Το εθνικό στάδιο του Σαντιάγο δεν είναι ένα απλό αθλητικό στάδιο. Στα αποδυτήρια, στις αίθουσες και στους διαδρόμους του κάτω από τις εξέδρες, εξελίχθηκαν κάποιες από τις πλέον πιο μαύρες στιγμές την νεότερης χιλιάνικης ιστορίας. Στην πλειοψηφία του Χιλιάνικου λαού, το στάδιο αυτό ξυπνά τραυματικές μνήμες.
Δύο από αυτές τις τραυματικές ιστορίες, μία στον καλλιτεχνικό και μία στον αθλητικό χώρο, θα γνωρίσουμε εν συντομία μέσα από αυτό το άρθρο.
Τον Σεπτέμβρη του 1973, η δημοκρατία στη Χιλή βιάσθηκε με τον πιο φρικτό τρόπο. Το πείραμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε για μια κοινωνία σοσιαλιστικά αυτοδιαχειριζόμενη και απόλυτα ανεξάρτητη συνεθλίβη μαζί με τον εμπνευστή της στο βομβαρδισμένο προεδρικό μέγαρο. Ακολούθησαν συλλήψεις, εκτελέσεις, και η τρομοκρατία απλώθηκε παντού μέσα στη Χιλή.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1973 το Στάδιο της Χιλής, όπως λεγόταν τότε, στην πρωτεύουσα Σαντιάγο «υποδέχτηκε» εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους που συνελήφθησαν την επομένη του πραξικοπήματος του δικτάτορα Πινοσέτ. Το επόμενο χρονικό διάστημα το στάδιο αυτό έγινε τόπος βασανιστηρίων και εκτελέσεων για τους περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους. Ένας από αυτούς τους κρατούμενους ήταν ο κοσμοαγάπητος τραγουδιστής, συνθέτης, σκηνοθέτης και ποιητής Victor Jara.
Γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1932 στο Σαν Ιγνάθιο. Οι οικογένειά του ήταν μια τυπική αγροτική-φτωχή οικογένεια που πάλευε καθημερινά για την επιβίωσή της. Μάλιστα σε μικρή ηλικία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να δουλέψει μαζί με τον πατέρα του σε ένα εργοστάσιο επίπλων ενώ στα δεκαπέντε του χρόνια έμεινε ορφανός από την μητέρα του. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια.
Η καλλιτεχνική του φλέβα, παρά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, είχε φανεί από νωρίς. Σε ηλικία 24 ετών ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στη σχολή θεάτρου του πανεπιστημίου του Σαντιάγο. Το 1957 εντάχθηκε στο μουσικό γκρούπ φολκλορικού χαρακτήρα Cuncumen μέσα από το οποίο γνώρισε και την διάσημη τραγουδίστρια Violeta Parra, η οποία τον βοήθησε πάρα πολύ στην μουσική καριέρα του.
Το 1961 έγραψε το πρώτο του τραγούδι, το «Paloma quiero contarte» ενώ η δράση του με διάφορους θεατρικομουσικούς θιάσους ήταν αξιοθαύμαστη, καθώς πήρε μέρος σε πολλές περιοδείες στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική.
Το 1966 κυκλοφόρησε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τίτλο το όνομά του «Victor Jara» ενώ τον επόμενο χρόνο ηχογράφησε μαζί με το μουσικό γκρούπ Quilapayun, του οποίου ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής από το 1966 έως το 1970, το άλμπουμ «Canciones folcloricas de America».
Ακολούθησαν πολλές διακρίσεις εντός κι εκτός Χιλής που τον καθιέρωσαν στη συνείδηση του κόσμου. Παράλληλα με τις δραστηριότητές του, ασχολήθηκε ενεργά και με το κομμουνιστικό κόμμα. Αρκετοί από τους στίχους των τραγουδιών του ήταν σαφώς επηρεασμένοι από τους αγώνες του κόμματος και του λαού εναντίον της κοινωνικής αδικίας, της εκμετάλλευσης και της βίας. Μάλιστα τραγούδησε γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο ζωντανά στην χιλιανή τηλεόραση. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο λαό όλης της Λατινικής Αμερικής που έβλεπε έναν καλλιτέχνη να έχει ταυτιστεί απόλυτα μαζί του και να έχει εξελιχθεί στην ίδια του τη φωνή. Αντίθετα στις ανώτερες τάξεις της εξουσίας είχε δημιουργήσει αρκετές αντιπάθειες. Κι ενώ εργαζόταν πυρετωδώς για την ηχογράφηση διαφόρων δίσκων ήρθε το περίφημο πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Οι ένοπλες δυνάμεις του στρατηγού Πινοσέτ επικράτησαν στη χώρα με κτηνώδη βία και ωμότητες. Εισέβαλαν μάλιστα και στο πανεπιστήμιο όπου βρισκόταν ο Victor Jara και τον συνέλαβαν μαζί με άλλους καθηγητές και μαθητές. Κρατήθηκε σε μυστική φυλακή μαζί με άλλους συντρόφους όπου και βασανίστηκε. Πέντε ημέρες αργότερα οδηγήθηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους στο «Στάδιο της Χιλής» όπου εκεί γνώρισε τον βασανισμό, τον εξευτελισμό και τελικά τον ίδιο τον θάνατο.
Ο Victor Jara εκτελέσθηκε εν ψυχρώ στα αποδυτήρια του γηπέδου αφού πρίν τον είχαν βασανίσει σπάζοντάς του αρκετά από τα κόκκαλα των χεριών του και διατάζοντάς τον παρ’όλα αυτά να παίξει με την κιθάρα του τα τραγούδια του! Αιμόφυρτος όπως ήταν ο Jara έπαιξε ένα τραγούδι περί εθνικής ενότητας κάτι που εξόργισε έναν στρατιωτικό και στρέφοντας ένα πιστόλι στον κρόταφό του έπαιξε για λίγο ρώσικη ρουλέτα ώσπου τελικά τον εκτέλεσε... Στις 18 του Σεπτέμβρη του 1973 η γυναίκα του Τζόαν τον αναγνώρισε ψάχνοντας ανάμεσα σε εκατοντάδες πτώματα. Οι παλάμες του ήταν θρυμματισμένες ενώ στην τσέπη του βρήκε ένα μισοτελειωμένο ποίημα. «η σιωπή και οι κραυγές θα είναι το τέλος του τραγουδιού μου...» Λίγες μέρες αργότερα στο παπούτσι ενός συγκρατούμενου του βρέθηκε το τελευταίο του ποίημα με δύο τίτλους. . . «Somos cinco mil» (είμαστε πέντε χιλιάδες) ή «Το Στάδιο της Χιλής»
Somos cinco mil
en esta pequeña parte de la ciudad.
Somos cinco mil
¿Cuántos seremos en total
en las ciudades y en todo el país?
Solo aquí
diez mil manos siembran
y hacen andar las fábricas.
¡Cuánta humanidad
con hambre, frío, pánico, dolor,
presión moral, terror y locura!
Είμαστε πέντε χιλιάδες
Σε αυτή την μικρή γωνιά της πόλης
είμαστε πέντε χιλιάδες
πόσοι θα ήμαστε συνολικά
στις πόλεις και σε όλη την χώρα;
Μόνο εδώ
δέκα χιλιάδες χέρια φυτεύτηκαν
και κάνουν τα εργοστάσια να προχωρούν.
Πόσοι άνθρωποι με πείνα, κρύο, πανικό, πόνο,
ηθική πίεση, τρομοκρατία και τρέλα!
Το στρατιωτικό καθεστώς προσπάθησε να καταλαγιάσει τη διεθνή κατακραυγή λέγοντας πως ο θάνατος του Victor Jara προήλθε από αδέσποτη σφαίρα, όμως δεν τα κατάφερε. Τα τραγούδια του Victor Jara τριάντα οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του εξακολουθούν να συντροφεύουν τους αγώνες των λαών της υφηλίου.
Λίγο αργότερα στις 21 Νοεμβρίου του 1973, είχε προγραμματισθεί να γίνει στο Σαντιάγο ο ποδοσφαιρικός αγώνας–μπαράζ μεταξύ της Χιλής και της Σοβιετικής Ένωσης, για την πρόκριση στο παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου της επόμενης χρονιάς (1974).
Το πρώτο παιχνίδι είχε διεξαχθεί στη Μόσχα και έληξε με 0-0. Οι Σοβιετικοί κατέστησαν από την πρώτη στιγμή σαφές πως δεν θα πήγαιναν στη Χιλή για τον αγώνα ρεβάνς και ζήτησαν τη διεξαγωγή του σε ουδέτερο γήπεδο.
Η FIFA δεν έκανε δεκτό το αίτημα των Σοβιετικών και σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο το χουντικό καθεστώς της Βραζιλίας που υποστήριζε τον Πινοσέτ. Οι Σοβιετικοί «θυσίασαν» την πρόκριση στο Μουντιάλ αποφασίζοντας να μην εμφανιστούν στο γήπεδο καθώς θα τιμωρούνταν με ήττα στα «χαρτιά». Κι έτσι κι έγινε...
Η εθνική ομάδα της Χιλής κατέβηκε παρ’όλα αυτά στο γήπεδο, όπως επέβαλαν οι κανονισμοί. Έκαναν κανονικά την σέντρα ενώ απέναντί τους δεν υπήρχε κανείς! Αντάλλαξαν μερικές πάσες και βρισκόμενοι μπροστά στο κενό τέρμα σκόραραν κάνοντας το 1-0 σκόρ που τους έδινε την πρόκριση και τυπικά! Αφού περίμεναν λίγο όπως λέει τυπικά ο κανονισμός, οι ποδοσφαιριστές της χωρίστηκαν σε δύο ομάδες για να αγωνιστούν μεταξύ τους!
Ο αρχηγός Βαλντέζ στα αποδυτήρια είχε φέρει αντίρρηση σε όλο αυτό το σκηνικό. Τότε ένα περίστροφο ενός λοχαγού τοποθετήθηκε στον κρόταφό του... Άλλαξε γνώμη αμέσως... Στον αγώνα επικράτησαν οι βασικοί των αναπληρωματικών με 5-0 και απ΄ότι ειπώθηκε επισήμως στις κερκίδες υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός για την πρόκριση της Χιλής στο παγκόσμιο κύπελλο του 1974 που θα διεξαγόταν στη Δυτική Γερμανία. Σε κλίμα πανηγυρικό, πολιτική ηγεσία και παίκτες (αν μπορούσαν ας έκαναν κι αλλιώς) γιόρτασαν την πρόκριση.
Την ίδια ώρα στα υπόγεια του γηπέδου υπήρχαν ακόμη πάρα πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι. Κάποιοι από αυτούς ήταν νεκροί και άλλοι ήταν βασανισμένοι.
Τριάντα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 2003 η κυβέρνηση της Χιλής, σαν ένδειξη ελάχιστης τιμής προς τον Victor Jara, μετονόμασε το εθνικό στάδιο του Σαντιάγο σε στάδιο «Victor Jara».
Το άρθρο αντλεί πληροφορίες από τον Ηλία Γιαννακάκη και το βιβλίο του «το μυθιστόρημα του ποδοσφαίρου» και το blog El Sombrero.