούν) να γίνει και επισήμως ο ύμνος της Αυτόνομης Κοινότητας.

Από το 1993 μέχρι το 2000 έγραφε και παρουσίαζε στην ισπανική κρατική τηλεόραση την εκπομπή Un país en la mochila που τον έκανε ευρύτερα γνωστό σε όλους τους Ισπανούς, μιας για τις ανάγκες της εκπομπής επισκεπτόταν τα χωριά και μιλούσε με τους κατοίκους τους, ανθρώπους απλούς από διάφορες περιοχές με σκοπό να προβάλλει τις πιο άγνωστες πλευρές τις χώρας.

Αριστερός ο ίδιος, και συγκεκριμένα αναρχοαστός (όπως αυτοχαρακτηρίστηκε σε μια συνέντευξή του), έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αραγονίας (που δεν έχει καμία σχέση με το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ισπανίας) και αργότερα συμμετείχε στην Ενωμένη Αριστερά. Το 2000 ως μέλος πλέον του τοπικού κόμματος της Αραγονίας (Chunta Aragonesista) μπαίνει στη Βουλή όπου θα παραμείνει για δυο εκλογικές περιόδους, μέχρι το 2008.

Το 2003, σε μια δύσκολη συνεδρίαση μέσα στη Βουλή, την ώρα που διαβάζει ένα ποίημα (του αδελφού του, διάσημου ποιητή Miguel Labordeta) σαν εναντίωση στον πόλεμο του Ιράκ (και στην συμμετοχή της Ισπανίας σε αυτόν) βουλευτές της τότε δεξιάς κυβέρνησης (PP) μουρμουρίζουν κοροϊδεύοντάς τον. Εκείνος διακόπτει το ποίημα, και τους απάνταει λέγοντας ίσως πράγματα που δεν είχαν ξανακουστεί στην Ισπανική Βουλή, καταλήγοντας σε ένα «¡A la mierda, joder!»*

Κανείς ποτέ δεν τον κατηγόρησε γι' αυτήν την έκρηξη μιας και από το στόμα του βγήκαν λόγια που πολλοί θα ήθελαν να έχουν πει. Από το 2006 όμως κάνει την εμφάνισή του ο καρκίνος του προστάτη που τον ταλαιπώρησε πολύ τα τελευταία χρόνια και του στέρησε τελικά τη ζωή τα ξημερώματα της Κυριακής. Οι τοπικοί αλλά και άλλοι άρχοντες φρόντισαν να τον τιμήσουν εν ζωή και έτσι του δόθηκαν μεταξύ άλλων το Medalla de Oro al Mérito en el Trabajo, το Gran Cruz de la Orden de Alfonso X el Sabio και επίσης πρόσφατα ονομάτηκε Doctor Honoris Causa από το Πανεπιστήμιο της Θαραγόθα. Ακόμα του απονεμήθηκε το Medalla de Aragón μια μέρα μετά το θάνατό του ως την μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να αποδώσει η Αυτονομία της Αραγονίας.

Όμως το πιο μεγάλο βραβείο (κι αυτό είναι ίσως που θα τον συγκινούσε περισσότερο) τού το έδωσε ο ίδιος ο κόσμος. Όλος αυτός ο κόσμος που πάντα μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον καλλιτέχνη, τον πολιτικό, τον άνθρωπο Labordeta, και που από την ώρα που η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα δεν έχει σταματήσει να τον τιμά. Μόνο το απόγευμα της Κυριακής (πρώτες ώρες του προσκυνήματος) 26 χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν από τον χώρο όπου εκτίθεται το φέρετρό του, στο Παλάτι της Aljafería.

Δεν ειναι τυχαίο που οι άνθρωποι της Αραγονίας εκτιμούν τόσο πολύ τον Labordeta. Μίλησε γι' αυτήν τη γη τη γεμάτη αντιθέσεις, («Polvo, niebla, viento y sol / y donde hay agua una huerta / al Norte los Pirineos / esta tierra es Aragón») την τραγούδησε ταυτίζοντάς την με τους κατοίκους της, ύψωσε τη φωνή του για τα καθημερινά προβλήματα, δε φοβήθηκε να τα βάλει με αυτούς που είχαν δύναμη, αλλά κι όταν ένιωσε ότι είχε κάνει λάθος είχε το θάρρος να το παραδεχτεί και να το αναγνωρίσει. Μέσα σε όλα αυτά, δεν έχασε ποτέ το χιούμορ του και την αμεσότητά του.

Οι Αραγονέζοι είδαν στο πρόσωπό του έναν φίλο κι έναν σύντροφο. (Σε μια πρόσφατη έρευνα είχε ψηφιστεί ως το πιο κατάλληλο άτομο για να βγει κανείς μαζί του για μια μπίρα). Κατά κάποιο τρόπο έβαλε την Αραγονία στο χάρτη και αυτό οι ντόπιοι θα του το χρωστάνε για πάντα.

Το βράδυ της Κυριακής, ώρες μόλις μετά το θάνατό του, τα μηνύματα τιμής και αποχαιρετισμού για τον αγαπημένο «παππού» αυτής της γης ήταν αναρίθμητα και κάποια απ' αυτά (σε διάφορες σελίδες του Διαδικτυου) έδιναν ραντεβού στην Πλατεία San Felipe για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό. Εκεί, στις 20:30 το βράδυ μαζεύτηκαν αυθόρμητα πάνω από 2.000 άνθρωποι. Άνθρωποι που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, άνθρωποι που ήθελαν μόνο να τιμήσουν με τον τρόπο τους τον José Antonio Labordeta που γεννήθηκε και μεγάλωσε σ' αυτήν την γειτονιά της Ισπανίας. Στην αρχή στάθηκαν σιωπηλοί, μετά ξέσπασαν σε χειροκροτήματα για αρκετά λεπτά και τελικά τραγούδησαν και ξανατραγούδησαν τα αγαπημένα του τραγούδια.

«Habrá un día en que todos/ al levantar la vista / veremos una tierra / que ponga LIBERTAD».

«Θα έρθει μια μέρα που όλοι / σαν υψώσουμε το βλέμμα / θα δούμε μια γη / όπου θα γράφει ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».

Canto a la Libertad

Habrá un día en que todos
Al levantar la vista
Veremos una tierra
Que ponga libertad (bis)

Hermano aquí mi mano
Será tuya mi frente
Y tu gesto de siempre
Caerá sin levantar
Huracanes de miedo
Ante la libertad

Haremos el camino
En un mismo trazado
Uniendo nuestros hombros
Para así levantar
A aquellos que cayeron
Gritando libertad

Sonarán las campanas
Desde los campanarios
Y los campos desiertos
Volverán a granar
Unas espigas altas
Dispuestas para el pan

Para un pan que en los siglos
Nunca fue repartido
Entre todos aquellos
Que hicieron lo posible
Para empujar la historia
Hacia la libertad

También será posible
Que esa hermosa mañana
Ni tú, ni yo, ni el otro
La lleguemos a ver
Pero habrá que empujarla
Para que pueda ser

Que sea como un viento
Que arranque los matojos
Surgiendo la verdad
Y limpie los caminos
De siglos de destrozos
Contra la libertad

*

">

Συντάκτρια: Jana