Του ΒΙΚΤΟΡΑ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ*

Την τελευταία δεκαπενταετία το αναγνωστικό μας κοινό έγινε αποδέκτης τριών νέων εγχειρημάτων πολιτογράφησης του Δον Κιχώτη στην επικράτεια της ελληνικής γλώσσας. Το 1994 ο αείμνηστος Ηλίας Ματθαίου έφερε εις πέρας τον άθλο του «εξελληνισμού» και των δύο τόμων του μυθιστορήματος του Cervantes. Ακολούθησε το 1997 η, επίσης πλήρης και καθ’ όλα αξιοπρεπής, μετάφραση του Δημ. Ρήσου (αλλά που, για αδιευκρίνιστους λόγους, πέρασε απαρατήρητη) και, στα τέλη της περασμένης χρονιάς, εκείνη του πρώτου τόμου, από την νεαρή (πλην όμως ήδη έμπειρη) μεταφράστρια-ισπανίστρια Μελίνα Παναγιωτίδου. Παρατηρείται λοιπόν μια αισθητή επιτάχυνση και εντατικοποίηση της πρόσληψης του θερβαντινού έργου στην Ελλάδα, εάν μάλιστα αναλογισθεί κανείς ότι η πρώτη μετάφραση του Δον Κιχώτη -τους Κλ. Καρθαίο και Ιουλία Ιατρίδη- πήρε μιαν ολόκληρη τεσσαρακονταετία.

Κατά την αντίληψή μου, η ελληνική πορεία ενός αριστουργήματος του «δυτικού κανόνα» (Harold Bloom) απεικονίζει σε μικρογραφία την αφομοίωση του ίδιου αυτού κανόνα, μέσα από την προοδευτική ωρίμανση της ελληνικής ως φιλολογικής γλώσσας.

Πιο αναλυτικά, ο Κ. Καρθαίος, που ανήκε στη γενιά του μαχόμενου δημοτικισμού, ανέλαβε να αποδείξει έμπρακτα ότι η νεοελληνική, με τις λαϊκο-βυζαντινές καταβολές της και διατηρώντας εις το ακέραιο τον δημώδη χαρακτήρα της, ήταν ικανή να δεξιωθεί στους κόλπους της τον διάλογο μεταξύ λογίας και λαϊκής παράδοσης, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός αντιπροσωπευτικού έργου της ευρωπαϊκής Αναγέννησης όπως ο Δον Κιχώτης. Η δε Ιουλία Ιατρίδη, με προθέσεις και στόχους ανάλογους με αυτούς του Καρθαίου, προχώρησε αποφασιστικά στην εξερεύνηση του λαβυρινθώδους χώρου του Μπαρόκ, όπου δικαιωματικά ανήκει το β’ μέρος του έργου.

Εν τω μεταξύ όμως, στο γλωσσικό και πολιτισμικό περιβάλλον υποδοχής έλαβε χώρα μια ριζική αλλαγή - όχι ρήξη, αλλά στροφή αρκετών μοιρών -, που ματαίωσε εν μέρει την προσπάθεια του προηγούμενο «διδύμου» μεταφραστών και έθεσε επί τάπητος την ανάγκη για επαναδιαπραγμάτευση των συνθηκών και όρων της πρόσληψης του θερβαντινού μυθιστορήματος. Πρόκειται για την εξάντληση των «μαγικών δυνάμεων της δημοτικής» (που ο Νικόλαος Κάλας είχε διαγνώσει από τον Μεσοπόλεμο ακόμη) και κυρίως για την ανάδυση και τη γοργή ανάπτυξη ενός αστικού ιδιώματος το οποίο υπερβαίνει τα διλήμματα του «γλωσσικού ζητήματος».

Το νέο αυτό υφο-λειτουργικό επίπεδο της ελληνικής εμφανίζεται, και μάλλον είναι ο καταλληλότερος εκφραστικός φορέας του δυτικού κανόνα στην πιο σύγχρονη υπόστασή του. Πλην όμως, ως διαχρονική ολότητα ο εν λόγω κανόνας παραμένει καθ’ ημάς «μετέωρος», αφού στερείται ορισμένων βασικών παραμέτρων, που η εγχώρια εξέλιξη στάθηκε ανίκανη να πραγματώσει με «οργανικό» τρόπο. Τίθεται λοιπόν θέμα «αναπαραγωγής» τους, έστω και μόνον (πώς αλλιώς και πού αλλού;) στην περιοχή του «ως εάν». Ακριβώς ένα τέτοιο ιστορικό υπόβαθρο, επινενοημένo ή contra factual, γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην τελευταία φάση της πρόσληψης του Δον Κιχώτη στην Ελλάδα.

Στην κατεύθυνση αυτήν, προσανατολίστηκε πρώτος ο Ηλίας Ματθαίου. Αν και οι προτιμήσεις του πλησίαζαν μάλλον τις γλωσσικές επιλογές των Καρθαίου-Ιατρίδη, προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτές, διαισθανόμενος ότι έτσι όχι μόνο θα άγγιζε πιο άμεσα την ευαισθησία του σημερινού αναγνώστη, αλλά και θα ανταποκρινόταν «πιστότερα» στην πολυδιάστατη αλλά ενιαία ισπανική του Cervantes. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, το σχετικό εγχείρημα υπήρξε επιτυχές, και συνολικά και επί μέρους. Στο ενεργητικό του θα κατέγραφα, για παράδειγμα, τον αβίαστο εγκλιματισμό στο εγχώριο φιλολογικό περιβάλλον, ενός από τα βασικά συστατικά του δυτικού κανόνα και συγχρόνως μίας δραστικότατης δομής του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος· ο λόγος περί της «κατά τρίτον επιθυμίας» (René Girard), πιο γνωστής ως «ερωτικού τριγώνου». Διαπιστώνω δε ότι, την ίδια περίπου περίοδο που κυκλοφόρησε η «κιχωτική» διασκευή του Ματθαίου, Έλληνες πεζογράφοι άρχισαν να εξερευνούν εις βάθος και να αξιοποιούν δημιουργικά αυτήν ακριβώς την έκφανση του ερωτικού βιώματος, που σε προηγούμενες εποχές δεν τους είχε απασχολήσει ιδιαίτερα. Δεν θα ισχυριστώ ότι τα αμυδρά συμπτώματα τέτοιας θεματολογίας συνδέονταν άμεσα με το συγκεκριμένο θερβαντινό μετάφρασμα~ ωστόσο δυσκολεύομαι να πιστέψω πως επρόκειτο για απλές συμπτώσεις. Αν μη τι άλλο, χωράει εδώ η εικασία για κάποιο είδος διάδρασης, υπό την έννοια της αμοιβαίας στήριξης της εκατέρωθεν πρόσληψης.

Στη μετάφραση, όπως και σε κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, η αλλαγή φρουράς γίνεται με τη σύγκρουση των διαφόρων ομάδων ηλικίας, ενώ τα αλλεπάλληλα επιτεύγματά τους λειτουργούν αθροιστικά. Τα «παιδιά» εξεγείρονται εναντίον των «γονέων»· ενίοτε η εξέγερσή τους συναντά καθ’ οδόν τους «παππούδες», που κι αυτοί είχαν αμφισβητηθεί από τα δικά τους τέκνα, και ούτω καθεξής, εις το διηνεκές~το τελικό αποτέλεσμα είναι, οπωσδήποτε, ότι η κάθε ανερχόμενη γενιά επεκτείνει τις κατακτήσεις της εκάστοτε απερχομένης.

Η ιστορία των ελληνικών μεταφράσεων του Δον Κιχώτη επιβεβαιώνει το δυναμικό αυτό σχήμα. Ως άρτι αφιχθείσα στον κύκλο των «κιχωτιστών», φυσικό είναι η Μελίνα Παναγιωτίδου να αποβλέπει πρωτίστως στη διαφοροποίηση από τον αμέσως προγενέστερο. Ως εκ τούτου, το εγχείρημά της διοχετεύεται σχεδόν μοιραία στην ίδια κατεύθυνση με τη μετάφραση των Καρθαίου-Ιατρίδη. Με άλλα λόγια, στοχεύει στην αναπαραγωγή των αναγεννησιακών καταβολών του δυτικού κανόνα, ως εάν o η γλώσσα και η λογοτεχνία υποδοχής μετείχαν του ίδιου αυτού πολιτισμικού πλέγματος. Πλην όμως, όσο και να επικαλύπτονται οι προθέσεις, διαφέρει:άρδην η υλοποίησή τους. Στη μία περίπτωση, η επίτευξη τέτοιων στόχων φαντάζει αδύνατη με τα εργαλεία της παλαιοδημοτικής· στην άλλη, η μεταφράστρια έχει εξασφαλίσει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς κινείται σε ένα γλωσσικό πλαίσιο με στίγμα νεωτερικό (το οποίο χάραξε εν πολλοίς ο Ματθαίου).

Κατά τη δική μου αντίληψη, το βασικό κριτήριο αποτίμησης μιας τέτοιας προσπάθειας είναι το εάν, και σε ποιο μέτρο ο συγκεκριμένος μεταφραστής καταφέρνει (ή όχι) να ενεργοποιήσει στο κείμενο-στόχο τους περίπλοκους μηχανισμούς της παρωδίας, επί των οποίων δεδηλωμένα στηρίζεται το κείμενο-αφετηρία. Η παρωδία, ακόμη και η πιο δηκτική, είναι ένα είδος «ήπιας» άρνησης, η οποία ενσωματώνει το αντικείμενό της, την ίδια στιγμή που το αποδομεί, εκτρέποντας τις αρχικά σοβαρές λειτουργίες του στην κατεύθυνση του γελοίου. Μαζί και με άλλους εκπροσώπους της όψιμης Αναγέννησης (Shakespeare, Μολιέρος κ.λπ.), ο Cervantes διακωμωδεί λ.χ. τη ρητορική της εκζήτησης· στην εποχή του, το νοσηρό αυτό σύνδρομο της γραφής είχε εισδύσει ευρέως στο, μεσαιωνικής εξάλλου προελεύσεως, είδος των ιπποτικών ιστοριών, που με τόση αδηφαγία καταβρόχθιζε ο Alonso Quijano, μετέπειτα Δον Κιχώτης. Από τις πρώτες κιόλας παραγράφους του έργου, ο συγγραφέας μας τον παρουσιάζει καταγοητευμένον από λεκτικές πιρουέτες όπως μια φράση που έκτοτε έχει γίνει παροιμιώδης: La razón de la sinrazón que a mi razón se hace, de tal manera mi razón enflaquece, que con razón me quejo de la vuestra fermosura - την οποίαν η Μελίνα Παναγιωτίδου μεταφέρει επιτυχώς στα ελληνικά: «Ο λόγος για το άλογο που ήβρε τα λογικά μου τόσο παραλογιάζει με που λογικό θαρρώ την εμορφιά σας να λογιάζω». Το μετάφρασμα είναι εκφραστικά λειτουργικό, όχι μόνον επειδή μας μεταβιβάζει την ίδιαν αίσθηση σημασιολογικού «θορύβου», και δη με τα ίδια λεκτικά μέσα του πρωτοτύπου (δηλαδή παραλλάσσοντας το θέμα του ‘λόγου’), αλλά κυρίως γιατί έτσι μας πείθει ότι εδώ ο Cervantes κάτι παρωδεί, παρ’ ότι αυτό το «κάτι» - η εκζήτηση ως μανιεριστική στρέβλωση της courtoisie - παραμένει ξένο προς το οικείο γλωσσικό και πολιτισμικό σύστημα.

Ωστόσο, η θερβαντινή παρωδία είναι πάντα αμφίσημη, αφού ενσωματώνει το αντικείμενό της, που θα πει πως, με τον τρόπο της, το σώζει και το διαιωνίζει. Η διαπίστωση της δισυπόστατης αυτής φύσεως του παρωδικού εγχειρήματος έκανε τον Μπόρχες να ισχυρισθεί ότι η ουσία του Δον Κιχώτη δεν ήταν τόσο η αναίρεση των συμβάσεων της ιπποσύνης, όσο ο μελαγχολικός αποχαιρετισμός τους. Όπερ και φαίνεται ξεκάθαρα στο πασίγνωστο επεισόδιο του β’ μέρους, όπου ο ήρωας υποδέχεται την δήθεν «μαγεμένη» Ντουλθινέα με ένα λογύδριο καθ’ όλα παρόμοιο με εκείνο που παρωδείται στο α’ μέρος. Η διαφορά είναι ότι εδώ, παρ’ όλο που ο «ευφάνταστος ιππότης» γελοιοποιείται στο ευρύτερο αφηγηματικό context, αυτή καθ’ εαυτή η «ατάκα» του διέπεται από αυθεντική συγκίνηση, η οποία μεταβιβάζεται και στον αναγνώστη.

Για να κρίνουμε εάν κατά πόσον η μεταφράστρια κατόρθωσε να συλλάβει και να αποδώσει αυτήν την «άλλην» όψη της θερβαντινής παρωδίας, θα πρέπει να περιμένουμε την αποπεράτωση του δύσκολου έργου που επωμίσθηκε και που με τόσο καλές επιδόσεις το έφερε στα μισά της διαδρομής.

Καλό κουράγιο, Μελίνα!

*Ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς είναι ισπανιστής, αναπληρωτής καθηγητής ισπανόφωνης λογοτεχνίας ΑΠΘ

Πηγή: www.avgi.gr