Γεννήθηκε σχεδόν μαζί με το ίδιο το σινεμά και φρόντισε από πολύ νωρίς να το θέσει στην παραμορφωτική τροχιά που επέβαλλε η ευφυϊα, το ταλέντο και προπαντός η αντισυμβατική του συμπεριφορά. Σουρεαλιστής, ηδονιστής, εικονοκλάστης, πολέμιος της αριστοκρατίας, γνήσιο τέκνο της μεταπολεμικής avant garde, άθεος και μόνιμος κάτοικος -ταυτόχρονα- Αμερικής και Ευρώπης, προκάλεσε την κοινή λογική, την κρατική αναλγησία, τη θρησκευτική αρτηριοσκλήρωση και ανακηρύχθηκε ομόφωνα ως ένας από τους μέγιστους της κινηματογραφικής τέχνης, με τίτλους όπως ο «Ανδαλουσιανός Σκύλος», το «Λος Ολβιδάδος», «Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας», «Ο Εξολοθρευτής Αγγελος». Με αφορμή την ρετροσπεκτίβα στο έργο του, που οργάνωσε το 58ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, επιστρέφουμε εκεί που ξεκίνησαν όλα. Σε μία προσπάθεια να καταλάβουμε αυτό που πάντοτε απαντούσε όταν τον ρωτούσαν γιατί κάνει ταινίες: «Για να αποδείξω πως αυτός που ζούμε δεν είναι ο καλύτερος από τους κόσμους που υπάρχουν».

Από την Ιωάννα Παπαγεωργίου

Ενας Ανδαλουσιανός μίτος

Τίτλος που μπορεί να σημαίνει τα πάντα και ταυτόχρονα τίποτα, για έναν σκηνοθέτη ο οποίος έφτιαχνε ταινίες που σήμαιναν τα πάντα. Ποτέ όμως τίποτα.

«Δόξα τω Θεώ, είμαι άθεος» είπε κάποτε ο Λουίς Μπουνιουέλ, πετώντας ένα ακόμα βότσαλο σκανδάλου στη λίμνη της Ιστορίας για να ταράξει με διαχρονικές ρυτίδες τα νερά της. Πρωτότοκος γιος μιας πλούσιας οικογένειας κτηματιών, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1900 στην Καλάντα της Ισπανίας και έλαβε την αυστηρή εκπαίδευση των Ιησουϊτών της Σαραγόσα. Οι γονείς του φιλοδοξούσαν να τον κάνουν έναν καθώσπρέπει Ισπανό πολίτη: καθολικό και ευγενή. Εκείνος όμως επαναστάτησε. Αρχικά, ενάντια στον Πατέρα - Παντοκράτορα. Αργότερα, αφού στα 17 του μετακόμισε στη Μαδρίτη, στο περίφημο, πειραματικό «παιδαγωγείο» της Residencia de Estudiantes ήρθε σε επαφή με το έργο σπουδαίων Ευρωπαίων καλλιτεχνών και επιστημόνων και αντιτάχθηκε ορμητικά στην ίδια του την κοινωνική τάξη. Εγινε φίλος με τον θεατρικό συγγραφέα και ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον σουρεαλιστή ζωγράφο Σαλβαντόρ Νταλί και μετά το θάνατο του πατέρα του το 1925, αναπνέοντας πιο ελεύθερα από ποτέ, έφυγε για το Παρίσι.

Στις αποσκευές του είχε χωρέσει την αγάπη του για τους κωμικούς του βωβού κινηματογράφου Χάρολντ Λόιντ και Μπάστερ Κίτον, χωρίς όμως να έχει ακόμα μολυνθεί από το μικρόβιο της κινηματογραφικής τέχνης. Αυτό τον βρήκε και τον διαπέρασε ως το μεδούλι όταν ήρθε αντιμέτωπος με το «Der Mude Τod» («Destiny» στα αγγλικά) του Φριτζ Λανγκ. «Οταν είδα αυτή την ταινία, ήξερα ξαφνικά τι ακριβώς θέλω να κάνω στη ζωή μου: σινεμά. Κάτι σε αυτή μίλησε σε κάτι βαθιά μέσα μου, αποσαφήνισε το όραμά μου για τον κόσμο».

Το 1926 άρχισε να δουλεύει ως βοηθός σκηνοθέτης του Ζαν Επστάιν, ενώ το 1929 με την οικονομική στήριξη της μητέρας του προκάλεσε τον πρώτο εκκωφαντικό (και ακούραστα ασίγαστο, 80 χρόνια μετά) παφλασμό στον ρου της Ιστορίας, συνυπογράφοντας με τον Σαλβαντόρ Νταλί το 17 λεπτών φιλμικό σοκ με τίτλο «Ενας Ανδαλουσιανός Σκύλος» που γυρίστηκε στο Παρίσι, λατρεύτηκε από την ομάδα των σουρεαλιστών και έγινε δεκτό μετά βαϊων και κλάδων στα πηγαδάκια της μπουρζουαζίας (ευρέως γνωστής ως αστική τάξη). Αυτή, όμως, δεν ήταν η αντίδραση που προσδοκούσε ο Μπουνιουέλ. Ορκίστηκε πως με την επόμενη ταινία του θα έκανε τις προθέσεις του σαφέστερες, στηλιτεύοντας με τον πιο εξωφρενικό τρόπο κάθε εξουσία (πολιτική, θρησκευτική ή κοινωνική), η οποία δεν μπορεί παρά να είναι υποκριτική και καταπιεστική.

Με την 60λεπτη «Χρυσή Εποχή» του 1930, όμως, θα πυροδοτούσε μια θύελλα αντιδράσεων που ούτε ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί. Η μπουρζουαζία κατάπιε αμήχανα τη γλώσσα της, ενώ μέλη της ακροδεξιάς εισέβαλαν στην αίθουσα Studio 28 του Παρισιού, όπου προβαλλόταν το αναρχικό φιλμ, έσκισαν τους σουρεαλιστικούς πίνακες που εκτίθονταν στο φουαγιέ, πέταξαν μελάνι στην οθόνη και κατέστρεψαν τα καθίσματα. Το σκάνδαλο απλώθηκε σαν ιός στη πόλη και οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή για να αποτρέψουν τα χειρότερα από το να απαγορέψουν επ αόριστον την προβολή του.

Ο δημιουργός του όμως δεν πτοήθηκε. Αν και η σχέση του με τους σουρεαλιστές (που εκμεταλλεύτηκαν για δικούς τους σκοπούς το πανδαιμόνιο που προκάλεσε η «Χρυσή Εποχή») όδευε σε οριστική ρήξη, σκαρφίστηκε, εν έτει 1932 ένα σουρεαλιστικό ντοκιμαντέρ: το στενάχωρο και γκροτέσκο, 27λεπτο «Γη Χωρίς Ψωμί» («Las Ηurdes»). Ενα εγχείρημα που πέρασε σχετικά απαρατήρητο και πάτησε απότομα φρένο στην καριέρα του, ενώ απαγορεύτηκε από τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις στην Ισπανία. Εκεί όπου ο Μπουνιουέλ επέστρεψε το 1934 για να δουλέψει στο Filmofono - ένα πείραμα των Ισπανών Ρεπουμπλικάνων στην (προ)κατασκευή «έντιμου, εμπορικού σινεμά». Εκεί όπου ένιωθε πάντα μετέωρος ανάμεσα στην αριστερή ιδεολογία του και τη μετριοπάθεια που του επέβαλαν η καταγωγή και η εκπαίδευσή του, καθώς δεν ήθελε να απαρνηθεί κάποια από τα προνομία που αυτές του εξασφάλιζαν. Εκεί, όπου άντεξε για δύο μόνο χρόνια. Μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο που θα τον έστελνε αναγκαστικά στην εξορία.

Οταν έφυγε για τις Η.Π.Α, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και τα στούντιο των Paramount και Warner Bros του έδωσαν την ευκαιρία να μελετήσει τη χρήση του ήχου στο σινεμά, μισθώνοντας τον ως υπεύθυνο για το ντουμπλάζ ξενόγλωσσων ταινιών. Το 1946 έφτασε στο Μεξικό για τα γυρίσματα ενός φιλμ που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και αποφάσισε να μείνει. Για πάντα. Στην πατρίδα που επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του, μετακόμισε και η οικογένειά του (η πιστή και υπομονετική σύζυγος Ζαν Ρουκάρ και οι δύο γιοι του). Εκεί γύρισε 20 ταινίες, επέστρεψε απρόσκοπτα, μετά τα ταξίδια του στην Ισπανία, τη Γαλλία (ήδη πολυβραβευμένος στα διεθνή φεστιβάλ για να γυρίσει τα ώριμα αριστουργήματά του των 60s και των 70s) και τις ΗΠΑ, έγραψε την αυτοβιογραφία του «Η Τελευταία Πνοή» (στην οποία παραθέτει τη συνταγή για τα αγαπημένα του μαρτίνι και δηλώνει ότι θα έκαιγε με ευχαρίστηση όλες τις κόπιες των ταινιών του) και πέθανε στις 29 Ιουλίου 1983, από κίρρωση του ύπατος. Ακόμα άθεος. Επισήμως, τουλάχιστον.

«Ευτυχώς που κάπου ανάμεσα στο τυχαίο και στο μυστηριώδες βρίσκεται η φαντασία, το μόνο πράγμα που προστατεύει την ελευθερία, παρά το γεγονός ότι ο κόσμος προσπαθεί να τη μειώσει ή να την εξαφανίσει τελείως».

Ο κατά τον Μπουνιουέλ σουρεαλισμός

Ο Μπουνιουέλ καπνίζει μανιωδώς ενώ ακονίζει τη λεπίδα ενός ξυραφιού. Κόβει ένα νύχι του για να βεβαιωθεί πως είναι κοφτερό. Βγαίνει στο μπαλκόνι για να δει την πανσέληνο. Ενα άπαχο σύννεφο ετοιμάζεται να τη συναντήσει. Ο Μπουνιούελ κρατά ορθάνοιχτο με τον δείκτη και τον αντίχειρά του το μάτι μιας... ουρανοκατέβατης γυναίκας. Το σύννεφο περνά μπροστά από την πανσέληνο διχοτομώντας την. Το ξυράφι κόβει βαθιά το γυναικείο μάτι και το ανοίγει στα δύο... (Η αρχή του «Ανδαλουσιανού Σκύλου» του1929).

Ο Μπουνιουέλ ενθουσιάστηκε όταν έμαθε ότι οι σκορπιοί αυτοκτονούν όταν βρεθούν παγιδευμένοι σε έναν κύκλο φωτιάς και συμπεριέλαβε μια σκηνή τέτοιου, ενστικτώδους χαρακίρι στο σενάριο του δεύτερου κινηματογραφικού πειράματος του. Ο θρύλος λέει πως συνέλεξε 50 σκορπιούς για να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ετσι, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει έτοιμο υλικό από το ντοκιμαντέρ «Le Scorpion Languedocien» του 1912. (Η ιστορία πίσω από την αρχή της «Χρυσής Εποχής» του1930).

Ο «Ανδαλουσιανός Σκύλος» είναι ένας καθαρόαιμος εφιάλτης αλογόκριτα μεταγγισμένος στο σελιλόιντ. Που σε προκαλεί να δεις τον κόσμο με άλλα, όσο το δυνατό πιο ανοιχτά μάτια. Η «Χρυσή Εποχή» είναι ένα κωμικοτραγικό όνειρο γεμάτο σεξουαλικά απωθημένα ενός ανεκπλήρωτου -φιμωμένου από κοινωνικούς ή θρησκευτικούς κώδικες και προκαταλήψεις- έρωτα. Που παρατηρεί τους ήρωες της από απόσταση, με τη θρασεία σχολαστικότητα, αλλά και την υπεροπτική ψυχραιμία ενός εντομολόγου. Που θέλει να δικαιώσει τα ανθρώπινα ένστικτα. Οσο χυδαία ή κτηνώδη κι αν φαντάζουν.

Πηγή: http://www.cinemag.gr/article.asp?catid=10181&subid=2&tag=7545&pubid=762302