Ευρετήριο Άρθρου

Ο Αντόνιο Μαρτίνεθ Μενγκουάλ, φιλέλληνας ζωγράφος γεννημένος στη Μούρθια, μας παρουσιάζει το έργο του (εμπνευσμένο κατά μεγάλο μέρος από την ελληνική φύση, μυθολογία και ποίηση) και μας μιλάει για τις περιηγήσεις του στην Ελλάδα, και για το πώς βλέπει την τέχνη και τη ζωή μέσα από την εμπειρία που του προσδίδει η φάση της ωριμότητας που διανύει επί του παρόντος.

I.LPG.─ Αυτοπροσδιορίζεστε ως αυτοδίδακτος ζωγράφος. Μιλήστε μας για τα πρώτα σας βήματα στον κόσμο της τέχνης. Ποιους ζωγράφους είχατε ως αναφορά εκείνη την εποχή;

A.M.M.─ Έτσι είναι, μιλάμε για αυτοδίδακτο άτομο όταν τα πρώτα στάδια ή η εκμάθηση της εργασίας του δε συντελούνται με ακαδημαϊκό τρόπο, και αυτή είναι η περίπτωσή μου. Λόγω αδυναμίας να κάνω κάτι τέτοιο, χρειάστηκε να επιλέξω μια μάθηση πιο ανοιχτή και μέσω άλλων οδών, όπως ήταν ο θαυμασμός προς κάποιους ζωγράφους, η ανάγκη να εκφραστώ χρησιμοποιώντας το χρώμα και τις μορφές, καθώς και το αμείωτο ενδιαφέρον μου να βλέπω τα έργα τέχνης ζωντανά. Πιστεύω ότι η ενατένιση ενός πίνακα ή έργου τέχνης με άμεσο τρόπο, προκαλεί μια σειρά συγκινήσεων και ανακαλύψεων που σε καθιστούν διαφορετικό και αναπτύσσουν τον εσωτερικό σου κόσμο. Αυτή είναι για μένα η πραγματική αίσθηση της τέχνης.

Τώρα, ευτυχώς, αυτό σχεδόν δε συμβαίνει. Τα Πανεπιστήμια και οι Σχολές Καλών Τεχνών αποτελούν μέρος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και είναι ανοιχτές στη διδασκαλία με τα πιο παραδοσιακά υλικά, αλλά και με τα νέα εργαλεία και μέσα που έχουν αναπτυχθεί. Ο χρόνος και η εργασία έχουν διευρύνει κατά πολύ τις δυνατότητες με όλα αυτά τα στοιχεία και η εύκολη ανταλλαγή ιδεών διαμορφώνει έναν πολύ σημαντικό ορίζοντα για τους καινούργιους και νέους δημιουργούς. Όμως επίσης θέλω να προσθέσω ότι είναι απαραίτητο να νιώθουμε κάθε μέρα τη συγκίνηση του παιδιού που του χάρισαν ένα μικρό κουτί με χρώματα όταν παίρνει τον πρώτο του καλό βαθμό και ανακαλύπτει ότι είναι ικανό να αναπαραστήσει τον κόσμο του με αυτά τα απλά μολύβια. Χωρίς αυτή την ενδόμυχη συγκίνηση τα έργα ενδέχεται να μείνουν επικίνδυνα άδεια.

Δεν είναι εύκολο να επιλέξω λίγα ονόματα μεταξύ των ζωγράφων που θαυμάζω. Όταν θέλεις να μάθεις, το μυαλό σου πάει σε πολλούς δημιουργούς και από όλους μπορείς να πάρεις καλά μαθήματα, αλλά από εκείνη την περίοδο υπάρχουν δύο στους οποίους θέλω να σταθώ: ένας Ισπανός, ο Χοακίν Σορόγια, και ένας Γάλλος, ο Κλοντ Μονέ, δάσκαλοι τόσων και τόσων καλλιτεχνών. Σε αυτούς αναγνωρίζω τους εικαστικούς παππούδες μου. Η πινελιά, η εξερεύνηση των χρωμάτων για την αναπαράσταση του φωτός και τα θέματα της φύσης υπήρξαν σημαντική αναφορά για εμένα και με βοήθησαν πολύ. Θα μπορούσα ίσως να προσθέσω και κάποιον ακόμα, αλλά ας μην επεκταθώ περισσότερο στην πρώτη απάντηση.

I.LPG.Όσον αφορά τα μέσα και τις τεχνικές που χρησιμοποιείτε, με ποια από αυτά νιώθετε πιο άνετα; Έχουν αλλάξει οι προτιμήσεις σας με το πέρασμα του χρόνου;

A.M.M.─ Τα μέσα που χρησιμοποιώ είναι τα κλασικά με τις αντίστοιχες τεχνικές τους. Με την έλευση νέων υλικών, όπως τα ακρυλικά, δίνονται νέες και καλές δυνατότητες για την υλοποίηση ενός έργου, ωστόσο χρησιμοποιώ εξίσου χειροποίητα και ανατολίτικα χαρτιά, ξύλο, καμβά, κ.λπ.

Μου αρέσει πολύ να τα εξερευνώ, να κάνω μεικτές τεχνικές και να δοκιμάζω νέα εργαλεία. Κάποιες φορές φτιάχνω δικά μου πινέλα με φύλλα, κλαδιά, ξεφτισμένα υφάσματα... και αναζητώ αποτελέσματα με αυτά. Τα τελευταία έργα τα φιλοτεχνώ με σφουγγάρια και πολύ ρευστά χρώματα. Είναι σαν μεγάλες ακουαρέλες σε καμβά ή πολύ μεγάλα χαρτιά. Νιώθω πολύ άνετα με οποιοδήποτε από αυτά, γιατί η διαδικασία της δουλειάς μου είναι χρονοβόρα και τα χρησιμοποιώ ως μέσα έκφρασης ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν κάθε στιγμή της υλοποίησης.

Εξηγώ: Αν έπρεπε να χωρίσω σε στάδια τη διαδικασία της εργασίας μου θα έλεγα πως υπάρχουν τρία βασικά. Το πρώτο είναι η προσέγγιση του θέματος, όποιο κι αν είναι αυτό, και είναι πολύ σημαντικό γιατί συνεπάγεται την ευαισθητοποίησή μου απέναντι στο έργο και την πηγή των συγκινήσεων που θα εμφανιστούν στη συνέχεια. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου φτιάχνω παραστατικά σχέδια που με βοηθούν να καθορίσω τις συγκινήσεις και να περιορίσω το θέμα, επίσης χρησιμοποιώ την ψηφιακή φωτογραφία (τι μεγάλη ανακάλυψη!). Το δεύτερο μέρος συνίσταται στο κεντράρισμα των ιδεών και σε αυτό χρησιμοποιώ οποιοδήποτε υλικό ή τεχνική· μπορεί να είναι σχέδιο με κάρβουνο σε χαρτί, ακουαρέλες, λάδια, σεριγραφία, μεικτές τεχνικές, κ.λπ. Αυτό το στάδιο συνήθως παίρνει περισσότερο χρόνο, αλλά επίσης είναι το πιο έντονο, το πιο ευρηματικό, το πιο διεγερτικό, το πιο προσωπικό, κατά τη διάρκεια του οποίου κάνω κτήμα μου το επιλεχθέν θέμα. Μπορούμε να πούμε ότι σε αυτή τη φάση τα πάντα είναι πιθανά αλλά... δεν έχουν αποτέλεσμα τα πάντα, αφού στο τέλος πρέπει να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Και τέλος, στο τρίτο μέρος με βάση αυτά τα συμπεράσματα περνάω στην απόφαση και επιλογή των ιδεών και των υλικών για την τελική εργασία που μπορεί να είναι ή να μην είναι μια έκθεση, αλλά σε κάθε περίπτωση μου φαίνεται πολύ χρήσιμη και αποτελεί πλέον μέρος της δουλειάς μου.

Αυτή η μικρή σύνοψη, όπως την περιγράφω, φαίνεται απλή αλλά δεν είναι, διότι τα ίδια τα έργα εξελίσσονται παράλληλα από μόνα τους και σου ζητούν προσοχή και ενδιαφέρον για τα ίδια, και έτσι δεν είναι καθόλου εύκολο ορισμένες φορές να προχωρήσεις προς τη μία ή την άλλη οδό. Η λύση που επιστρατεύω σε τέτοιες περιστάσεις στηρίζεται σε δυο μεθόδους που αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους. Δουλεύω σε σειρές χωρίς να βάζω όρια στις ιδέες και τα έργα, και κάτι πολύ σημαντικό: αμφιβάλλω. Η αμφιβολία μπορεί να μας βοηθήσει πολύ σε ορισμένες εργασίες, και όχι μόνο στον καλλιτεχνικό τομέα.

Όπως μπορείτε να δείτε, οι προτιμήσεις μου δεν έχουν αλλάξει με τον καιρό. Όλα τα υλικά και οι τεχνικές είναι ευπρόσδεκτα γιατί όλα τους αποτελούν εργαλεία έκφρασης. Το θέμα είναι να ξέρεις να τα χρησιμοποιείς με εύστοχο τρόπο.

I.LPG.Ας μιλήσουμε τώρα για το χρώμα. Σε κάποιες από τις θεματικές σειρές σας φαίνεται να υπάρχει ένα κυρίαρχο χρώμα. Προσωπικά, έχω την αίσθηση ότι δουλεύετε με μια δική σας προσωπική συμβολογία του χρώματος. Είναι έτσι;

A.M.M.─ Νομίζω πως ναι. Μερικές φορές έχει μια λογική βάση και κάποιες άλλες όχι. Και δε βρίσκω άλλη απάντηση όταν ρωτάω τον εαυτό μου, πέραν του ότι αυτό συμβαίνει γιατί κατά την υλοποίηση των έργων, όπως είπα νωρίτερα, τα έργα αποκτούν τη δική τους δομή, το δικό τους χρώμα. Εκείνη τη στιγμή το χέρι κατευθύνεται στο χρώμα ή τα χρώματα με έναν γαλήνιο τρόπο, έχοντας τη σιγουριά πως βρήκε το μέσο έκφρασης σε αυτό, κι εγώ το αφήνω να προχωρήσει ελεύθερα. Τότε είναι σαν τη μουσική, πετάει αόρατο στον αέρα για να μας συντροφεύσει, και έτσι αυτό το χρώμα παίρνει μορφές για να μας βοηθήσει να γίνουμε αυτό που αισθανόμαστε και θέλουμε, για να μπορέσουμε να το αποτυπώσουμε στον πίνακα.

Δεν είναι εύκολο να εξηγήσω αυτή την αίσθηση που βιώνω συχνά όταν φτάνω σε αυτή τη φάση των έργων. Θα ήταν σαν να ζωγράφιζε κανείς καθ’ υπαγόρευση της συγκίνησης και να ένιωθε αυτή τη στιγμή αυτό που τον συγκίνησε τότε, στην πρώτη εκείνη φάση της εργασίας: ένα χρώμα, ένα φως, μια λέξη, ένα τοπίο, ένα άτομο, ένα όνειρο... και να μπορούσε να του δώσει υπόσταση με το δικό του τρόπο και με τη δική του εικαστική γλώσσα. Δουλεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο είναι λογικό να εμφανίζεται η προσωπική συμβολογία με το χρώμα για την οποία με ρωτάτε, η οποία πράγματι υπάρχει.

Θέλω να προσθέσω τώρα κάτι ακόμα σε αυτή την ενδιαφέρουσα ερώτηση για το χρώμα. Είναι τα ονόματα δύο δασκάλων που θαυμάζω πολύ για το πώς χρησιμοποιούν αυτό το στοιχείο: Ανρί Ματίς και Πάμπλο Ρ. Πικάσο. Θαυμάζω και τους δυο τους για την ελευθερία στη χρήση του, ωστόσο για τον Πικάσο ο θαυμασμός μου επεκτείνεται στη συνεχή ανανέωσή του στις μορφές, όντας πολύ μεγαλύτερος. Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη, συγκινητική στιγμή που αντίκρισα την Γκερνίκα, όταν ακόμα βρισκόταν στο ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης. Ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν από συγκίνηση, και τώρα, όταν την ξαναβλέπω, είναι σαν ένας παλιός φίλος που σε ρωτάει για τη ζωή σου και στον οποίο μπορείς να εξομολογηθείς τους πόθους και τις αποτυχίες σου. Ένας καλός φίλος και συνταξιδιώτης.

I.LPG.Παρότι το έργο σας εμφανίζεται πλήρως απαλλαγμένο από οποιαδήποτε δέσμευση με τη μορφή, οι γραμμές του χρώματος μερικές φορές φαίνεται να αναζητούν ένα σχήμα που θα τους δώσει ζωή. Συγκεκριμένα, μου τραβά την προσοχή η σχεδόν σταθερή παρουσία φυτικών μορφών (λουλουδιών, κλαδιών ελιάς, φύλλων, δέντρων, κ.λπ.) στα έργα σας. Μπορείτε να μας πείτε δύο λόγια σχετικά με αυτό;

A.M.M.─ Λοιπόν, χωρίς να θέλω να εισέλθω σε φιλοσοφικές έννοιες, νομίζω ότι υπάρχει κάτι το πανθεϊστικό σε αρκετές από τις δουλειές μου.

Κατ’ ουσίαν, όπως νωρίτερα χώρισα σε τρεις φάσεις την εργασία μου, τώρα θα αναφέρω τα τρία βασικά στοιχεία από τα οποία πηγάζει και στα οποία στηρίζονται όλα τα έργα μου: Η Φύση (το τοπίο που μας περιβάλλει και του οποίου εμείς οι ίδιοι αποτελούμε κομμάτι), η Μυθολογία (ο κόσμος του φανταστικού και των ονείρων) και η Ποίηση (ο λόγος, ως το μέγιστο επίτευγμα αυτού του υποτιθέμενου ανθρώπινου είδους). Όπως βλέπετε, τα πράγματα μπορούν να περιπλακούν και να διευρυνθούν σε καθεμία από τις τρεις στήλες μέχρι το βαθμό που το επιθυμούμε. Οπωσδήποτε, η δημιουργία δεν είναι απλή υπόθεση.

Εδώ βρίσκεται η απάντηση στην ερώτησή σας· οι αναφορές στη φύση αποτελούν αναφορές στο τοπίο που μας περιβάλλει. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε πότε ολοκληρώνεται καθένα από αυτά τα έργα. Και η δική μου απάντηση είναι: όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε ή νιώθουμε μέρος αυτού του τοπίου. Με αυτόν τον τρόπο, οι αναφορές στις οργανικές μορφές για τις οποίες κάναμε λόγο ενδέχεται να έχουν μια ερμηνεία όχι μόνο ως μεμονωμένα σύμβολα, αλλά ως μια αναπαράσταση εμάς των ίδιων.

I.LPG.Ένα από τα κεντρικά σας θέματα είναι το ταξίδι ή, καλύτερα, οι αναμνήσεις που συσσωρεύετε σε καθένα από τα ταξίδια σας. Πώς αιχμαλωτίζετε αυτές τις αναμνήσεις; Κρατάτε σημειώσεις σε κάθε μέρος, βγάζετε φωτογραφίες, αποκτάτε αντικείμενα και έπειτα τα αναπτύσσετε όλα αυτά στο ατελιέ; Πιστεύετε ότι καθένα από αυτά τα ταξίδια τερματίζεται μόνο όταν επιτύχετε να το αποτυπώσετε στον καμβά;

A.M.M.─ Όταν διαθέτω χρόνο μου αρέσει να κρατώ σημειώσεις στα διάφορα μέρη, πάντα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες αναφορές σε αυτά τα σχέδια. Έχω πολλά σημειωματάρια και μου αρέσει να τα ξαναβλέπω αφού περάσει ένα χρονικό διάστημα. Μερικές φορές τα διορθώνω ή τους δίνω το τελικό χρώμα στο ατελιέ. Καθώς αυτή η δυνατότητα δε δίνεται με τη συχνότητα που θα ήθελα, τραβάω φωτογραφίες. Παλιότερα, με την αναλογική κάμερα έφτιαχνα σλάιντς, και τώρα με την ψηφιακή κάνω κάθε είδους τρέλες που απολαμβάνω στην επιστροφή. Μου αρέσει πολύ η φωτογραφία.

Όταν μπορώ, αγοράζω κανένα αναμνηστικό, συνήθως κάποια χειροτεχνία ή καλλιτεχνική δημιουργία που να έχει κάποιο ιδιαίτερο χρώμα ή υλικό από το μέρος στο οποίο έμεινα· οι υφές επίσης αποτελούν αισθήσεις που συγκρατεί η μνήμη. Εξαίρεση κάνω στην Αθήνα, όπου μου αρέσει να αγοράζω παλιές καρτ-ποστάλ όπου εμφανίζεται η Ακρόπολη. Με ενδιαφέρει πολύ αυτή η τόσο επαναλαμβανόμενη εικόνα, που συγχρόνως είναι τόσο διαφορετική σε κάθε εποχή. Φανταστείτε, αν όλα τα άτομα που βρεθήκαμε στην Ακρόπολη γράφαμε ποια ήταν η πρώτη μας εντύπωση, θα είχαμε ένα μαγικό βιβλίο επισκέψεων.

Επίσης μου αρέσει να βλέπω την ανατολή του ήλιου σε αυτούς τους τόπους, και έτσι με τον καιρό διαμορφώθηκε μια μικρή συλλογή ανατολών. Είναι μια μοναδική στιγμή που με ενθουσιάζει για το υπόλοιπο της μέρας. Έχετε δει πώς σχηματίζονται οι σκιές στις κολώνες του Παρθενώνα όταν ο ήλιος αρχίζει να τις φωτίζει; Μην το χάσετε. Έχετε δει πώς το φως σμιλεύει τα γλυπτά της μεγάλης αίθουσας στο νέο και θαυμάσιο Μουσείο της Ακρόπολης; Μην το χάσετε, είναι το καλύτερο μουσείο του κόσμου. Εκεί περνάω ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας πώς τα γλυπτά τυλίγονται στο φως κάθε στιγμή της ημέρας.

Παρότι όλα τα ταξίδια έχουν ένα τέλος, πιστεύω ότι επιστρέφοντας από αυτά έχουμε διαμορφώσει μέσα μας ένα νέο χάρτη, μια νέα χαρτογραφία, προϊόν αυτής της νέας εμπειρίας που μας κάνει διαφορετικούς, και έτσι αυτό το ταξίδι δεν τελειώνει ακόμα κι όταν έχω δουλέψει πάνω στις εικόνες και τις αναμνήσεις του. Ακόμα είμαστε λίγο νομάδες και μεγαλώνουμε με τα ταξίδια ή για να το πω με τα ωραία λόγια του Καβάφη...

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους […].

I.LPG.Και φτάνουμε στην Ποίηση. Έχετε εικονογραφήσει έργα μεγάλων ποιητών όπως οι Πεσσόα, Θερνούδα, Μπρίνες... Ο τελευταίος, μάλιστα, έγραψε κάτι πολύ όμορφο, ότι εσείς δεν εικονογραφούσατε, αλλά αποκαλύπτατε τον εαυτό σας σε κάθε εικονογράφηση. Μιλήστε μας για τη σχέση σας ως ζωγράφος με την Ποίηση και τους ποιητές. Αισθάνεστε μεγαλύτερη ανησυχία ή περιορισμό όταν πρέπει να ερμηνεύσετε ένα ποίημα;

A.M.M.─ Οι λέξεις, τα ποιήματα, είναι μικρά κοσμήματα που όλοι μπορούμε και οφείλουμε να φοράμε, ώστε οι ζωές μας να είναι λίγο πιο συνετές. Όταν δουλεύω με ποιήματα ή λέξεις που μπορούν να μου φέρουν στο μυαλό εικόνες, το κάνω με το μέγιστο σεβασμό αλλά και με τη μέγιστη ελευθερία, διότι διαφορετικά δε θα ήμουν ο εαυτός μου και αυτό θα ήταν εμφανές στη δουλειά μου. Νομίζω ότι αυτό μπορεί να είναι το νόημα των λόγων που με τόση τρυφερότητα μου αφιέρωσε ο ποιητής Φρανθίσκο Μπρίνες.

Το 1987 μου χάρισαν το βιβλίο του El otoño de las rosas [Το φθινόπωρο των ρόδων], το οποίο με συντάραξε κατά κάποιον τρόπο. Εργάστηκα για δύο χρόνια σχεδόν πάνω σε εκείνο το βιβλίο, και το 1989 είχα την ιδέα να κάνω μια έκθεση με μέρος εκείνων των έργων. Καθώς ήθελα να χρησιμοποιήσω τα ποιήματά του δίπλα σε κάποιους πίνακες, ήταν απαραίτητο να έχω την άδειά του. Επίσης ήθελα πολύ να μιλήσω μαζί του για όλη αυτή την εμπειρία. Έτσι έκανα, έψαξα τρόπο να έρθω σε επαφή μαζί του και συναντηθήκαμε στη Μαδρίτη επί τούτω. Εγώ ήμουν λίγο σφιγμένος γιατί σκεφτόμουν ότι μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος απόμακρος, απαιτητικός και επιτηδευμένος, αλλά, ευτυχώς, συνέβη ακριβώς το αντίθετο: έδειξε ενδιαφέρον, φιλικότητα και μεγάλη γενναιοδωρία σε εμένα και τη δουλειά μου. Από τότε έχω την τύχη να είμαι φίλος του. Ήρθε να δει την έκθεση και μετά ανταμώσαμε σε διάφορες περιστάσεις κατά τις οποίες απόλαυσα τις συζητήσεις μαζί του. Το 2003 φιλοτέχνησα ένα όμορφο συλλεκτικό βιβλίο που περιελάμβανε μια ανθολογία του έργου του συνοδευόμενη από είκοσι δικές μου σεριγραφίες, το οποίο έλαβε το Κρατικό Βραβείο Βιβλιοφιλίας από το Υπουργείο Πολιτισμού το 2004, κι έτσι μπόρεσα να ανταποκριθώ στη γενναιόδωρη φιλία του. Τον τίτλο τον πήρα από έναν στίχο του: La iluminada rosa negra [Το φωτισμένο μαύρο ρόδο].

Οι Αντόνιο Ματσάδο, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Λουίς Θερνούδα, Φερνάντο Πεσσόα, Κωνταντίνος Καβάφης, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, είναι ποιητές τους οποίους θαυμάζω και με ποιήματα των οποίων έχω δουλέψει. Τώρα προσπαθώ να βρω περισσότερα ποιήματα της Κικής Δημουλά, αλλά νομίζω ότι έχω το μοναδικό βιβλίο που έχει μεταφραστεί από τα έργα της στα ισπανικά. Θέλω να μάθω περισσότερα για την ελληνική λογοτεχνία και ποίηση για να τις ενσωματώσω στο επόμενο πρότζεκτ μου, το οποίο ξεκινάω τώρα. Η ποίηση αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ζωής μου.

I.LPG.Recuerdos de Grecia [Μνήμες από την Ελλάδα], Fatum [Μοίρα], Odisea. Canto XXV [Οδύσσεια. Ραψωδία KE´], Odysseus, Ear [Έαρ] είναι τίτλοι που φέρουν μερικές από τις εκθέσεις σας και μαρτυρούν τη σημασία που η Ελλάδα –είτε μέσω της μυθολογίας, είτε μέσω των τοπίων και των ποιητών της– έχει για εσάς καθόλη τη διάρκεια της καριέρας σας. Τι είναι η Ελλάδα για σας; Μιλήστε μας επίσης για την πρώτη επαφή σας με αυτή τη χώρα στην οποία ταξιδεύετε σχετικά συχνά.

A.M.M.─ Τον Ιούλιο του 1979, επωφελούμενος των διακοπών μου, έγινα μέλος μιας μικρής ομάδας ατόμων που με αυτοδιαχειριστικό σχεδόν τρόπο (ήταν άλλες εποχές) οργάνωνε ένα ταξίδι από την Καρθαγένη μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Πάνω από είκοσι μέρες σε λεωφορείο και καράβι. Βέβαια τέτοια ταξίδια δε γίνονται σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά εκείνο όχι μόνο είχε το θέλγητρο της περιπέτειας αλλά διέθετε και ένα χαρακτήρα μύησης, χωρίς να έχω εγώ συνείδηση αυτού.

Ένα από τα στάδια ήταν το ταξίδι με το καράβι από το Μπάρι ως την Πάτρα, όπου φτάσαμε όταν νύχτωνε πλέον. Έκανε πολλή ζέστη και τη νύχτα σηκώθηκα για να ανοίξω την πόρτα του μεγάλου μπαλκονιού του ξεχαρβαλωμένου ξενοδοχείου. Καθώς την άνοιξα, κάτω από το ίδιο μπαλκόνι, ένα μεγάλο κλήμα που φωτιζόταν μονάχα από μια αδύναμη λάμπα, ο απαλός παφλασμός της θάλασσας που βρισκόταν τόσο κοντά και η σιγή των αστεριών με καλωσόρισαν στο ιερό έδαφος της Ελλάδας. Από τότε είμαι λάτρης της Ελλάδας και εκείνη είναι η αγάπη μου. Είμαι ένας αθεράπευτος ρομαντικός.

Ακόμα από εκείνο το ταξίδι κρατάω τη μεγάλη εντύπωση που μου προκάλεσε το γεγονός ότι είδα και βρέθηκα για πρώτη φορά μπροστά στην Ακρόπολη. Οι εικόνες των βιβλίων τέχνης συντρίφθηκαν σε μια στιγμή ενώπιον της θέας της, και το μόνο που κατάφερα ήταν να αναρωτηθώ: Τι είδους λαός είναι ικανός να δημιουργήσει τόση ομορφιά; Αυτή η ερώτηση δεν έχει βρει ακόμα απάντηση.

Ξέρω πως είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά έτσι ξεκίνησε ο θαυμασμός μου για το σύνολο της ελληνικής κουλτούρας και τη μεγάλη της κληρονομιά στο σύνολο της κουλτούρας της Δύσης. Γι’ αυτό το λόγο εργάστηκα πολύ για να μπορέσω να τη γνωρίσω καλύτερα και να μάθω να την εκτιμώ με όλη της την αξία. Οι εκθέσεις ήταν καρποί μεταγενέστερων ταξιδιών ή αναγνωσμάτων, και ακόμα δεν έχω χάσει την ελπίδα να φτιάξω μια έκδοση της Οδύσσειας με δική μου εικονογράφηση, παρόλο που οι καιροί δεν προσφέρονται για πολλά-πολλά. Είναι ένα βιβλίο που με συντρόφευσε σε πολλές στιγμές.

Αν μου επιτρέπετε, αντί να μιλήσω για το παρελθόν και τις εκθέσεις που ήδη έλαβαν χώρα, θα ήθελα να κάνω αναφορά στην επόμενη δουλειά που θέλω να ετοιμάσω και που εδώ και καιρό στριφογυρνάει στο μυαλό μου. Της έχω δώσει τον τίτλο Este mar azul [Αυτή η γαλάζια θάλασσα]. Πρόκειται για το δικό μου ιδιαίτερο αφιέρωμα σε αυτή την κουλτούρα, με το οποίο θέλω να της αποδώσω φόρο τιμής. Ακόμα είναι νωρίς για να μιλήσω γι’ αυτό, αλλά θέλω να επωφεληθώ της ερώτησης για να κάνω μία, με τη σειρά μου, στους φίλους και αναγνώστες: Ποιες είναι κατά προσέγγιση οι εσωτερικές διαστάσεις του κτηρίου που ονομάζουμε Πινακοθήκη στα Προπύλαια; Δεν τις έχω βρει, και σίγουρα κάποιος φίλος στην Αθήνα μπορεί να μας τις πει. Η ιδέα είναι να δουλέψω για να φτιάξω εκ νέου, με τρόπο μεταφορικό και πολύ προσωπικό, εκείνον το χώρο που, αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές, υπήρξε η πρώτη πινακοθήκη της ιστορίας.

I.LPG.Ποια μέρη της Ελλάδας σας έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση; Έχετε προτίμηση για κάποιο μέρος ή τοπίο; Έχετε να διηγηθείτε κάποια ιδιαίτερη ανάμνηση ή ιστορία;

A.M.M.─ Δεν έχετε καμιά πιο δύσκολη ερώτηση για μένα; [γέλια] Υπάρχει υπερβολικά μεγάλος αριθμός τόπων που θα έπρεπε να αναφέρω και δε θα ήξερα ποιον να διαλέξω, αλλά αν με ρωτούσατε πού θα μου άρεσε να ζω στην Ελλάδα, μεταξύ των τόπων που γνωρίζω, έχω εύκολη την απάντηση: στους Δελφούς.

Από την πρώτη και θερμότατη –λόγω καιρού– επίσκεψη εκείνο το μέρος και εκείνο το τοπίο με συνεπήραν, και παρόλο που γύρισα για σύντομες επισκέψεις, το Σεπτέμβρη του 2004 κατάφερα να μείνω εκεί και να ζωγραφίσω για μία ολόκληρη εβδομάδα. Απλά... ένιωσα ευτυχής. Πιστεύω ότι είναι ένα μέρος που μαγνητίζει και ελπίζω να μπορέσω να ξαναπάω κάποια μέρα για να δω το φανταστικό μουσείο του, τις ασημένιες πλαγιές του με τα γκριζοπράσινα λιόδεντρα, τα βουνά, τους ήχους, τις καταιγίδες, τις μυρωδιές, τα ηλιοβασιλέματά του. Είναι ένα μέρος μοναδικό.

Κι αφού μου ζητάτε να σας πω μια ιστορία, θα σας διηγηθώ κάτι που μου συνέβη εκεί: Τις ημέρες εκείνες περνούσα κάποιες πρωινές ώρες σχεδιάζοντας στο μέρος που βρίσκεται πιο κοντά στο θόλο. Όταν έμπαινα, χαιρετούσα με ένα γνέψιμο τον φύλακα και πήγαινα σε ένα αποκομμένο μέρος για να μην ενοχλώ τους τουρίστες που έφταναν. Ο κύριος στην αρχή με κοίταξε με μια έκφραση μεταξύ έκπληξης και επαγρύπνησης, αλλά με άφησε να δουλέψω ήσυχα εκείνες τις ώρες. Ήταν πολύ υπεύθυνος άνθρωπος και ήξερε να κάνει τη δουλειά του. Το τελευταίο πρωινό, όταν ο χρόνος μου τελείωσε, τον αποχαιρέτησα με ένα νεύμα που έκανε σαφές ότι δε θα ξαναρχόμουν, και τότε μου είπε να περιμένω ένα λεπτό... πήγε σε μια ελιά και έκοψε ένα μικρό κλαδάκι που μου έδωσε ως αναμνηστικό εκείνης της γης και εκείνων των υπέροχων ημερών. Από τότε το έχω στο ατελιέ μου και όταν ξεράθηκε το κορνίζωσα για να το κρατήσω ως το μεγαλύτερο θησαυρό μου.

I.LPG.Ξέρω ότι είστε μεγάλος θαυμαστής του πρόσφατα απολεσθέντος Έλληνα κινηματογραφιστή Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Τι γνωρίζετε από τη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα; (Ζωγραφική, σινεμά, θέατρο, μουσική, κ.λπ.)

A.M.M.─ Ω, τι τρομερή είδηση, τι αναντικατάστατη απώλεια! Όλοι μας είμαστε πιο ορφανοί τώρα. Έμαθα την είδηση από το ιστολόγιο La Pasión Griega. Εκείνη τη νύχτα δεν είχα ύπνο και ήταν αργά. Όταν τη διάβασα δεν το πίστευα, σκέφτηκα να στείλω μήνυμα στους φίλους στην Αθήνα, αλλά εκείνοι ήδη μου είχαν στείλει ένα τα ξημερώματα, επιβεβαιώνοντας τον άτυχο και παράλογο θάνατο αυτού του ανθρώπου από τον οποίο τόσα έμαθα για την Ελλάδα, για τον κινηματογράφο και για την τέχνη. Ήταν ολέθριο το γεγονός και ακόμα όταν το σκέφτομαι δεν το πιστεύω, με γεμίζει μεγάλη λύπη η σκέψη ότι δε θα μπορέσουμε πια να δούμε νέες ταινίες του.

Ανακάλυψα τον κινηματογράφο του τη δεκαετία του ’80. Τότε στην ισπανική τηλεόραση πρόβαλαν μια σειρά προγραμμάτων που ήταν αφιερωμένα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και κάθε επεισόδιο είχε σκηνοθετηθεί από ένα σκηνοθέτη της αντίστοιχης χώρας. Στην Αθήνα ήταν ο Θεόδωρος, το θυμάμαι πολύ καλά. Τώρα που έχω συγκεντρώσει όλη του τη φιλμογραφία, όταν πηγαίνω στην Αθήνα ψάχνω εκείνο το πρόγραμμα αλλά δεν έχω καταφέρει να το βρω ούτε ξέρω αν έχει υπάρχει σε κάποια ειδική έκδοση Dvd. Ελπίζω να εκδοθεί στη μνήμη του. Δεν έμαθα σχετικά με την κηδεία του, αλλά υποθέτω ότι του αποδόθηκαν οι τιμές που του αξίζουν.

Είμαι μεγάλος θαυμαστής του κινηματογράφου του, του λυρισμού των εικόνων του, των χώρων και των τοπίων που χρησιμοποίησε, αφού όλη του η δουλειά σφύζει από ταλέντο και δημιουργία. Επίσης μέσω εκείνου ανακάλυψα τη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου που με συντροφεύει ώρες ολόκληρες ενώ δουλεύω, και τώρα... όλα εξανεμίζονται χωρίς δικαιολογημένη αιτία, είναι υπερβολικά επώδυνο και άδικο. Πολλά ευχαριστώ και καλό ταξίδι, κύριε Αγγελόπουλε! Βρίσκεστε πλέον στην Αιωνιότητα.

Λίγα πράγματα ξέρω για τη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα, ή τουλάχιστον θέλω να μάθω πολύ περισσότερα, επειδή σε ό,τι γνωρίζω βλέπω πολύ ταλέντο και αυτό με ενθαρρύνει να συνεχίσω. Πιστεύω ότι είναι λίγο αργά για να μάθω ελληνικά αλλά προσπαθώ να μάθω κάτι και, παρά τη μεγάλη υπομονή και σοφία της καθηγήτριας, οι λίγοι ζωντανοί νευρώνες μου δε βοηθούν πολύ. Είναι ζήτημα εύλογης επιμονής. Είμαι περισσότερο άνθρωπος της ανακάλυψης παρά της μάθησης.
Για τους εικαστικούς καλλιτέχνες έχω τις λιγότερες πληροφορίες, γιατί μόνη αναφορά μου είναι οι γκαλερί και οι καλλιτέχνες που εξέθεσαν στην έκθεση ARCO της Μαδρίτης πριν λίγα χρόνια. Πρέπει να μάθω και να ξέρω ποιοι είναι και τι κάνουν. Έχω ένα όμορφο βιβλίο και κατάλογο του Γιάννη Τσαρούχη που αγόρασα πριν δύο χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη. Αλλά σίγουρα για τους σύγχρονους μού λείπει ενημέρωση.

Η μοίρα και η τύχη οδήγησαν τα βήματά μου σε αυτά τα τελευταία ταξίδια, στη διάρκεια των οποίων μπόρεσα να γνωρίσω πολύ ενδιαφέροντα άτομα, ορισμένα που ήδη χαίρουν αναγνωρισμένου κύρους και άλλα που ξεκινούν να εργάζονται με καλά αποτελέσματα και πολλή όρεξη. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μια φανταστική παράσταση στο Εθνικό Θέατρο ενός γαλλικού μπαρόκ έργου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου και σκηνικά Δημήτρη Πολυχρονιάδη, τους οποίους είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά όταν μου τους σύστησε ο νεαρός φωτογράφος και κινηματογραφικός σκηνοθέτης Μιχάλης Δαλανίκας. Εκείνη η παράσταση ήταν φανταστική. Ήταν μεγάλο δώρο της μοίρας και τιμή η γνωριμία με αυτά τα πρόσωπα, στα οποία από εδώ στέλνω μια θερμή αγκαλιά μαζί με τη φιλία μου και τα οποία ευελπιστώ να ξαναδώ σύντομα, αφού τους υποσχέθηκα να παρακολουθήσω κάποιο από τα καινούργια τους μοντάζ. Ίσως αυτό το καλοκαίρι, στην Επίδαυρο, να πιούμε ένα φραπέ και να το γιορτάσουμε.

Τον Ιούλιο του περασμένου έτους ήταν το τελευταίο μου ταξίδι στην Αθήνα. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην ξαναπάω εκεί το καλοκαίρι, τώρα που μπορώ να διαθέσω όπως θέλω το χρόνο μου. Οι επισκέψεις τον Μάιο ή το φθινόπωρο αποδείχτηκαν πιο υποφερτές και υπάρχει καλύτερο φως. Όμως διάβασα ότι στις 14 Ιουλίου θα παρουσιαζόταν η δεύτερη συμφωνία του Γκ. Μάλερ στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, και όλα άλλαξαν ξαφνικά. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι αυτή η συμφωνία είναι για μένα ιδιαίτερα ξεχωριστή. Δεν είμαι ειδήμων στην κλασική μουσική, αλλά αυτή η συμφωνία ήταν η συντροφιά μου επί χρόνια στη δουλειά και μου ξύπνησε τόσες συγκινήσεις που σαν έμαθα ότι η συναυλία ήταν στο Ηρώδειο, όπου δεν είχα καταφέρει να παρακολουθήσω καμία παράσταση, δεν το σκέφτηκα και πολύ και, όπως λέμε και στην Ισπανία, πέτυχα μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Ήταν τόσο συγκινητικό που δεν έχω λόγια να μιλήσω για εκείνη τη βραδιά... κάτι παραπάνω από όνειρο.

Επίσης μου αρέσει πολύ η λαϊκή παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και θέλω να τη γνωρίσω καλύτερα. Όταν μπαίνω στο Metropolis ζητάω από τους φίλους μου να μη με αφήσουν εκεί μέσα πάνω από δεκαπέντε λεπτά, γιατί θα ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή μου.

I.LPG.Πιστεύετε ότι Έλληνες και Ισπανοί μοιάζουμε τόσο πολύ όσο λένε;

A.M.M.─ Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είμαστε πολύπλευροι και αναλόγως πώς μας κοιτάνε μπορούμε να μοιάζουμε περισσότερο ή λιγότερο. Αυτό που είναι ξεκάθαρο για μένα είναι πως στην Ελλάδα νιώθω πολύ άνετα (αν εξαιρέσουμε το πέρασμα του δρόμου) και νιώθω σαν στο σπίτι μου, πράγμα που δε μου συμβαίνει σε κανένα άλλο μέρος. Από αυτό συμπεραίνω ότι κάποιες ομοιότητες έχουμε, ίσως είναι η Μεσόγειος, ίσως η ιστορία, ίσως ο δικαιολογημένος αντικομφορμισμός μας, ίσως οι αποσκευές μας που είναι γεμάτες όνειρα είναι κοινοί παρανομαστές που μας κάνουν να μοιάζουμε.

I.LPG.Τι γνώμη έχετε για τη λεγόμενη ελληνική κρίση;

A.M.M.─ Περίμενα και φοβόμουν αυτή την ερώτηση από την αρχή. Την περίμενα γιατί το δίχως άλλο είναι δικαιολογημένη και τη φοβόμουν γιατί η απάντησή μου ενδέχεται να ενοχλήσει κάποιους, αλλά νομίζω ότι στην ηλικία μου δεν έχω λόγο να σωπαίνω. Οπότε σας ευχαριστώ για την ερώτηση και ευχαρίστως θα απαντήσω.

Κοιτάξτε, νομίζω ότι πολλούς πολίτες της υποτιθέμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης μάς έκλεψαν το πορτοφόλι. Χρησιμοποιώ το ρήμα κλέβω με την πιο ανήθικη έννοιά του και επιπλέον... κανένας κλέφτης δε βρίσκεται στη φυλακή. Αυτό για μένα έρχεται να επιβεβαιώσει ότι οι Βρυξέλλες δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Συντηρούμε μια μέτρια και διεφθαρμένη πολιτική και οικονομική τάξη, μόνος θεός των οποίων είναι το χρήμα, και η συνένωση των οποίων αποσκοπεί στη δημιουργία αδαών υπόδουλων και όχι αξιοπρεπών πολιτών. Πρέπει να μάθουμε να μην πιστεύουμε αυτούς που μιλάνε πολύ και να κάνουμε διαχωρισμό μεταξύ τόσων αχρήστων επιστρατεύοντας την κοινή λογική για λόγους αυτοπροστασίας.

Τι μπορούμε να κάνουμε; Όπως στην περίπτωση της κλοπής του πορτοφολιού, ήδη έχουμε περάσει τις φάσεις της έκπληξης, της δίκαιης αγανάκτησης και τώρα μας υπολείπονται άλλες δύο: της συνειδητοποίησης της πραγματικότητάς μας και των μέσων που διαθέτουμε και να δημιουργήσουμε με αυτά ευρηματικές λύσεις που θα μας ξαναδώσουν προσδοκίες για την εργασία και για άλλες πιο ανθρώπινες αξίες. Δε βλέπω κάποια εύκολη λύση, γιατί αυτή η κρίση έχει διάρκεια και νομίζω θα είναι μη αναστρέψιμη σε πολλές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει σκληρές κοινωνικές αλλαγές που θα πρέπει να πληρώσουμε αυτοί που πληρώνουμε πάντα.

Όπως βλέπετε, δε μιλάω μόνο για ελληνική κρίση, διότι πιστεύω ότι όλοι έχουμε επηρεαστεί από αυτόν το βρώμικο και ντροπιαστικό πόλεμο. Ίσως η Ελλάδα να έχει υποστεί τη μεγαλύτερη βλάβη αφού οι αόρατοι καρχαρίες την επέλεξαν για ένα πείραμα που αποδείχτηκε επιτυχές γι’ αυτούς, αλλά πιστεύω ότι ζημιώνει όλους. Ένωσα τη φωνή μου με τους αγανακτισμένους της πόλης μου και τον Ιούλιο επίσης πήγα στο Σύνταγμα.

I.LPG.Γίνετε τώρα πρεσβευτής της Περιοχής της Μούρθια και δώστε στους Έλληνες φίλους μερικούς λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να επισκεφτούν την ιδιαίτερη πατρίδα σας.

A.M.M.─ [γέλια] Να πουλήσεις κάτι σε Έλληνα δεν είναι εύκολη υπόθεση! Αυτοί είναι πολύ καλοί πωλητές και νομίζω ότι προτιμούν να γνωρίσουν τις μεγάλες πόλεις όπως είναι η Μαδρίτη, η Βαρκελώνη, η Σεβίλη. Οπότε, αντί να τους προσκαλέσω να την ανακαλύψουν, θα περιοριστώ μόνο στο να τους προτείνω κάποια μέρη και ημερομηνίες που φυσικά απέχουν πολύ από τη λεγόμενη τουριστική σεζόν. Πώς να πουλήσεις διακοπές στη θάλασσα σε έναν Έλληνα; Μοιάζει ανέκδοτο.

Λοιπόν, σοβαρά τώρα, πιστεύω ότι η γη μου έχει κάποια πολύ ιδιαίτερα μέρη που αξίζει να επισκεφτεί κανείς. Και παρότι οι παραλίες είναι καλές, προτιμώ να σας προτείνω άλλα μέρη για πολύ ειδικές ημερομηνίες. Ας πούμε ότι πρόκειται για μια πρόταση εναλλακτικού τουρισμού.

Ένας προορισμός είναι η Mar Menor τον Γενάρη. Πρόκειται για μια λιμνοθάλασσα δίπλα στη Μεσόγειο, όπου τις μέρες του Γενάρη υπάρχει απόλυτη γαλήνη και βλέπεις πανέμορφες εικόνες ηρεμίας, με τα νερά υψηλής αλατότητας να παίρνουν απίστευτα χρώματα. Άλλο μέρος είναι η Valle de Ricote την άνοιξη. Σε εκείνη τη περιοχή η άνοιξη είναι σύντομη αλλά εκρηκτική. Ο περίπατος στις φυτείες ανθισμένων πορτοκαλιών και οπωροφόρων δέντρων που αναδύουν τα αρώματά τους προκαλεί μια θαυμάσια, μεθυστική αίσθηση. Για να κλείσετε αυτή την επίσκεψη θα σας προσκαλούσα να επισκεφτείτε κάποιο μουσείο της πόλης μου, της Μούρθια, ειδικότερα το Μουσείο Θρησκευτικής Γλυπτικής Francisco Salzillo, που είναι γεμάτο με όμορφα και πολύχρωμα μπαρόκ γλυπτά. Αν ερχόσασταν την άνοιξη, θα μπορούσαμε να πιούμε μερικά ποτά στις λαϊκές γιορτές τις πόλεις και σίγουρα θα περνούσατε πολύ καλά. Το φθινόπωρο θα πηγαίναμε να δοκιμάσουμε caldero de arroz y pescado (ρύζι με ψάρια στο καζάνι) στην Καρθαγένη και να δούμε την αρχαιολογική ζώνη με το ρωμαϊκό θέατρο... Εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν πολλά ακόμα μέρη και σε οποιοδήποτε από αυτά να έχετε τη βεβαιότητα ότι πάντα θα είστε καλοδεχούμενη. Είναι μια πολύ φιλόξενη γη.

I.LPG.Ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο που μας αφιερώσατε και που μοιραστήκατε τόσο ευγενικά με τους αναγνώστες μας τις προσωπικές και επαγγελματικές σας εμπειρίες, πολλές εκ των οποίων συνδέονται στενά με την Ελλάδα. Καλή συνέχεια!

A.M.M.─ Εγώ σας ευχαριστώ ειλικρινά για όλες τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις που τόσες καλές αναμνήσεις μου ξύπνησαν και για το ενδιαφέρον σας για τη δουλειά μου. Ελπίζω οι απαντήσεις να φανούν ενδιαφέρουσες στους φίλους και αναγνώστες του Ispania.gr και του La Pasión Griega, μέσω των οποίων θα διατηρήσουμε την επικοινωνία. Ευχαριστώ πολύ για όλα και εύχομαι να ανταμώσουμε πάλι σύντομα εδώ ή στην Αθήνα. Μια θερμή αγκαλιά... τα λέμε!

Μερικές βιογραφικές σημειώσεις

Ο Αντόνιο Μαρτίνεθ Μενγκουάλ γεννιέται στη Μούρθια και, από πολύ νεαρή ηλικία, αρχίζει να ακούει για την τέχνη στους κόλπους της οικογένειάς του και από τον ζωγράφο Πέδρο Φλόρες, αδελφό της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας του, τον οποίο γνωρίζει και με τον οποίο μοιράζεται στέγη όταν εκείνος μετακομίζει από το Παρίσι στη Μούρθια για να ζωγραφίσει τις νωπογραφίες του Ναού της Fuensanta.

Μυείται μέσα από ομάδες καλλιτεχνών τη δεκαετία του ’60 και συμμετέχει στην πρώτη έκθεση Contraparada, Arte en Murcia με την ομάδα 15+1, με την οποία έχει συνεχή παρουσία στις εκδηλώσεις καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος που συνιστούν «ό,τι καλύτερο έχει να αναδείξει σήμερα σε καλλιτεχνικό επίπεδο η Περιοχή της Μούρθια.»

Η καριέρα του ξεκινάει με την πρώτη του έκθεση το 1975 στη Γκαλερί Ankara της Μούρθια με τίτλο Dibujos a tinta china [Σχέδια με κινέζικη μελάνη], είναι όμως από το 1981 που το έργο του γίνεται γνωστό σε γκαλερί και εκθέσεις όπως η Artender στο Μπιλμπάο ή η ARCO στη Μαδρίτη, όπου συμμετέχει τα έτη 1985, 1986 και 1987 με την Γκαλερί Chys. Παράλληλα, αρχίζει να εργάζεται με την καλλιτεχνική ομάδα SPYRAL.

Μετά την πραγματοποίηση άλλων εκθέσεων, το 1989 γνωρίζει τον ποιητή Φρανθίσκο Μπρίνες και ετοιμάζει μια έκθεση πάνω στο ποιητικό του έργο υπό τον τίτλο El otoño de las rosas [Το φθινόπωρο των ρόδων] που φιλοξενείται στο Palacio del Almudí και η οποία «σηματοδοτεί μια καμπή στον τρόπο που δουλεύει, με την ποίηση ως νέα πηγή δημιουργίας», σύμφωνα με το Δημαρχείο.

Το 1991 παρουσιάζει την έκθεση Recuerdos de Grecia [Μνήμες από την Ελλάδα] στη Sala Convalecencia του Πανεπιστημίου της Μούρθια.

Το 1992 αντιπροσωπεύει την Περιοχή της Μούρθια στη Διεθνή Έκθεση της Σεβίλης με την Odisea. Canto XXV [Οδύσσεια. Ραψωδία KE´].

Το 1997 εκθέτει στο Σικάγο (ΗΠΑ), το 1998 στη Γαλλία και ένα χρόνο αργότερα ταξιδεύει στη Μπιενάλε Τέχνης της Φλωρεντίας (Ιταλία).

Το 2003 παρουσιάζει την έκθεση Odysseus στο Casa Díaz Cassou της Μούρθια.

Το 2004 εικονογραφεί το βιβλίο La iluminada rosa negra [Το φωτισμένο μαύρο ρόδο], μια επιλογή ποιημάτων του Μπρίνες, με την οποία κερδίζει το α’ βραβείο καλύτερης έκδοσης βιβλίου του Υπουργείου Παιδείας.

Επίσης, ο Martínez Mengual έχει εικονογραφήσει βιβλία, όπως αυτά που εκδόθηκαν από το Ίδρυμα Cajamurcia και τον εκδοτικό οίκο Darana La laguna mágica [Η μαγική λίμνη] και Caravaca, tierra de luz [Καραβάκα, γη φωτός], καθώς και έντυπα των κύκλων που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο της Μούρθια σε συνεργασία με το Ίδρυμα Cajamurcia.

Η τελευταία έκθεση που αφιέρωσε στην Ελλάδα έφερε τον τίτλο Ear/Primavera [Έαρ] και παρουσιάστηκε στη Μούρθια από το Φλεβάρη μέχρι το Μάρτη του 2011.

Έργα του Αντόνιο Μαρτίνεθ Μενγκουάλ: www.ispania.gr

Ιστοσελίδα του καλλιτέχνη: www.amartinezmengual.com

Συνέντευξη, ερωτήσεις: Emmanuel Vinader
Μετάφραση στα ελληνικά: Βίκυ Ρούσκα

Κοινή δημοσίευση με το La Pasión Griega: http://lapasiongriega.blogspot.com/


Antonio Martínez Mengual, pintor filoheleno nacido en Murcia, nos presenta su obra (inspirada en gran parte en la naturaleza, la mitología y la poesía griegas) y nos cuenta de sus andanzas por Grecia, y de su visión del arte y de la vida desde la experiencia que le confiere la etapa de madurez que vive en estos momentos.

I.LPG.Usted se define como pintor autodidacta. Háblenos de sus comienzos en el mundo del arte. ¿Qué pintores tenía como referencia en aquella época?

A.M.M.─ Así es, decimos autodidacta a la persona que no ha desarrollado el comienzo o el aprendizaje de su trabajo de forma académica, y ese es mi caso. Ante la imposibilidad de hacerlo, tuve que optar por el aprendizaje de forma más abierta y por otros caminos, que fueron la admiración por unos pintores, la necesidad de expresarme con el uso del color y de las formas, y mi irrenunciable interés por ver las obras de arte en vivo. Creo que admirar un cuadro o una obra de arte directamente, produce una serie de emociones y de descubrimientos que te hacen ser distinto y crecer en tu interior. Ese es para mí el verdadero sentimiento del arte.

Ahora, afortunadamente, eso ya casi no ocurre. Las Escuelas y Facultades de Bellas Artes forman parte de los planes educativos y están abiertas a la enseñanza con los materiales más tradicionales y también con las nuevas herramientas y medios que se han desarrollado. El tiempo y el trabajo han abierto muchas posibilidades con todos estos elementos y el fácil intercambio de ideas forma un horizonte muy importante a los nuevos y jóvenes creadores. Pero también quiero añadir que es muy necesario sentir cada día la emoción del niño al que han regalado una pequeña caja de colores cuando consigue su primer aprobado y descubre que es capaz de representar su mundo con esos sencillos lápices. Sin esta íntima emoción los trabajos pueden quedar peligrosamente vacíos.

No es fácil elegir a unos pocos pintores de entre los que admiro. Cuando quieres aprender piensas en muchos, y de todos puedes sacar buenas enseñanzas, pero de aquellos momentos, fueron dos a los que quiero destacar: un español, Joaquín Sorolla, y un francés, Claude Monet, maestros de tantos y tantos artistas. En ellos reconozco a mis abuelos pictóricos. La pincelada, la investigación de los colores para representar la luz y los temas de la naturaleza fueron un gran referente para mí y me ayudaron mucho. Quizás podría añadir alguno más, pero dejémoslo aquí por ser la primera respuesta.

I.LPG.En cuanto a los medios y las técnicas que utiliza, ¿con cuál de ellos se siente más cómodo? ¿Ηan cambiado sus preferencias a lo largo del tiempo?

A.M.M.─ Los medios que uso son los clásicos con sus técnicas correspondientes. La llegada de nuevos materiales, como los acrílicos, ha ofrecido nuevas y buenas posibilidades de ampliar la realización de un trabajo, aunque uso por igual papeles artesanales y orientales, madera, lienzo, etc.

Me gusta mucho investigarlos, hacer técnicas mixtas y probar nuevas herramientas. A veces he preparado mis propios pinceles con hojas, ramas, telas deshiladas... y busco resultados con ellos. Los últimos trabajos los vengo realizando con esponjas y colores muy líquidos. Son como grandes acuarelas sobre lienzo o papeles muy grandes. Me siento muy cómodo con cualquiera de ellos, porque mi proceso de trabajo es largo y los voy usando según los necesito como medios de expresión en cada momento de su desarrollo.

Me explicaré: si tuviera que dividir el proceso de mis trabajos lo podría hacer en tres partes fundamentales. La primera es la toma de contacto con el tema, sea cual sea, y es muy importante porque supone mi sensibilización ante el trabajo y el origen de las emociones que después irán aflorando. Durante este espacio de tiempo elaboro dibujos figurativos que me ayudan a definir las emociones y limitar el tema, también uso la fotografía digital (¡qué gran invento!). La segunda parte consiste en centrar las ideas y en ella uso cualquier material o técnica; puede ser dibujo con carbón sobre papel, acuarelas, óleos, serigrafía, técnicas mixtas, etc. Este tiempo suele ser más largo, pero también el más intenso, el más imaginativo, el más estimulante, el más personal, y durante el cual hago mío el tema elegido. Podemos decir que en esta fase todo vale pero… no todo funciona, porque al final hay que llegar a conclusiones. Y por último, la tercera parte sería a partir de esas conclusiones decidir y seleccionar las ideas y materiales para el trabajo final que será o no una exposición, pero que de cualquier forma me ha servido de mucho y ya forma parte de mi trabajo.

Este pequeño esquema, dicho así, parece sencillo pero no lo es, porque los propios trabajos también van creciendo por sí mismos y te demandan atención e interés para ellos, así que no resulta nada fácil en determinados momentos continuar por uno u otro de esos caminos. Mi solución ante esta situación la he planteado de dos formas que se complementan entre sí. Trabajo en series sin limitarme las ideas ni los trabajos, y algo muy importante: dudo. Dudar nos puede ayudar mucho en determinados trabajos, y no solo en este terreno artístico.

Como puede ver, mis preferencias no han cambiado con el tiempo. Todos los materiales o técnicas son bienvenidos porque todos son herramientas de expresión. Otra cosa es saber acertar en su uso.

I.LPG.Hablemos ahora del color. En algunas de sus series temáticas parece haber un color predominante. Personalmente, tengo la sensación de que trabaja usted con su propia simbología personal del color. ¿Es así?

A.M.M.─ Creo que sí. A veces es de una forma razonada pero otras no tanto. Y no encuentro otra respuesta cuando me lo pregunto a mí mismo, sino que eso sucede porque durante el proceso de los trabajos, que ya le he comentado, las obras van tomando su propia estructura, su propio color. En esos momentos ya la mano se dirige al color o colores de una forma serena, está segura de haber encontrado su medio de expresión en él, y yo la dejo libremente seguir su camino. Entonces es como la música, vuela invisible en el aire para acompañarnos, y así ese color toma las formas para ayudarnos a ser lo que sentimos y queremos, para poder plasmarlo en el cuadro.

No es fácil explicar esa sensación que me ocurre con frecuencia llegado a esta fase de los trabajos. Sería como pintar al dictado de la emoción y sentir ahora lo que te emocionó entonces, en aquella primera fase del trabajo: un color, una luz, una palabra, un paisaje, una persona, un sueño… y poder hacerlo realidad a tu manera y con tu lenguaje. Trabajando así es lógico que aparezca la simbología personal con el color por la que me pregunta y que, ciertamente, existe.

Quiero añadir algo más en esta interesante pregunta sobre el color. Y es nombrarle ahora dos maestros a los que admiro mucho con el uso de este elemento: Henry Matisse y Pablo R. Picasso. Admiro a ambos su libertad para usarlo, aunque con Picasso mi admiración se amplía mucho más por su continua renovación en las formas. Recuerdo muy bien la primera y emocionada vez que vi el Guernica, cuando aún estaba en el MOMA de Nueva York. Me temblaron las piernas de emoción, y ahora, cuando lo vuelvo a ver, es como un viejo amigo que te pregunta por tus cosas y al que puedes confesar tus anhelos y tus fracasos. Un buen amigo y compañero de viaje.

I.LPG.A pesar de que su obra parece estar totalmente liberada de cualquier compromiso con la figura, los trazos de color a veces parecen ir a la búsqueda de una forma que les otorgue vida. En concreto, me llama la atención la presencia casi constante en sus obras de formas vegetales (flores, ramas de olivo, hojas, árboles, etc.) ¿Puede hablarnos un poco sobre ello?

A.M.M.─ Bien, sin querer entrar mucho en conceptos filosóficos, creo que hay algo de panteísta en bastantes de mis trabajos.

En realidad, así como antes he podido dividir en tres las fases de los trabajos, ahora puedo nombrar los tres elementos básicos en el origen de ellos y sobre los que descansan todas mis obras: La Naturaleza (el paisaje que nos rodea y del que nosotros mismos formamos parte), la Mitología (el mundo imaginado y soñado) y la Poesía (la palabra, como el mayor de los logros conseguidos por esta supuesta especie humana). Como puede usted ver, las cosas se pueden ir complicando y ampliando en cada una de estas tres columnas hasta que deseemos. Ciertamente, la creación no es sencilla.

Aquí está contenida la respuesta a su pregunta; las referencias a la naturaleza lo son también al paisaje que nos rodea. Cabe preguntarse cuándo está terminada una de estas obras. Y mi particular respuesta es: cuando nosotros somos o nos sentimos parte de ese paisaje. De esta manera, las referencias a las formas orgánicas a las que nos referimos pueden tener una lectura no solo como símbolos aislados sino como representación de nosotros mismos.

I.LPG.Uno de sus temas centrales es el viaje o, mejor dicho, los recuerdos que ha ido acumulando en cada uno de sus viajes. ¿Cómo atrapa esos recuerdos? ¿Toma apuntes en cada lugar, realiza fotografías, adquiere objetos y luego lo desarrolla todo en su estudio? ¿Cree que cada uno de esos viajes finaliza sólo cuando ha logrado plasmarlo sobre el lienzo?

A.M.M.─ Cuando dispongo de tiempo me gusta hacer apuntes en los lugares, siempre permanecen referencias muy interesantes en esos dibujos. Tengo muchos libros de apuntes y me gusta volver a verlos cuando ha pasado un tiempo. A veces los retoco o termino de darles color en el estudio. Como esta posibilidad no ocurre con la frecuencia que a mí me gustaría, entonces tomo fotografías. Antes, con la cámara analógica hacía diapositivas, y ahora con la digital hago toda clase de locuras con las que disfruto a la vuelta. Me gusta la fotografía mucho.

Cuando puedo, compro algún recuerdo, normalmente artesanal o artístico, que tenga algún color o algún material especial de ese lugar en el que he estado; las texturas también son sensaciones a recordar. La excepción la hago en Atenas, allí me gusta comprar tarjetas postales antiguas en donde aparezca la Acrópolis. Me interesa mucho esa imagen tan repetida y a la vez tan distinta en cada época. Imagine usted que todas las personas que hemos estado en la Acrópolis escribiéramos cuál fue nuestra primera impresión, tendríamos un libro de visitas mágico.

También me gusta ver amanecer en esos lugares, así que con el tiempo se ha ido haciendo una pequeña colección de amaneceres. Es un momento único que me entusiasma para todo el resto del día. ¿Ha visto usted cómo se forman las sombras de las columnas del Partenón cuando el sol comienza a iluminarlas? No se lo pierda. ¿Ha visto cómo la luz modela las esculturas del gran salón en el nuevo y maravilloso Museo de la Acrópolis? No se lo pierda, es el mejor museo del mundo. Allí paso horas mirando cómo a cada hora las esculturas van siendo envueltas por la luz.

Aunque físicamente todos los viajes terminan, pienso que al regreso de ellos tenemos en nosotros un nuevo mapa, una nueva cartografía, fruto de esa nueva experiencia que nos hace distintos, de manera que ese viaje no termina aún cuando he trabajado sobre sus imágenes y recuerdos. Todavía somos un poco nómadas y crecemos con los viajes o dicho en las hermosas palabras de Cavafis…

Pide que el camino sea largo.
Que sean muchas las mañanas de verano
en que llegues
¡con qué placer y alegría!
a puertos antes nunca vistos […].

I.LPG.Y llegamos a la Poesía. Ha ilustrado obras de grandes poetas como Pessoa, Cernuda, Brines… Este último, en concreto, escribió algo tan hermoso como que usted no ilustraba, sino que se revelaba a sí mismo en cada ilustración. Háblenos sobre su relación como pintor con la Poesía y los poetas. ¿Siente una mayor inquietud o limitación cuando tiene que interpretar un poema?

A.M.M.─ Las palabras, los poemas, son pequeñas joyas que todos podemos y debemos llevar puestas para que nuestras vidas puedan ser un poco más sensatas. Cuando trabajo poemas o palabras que pueden sugerirme imágenes, lo hago con el mayor respeto pero también con la mayor libertad, pues de otra forma no sería yo mismo y en el trabajo quedaría reflejado. Creo que ese puede ser el sentido de las palabras que con tanto afecto me dedicó el poeta Francisco Brines.

En 1987 me regalaron su libro El otoño de las rosas y fue una especie de conmoción para mí. Trabajé casi dos años sobre ese libro, y en 1989 me propuse hacer una exposición con parte de esos trabajos. Como quería usar sus poemas junto a algunos de esos cuadros, era necesario tener su permiso. También me hacía ilusión poder comentar con él toda esta experiencia. Así lo hice, busqué el modo de conectar con él y quedamos en Madrid para hacerlo. Yo iba un poco tenso pensando que podría ser una persona distante, exigente y crítica, pero, afortunadamente, fue todo lo contrario: interesado, amigable y muy generoso conmigo y mi trabajo. Desde entonces tengo la suerte de ser amigo suyo. Vino a ver la exposición y después hemos coincidido en varias ocasiones en las que he podido disfrutar de sus conversaciones. En 2003 pude hacer un hermoso libro de bibliofilia sobre una antología de su obra acompañada por veinte serigrafías mías, que recibió el Premio Nacional de Bibliofilia del Ministerio de Cultura en 2004, y así he podido corresponder a su generosa amistad. El título del libro lo tomé de uno de sus versos: La iluminada rosa negra.

Antonio Machado, Federico García Lorca, Luís Cernuda, Fernando Pessoa, Constantino Cavafis, Yorgos Seferis, Odysseas Elytis, Yannis Ritsos, son poetas a los que admiro y he trabajado con algunos de sus poemas. Ahora trato de buscar más poemas de Kikí Dimula, pero creo que tengo el único libro en castellano que se ha traducido de sus obras. Quiero aprender más sobre literatura y poesía griega para unirla a mi próximo proyecto en el que estoy comenzando ahora. La poesía forma una parte importante de mi vida.

I.LPG.Recuerdos de Grecia, Fatum, Odisea. Canto XXV, Odysseus, Ear son los títulos de algunas de sus exposiciones que dan fe de la importancia que Grecia –ya sea a través de su mitología, sus paisajes o sus poetas– ha tenido para usted durante toda su carrera. ¿Qué es Grecia para usted? Háblenos también de su primer contacto con ese país al que viaja con relativa frecuencia.

A.M.M.─ En julio de 1979, aprovechando mis vacaciones, me uní a un reducido grupo de personas que de forma casi autogestionada (eran otros tiempos) organizaba un viaje desde Cartagena a Estambul. Más de veinte días en autobús y barco. Desde luego que estos viajes no se pueden hacer a cualquier edad, pero éste no solo tuvo la atracción de la aventura sino un carácter iniciático, sin ser yo consciente de esto.

Una de las etapas era viajar en barco desde Bari a Patras, a donde llegamos ya anocheciendo. Hacía mucho calor y en la noche me levanté para abrir el gran balcón del destartalado hotel. Al abrirlo, bajo el mismo balcón, una gran parra iluminada solamente por una débil bombilla, el suave murmullo del mar tan próximo y el silencio de las estrellas me dieron la bienvenida al sagrado suelo de Grecia. Y desde entonces yo soy su enamorado y Grecia mi amor. Soy un romántico incurable.

También de aquel viaje guardo el gran impacto de ver y estar por primera vez ante la Acrópolis. Las imágenes de los libros de arte fueron arrasadas en un segundo ante su visión, y solo alcancé a preguntarme: ¿Qué clase de pueblo ha sido capaz de crear tanta belleza? Esta pregunta sigue sin respuesta.

Ya sé que cuesta creerlo, pero así fue como comenzó mi admiración por toda la cultura griega y su gran herencia en toda la cultura de Occidente. Por este motivo he trabajado mucho para poder conocerla mejor y saber valorarla con todos sus méritos. Las exposiciones fueron frutos de viajes posteriores o de lecturas, y aún no he perdido la esperanza de hacer una edición de La Odisea con ilustraciones mías, aunque los tiempos no están para muchas alegrías. Es un libro que me ha acompañado en muchos momentos.

Si me permite, más que hablar del pasado y de las exposiciones realizadas, me gustaría comentarle un próximo trabajo que quiero hacer y que lleva tiempo rondando por mi cabeza. Lo he titulado Este mar azul. Se trata de mi particular homenaje a esa cultura, y con el que quiero pagarle mi tributo. Aún es pronto para hablar sobre esto, pero quiero aprovechar su pregunta para hacer una, a mí vez, a los amigos y lectores: ¿Cuales son las medidas interiores, aproximadas, del edifico que llamamos Pinacoteca en los Propileos? No las he encontrado, y seguro que algún amigo en Atenas nos las puede facilitar. La idea sería trabajar para rehacer, de forma figurada y muy personal, aquel espacio que, si no estoy mal informado, es la primera pinacoteca de la historia.

I.LPG.¿Qué lugares de Grecia le han impactado más? ¿Tiene algún lugar o paisaje preferido? ¿Guarda algún recuerdo especial o alguna anécdota?

A.M.M.─ ¿No tiene usted una pregunta más difícil para mí? [risas] Hay demasiados lugares para responder a esta pregunta y no sabría cuál elegir, pero si me preguntara usted dónde me gustaría vivir en Grecia, de los lugares que conozco, tengo una fácil respuesta: Delfos.

Desde la primera y calurosísima visita ese lugar y ese paisaje me engancharon, y aunque había regresado en breves visitas, en septiembre de 2004 conseguí estar allí y pintar durante una semana completa. Sencillamente… fui feliz. Pienso que es un lugar magnético y espero poder volver algún día a ver su fantástico museo, sus laderas plateadas de olivos grises y verdes, sus montañas, sus sonidos, sus tormentas, sus olores, sus puestas de sol. Es un lugar único.

Y ya que me pregunta por alguna anécdota, le puedo contar una que me sucedió allí: Durante las mañanas de aquellos días dedicaba unas horas para dibujar en la parte más próxima al tholos. Cuando entraba, saludaba con un gesto al vigilante y me ponía en un lugar apartado para no molestar durante las visitas turísticas que llegaban. El señor al principio me miró medio sorprendido y medio vigilante, pero me dejó trabajar con toda tranquilidad esas horas. Era una persona muy responsable y sabía hacer su trabajo. Al final de la última mañana me despedí de él con un gesto muy claro de que ya no volvería por allí, entonces el me dijo que esperara un momento… fue a un olivo y cortó una pequeña ramita que me dio como recuerdo de aquella tierra y de aquellos maravillosos días. Desde entonces ha estado en mi estudio y cuando se secó la enmarqué para que continuara siendo mi mayor tesoro.

I.LPG.Sé que es un gran admirador del recientemente desaparecido cineasta griego Theo Angelopoulos. ¿Qué conoce de la cultura griega contemporánea? (Pintura, cine, teatro, música, etc.)

A.M.M.─ ¡Oh, qué terrible noticia, qué pérdida tan irreparable! Todos somos más huérfanos ahora. Supe la noticia a través del blog La Pasión Griega. Esa noche estaba desvelado y ya era tarde. Cuando la leí no lo creía, pensé en enviar un correo a los amigos en Atenas, pero ya ellos me habían enviado uno de madrugada confirmando la desgraciada y absurda muerte de este hombre del que tanto he aprendido sobre Grecia, sobre el cine y sobre el arte. Fue demoledor y todavía cuando lo pienso no lo creo, me invade una gran tristeza pensar que ya no podremos ver nuevas películas suyas.

Descubrí su cine en los años ochenta. Por entonces en la televisión española pusieron una serie de programas dedicados a las capitales europeas, y cada capítulo estaba dirigido por un director del país correspondiente. En Atenas fue Theo, lo recuerdo muy bien. Ahora que he conseguido toda su filmografía, cuando voy a Atenas busco ese programa pero no lo he conseguido encontrar ni sé si está editado en algún Dvd especial. Espero que sea editado en su memoria. No he tenido noticias de su entierro, pero supongo que habrá tenido el homenaje que merece.

Soy un gran admirador de su cine, del lirismo de sus imágenes, de los espacios y paisajes que ha usado porque todo su trabajo rebosa talento y creación. También me descubrió la música de Eleni Karaindrou que me ha acompañado durante horas y horas mientras trabajo, y ahora… todo se desvanece sin un motivo justificado, es demasiado doloroso e injusto. ¡Muchas gracias y feliz viaje, señor Angelopoulos! Usted ya está en la Eternidad.

Sé poco de la cultura griega contemporánea, o al menos quiero saber mucho más, porque en lo que conozco veo mucho talento y eso me anima a seguir. Creo que ya llego tarde para aprender griego pero estoy tratando de aprender algo y, a pesar de la gran paciencia y sabiduría de la profesora, mis pocas neuronas vivas no dan para mucho. Cuestión de insistir razonablemente. Soy más de descubrir que de aprender.

De los artistas plásticos es de los que menos sé, porque como única referencia tengo las galerías y artistas que expusieron en la feria de ARCO de Madrid hace unos pocos años. He de aprender y saber quiénes son y qué hacen. Tengo un hermoso libro y catálogo de Yannis Tsarujis que compré hace dos años en el Museo Benaki. Pero ya le digo que de los contemporáneos me falta información.

El destino y la suerte han guiado mis pasos en estos últimos viajes y en ellos he podido conocer a personas muy interesantes, algunos ya de reconocido prestigio y otros que comienzan a trabajar con buenos resultados y muchas ganas. Tuve la oportunidad de asistir a una fantástica representación en el Teatro Nacional de una obra barroca francesa bajo la dirección de Dimitris Mavrikios y con la puesta en escena de Dimitris Polijroniadis, a los que más tarde tuve la suerte de conocer personalmente cuando me los presentó el joven fotógrafo y director de cine Mijalis Dalanikas. Aquella representación fue fantástica. Ha sido un gran regalo del destino y un honor conocer a estas personas a las que desde aquí envío un fuerte abrazo con mi amistad y a las que espero volver a ver pronto, porque les he prometido ir a ver uno de sus nuevos montajes. Quizás este verano, en Epidauro, podamos tomarnos un café frappé y celebrarlo.

En julio del año pasado fue mi último viaje a Atenas. Me había prometido no volver más en verano, ahora que puedo disponer de mi tiempo. Las visitas en mayo o en otoño han resultado más soportables y hay mejor luz. Pero leí que el 14 de julio se interpretaba la segunda sinfonía de G. Mahler dentro del Festival de Atenas y Epidauro, y todo cambió de repente. He de confesarle que esta sinfonía para mí es más que especial, no porque yo sea un gran entendido en la música clásica, sino porque ha sido mi compañía durante años en el trabajo y me ha despertado tantas emociones que al saber que el concierto era en el Teatro de Herodes, a donde no había podido asistir a ninguna representación, no lo pensé mucho y, como decimos en España, maté dos pájaros de un tiro. Fue tan emocionante que no tengo palabras para comentar aquella tarde y noche… más que un sueño.

También me gusta mucho la música folklórica griega y quiero conocerla mejor. Cuando entro a la tienda de Metrópolis les pido a mis amigos que no me dejen estar allí más de quince minutos, porque sería mi ruina total.

I.LPG.¿Cree que griegos y españoles nos parecemos tanto como se suele decir?

A.M.M.─ Pues pienso que las personas somos poliédricas y que según cómo se nos mire seremos más o menos parecidos, pero lo que sí tengo claro es que en Grecia yo estoy muy cómodo (salvo cruzando las calles) y me siento como en casa, lo que no me ocurre en ningún otro lugar. De esto deduzco que algo de semejantes tenemos, quizás el Mediterráneo, quizás la historia, quizás nuestro justificado inconformismo, quizás nuestras mochilas llenas de sueños por realizar son un denominador común que nos hace parecidos y muy próximos.

I.LPG.¿Qué opina sobre la llamada crisis griega?

A.M.M.─ Esperaba y temía esta pregunta desde el principio. La esperaba porque está más que justificada y la temía porque es posible que mi respuesta pueda molestar algunas sensibilidades, pero ya me creo en una edad que no tengo por qué callar, así que le agradezco la pregunta y la respondo encantado.

Verá, pienso que a muchas ciudadanas y ciudadanos de la supuesta Unión Europea nos han robado la cartera. Digo el verbo robar en el más turbio de sus significados y además… ningún ladrón está en la cárcel. Esto me lleva a confirmar que Bruselas no sirve para nada. Mantenemos una clase política y financiera mediocre y corrupta cuyo único dios es el dinero y unidas con el fin de hacer esclavos ignorantes en lugar de ciudadanos dignos. Hemos de aprender a no creer en los que hablan tanto y saber dilucidar bien entre tantos inútiles personajes por sentido común y por autodefensa.

¿Qué podemos hacer? Como en el caso del robo de la cartera, ya hemos pasado las fases de sorpresa, de justísima indignación y ahora nos quedan dos más: ver nuestra realidad y los medios con los que podemos contar y generar con ellos soluciones imaginativas que nos devuelvan la ilusión por el trabajo y otros valores más humanos. No veo una solución fácil, porque esta crisis es larga y pienso que irreversible en muchos casos, así que generará cambios sociales duros que tendremos que pagar los de siempre.

Como puede ver usted, no le hablo solo de crisis griega, porque creo que todos estamos afectados por esta clase de guerra sucia y vergonzosa. Quizás Grecia sea la más afectada por que los tiburones invisibles la eligieron para el experimento que les ha resultado un éxito, pero creo que afecta a todos. Estuve con los indignados de mi ciudad y en julio pasado estuve también en Sintagma.

I.LPG.Conviértase ahora en embajador de su tierra murciana y ofrezca a los amigos griegos unas cuantas razones por las que deberían visitar la Región de Murcia.

A.M.M.─ [risas] ¡Vender algo a un griego es muy complicado! Ellos son muy buenos vendedores y creo que prefieren las grandes ciudades como Madrid, Barcelona, Sevilla… para conocer. Así que, mejor que invitarles a que la descubran, solo me voy a permitir recomendarles unos cuantos lugares y fechas que desde luego están muy lejos de la llamada temporada turística. ¿Cómo vender unas vacaciones de playa a un griego? Parece un chiste.

Bueno, ya en serio, creo que mi tierra tiene algunos lugares muy particulares y que merece la pena visitar. Y aunque las playas son buenas, prefiero recomendarles otros lugares en fechas muy especiales. Podemos decir que sería una oferta de turismo alternativo.

Uno es el Mar Menor durante el mes de enero. Se trata casi de una laguna junto al mar Mediterráneo en la que durante los días de enero se produce la calma total y genera imágenes de quietud hermosísimas, con colores increíbles de sus aguas de gran salinidad. Otro es el llamado Valle de Ricote en primavera. En esta tierra la primavera es corta pero explosiva. Caminar entre las plantaciones de naranjos y frutales en flor con ese perfume produce una maravillosa y embriagadora sensación. Para terminar esta visita les invitaría a ver algún museo de mi ciudad, Murcia, muy especialmente el de Escultura Religiosa de Francisco Salzillo, lleno de hermosas y coloristas esculturas barrocas. Como sería en primavera, nos podríamos emborrachar durante las fiestas populares de la ciudad y seguro que lo pasarían muy bien. En el otoño iríamos a tomar un caldero de arroz y pescado a Cartagena y ver su zona arqueológica con el teatro romano… En fin, hay muchos más lugares y en cualquiera de ellos tenga la seguridad de que siempre serían bien recibidos. Es una tierra hospitalaria.

I.LPG.Muchas gracias por el tiempo que nos ha dedicado y por compartir tan amablemente con nuestros lectores sus experiencias personales y profesionales tan unidas, muchas de ellas, a Grecia. ¡Que le vaya muy bien!

A.M.M.─ Le agradezco a usted, muy sinceramente, todas estas interesantes preguntas que tantos y buenos recuerdos me han traído y el interés por mis trabajos. Espero que las respuestas puedan interesar a los amigos y lectores de Ispania.gr y a los de La Pasión Griega, mediante los que seguiremos en contacto. Muchas gracias por todo y deseo que nos volvamos a ver pronto por aquí o por Atenas. Un fuerte abrazo… τα λέμε!

Algunos apuntes biográficos

Antonio Martínez Mengual nace en Murcia y, desde muy pequeño, en el seno de su familia, comienza a oír hablar de pintura y del pintor Pedro Flores, hermano de su abuela materna, a quien conoce y con el que convive cuando se traslada desde París a Murcia para pintar los frescos del Santuario de la Fuensanta.

Se inicia con colectivos de artistas en los años 60 y forma parte de la primera muestra de Contraparada, Arte en Murcia con el grupo 15+1, con el que ha estado siempre presente en los eventos de interés artístico que conforman «lo mejor del arte actual de la Región de Murcia.»

Su carrera comienza con su primera exposición en 1975 en la Galería Ankara de Murcia titulada Dibujos a tinta china, pero es a partir de 1981 cuando su obra se da a conocer en galerías y ferias como Arteder en Bilbao o ARCO en Madrid, donde acude en 1985, 1986 y 1987 con la Galería Chys. Paralelamente, comienza sus trabajos con el grupo de arte SPYRAL.

Tras otras exposiciones, en 1989 conoce al poeta Francisco Brines y prepara una muestra sobre su obra poética bajo el nombre de El otoño de las rosas que se exhibe en el Palacio del Almudí y que «abre un punto de inflexión en su forma de trabajar, con la poesía como nueva fuente de creación», según el Consistorio.

En 1991 expone Recuerdos de Grecia en la Sala Convalecencia de la Universidad de Murcia.

En 1992 representa a la Región de Murcia en la Exposición Universal de Sevilla con Odisea. Canto XXV.

Εn 1997 expone en Chicago (Estados Unidos), en 1998 en Francia y un año más tarde viaja a la Bienal de Arte de Florencia (Italia).

En 2003 presenta la exposición Odysseus en la Casa Díaz Cassou de Murcia.

En 2004 ilustra el libro La iluminada rosa negra, una selección de poemas de Brines, con el que consigue el primer premio del Ministerio de Cultura al libro mejor editado.

Además, Martínez Mengual ha ilustrado libros, como los editados por la Fundación Cajamurcia y la editorial Darana La laguna mágica y Caravaca, tierra de luz, así como programas de mano de los ciclos organizados por la Universidad de Murcia en colaboración con la Fundación Cajamurcia.

Su última exposición dedicada a Grecia llevaba por título Ear/Primavera y fue presentada en Murcia entre los meses de febrero y marzo de 2011.

Obras de Antonio Martínez Mengual: www.ispania.gr

Página web del artista: www.amartinezmengual.com

Entrevista, preguntas: Emmanuel Vinader
Traducción al griego: Vicky Rouska

Publicación compartida con La Pasión Griega: http://lapasiongriega.blogspot.com/