Δραπετεύοντας από την Παγίδα της Ανθρωπότητας στον Άγγελο Εξολοθρευτή (1962) του Luis Buñuel[1]

του Ελευθέριου Μακεδόνα

Περίληψη της πλοκής

Μετά το πέρας ενός λουκούλλειου δείπνου στην πολυτελή κατοικία του Εντμούντο Νόμπιλε, οι συνδαιτυμόνες συγκεντρώνονται στην αίθουσα μουσικής, όπου η Μπλάνκα παίζει μία σονάτα του Παραντίσι στο πιάνο. Στη συνέχεια, ετοιμάζονται όλοι να αποχωρήσουν, όμως προς μεγάλη τους έκπληξη, κανείς τους δεν είναι σε θέση να βγει από το δωμάτιο, παρά το ότι οι πόρτες είναι εμφανώς ανοιχτές. Περνάει καιρός κι αυτοί συνεχίζουν να βρίσκονται παγιδευμένοι στο δωμάτιο. Σταδιακά, αρχίζουν να αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε τροφή και νερό, ενώ οι εντάσεις κι η βία μεταξύ τους κάνουν την εμφάνισή τους.

Όταν πια η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, η Λετίσια, εντελώς απρόσμενα, βρίσκει τη λύση του αινίγματος: παρατηρεί, ότι μετά από τόσο καιρό, όλοι οι καλεσμένοι βρίσκονται και πάλι στο ίδιο ακριβώς σημείο, όπου βρίσκονταν και τη στιγμή που η Μπλάνκα ετοιμαζόταν να καθίσει στο πιάνο. Εάν με κάποιο τρόπο κατάφερναν να ανασυνθέσουν στη μνήμη τους ακριβώς ό,τι είχαν πει και κάνει εκείνο το βράδυ, θα μπορούσαν ίσως να ελευθερωθούν από την παράδοξη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει. Πράγματι, ο καθένας τους επαναλαμβάνει ό,τι είχε πει ή κάνει με την ίδια ακριβώς σειρά και, αίφνης, όλοι τους είναι ελεύθεροι να βγουν από το δωμάτιο.

Αμέσως μετά, η κάμερα μετακινείται στο εσωτερικό ενός καθεδρικού ναού, όπου οι συγκεντρωμένοι πιστοί πλήττονται από την ίδια ανεξήγητη αδυναμία φυγής από το χώρο.

Στην επόμενη σκηνή, μεταφερόμαστε έξω, στο δρόμο, όπου η αστυνομία καταστέλλει βίαια κάποια επεισόδια διαδηλωτών.

Τέλος, μία αγέλη προβάτων μπαίνει στον καθεδρικό ναό, εν μέσω ήχων πυροβολισμών, προερχόμενων από το δρόμο.

Εισαγωγή

Το παρόν άρθρο υποστηρίζει, ότι η αινιγματική δημιουργία τού Μπουνιουέλ μπορεί να ερμηνευθεί ως μία μεταφορά, συνολικά, για την ανθρώπινη κατάσταση. Παρά τις σαφείς αναφορές στην ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόιντ, οι οποίες εύκολα εντοπίζονται σε πολλά σημεία της ταινίας – η ‘έμπνευση’ της Λετίσια δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις φροϊδικές καταβολές της, – ο Μπουνιουέλ δεν έχει καμία πρόθεση για κάποιου είδους σοβαρή φροϊδική ανάλυση, υποστηρίζεται εδώ. Αντιθέτως, με την ταινία του, φαίνεται να ειρωνεύεται – με το πολύ γνώριμο, προσωπικό του στυλ – ακόμη και τον ίδιο τον πατέρα της ψυχανάλυσης, εξομοιώνοντάς τον με τους υπόλοιπους κλασσικούς στόχους-εμμονές του: την μπουρζουαζία, την εκκλησία και ίσως και την ίδια την πολιτική, που τόση γοητεία είχε ασκήσει κάποτε πάνω του. Τελικά, κινούμενος αντίστροφα, απαξιώνοντας δια της ειρωνείας και του σαρκασμού έναν-έναν τους πιο σημαντικούς θεσμούς τού σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, στον Άγγελο Εξολοθρευτή ο Μπουνιουέλ μας εκθέτει μία ολόκληρη θεωρία για τον ανθρώπινο εγκέφαλο και τη σκέψη: κάθε ανθρώπινο πρόβλημα εξηγείται απόλυτα, μας λέει, από την ίδια τη δομή του εγκεφάλου μας κι υπ’ αυτήν την έννοια, είναι εξαρχής ανύπαρκτο˙ δεν ανταποκρίνεται σε καμία απολύτως αντικειμενική πραγματικότητα έξω από εμάς τους ίδιους που το δημιουργούμε.

Η ανάμνηση ως τραύμα

Μία από τις πιο βασικές ιδέες, γύρω από την οποία δόμησε ο Φρόιντ την ψυχαναλυτική του θεωρία, είναι αυτή της ‘απώθησης’: τραυματικές μνήμες απωθούνται από το Συνειδητό μας στο Υποσυνείδητο, ως ένα είδος μηχανισμού αυτοάμυνας, προκειμένου να διασφαλίσουν τη σταθερότητα του ‘Εγώ’ μας. Στις περισσότερες περιπτώσεις – όπως σωστά παρατήρησε ο Φρόιντ, – ο τραυματικός χαρακτήρας αυτών των αναμνήσεων δεν οφείλεται στην πραγματική φύση τού πρωτογενούς εξωτερικού ερεθίσματος, αλλά αντιθέτως, σε μία διαστρεβλωμένη ερμηνεία που του αποδίδει ο αντιληπτικός μηχανισμός τού ασθενούς. Γι’ αυτό κι ο Φρόιντ θα γράψει, ότι ‘Οι υστερικοί υποφέρουν κυρίως από αναμνήσεις’.[1] Ενώ, σε άλλο σημείο, θα ορίσει τα υστερικά συμπτώματα ως ‘παραισθήσεις πόνου … ευθέως καθορισμένες από κάποιου είδους ιδεοληψία’.[2]

Η ίδια η σκέψη μας – ως ο βασικός μηχανισμός παραγωγής υποκειμενικών κι επομένως, διαστρεβλωμένων ερμηνειών τού γύρω μας κόσμου – κι η μνήμη, – ως ο μηχανισμός αναπαραγωγής των λανθασμένων αυτών ερμηνειών, – υπήρξαν για το Φρόιντ τα γενεσιουργά αίτια της νεύρωσης. Και σ’ αυτό το σημείο, ο Φρόιντ παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες με άλλους μεγάλους Δυτικούς διανοητές, όπως για παράδειγμα με το Νίτσε, ο οποίος, στο Λυκόφως των Ειδώλων γράφει, ότι ‘Οι ερμηνείες που δίνουμε στα δεδομένα [των αισθήσεών μας] είναι αυτές που πρωτίστως εισάγουν τον παράγοντα του ψεύδους’.[3] Για το Νίτσε, η μνήμη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το σύνολο όλων ‘των προηγούμενων λανθασμένων, αιτιακών φαντασιών μας’.[4]

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, ο διαμεσολαβητικός παράγοντας που πραγματοποιεί τη σύνδεση ‘… των νευρικών μηχανισμών των συμπλεγμάτων των ζωτικών μας οργάνων – των οργάνων τού κυκλοφορικού και πεπτικού [μας] συστήματος’ με ‘τα όργανα της ιδεοληψίας’,[5] είναι η γλώσσα. Κατά την πιο απλή διατύπωση του Γιόζεφ Μπρόιερ – του στενού συνεργάτη τού Φρόιντ – ‘Αυτό που ενώνει τo [παθογόνο] συναίσθημα με το αυτόματο ανακλαστικό του, συχνά είναι κάποιο γελοίο παιχνίδι λέξεων ή κάποιοι ηχητικοί συνειρμοί’.[6] Η λέξη λοιπόν (‘κάποιο γελοίο παιχνίδι λέξεων’) κι η μνήμη (‘συνειρμοί’), αποτελούν παράγοντες, οι οποίοι, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε νεύρωση, κατά το Φρόιντ.

Και είναι αποκλειστικά και μόνο μέσω των ίδιων αυτών παραγόντων, – πίστευε ο Φρόιντ, – που μπορεί να αποκατασταθεί η ψυχική υγεία τού ασθενούς. Αρκεί να καταφέρει ο αναλυτής να τον αναγκάσει, πρώτα να επαναφέρει στη μνήμη του με ακρίβεια το τραυματικό συμβάν που δημιούργησε τη νεύρωση και στη συνέχεια, να το διατυπώσει λεκτικά.[7] Σ’ αυτήν την κεντρική ιδέα ανάγεται ολόκληρη η ψυχαναλυτική μέθοδος.

Υπερβαίνοντας το Φρόιντ χλευάζοντάς τον

Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ των παραπάνω θεωρητικών ιδεών και της ταινίας τού Μπουνιουέλ; Η έμπνευση της Λετίσια, σχετικά με το τί έχει συμβεί στους καλεσμένους και για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν αυτοί να απελευθερωθούν από την παγίδα στην οποία έχουν πιαστεί, παραπέμπει ξεκάθαρα στην ψυχανάλυση: η επαναφορά στη μνήμη των συνδαιτημόνων, της ακριβούς αλληλουχίας γεγονότων που οδήγησαν στην – ομαδική – ‘νεύρωσή’ τους και η λεκτική τους διατύπωση, μ’ άλλα λόγια, η επανασύνδεση των μνημονικών ‘κρίκων’ που για κάποιον άγνωστο λόγο έσπασαν ή αποσυνδέθηκαν – που ‘απωθήθηκαν’, θα μπορούσε να πει κανείς, σε κάποιο υποσυνείδητο επίπεδο – είναι ο τρόπος με τον οποίον μπορεί να θεραπευτεί η νεύρωση και να επανέλθει η τάξη στο Συνειδητό των μελών τής ομάδας. Όπερ και εγένετο! Μέσω ακριβώς της ψυχαναλυτικής μεθόδου, η Λετίσια καταφέρνει και απελευθερώνει την ομάδα από τον εγκλεισμό της στο δωμάτιο.

Όμως, πρόκειται στ’ αλήθεια για μία σοβαρή ψυχαναλυτική προσέγγιση εκ μέρους του Μπουνιουέλ; Μάλλον όχι. Βεβαίως, ο Μπουνιουέλ υπήρξε καλά ‘διαβασμένος’ σε σχέση με τη θεωρία τού Φρόιντ. Το είχε παραδεχτεί κι ο ίδιος άλλωστε, ότι τον επηρέασε σε σημαντικό βαθμό.[8] Η επιρροή αυτή αποδεικνύεται ξεκάθαρα στην πιστή αναπαραγωγή τής ψυχαναλυτικής μεθοδολογίας από τη Λετίσια και στον τρόπο με τον οποίον αυτή λύνει τελικά το αίνιγμα.

Ωστόσο, εύλογα ως θεατές, καθώς παρακολουθούμε τη σκηνή, αναρωτιόμαστε κατά πόσο μπορεί να φανεί αληθοφανής μία τέτοιου είδους λύση; Μπορούν πράγματι τα δεινά επί δεινών, οι κακουχίες, οι σοβαρές ελλείψεις τροφίμων και νερού, οι ακραίες ψυχολογικές εντάσεις στις οποίες φτάνει η ομάδα, για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, να λυθούν ως δια μαγείας, με μία απλή αναπαραγωγή στη μνήμη των καλεσμένων, μίας μάλλον άνευ σημασίας αλληλουχίας κινήσεων και λόγων τους και με μία ελαφρώς παραλλαγμένη κατάληξη που δίνουν, σε έναν εξίσου ασήμαντο διάλογό τους εκείνη τη νύχτα; Πολλώ δε μάλλον, όταν η πόρτα του δωματίου, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, βρίσκεται διάπλατα ανοιχτή μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας! Και πώς θα μπορούσε ποτέ, ένα τόσο αθώο συμβάν, όπως η εκτέλεση στο πιάνο μίας σονάτας, να οδηγήσει σε μία τόσο γενικευμένη, ομαδική καταστροφή;

Σίγουρα πρόκειται για κάποια από τις τόσο χαρακτηριστικές φάρσες τού Μπουνιουέλ. Κι έχουμε στη διάθεσή μας ορισμένα δεδομένα, που συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Κατ’ αρχάς, ο Μπουνιουέλ, ως ένας ‘φανατικός αντιφανατικός’ που υπήρξε πάντα – όπως κάποτε περιέγραψε ο ίδιος τον εαυτό του,[9] – έχει δηλώσει σε σχέση με την ψυχανάλυση, ότι ‘… δεν μου αρέσει γενικά η ψυχολογία. Ή η ανάλυση. Ή η ψυχανάλυση. Έχω ορισμένους πολύ στενούς φίλους αναλυτές, οι οποίοι έχουν γράψει για τις ταινίες μου, πράγμα το οποίο είναι δικαίωμά τους φυσικά˙ αλλά τα περισσότερα από τα όσα γράφουν, δεν βγάζουν κάποιο νόημα για ‘μένα’.[10] Κι αυτήν ακριβώς την αίσθηση του παραλόγου νιώθουμε κι εμείς, καθώς παρακολουθούμε τους ήρωες της ταινίας να είναι παγιδευμένοι σε ένα δωμάτιο με ορθάνοιχτες πόρτες.

Ο Μπουνιουέλ, δίχως άλλο, ειρωνεύεται με την ταινία του το δογματικό ντετερμινισμό τής θεωρίας τού Φρόιντ. Όπως δεν δίστασε με όλες τις ταινίες του να ειρωνευτεί και κάθε άλλη καθεστηκυία τάξη πραγμάτων τής μοντέρνας αστικής κοινωνίας: την εκκλησία, την οικογένεια, την ίδια την αστική τάξη κλπ.

Και δεν έχει καθόλου άδικο να κριτικάρει άτεγκτα και τον ίδιο το Φρόιντ. Μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε δύο τουλάχιστον βασικές υποθέσεις τού τελευταίου, οι οποίες σίγουρα επιδέχονται κριτική.

Αναλυτής αναλύοντας τον εαυτό του

Πρώτη, η υπόθεση τού υποτιθέμενου ‘αντικειμενικού’ παρατηρητή/αναλυτή, ο οποίος μπορεί να επέμβει στη διαταραγμένη ροή συνείδησης του ασθενούς και, επαναφέροντας χαμένους (απωθημένους) ‘κρίκους’ της, να αποκαταστήσει τη συνέχεια της ταυτότητάς του, του ‘Εγώ’.

Μα, ήδη, προ πολλού, ο Νίτσε έχει αποδείξει, ότι μία τέτοια θεώρηση είναι στη βάση της αφελής, διότι αυτό που ο εσωτερικός μας ‘παρατηρητής’ αντιλαμβάνεται ως αίτιο, είναι συνήθως στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετό του, δηλαδή ένα αποτέλεσμα κάποιου εξωτερικού ερεθίσματος. Πρόκειται για αυτό που ο ίδιος ο Νίτσε έχει ονομάσει ‘η εγγενής διαστροφή τής Λογικής’.[11]  Χρησιμοποιώντας την παρατήρηση του  Νίτσε, μπορούμε να δούμε το Εγώ, τη συνείδησή μας,[12] ως μία εκτενέστατη αλυσίδα τέτοιου είδους λανθασμένων αιτιακών ερμηνειών κι αυτό, προφανώς, θα καθιστούσε διαμιάς κάθε προσπάθεια οποιουδήποτε αναλυτή – εξωτερικού ή ακόμη περισσότερο, εσωτερικού – απολύτως μάταιη.

Ολόκληρη η διδασκαλία τού μεγάλου στοχαστή τού 20ού αιώνα Τζίντου Κρισναμούρτι, έχει περιστραφεί γύρω από την ίδια ιδέα: η διαρκής εσωτερική μας ψυχολογική διάσπαση σε έναν παρατηρητή κι ένα παρατηρούμενο, σε έναν αναλυτή κι έναν αναλυόμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ψευδαίσθηση, ένα τρικ του ανθρώπινου εγκεφάλου προς τον εαυτό του, που μάλλον δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα, παρά τα επιλύει.[13]

Τα σαθρά θεμέλια της γλώσσας

Δεύτερη αμφισβητήσιμη υπόθεση του Φρόιντ είναι η υπερβολική εμπιστοσύνη στη γλώσσα. Για την ακρίβεια, η υπόθεση ότι ο συνδυασμός τής ανάκλησης τής επώδυνης εμπειρίας και της φραστικής της διατύπωσης από τον ασθενή, αρκούν για να επιφέρουν την πλήρη ίασή του. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, όταν και πάλι ο Νίτσε, μας έχει προειδοποιήσει, ότι η Γλώσσα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία διπλή μεταφορά: ‘… ένα νευρικό ερέθισμα, το οποίο έχει κρυσταλλωθεί σε μία εικόνα! Πρώτη μεταφορά. Η εικόνα μετασχηματισμένη σε έναν ήχο! Δεύτερη μεταφορά’.[14]

Κι άλλοι μεγάλοι Δυτικοί διανοητές έχουν υιοθετήσει μία παρόμοια σκεπτικιστική στάση απέναντι στη Γλώσσα. Όπως ο Αυστριακός Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, ο οποίος με την πασίγνωστη φράση του ‘Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου’,[15] διασαφήνισε, ότι ουσιαστικά, όλη κι όλη η κατανόησή μας για το λεγόμενο ‘αντικειμενικό κόσμο’, δεν είναι τίποτε άλλο από την ηχητική διατύπωση της ανθρώπινης, υποκειμενικής κι άρα, μη-αντικειμενικής εικόνας που εμείς έχουμε δημιουργήσει γι’ αυτόν.

Κι ο  Πολωνός Άλφρεντ φον Κορζίμπσκι, με τη λακωνική φράση του ‘Ένας χάρτης δεν είναι η περιοχή που απεικονίζει’,[16] μας θύμισε τη μακρά Ανατολική φιλοσοφική και θρησκευτική παράδοση, η οποία επί χιλιάδες χρόνια επιμένει να μας επισημαίνει τους κινδύνους από την μηχανιστική τάση του εγκεφάλου και της σκέψη μας, να εξισώνει την αλήθεια και την πραγματικότητα με τα ‘σχήματα’ – τις εικόνες και τις λέξεις, – με τα οποία επιχειρούμε να τις κατανοήσουμε. Μία παράδοση, η οποία, κατά το μεγαλύτερο μέρος τού 20ού αιώνα εκλαϊκεύθηκε κι αποκορυφώθηκε με τον πιο περιεκτικό τρόπο στη διδασκαλία τού Τζίντου Κρισναμούρτι: ‘Η λέξη δεν είναι το πράγμα’.[17]

Το βαθύ τραύμα της ανθρωπότητας

Τότε λοιπόν, κανένας ‘αναλυτής’ – εσωτερικός ή εξωτερικός – δεν είναι δυνατόν να λύσει το ‘πρόβλημα’ των ηρώων τού Άγγελου Εξολοθρευτή. Κανένα πονηρό τέχνασμα της μνήμης και της γλώσσας των ίδιων των ανθρώπων που υποφέρουν, δεν πρόκειται να τους λυτρώσει από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η ίδια η Ψυχανάλυση είναι ένα τέτοιο τέχνασμα: ο μηχανισμός της σκέψης, που ως κύριο γνώρισμά του έχει την αέναη δημιουργία προβλημάτων, αυτοανακηρύσσεται αίφνης σε ‘αντικειμενικό αναλυτή’, ικανό να λύσει τα προβλήματα που αυτός ο ίδιος δημιούργησε. Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα ανθρωπομορφικό κι αυτοαναφορικό κλειστό κύκλωμα, χωρίς έξοδο διαφυγής.

Εάν κανείς είναι αρκετά αφελής, ώστε να προσφύγει σε άλλες παρόμοιες σανίδες σωτηρίας – όπως η Θρησκεία, – κατασκευασμένες και πάλι από την αγωνιώσα σκέψη που διαισθάνεται τα αδιέξοδά της, η κατάληξη δεν μπορεί παρά να είναι η ίδια: κλειστοφοβική παγίδευση σε συνωστισμένους και δύσοσμους (ψυχολογικούς) μικροχώρους, μας  προειδοποιεί ο Μπουνιουέλ.

Ακόμη κι ο χώρος της πολιτικής Επανάστασης και της Αναρχίας, παρά τη φαινομενική αίσθηση απόλυτης ελευθερίας που υπόσχεται αρχικά, είναι μάλλον κι αυτός εξίσου περιοριστικός και παγιδεύει ομοίως αυτούς που θα προσφύγουν σε αυτόν. Η ταινία του Μπουνιουέλ κάποτε θα έπρεπε να τελειώσει χρονικά, όπως και κάθε ταινία, κάποτε τελειώνει. Ωστόσο, αφού έχουμε παρακολουθήσει την – πιο εκτενή χρονικά – παγίδευση των καλεσμένων στην οικία των Νόμπιλε και την – αναλογικά πιο σύντομη – παγίδευση των πιστών εντός της εκκλησίας, έχουμε αρχίσει ήδη να υποψιαζόμαστε, ότι αυτό που τόσην ώρα εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος αέναα επαναλαμβανόμενου κινηματογραφικού ‘βρόχου’: δίχως άλλο κι οι διαδηλωτές θα είχαν πληγεί από το ίδιο ‘σύνδρομο’ παγίδευσης, εάν η ταινία μπορούσε να συνεχισθεί επ’ άπειρον.[18]

Καμία σανίδα σωτηρίας λοιπόν. Καμία προσπάθεια διαφυγής. Εμείς δημιουργούμε τα προβλήματά μας κι εμείς – κατά γελοίο τρόπο – σπεύδουμε να τα επιλύσουμε, με τα ίδια μέσα με τα οποία τα δημιουργήσαμε! Κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Οι πόρτες είναι ανοιχτές εξαρχής. Κανένας -ισμός, κανένας φαντασιακός χώρος μεθυστικής ελευθερίας δεν υπάρχει. Ούτε και είναι αναγκαίος. Κανένας σωτήρας. Καμία Γη της Επαγγελίας. Κανένα Απόλυτο. Τα πάντα είναι δοσμένα εξαρχής, στις αναλογίες που χρειάζονται και το μόνο που μένει να γίνει, είναι να τα ζήσουμε στο εδώ και στο τώρα, χωρίς να θέτουμε περιττά εμπόδια στον εαυτό μας.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο Άγγελος Εξολοθρευτής τού Μπουνιουέλ μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ισχυρό όπλο κατά της ‘δικτατορίας τής Ανάλυσης’, που κατά τόσο δυναστικό τρόπο έχει ηγεμονεύσει τη Δυτική κουλτούρα μας˙ ως ένα είδος κρυπτικού αποκρυπτογραφητή των πιο μύχιων και μη προσβάσιμων πτυχών τού εγκεφάλου μας˙ ως ένας καλά μεταμφιεσμένος απογυμνωτής κάθε φανταστικής ελπίδας ή προσκόλλησης˙ ίσως, ως ο πιο άτεγκτος φιλμικός εξολοθρευτής κάθε λογής πίστης ή ελπίδας, που μας έχει προσφέρει ποτέ ο κινηματογράφος. Μην επιτρέποντας ωστόσο στο θεατή του και κανενός είδους διαφυγή σε οποιονδήποτε, εξίσου μάταιο πεσιμισμό ή κυνισμό: η ζωή όντως είναι κάτι το παράλογο˙ η πιο φυσική τάση τού ανθρώπινου όντος είναι πράγματι το να δημιουργεί προβλήματα για τον εαυτό του˙ ωστόσο, η μόνιμα ειρωνική διάθεση απέναντι σε κάθε ιδεοληψία κι η ολική άρνηση οποιουδήποτε ψυχολογικού ηρεμιστικού, ίσως είναι το αντίδοτο που χρειαζόμαστε ανά πάσα στιγμή, στο εδώ και στο τώρα – φαίνεται πως προσπαθεί να μας πει ο Μπουνιουέλ, με τον Άγγελο Εξολοθρευτή του.


[1] Το παρόν κείμενο βασίζεται σε υλικό από το άρθρο τού συγγραφέα: Makedonas, El., (2016) “Exterminating the Demon: Getting out of humanity’s trap in Buñuel’s The Exterminating Angel (1962)”, alter/nativas, No. 6 (Spring 2016), http://alternativas.osu.edu/en/issues/spring-6-2016/miscellany1/makedonas.html.

[1] Freud and Breuer, ‘Studies on Hysteria’, p. 10; Sigmund Freud, ‘On Psychoanalysis’, in Ivan Smith, (ed.), Freud – Complete Works, 2000/2007/2010, p. 2545, http://www.valas.fr/IMG/pdf/Freud_Complete_Works.pdf

[2] Freud and Breuer, ‘Studies on Hysteria’, p. 168.

[3] Friedrich W. Nietzsche, Twilight of the Idols, Hertfordshire, Wordsworth Editions Limited, 2007, p.18.

[4] Friedrich W. Nietzsche, The Will to Power, New York, Vintage Books, 1968, p. 266, http://cnqzu.com/library/Philosophy/neoreaction/Friedrich%20Nietzsche/Friedrich_Nietzsche%20-%20The_Will_to_Power_%281968%29.pdf

[5] Freud and Breuer, ‘Studies on Hysteria’, p. 181.

[6] Ό.π., p. 187.

[7] Ό.π., p. 227.

[8] Luis Buñuel, My Last Breath, London, Flamingo, Fontana Paperbacks, 1987, p. 229, https://vk.com/doc189747159_372863394?hash=c32d5bd004ad8709f5&dl=e569025a3ca563cbed

[9] Ό.π., p. 228.

[10] Ό.π.

[11] Nietzsche, Twilight of the Idols, p. 29.

[12] Ο Νίτσε και πάλι, έχει υποστηρίξει αλλού, ότι ‘… ολόκληρη η συνείδησή μας αναφέρεται σε λάθη’ (Gay Science, New York, Cambridge University Press, 2001, p. 37, http://www.holybooks.com/wp-content/uploads/The-Gay-Science-by-Friedrich-Nietzsche.pdf).

[13] Μεταξύ πολλών σχετικών αναφορών από το έργο τού Κρισναμούρτι, βλ. ενδεικτικά: On Fear, New York, HarperCollins Publishers, 1994, p. 98˙ The Impossible Question, New York, Harper & Row Publishers, 1978, p. 157 κλπ.).

[14] Friedrich W. Nietzsche, Sobre Verdad y Mentira en Sentido Extramoral y otros Fragmentos de Filosofía del Conocimiento [On Truth and Lie in an Extra-Moral Sense], Madrid, Tecnos, 2012, p. 26.

[15] Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico Philosophicus, Madrid, Alianza Editorial, 2009, p. 111.

[16] Alfred Korzybski, Selections from Science and Sanity, Fort Worth, Texas, Institute of General Semantics, 2010, p. 24.

[17] Jiddu Krishnamurti, ‘Exploration into Insight’, in Krishnamurti Text Collection-KTXT (Computer software, Version 3.3), Krishnamurti Foundation Trust Ltd, 1991-2005, p. 146.

[18] Ο Μπουνιουέλ έχει εξηγήσει κάποια στιγμή, ότι πράγματι, δεν υπάρχει τέλος στην παγίδευση των ηρώων τού Άγγελου Εξολοθρευτή (Pérez Turrent and de la Colina, Buñuel por Buñuel, p. 132).