Ευρετήριο Άρθρου

Ο Δρόμος, η ιστορία

Η προσκυνηματική διαδρομή του Απόστολου Ιακώβου είναι η ίδια η πεμπτουσία της Ευρώπης ή της ευρωπαϊστικής συνείδησης. Λόγω του ότι συντίθεται από ένα δίκτυο προσκυνηματικών δρόμων που συνδέει τα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ευρώπης με τον τάφο του Αποστόλου, ανακηρύχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης Πρώτη Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Διαδρομή το 1987, και ενισχύθηκε με την ανακήρυξή της από την ΟΥΝΕΣΚΟ το 1993 ως Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Ομόνοιας του Ιδρύματος Πρίγκιπας των Αστουριών το 2004.

Η ανακάλυψη του τάφου του Αποστόλου Ιακώβου προκαλεί αμέσως ένα ρεύμα προσκυνήματος προς το μέρος όπου είχε εντοπιστεί, μετατρέποντας την μικρή πόλη Locus Sancti lacobi σε ένα θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο δυτικής απήχησης, κάνοντας την αρχή για τη δημιουργία της πόλης Σαντιάγο δε Κομποστέλα και διατηρώντας ζωντανή και σήμερα την εξαιρετική ικανότητα του καλέσματός της.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιάκωβος ήταν ο Απόστολος που κήρυξε στους πιο μακρινούς τόπους μεταξύ των γνωστών, στο δυτικό όριο. Στην Παλαιστίνη, ο Ηρώδης Αγρίππας τον καταδικάζει σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού το έτος 44 της εποχής μας.

Ακολουθώντας την ιακωβική παράδοση, δυο από τους μαθητές του Ιακώβου, ο Αθανάσιος και ο Θεόδωρος, περιμάζεψαν το σώμα και το κεφάλι του, και τα μετέφεραν μέχρι τη Γαλικία, καταπλέοντας με το σκάφος τους στην Ίρια Φλάβια, μετά από επτά ημέρες πλεύσης. Ύστερα από διάφορες περιπέτειες γίνεται ο ενταφιασμός του σε ένα δάσος γνωστό ως Λιμπρεντόν.

Μετά από οκτώ αιώνες στη λήθη, τον τάφο του Αγίου Ιακώβου και των μαθητών του βρίσκει ένας ερημίτης, ονόματι Πελάγιος, μεταξύ του 820 και 830 μ.Χ., στο εν λόγω δάσος στην επισκοπή της Ίρια Φλάβια, τη δυτικότερη του Βασιλείου των Αστουριών. Το γεγονός εξακριβώθηκε από τον επίσκοπο Θεοδώμιρο, ο οποίος το γνωστοποίησε στον βασιλιά Αλφόνσο Β’. Αυτός σπεύδει γρήγορα από το Οβιέδο για να επισκεφτεί το μέρος και να επιβεβαιώσει τη θαυματουργή αποκάλυψη, κι έτσι γίνεται ο πρώτος προσκυνητής στον άγιο τόπο. Το πρώτο γραπτό ντοκουμέντο που σώζεται σχετικά με την ανακάλυψη είναι η Concordia de Antealtares του 1077. Η εύρεση του τάφου του Αγίου Ιακώβου και η διάδοση της λατρείας του Αποστόλου ενδυναμώνει την πρόσφατα ιδρυθείσα Εκκλησία των Αστουριών, και τις πολιτικές βλέψεις της μοναρχίας, απέναντι στις ισλαμικές επιθέσεις και τον καρολίγγειο επεκτατισμό. Ο ναός λατρείας του Αποστόλου μετατρέπεται σε πρωτεύουσα επισκοπής προς ζημία της Ίρια Φλάβια.

Με εντολή του Αλφόνσου Β’ ανεγέρθη μια ταπεινή εκκλησία πάνω από τον τάφο, αφιερωμένη στη λατρεία του Αποστόλου. Η δεύτερη αποστολική βασιλική που η μοναρχία κατασκεύασε στην Κομποστέλα καθαγιάστηκε από τον Αλφόνσο Γ’ το 899.

Η πόλη Σαντιάγο δε Κομποστέλα, που γεννήθηκε κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή, διαμορφώθηκε λιγότερο από δωρεές γης και περιουσιακών στοιχείων από τους μονάρχες, και περισσότερο ως αποτέλεσμα της αυθόρμητης συνάντησης ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης. Το προσκύνημα γνωρίζει αξιοσημείωτη επιτυχία στα μέσα του 10ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια όλου αυτού του αιώνα ο Δρόμος του Αγίου Ιακώβου διασχίζει το έδαφος της Λεόν, αφήνοντας ένα βαθύ ίχνος στους κατοίκους, που εκπλήσσονται από την ικανότητα καλέσματος του Αποστόλου, καθώς και σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια με τη δράση διάδοσης των προσκυνητών που επιστρέφουν.

Το Σαντιάγο δε Κομποστέλα αποτελούσε, στα τέλη του 10ου αιώνα, ένα αστικό κέντρο μεσαίων διαστάσεων, παρόλο που θεωρούνταν θρησκευτικό κέντρο διεθνούς κύρους. Το 997 η έφοδος ενός ισχυρού ισλαμικού στρατού, με επικεφαλής τον Αλμανθόρ, που κατέστρεψε και λεηλάτησε πλήρως την πόλη, έτρεψε σε φυγή όλους τους κατοίκους της εκτός από τον επίσκοπο, Άγιο Ρουδεσίνδο. Το 1057 ο επίσκοπος Ντιέγο Πελάεθ και ο βασιλιάς Αλφόνσο ΣΤ’ ξεκινούν την κατασκευή του ρωμαϊκού καθεδρικού, ενώ ήταν ο Ντιέγο Χελμίρεθ, ο πρώτος αρχιεπίσκοπος της Κομποστέλα, αυτός που έδωσε την οριστική ώθηση.

Το προσκύνημα, ως μεσαιωνικό φαινόμενο, διέθετε ένα κατ’ εξοχήν θρησκευτικό στοιχείο. Το πιο αγνό και γνήσιο κίνητρο ήταν η απονομή τιμής στον Απόστολο. Επίσης προσκυνούσε κανείς για να εκπληρώσει ένα τάμα, για να προετοιμαστεί πνευματικά πριν ζητήσει μια χάρη από τον Απόστολο ή τον Θεό και, ένα πολύ κοινό κίνητρο ήταν η απαλλαγή από ένα αμάρτημα.

Το προσκύνημα στο Σαντιάγο δε Κομποστέλα γνώρισε τη χρυσή εποχή της διασημότητάς του κατά τον 11ο, 12ο και 13ο αιώνα, χάρη στην προώθηση που έκανε το γαλλικό βενεδικτινό αββαείο του Κλουνύ, στην αφοσιωμένη δράση του αρχιεπισκόπου Χελμίρεθ, στην θέληση του βασιλιά Σάντσο του Μέγα της Ναβάρας, στις αρχές του 11ου αιώνα, και των μοναρχών Αλφόνσου ΣΤ’ της Καστίλης και Λεόν, καθώς και του Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας και Ναβάρας, κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Αυτοί οι χριστιανοί βασιλείς υπήρξαν αποφασιστικοί υποστηρικτές του Δρόμου του Αγίου Ιακώβου στις επικράτειές τους, χαράσσοντας το δρόμο στις περιοχές όπου ακόμα δεν υπήρχε, χτίζοντας γέφυρες που για τη διατήρηση της φυσικής πορείας των ποταμών, κατασκευάζοντας εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, βοηθώντας τα μοναστήρια με δωρεές και απαλλάσσοντας από φόρους τους προσκυνητές που περνούσαν από τα εδάφη τους.

Άλλη μια βασική πτυχή του φαινομένου του προσκυνήματος ήταν η φιλοξενία του Δρόμου του Αγίου Ιακώβου, στην οποία έπαιξαν ρόλο τόσο οι ισχυροί όσο και οι ταπεινοί. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση οργανισμών κοινωνικής πρόνοιας που θα εξυπηρετούσαν τις πνευματικές, υλικές και υγειονομικές ανάγκες των προσκυνητών. Ανάλογα με την αιτία της ίδρυσής τους, εκκλησιαστική, πολιτική ή λαϊκή, οι οίκοι φιλοξενίας χωρίζονταν σε αυτούς των επισκοπών, των καθεδρικών ναών, των στρατιωτικών ταγμάτων, στους μοναστικούς οίκους, τους βασιλικούς οίκους, τους οίκους ευγενών ιδρυμάτων, των ενοριών και, στην περίπτωση των πόλεων του Δρόμου, έχουμε οίκους φιλοξενίας συντεχνιών και αδελφοτήτων. Είναι αναγκαίο να τονίσουμε τη σπουδαιότητα των μοναστηριών του Κλουνύ προς αυτή την κατεύθυνση, ή των στρατιωτικών ταγμάτων, κυρίως αυτού του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.

Η πολιτιστική κληρονομιά της λατρείας και του προσκυνήματος του Αγίου Ιακώβου στο Μεσαίωνα ήταν γενναιόδωρη. Παγκοσμίως το πιο γνωστό κείμενο που σχετίζεται με το Δρόμο του Αγίου Ιακώβου είναι ο Codex Calixtinus. To Liber Sancti Jacobi, λόγια ονομασία του κώδικα, καθιερώθηκε ως ένα κολοσσιαίο έργο για την προώθηση του Δρόμου. Με αυτό το εργαλείο ο Ντιέγο Χελμίρεθ στόχευε στην ανάπτυξη και το κύρος της αποστολικής και μητροπολιτικής έδρας. Άλλο σημαντικό κείμενο συνέλαβε λίγο μετά το έτος 1100 ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος, την Historia Compostelana. Βασικός του στόχος ήταν να καταγράψει όλες τις αξιόλογες πράξεις που είχε κάνει ο Χελμίρεθ για την ανάπτυξη της αποστολικής έδρας, ώστε οι διάδοχοί του να διέθεταν συμβολαιογραφική και νομική απόδειξη των θεμελίων, δικαιωμάτων και κτήσεων της Εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου.

Στην όψιμη μεσαιωνική εποχή, ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα είναι η τεράστια ανάπτυξη του θαλάσσιου προσκυνήματος και, παρόλο που βρίσκουμε αναφορές σε αυτό ήδη τον 11ο αιώνα, είναι τον 13ο και 14ο αιώνα που εκτοξεύονται οι αριθμοί του. Επίσης ο 14ος αιώνας μαρτυρεί τη μεγάλη οικονομική, κοινωνική και πρωτίστως δημογραφική κρίση, που είχε προκληθεί κυρίως από τη Μαύρη Πανώλη το 1348, πράγμα που προξενεί μείωση του αριθμού των προσκυνητών.

Στον 15ο αιώνα βρίσκουμε τη δημιουργία του Αγίου Έτους. Από εκεί και έπειτα, η κήρυξη κάθε Αγίου Έτους προκαλούσε μεγάλα προσκυνηματικά ρεύματα σε αναζήτηση του Ιωβηλαίου: της ειδικής χάρης της συγχώρεσης των αμαρτιών, που χορηγούνταν σε όλους τους πιστούς που προσκυνούσαν στην Κομποστέλα εκείνο το έτος. Το πρώτο Ιωβηλαίο Έτος ήταν γύρω στα 1428 και κηρύχθηκε το 1425 με πρωτοβουλία του Κομποστελάνου αρχιεπισκόπου Λόπε δε Μεντόθα.

Αφετηρία της αναγεννησιακής κουλτούρας στο Σαντιάγο αποτέλεσε ο εγκαινιασμός ενός μεγάλου νοσηλευτικού κτιρίου που είχε κατασκευαστεί με βασιλική χρηματοδότηση για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσκυνητών, αρρώστων, φτωχών και ζητιάνων. Για αυτό το λόγο, οι Καθολικοί Βασιλείς παραχώρησαν στο Μεγάλο Νοσοκομείο το ένα τρίτο του εκκλησιαστικού εισοδήματος του Βασιλείου της Γρανάδας που πρόσφατα είχε κατακτηθεί από τους μουσουλμάνους. Η κατασκευή του Βασιλικού Νοσοκομείου ολοκληρώθηκε το 1517.

Στις απαρχές της Σύγχρονης Εποχής βλέπουμε πώς το θρησκευτικό κίνημα της Μεταρρύθμισης βλάπτει το προσκύνημα στο Σαντιάγο, αφού ο Προτεσταντισμός αντιτίθεται στη λατρεία των αγίων, στα συχωροχάρτια, στα Ιερά ή Ιωβηλαία Έτη. Έτσι, το προσκύνημα αποδυναμώθηκε σε κοινότητες με μεγάλη ιακωβική παράδοση όπως η Γερμανική Αυτοκρατορία, οι σκανδιναβικές χώρες, τα Βρετανικά Νησιά και οι Κάτω Χώρες.

Ο Καθολικισμός μετά τη Σύνοδο του Τρέντο εκδηλώνεται με μια νέα ώθηση που ενίσχυσε τη λατρεία των αγίων. Είναι η αρχή της αναβίωσης του προσκυνήματος στο Σαντιάγο. Με το Μπαρόκ, το Σαντιάγο εκσυγχρονίζει την αστική εικόνα του, ανακαινίζοντας τον καθεδρικό και τις εκκλησίες του.

Το δυτικό προσκύνημα διατήρησε υψηλά τα επίπεδα της λαϊκής ευλάβειας μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Απόδειξη αυτής της ζωτικότητας είναι η κατασκευή, στον καθεδρικό του Αγίου Ιακώβου, με πρωτοβουλία του επισκόπου Ραχόι, του νεοκλασικού παρεκκλησίου της Θείας Μετάληψης (1764-1783), κτίσμα ευρύχωρης και καινοτόμου αρχιτεκτονικής που είχε σκοπό να προσφέρει τη θεία κοινωνία στους προσκυνητές.

Η μαζική συρροή προσκυνητών από τη Γαλατία σημειώνει πτώση εξαιτίας της Γαλλικής Επανάστασης και της ναπολεόντειας εισβολής στην Ιβηρική χερσόνησο. Η μεγαλύτερη μερίδα των προσκυνητών που έκαναν το Δρόμο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα προέρχονταν από άλλα μέρη της Ισπανίας, ενώ, μεταξύ των ξένων, οι Πορτογάλοι ήταν οι πιο πολυάριθμοι. Τα παλιά επίπεδα των προσκυνητών δε θα επιτυγχάνονταν πλέον. Οι Καρλικοί Πόλεμοι στην Ισπανία, η απώλεια δύναμης της Εκκλησίας και η εγκαθίδρυση της Πρώτης Ισπανικής Δημοκρατίας απομάκρυναν τους προσκυνητές από το Δρόμο του Αγίου Ιακώβου.

Ένα γεγονός ζωτικής σημασίας για το προσκύνημα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, ήταν η Δεύτερη Ανακάλυψη του λείψανου του Αγίου Ιακώβου (1879), που συνέβη μέσα στον καθεδρικό ναό. Αυτό ενίσχυσε το διεθνές ενδιαφέρον για το προσκύνημα, γι’ αυτό και το 1880 κηρύχθηκε Έκτακτο Άγιο Έτος. Η απόκρυψη είχε γίνει το 1589 με εντολή του επισκόπου Αγίου Κλήμη, φοβούμενος την έφοδο και λεηλασία της πόλης από τον Άγγλο πειρατή Φράνσις Ντρέικ. Η κρίση του προσκυνήματος τον 20ο αιώνα θα ερχόταν ως συνέπεια των δυο παγκοσμίων πολέμων και του ισπανικού εμφυλίου. Μετά από τη σκληρή μεταπολεμική περίοδο, συνέχισαν να φτάνουν θεοσεβούμενοι από τη Γαλικία και την υπόλοιπη Ισπανία και, σε λιγότερο βαθμό από το εξωτερικό. Οι προσπάθειες των αρχιεπισκόπων της Κομποστέλα κορυφώθηκαν με την κήρυξη του Δρόμου του Αγίου Ιακώβου ως Ιστορικο-καλλιτεχνικού Συμπλέγματος το 1962 από το Ισπανικό κράτος.

Υπήρξε, στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μια σειρά από γεγονότα, που σχεδόν πάντα εντοπίζονται στα Άγια Έτη 1982, 1993, 1999 και 2004, που αναζωογόνησαν το προσκύνημα στην Κομποστέλα και έκαναν περισσότερο και καλύτερα γνωστό το Δρόμο του Αγίου Ιακώβου. Αξίζει να σημειώσουμε την επίσκεψη του Αγιότατου Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ το 1982 και το 1989, και τα έργα επαναξιολόγησης και αναζωογόνησης των Δρόμων του Αγίου Ιακώβου από δημόσιους οργανισμούς, κυρίως από τη γαλικιανή διοίκηση.

Άγιο Έτος Αποστόλου Ιακώβου 2010

Το 2010 γιορτάζεται το δεύτερο Άγιο Έτος του 21ου αιώνα. Το Ιωβηλαίο Έτος της Κομποστέλα έχει την αφετηρία του στο Μεσαίωνα, όταν η γιορτή του Αποστόλου Ιακώβου, στις 25 του Ιούλη, πέφτει Κυριακή. Αυτό συμβαίνει συνήθως κάθε 6, 5, 6 και 11 έτη. Οι τρεις τελευταίες χρονιές ήταν το 1993, 1999 και 2004. Φέτος γιορτάζουμε το Ιωβηλαίο έτος 2010 και το επόμενο θα είναι σε 11 χρόνια, το 2021. Η θρησκευτική γιορτή ξεκινά κάθε 31 του Δεκέμβρη του προηγούμενου έτους, και τελειώνει την ίδια μέρα ένα χρόνο μετά.

Το άρθρο (απόσπασμα) προέρχεται από το περιοδικό Disfrutar Vigo, αρ. 13, χειμώνας 2009-10.

Μετάφραση: Βίκυ Ρούσκα