Το φετινό 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης φιλοξένησε ένα αφιέρωμα στο σημαντικό Ισπανό δημιουργό Χάιμε Ροσάλες [Jaime Rosales] (1970, -), προβάλλοντας έξι από τις ταινίες του μεγάλου μήκους. Είδαμε τις δύο από αυτές και τις σχολιάζουμε, κάνοντας παράλληλα κι ένα ‘κοινωνιολογικό’ σχόλιο σχετικά με την αντίδραση του κοινού σε μία από τις ταινίες αυτές, επεκτείνοντάς το παράλληλα και στην προβολή εννέα ταινιών μικρού μήκους των Χιλιανών Κριστόμπαλ Λεόν [Cristóbal León] (1980, -) και Χοακίν Κοσίνια [Joaquín Cociña] (1980), τις οποίες επίσης παρουσιάζουμε.

Μια από τις σημαντικότερες γυναικείες σκηνοθετικές φωνές, η Αργεντίνα Λουκρέσια Μαρτέλ, επιστρέφει έπειτα από εννέα χρόνια με το ΖΑΜΑ, την “αποικιακή δυστοπία” του Ντι Μπενεντέττο. Το μυθιστόρημα ΖΑΜΑ θεωρείται πλέον ως ένας από τους γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας και 60 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία βιώνει ένα είδος αναγέννησης. Εκτός από τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, το 2016 μεταφράζεται για πρώτη φορά στα αγγλικά, συναρπάζοντας κοινό και κριτικούς. Σύντομα αναμένουμε την κυκλοφορία του και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

του Ελευθέριου Μακεδόνα [2]

1. Εισαγωγή

Στην ταινία Magical Girl (2014), του Ισπανού Carlos Vermut, ο Λουίς είναι ένας άνεργος καθηγητής Λογοτεχνίας και πατέρας τής Αλίσια, ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, που βρίσκεται στο τελικό στάδιο του καρκίνου κι έχει ως τελευταία της επιθυμία να αποκτήσει ένα φόρεμα της ηρωίδας τής αγαπημένης της ιαπωνικής σειράς anime, Magical Girl.[1] Στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να ικανοποιήσει την τελευταία επιθυμία τής κόρης του, ο Λουίς θα εκβιάσει την Μπάρμπαρα, μία νεαρή κι εκκεντρική γυναίκα, με αυτοκτονικές τάσεις κι ένα σκοτεινό παρελθόν. Όταν η Μπάρμπαρα συνειδητοποιήσει ότι έχει παγιδευτεί σε ένα θανάσιμο κύκλο εκβιασμών και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, θα απευθυνθεί στον Νταμιάν, τον παλιό δάσκαλό της, ο οποίος έχει μόλις βγει από τη φυλακή και, τότε, τα πράγματα θα πάρουν μία απρόβλεπτη τροπή για όλους τους ήρωες της ταινίας.

Εισαγωγή. Ασκήσεις μνήμης, γιατί ο εγκέφαλός μας έχει την τάση να εθελοτυφλεί μπροστά στο (βιωμένο) τραύμα, να απωθεί την επώδυνη εμπειρία, να προσποιείται πως δεν θυμάται, πως το φρικαλέο ποτέ δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Έτσι εξηγείται ίσως το γιατί, μετά το τέλος της σκοτεινής περιόδου τής γενικευμένης κρατικής τρομοκρατίας, σε όλα τα μήκη και πλάτη τής Λατινικής Αμερικής (δεκαετίες 1970 και 1980), 'Σε πολλές κοινωνίες κυριάρχησε η σιωπή και το θέμα των βιαιοτήτων έγινε ταμπού'.[1] Λόγω του ίδιου αυτού ανακλαστικού, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, '... οι περισσότεροι Λατινοαμερικανοί σιώπησαν παραλυμένοι από το φόβο και επέλεξαν να μην βλέπουν και να μην ακούν, ...'.[2] Υπήρξαν ωστόσο πάμπολλοι άλλοι που δεν σιώπησαν, που όρθωσαν το ανάστημά τους, με αποτέλεσμα να απαχθούν, να βασανισθούν, να 'εξαφανισθούν', να ενταφιασθούν σε μαζικούς τάφους, σε άγνωστα μέχρι ακόμη και σήμερα σημεία. Μία τέτοια περίπτωση ανθρώπου υπήρξε κι αυτή τού Παραγουανού Agustín Goiburú (1930-1977), της πιο σημαντικής και θαρραλέας αντιπολιτευτικής φωνής που υψώθηκε στην Παραγουάη, κατά τα 35 συναπτά χρόνια (1954-1989) της αιμοσταγούς δικτατορίας τού στρατηγού Alfredo Stroessner (1912-2006).

Δραπετεύοντας από την Παγίδα της Ανθρωπότητας στον Άγγελο Εξολοθρευτή (1962) του Luis Buñuel[1]

του Ελευθέριου Μακεδόνα

Περίληψη της πλοκής

Μετά το πέρας ενός λουκούλλειου δείπνου στην πολυτελή κατοικία του Εντμούντο Νόμπιλε, οι συνδαιτυμόνες συγκεντρώνονται στην αίθουσα μουσικής, όπου η Μπλάνκα παίζει μία σονάτα του Παραντίσι στο πιάνο. Στη συνέχεια, ετοιμάζονται όλοι να αποχωρήσουν, όμως προς μεγάλη τους έκπληξη, κανείς τους δεν είναι σε θέση να βγει από το δωμάτιο, παρά το ότι οι πόρτες είναι εμφανώς ανοιχτές. Περνάει καιρός κι αυτοί συνεχίζουν να βρίσκονται παγιδευμένοι στο δωμάτιο. Σταδιακά, αρχίζουν να αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε τροφή και νερό, ενώ οι εντάσεις κι η βία μεταξύ τους κάνουν την εμφάνισή τους.