Της Άννας Ρόζενμπεργκ

Φέτος συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια απουσίας του Λόρκα και δέκα του Ελύτη, κι αυτή η διπλή επέτειος μνήμης μάς δίνει το έναυσμα να ξαναδούμε τους δύο ποιητές μέσα από ένα αντικαθρέφτισμα, στο πλαίσιο της πλατιάς απήχησης του Ισπανού συγγραφέα στη χώρα μας. Ο Λόρκα μπαίνει στη ζωή του Ελύτη πριν από την Κατοχή -ήδη το 1938, στο άρθρο-απάντηση προς τον Γιώργο Θεοτοκά γύρω από τον υπερρεαλισμό, ο Ελύτης αναφέρει τον Λόρκα ως έναν από τους ποιητές της «νέας πραγματικότητας». Σε μια συνέντευξή του στα 1942 δηλώνει: «Ο ποιητής που αυτή τη στιγμή μ’ ενδιαφέρει περισσότερο, είναι ο Ισπανός Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που τον θεωρώ σαν τον σημαντικότερο λυρικό της σύγχρονης Ευρώπης».

Η αναγνώριση αυτή του Λόρκα από τον Ελύτη έρχεται σε μια εποχή όπου η ανάγκη για ανανέωση της ποίησης στην Ελλάδα είναι επιτακτική. Η συζήτηση για τον υπερρεαλισμό, που έχει αρχίσει στα χρόνια του Μεσοπολέμου, συνεχίζεται παράλληλα με το αίτημα για ελληνικότητα και στροφή προς την παράδοση. Ο Ελύτης, που λαμβάνει ενεργό μέρος στις αναζητήσεις αυτές, ανακαλύπτει στον Λόρκα ένα ελκυστικό μείγμα παράδοσης και πρωτοπορίας. Έτσι, χρησιμοποιεί κατά μια έννοια τον Λόρκα, έναν συγγραφέα που είχε ήδη αποκτήσει διεθνή φήμη, για να εισαγάγει ομαλότερα και να νομιμοποιήσει έναν «μεσογειακό υπερρεαλισμό» στην Ελλάδα.

Ο Λόρκα θα συντροφεύει για πάντα τον ποιητή του Αιγαίου, ο οποίος με τη σειρά του θα βρίσκει συνεχώς νέους τρόπους να πλησιάζει και να συνομιλεί με τον ποιητή της Ανδαλουσίας. Ο Ελύτης μιλάει για τον Λόρκα και με τον Λόρκα στα πεζά, τις συνεντεύξεις και τα άρθρα του, και βεβαίως στο ίδιο το ποιητικό έργο του, όπου μπορεί κανείς να βρει δημιουργικά αφομοιωμένα στοιχεία από το έργο του ομοτέχνου του. Αναμφίβολα, μαγεύεται. Μέσα από τους στίχους του Λόρκα, ο Ελύτης ανακαλύπτει ήχους και συνδυασμούς πρωτάκουστους, και συνωμοτεί με τον Νίκο Γκάτσο στην απαγγελία στίχων στα ισπανικά, όπως εκείνων των διάσημων στίχων από τη «Romance de la Guardia Civil Española (Ρομάντσα της Ισπανικής Χωροφυλακής)»:

Cuando llega la noche, Όταν έφτανε η νύχτα
noche que noche nochera, νύχτα, νυχτιάτικη νύχτα,
los gitanos en sus fraguas Οι τσιγγάνοι στο εργαστήρι
forjaban soles y flechas. χάλκευαν ήλιους και βέλη.
(...) (...)
El viento vuelve desnudo Ο άνεμος στρίβει γυμνός
la esquina de la sorpresa, τη γωνία της έκπληξης,
en la noche platinoche, Μες στην ασημένια νύχτα
noche que noche nochera. νύχτα, νυχτιάτικη νύχτα.[1]
Και από τη «Romance Sonámbulo (Παραλογή του Μισοΰπνου)»:
Verde que te quiero verde Πράσινο που μ' αρέσεις πράσινο,
Verde viento. Verdes ramas. Πράσινος άνεμος, πράσινα κλαδιά.[2]
Πέρα όμως από τη μαγεία των λέξεων και των συνδυασμών τους, ο Ελύτης αναγνωρίζει και στοιχεία του ποιητικού πιστεύω του στα έργα του Λόρκα. Γράφει ένα ενθουσιώδες άρθρο, το πρώτο που παρουσιάζει εκτενώς τον Λόρκα στους Έλληνες αναγνώστες, το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό Τετράδιο (αρ. 1, 1945). Σ’ αυτό το άρθρο τονίζονται συγκεκριμένα στοιχεία από το έργο του Λόρκα που ταιριάζουν επίσης στη δική του ποιητική ιδιοσυγκρασία: έρωτας, μυστήριο, σελήνη, όνειρο, παράδοση, λαϊκότητα, φύση, Μεσόγειος.
Τρία χρόνια αργότερα, ο Ελύτης μεταφράζει Λόρκα. Οι μεταφράσεις του παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και την πρόσληψη του ποιητικού έργου του Λόρκα στην Ελλάδα. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως ο Ελύτης είναι ο μεταφραστής που κάνει ευρύτερα γνωστό τον ποιητή Λόρκα, ενώ ακριβώς την ίδια εποχή ο Γκάτσος συστήνει στους Έλληνες τον δραματουργό Λόρκα.
Βεβαίως, έχουν ήδη προηγηθεί σημαντικές μεταφράσεις μεμονωμένων ποιημάτων του Λόρκα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως εκείνες των Νίκου Καζαντζάκη, Μήτσου Παπανικολάου, Νίκου Γκάτσου, Κλείτου Κύρου και Τάκη Βαρβιτσιώτη. Ο Ελύτης όμως, δημοσιεύοντας τις μεταφράσεις του στη Νέα Εστία, ένα καθιερωμένο και «μετριοπαθές» λογοτεχνικό περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας, εισαγάγει τον Λόρκα από την κύρια είσοδο και πετυχαίνει να διαδώσει την ποίησή του σ’ ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους μεταφραστές, δεν δημοσιεύει ένα μεμονωμένο ποίημα ή έστω κάποια ποιήματα προερχόμενα από διαφορετικές συλλογές αλλά, συγκεκριμένα, επτά ποιήματα από το Romancero Gitano. Ως εκ τούτου παρουσιάζει μια ενιαία εικόνα του Λόρκα και, σε μεγάλο βαθμό, τον καθιερώνει ως ποιητή συνδεδεμένο με την παράδοση και τη λαϊκότητα.
Στις μεταφράσεις του ο Ελύτης χρησιμοποιεί συχνά τον οκτασύλλαβο, παραμένοντας πιστός στο μέτρο των ισπανικών romances, αλλά και σ’ εκείνο πολλών ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο όσο και τεχνικές από την ελληνική δημοτική παράδοση, επίσης αντλώντας από τον Σολωμό, τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, ελληνοποιεί τον Λόρκα αφαιρώντας ταυτόχρονα τα στοιχεία εκείνα που θεωρεί πως θα ξενίσουν τους Ελληνες αναγνώστες, όπως κάποια ισπανικά τοπωνύμια ή αναφορές σε Καθολικά έθιμα και πρακτικές.
Τις συγκεκριμένες μεταφράσεις τις επανεκδίδει στη συλλογή Δεύτερη Γραφή, ενώ τις ξαναδουλεύει για τα Ρω του Έρωτα, ως στίχους τραγουδιών που έμελλε να μελοποιηθούν από τον Μίκη Θεοδωράκη και να ηχογραφηθούν για πρώτη φορά στο εξωτερικό, στη διάρκεια της Δικτατορίας. Με τις γνωστές σε όλους μας μελοποιήσεις, η ποίηση του Λόρκα θα απλωθεί σε ακόμη πλατύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο Ελύτης επιλέγει να μεταφράσει ποιήματα που ήταν συμβατά με τη δική του ιδιοσυγκρασία και θεματική. Γι’ αυτό και δεν μεταφράζει ποιήματα από το Romanceroπου αναφέρονται σε Βιβλικά θέματα ή εμπεριέχουν βίαιες εικόνες, όπως οι τρεις ιστορικές μπαλάντες «Thamar y Amnón», «Burla de don Pedro a caballo», «El martirio de Santa Olalla». Όπως επίσης, στα Ρω του Έρωτα αφήνει έξω τη βία, τον θάνατο, τις σκοτεινές εικόνες αλλά και κάποια από τα ισπανικά ονόματα.
Τόσο ο Λόρκα όσο και ο Ελύτης αποδοκιμάζουν τον συντηρητισμό και την καταπίεση των αισθήσεων. Για τον Λόρκα, ο έρωτας είναι συνήθως ανικανοποίητος, βασανιστικός και καταστρεπτικός: Εl amor que no pudo ser. Ενώ για τον Ελύτη, ο έρωτας είναι συνήθως μια απελευθερωτική και λυτρωτική δύναμη. Ο ποιητής υμνεί πάνω απ’ όλα τις χαρές του έρωτα κι όχι τη στέρησή του. Έτσι, τις περισσότερες φορές, ο Ελύτης παραλείπει τους μαύρους ήχους (los sonidos negros), την αγωνία και τον αγώνα του Λόρκα για τον έρωτα και τον θάνατο, με καταβολές στην ισπανική του ψυχοσύνθεση αλλά και στην ομοφυλοφιλία του.
Αμφότεροι πάντως δίνουν έμφαση στην προφορικότητα και την εικόνα, την οπτικότητα, καθώς όλα αυτά σχετίζεται ασφαλώς με την ενασχόλησή τους και την αγάπη τους για τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, τη μουσική, το θέατρο. Η φύση κατακλύζει τα ποιήματά τους -το Αιγαίο και η Ανδαλουσία γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο οι δύο ποιητές θα ξεδιπλώσουν το έργο τους. Ο Ελύτης υμνεί τον ζωοδότη κι εξαγνιστή ήλιο, ο Λόρκα τη μυστηριώδη σελήνη (που πολύ συχνά μετατρέπεται σε σύμβολο θανάτου). Ο Ελύτης αντιστέκεται στην εμμονή του Λόρκα γύρω από τον θάνατο υμνώντας τη ζωή και την ανάσταση.
Παρά τις επιμέρους διαφορές, «ο μελαψός Ανταλουσιάνος» έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη μεσογειακή ιδιοσυγκρασία του Ελύτη. «Πηγαίο και τραγουδιστικό» τον χαρακτηρίζει, ενώ την ποίησή του την αποκαλεί «αστραφτοβόλα», «γεμάτη θέρμη και ζωντάνια». Τα νιάτα και η φρεσκάδα θέλγουν τον ποιητή του Αιγαίου που μεταμοσχεύει στο έργο του σύμβολα, εικόνες, πρόσωπα-ήρωες, λέξεις και ποιητικούς τρόπους από το έργο του Ισπανού ομότεχνού του. Αν και συστηματικότερη και εντονότερη μπορεί να θεωρηθεί η παρουσία του Λόρκα στα ποιήματα Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και Το Άξιον εστί, δεν παύει να είναι ο Γραναδίνος συγγραφέας ένα διαρκές σημείο αναφοράς στην ελυτική ποίηση.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά, εύκολα διαπιστώνει κανείς την επίδραση που αναμφίβιολα άσκησε ο Λόρκα σε πολλούς νεοέλληνες ποιητές˙ όμως με τον Ελύτη, η σχέση αυτή παίρνει τη μορφή μιας αληθινής ποιητικής συνομιλίας. Τόσο ο Λόρκα όσο και ο Ελύτης είναι εθνικοί ποιητές μα ταυτόχρονα και παγκόσμιοι˙ ύμνησαν τη χώρα τους αλλά μίλησαν και στην οικουμενική γλώσσα της ποίησης. Αυτή η ποιητική συνομιλία επιτρέπει, τελικά, να ξαναδιαβάσουμε πιο πλούσια το έργο του Ελύτη και του Λόρκα, την ελληνική, την ισπανική και την παγκόσμια ποίηση. Την ποίηση που ο καθένας ερμήνευσε και υπηρέτησε με τον δικό του διαφορετικό, αλλά ταυτόχρονα κι ανάλογα όμοιο τρόπο. «Μην με ρωτάτε -είπε ο Λόρκα σε μια ομιλία του, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα της “μηχανικής της ποίησης”- για το αληθινό και το ψεύτικο, γιατί η ποιητική αλήθεια είναι κάτι που αλλάζει κάθε φορά που μεταδίδεται με διαφορετικό τρόπο. Αυτό που είναι φως για έναν ποιητή, μπορεί να είναι ασχήμια για κάποιον άλλον, και εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε πως την ποίηση δεν την καταλαβαίνουμε˙ την ποίηση τη δεχόμαστε. Η ποίηση δεν αναλύεται. Η ποίηση αγαπιέται. Ας μην πει κανείς “αυτό είναι σαφές”, γιατί η ποίηση είναι σκοτεινή. Ας μην πει κανείς “αυτό είναι σκοτεινό”, γιατί η ποίηση είναι διαυγής. Είναι ανάγκη να ξεχάσουμε την ποίηση, σε μια λήθη απόλυτη, για να μπορέσει αυτή να πέσει γυμνή στα χέρια μας.»
[Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία που έδωσε η Άννα Ρόζενμπεργκ στα πλαίσια της «Εβδομάδας Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα» που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας με αφορμή τα 70 χρόνια από τον θάνατο του Λόρκα στις 25-30 Σεπτεμβρίου 2006 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο 2ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού για την ποίηση e-poema.]

[1] Ρήγας Καππάτος, Κοσμάς Πολίτης (μετ.), Federico García Lorca, Ποιητικά Άπαντα, τόμ. Β΄, Αθήνα: Εκάτη 1997, σ. 31.
[2] Νίκος Γκάτσος (μετ.), Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Θέατρο και Ποίηση, Εκδόσεις Πατάκη: Αθήνα 2002 (3η έκδ.), σ. 113.

Πηγή: hispanistas.web.auth.gr