Ευρετήριο Άρθρου

Στο δρόμο για το σπίτι του καλλιτέχνη Antonio López, στη βόρεια Μαδρίτη, δεν μπορούσα παρά να νιώθω αγωνία για τη συνάντηση με τον μεγαλύτερο Ισπανό ζωγράφο του ρεαλισμού των τελευταίων εκατό ετών, τον σπουδαιότερο ίσως εικαστικό καλλιτέχνη που έχει να επιδείξει αυτή τη στιγμή η Ισπανία, αφού επισκέφτηκα την αναδρομική του έκθεση στο μουσείο Thyssen και διάβασα πολλά γι’ αυτόν. Ωστόσο, από τη στιγμή που με υποδέχτηκε εγκάρδια στο εργαστήριό του, το άγχος έδωσε τη θέση του στον ενθουσιασμό που μου προκαλούσε η δυνατότητα της συζήτησης μαζί του, μιας συζήτησης που θεωρώ ότι έγινε εκ βαθέων για τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τις τέχνες γενικότερα, τόσο στην Ισπανία όσο και στην Ελλάδα, και για τη σχέση του ίδιου με τον ελληνικό πολιτισμό. Πολύ απλός, καταδεχτικός και ευγενικός, απάντησε σε όλες μας τις ερωτήσεις και εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει την τέχνη της σύγχρονης Ελλάδας του 19ου και του 20ού αιώνα.

Ispania.gr─ Φαίνεται πως σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να αποτυπώσετε με πιστό τρόπο ορισμένα τοπία. Αναρωτιόμαστε αν η ιδέα του να αφήσετε κάτι που θα διαρκέσει στο χρόνο γίνεται εμμονή και σας επηρεάζει όταν ζωγραφίζετε έναν πίνακα, ή αν χρειάζεστε αυτόν τον χρόνο για να ανακαλύψετε την ουσία αυτού που θέλετε να απεικονίσετε στον πίνακα. Από την άλλη, τι είναι αυτό που σας οδηγεί να διακόψετε την εργασία σας σε ένα έργο, να θεωρήσετε πως έχει ολοκληρωθεί;

Antonio López─ Γενικά, δεν έχω τόσες προθέσεις όταν ζωγραφίζω. Αφήνομαι αρκετά στα συναισθήματα που βιώνω κατά τη διαδικασία αυτή. Δεν ζωγραφίζω για να σώσω τίποτα από την καταστροφή, ούτε για να καταγράψω τίποτα. Πιστεύω ότι ο κόσμος που δημιούργησε ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος. Στη δική μου περίπτωση, είναι μια συναισθηματική αντίδραση η προσέγγιση που κάνω στα πράγματα, είτε είναι δρόμοι είτε πρόσωπα, με έναν τρόπο σκοτεινό, καθαρά ενστικτώδη, χωρίς έναν σαφή σκοπό. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, όταν η δουλειά σου εξαρτάται από τον εξωτερικό κόσμο, δεν έχεις πάντα τη δυνατότητα να τον κατευθύνεις και να τον ελέγξεις απόλυτα. Επομένως, το έργο άλλοτε ολοκληρώνεται περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Και κάποιες φορές μόλις που καταφέρνεις να το ξεκινήσεις.

I.─ Γι’ αυτό στην αναδρομική σας έκθεση στο Μουσείο Thyssen της Μαδρίτης λέτε στα ακουστικά ότι πολλές φορές μετά την πώληση ενός έργου πηγαίνετε στο σπίτι του αγοραστή για να το τελειώσετε...

A.L.─ Γενικά όχι, μόνο σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις. Όταν παραδίδεις ένα έργο σου, το εκθέτεις ή το πουλάς, θεωρείς ότι πλέον πρέπει ή μπορεί να ζήσει τη δική του ζωή. Ενίοτε, αν μπορείς και βλέπεις ξεκάθαρα ότι πειράζοντας ή αλλάζοντας κάτι θα αποβεί προς όφελος του έργου, μπορείς να το επιχειρήσεις. Έχω φίλους στους οποίους συμβαίνει το ίδιο· όποτε έχουν την ευκαιρία αλλάζουν κάτι στον πίνακα.

I.─ Αυτό συνδέεται με τη φράση που έχετε πει ότι «κάθε πράγμα αγγίζει τα δικά του όρια ολοκλήρωσης...»

A.L.─ Ναι, δεν είναι σαφές ποιο είναι το όριο. Στην περίπτωση του συνόλου σχεδόν της μοντέρνας τέχνης, ο καλλιτέχνης δουλεύει μέχρι τη στιγμή που θεωρεί ότι δεν μπορεί να δώσει κάτι περισσότερο. Όμως δεν υπάρχει ένα ξεκάθαρο όριο όπως συνέβαινε ίσως τον 19ο αιώνα ή στην ελληνική γλυπτική όπου όλος ο κόσμος αντιλαμβάνεται αν ένα έργο έχει ολοκληρωθεί ή όχι. Η ολοκλήρωση αναφερόταν σε έναν ορισμένο τρόπο φιλοτέχνησης· σήμερα όχι.

I.─ Όντας λάτρης της ζωγραφικής και της γλυπτικής, θα θέλαμε να μας πείτε τι στοιχεία προσδίδει η γλυπτική στη ζωγραφική και αντίστροφα.

A.L.─ Είναι συχνό φαινόμενο στη μοντέρνα εποχή οι εικαστικοί καλλιτέχνες –όπως οι Πικάσο, Ματίς, Τζιακομέτι– να ζωγραφίζουν, να σχεδιάζουν και να φτιάχνουν γλυπτά. Τα όρια της ζωγραφικής, του σχεδίου και της γλυπτικής δεν είναι σαφώς καθορισμένα. Ενδέχεται να επικαλυφθούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν ένα ενιαίο σώμα. Υπάρχουν άνθρωποι που το βλέπουν έτσι, κι εγώ επίσης. Έπειτα έχουμε τους καλλιτέχνες που ασχολούνται αποκλειστικά με τη ζωγραφική ή τη γλυπτική, και οι οποίοι δεν μπορούν να εκφραστούν παρά μόνο μέσω της ζωγραφικής ή της γλυπτικής αντίστοιχα, που δεν χρειάζονται πάνω από έναν κλάδο.

Στη ζωγραφική η εργασία γίνεται πάνω στο φως και το χρώμα, και στη γλυπτική πάνω στις μορφές, αλλά στην αρχαιότητα τα γλυπτά επίσης έφεραν χρώματα. Δηλαδή στην αρχαία γλυπτική ενυπήρχε η ζωγραφική. Άρα, η σχέση είναι πολύ μεγάλη. Είναι σαν δυο λογοτεχνικά είδη. Δεν έχουν ξεκάραρα όρια κι ούτε τα είχαν ποτέ.

I.─ Γιατί προτιμάτε να χρησιμοποιείτε το ταμπλό ως ζωγραφικό μέσο;

A.L.─ Όταν ζωγραφίζω για παράδειγμα αστικά θέματα πρέπει να μεταβώ με το μέσο σε έναν ανοιχτό χώρο, να το φέρω, να το κουβαλήσω, το βλέπει ο ήλιος... με λίγα λόγια πρέπει να ανταπεξέλθει σε πολλές αντιξοότητες. Δεν είναι μια εργασία που γίνεται στο εργαστήριο με άνεση και ησυχία. Ενίοτε το μέσο ενδέχεται να υποστεί τη δυσμενή επίδραση των καιρικών συνθηκών. Και πάντα θεωρούσα ότι το ταμπλό είναι πιο ανθεκτικό από τον καμβά. Κάποιες φορές ζωγράφισα σε ταμπλό ευρισκόμενος σε εσωτερικό χώρο, επειδή το ταμπλό επιπλέον διαθέτει μια στερεότητα που είναι πολύ διεγερτική. Μπορείς να τρίψεις, να γρατσουνίσεις, να επιμείνεις, μπορείς να κάνεις πληθώρα πραγμάτων. Ο καμβάς έχει μια τρυφεράδα, μια ευαίσθητη απαλότητα, αλλά κάποιες φορές ζητάς μια πιο σκληρή επιφάνεια. Εγώ έχω δουλέψει με χαρά και στις δύο επιφάνειες.

I.─ Τι δυσκολίες συναντάτε όταν δουλεύετε με έργα μεγάλων διαστάσεων; Τι προσφέρουν αυτά τα μεγέθη σε σχέση με τα συνηθισμένα;

A.L.─ Ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε την Καπέλα Σιξτίνα που είναι τεράστια, οι έλληνες ζωγράφοι ζωγράφιζαν τα τείχη των ναών και των δημόσιων κτηρίων. Οι διαστάσεις θα ήταν τεράστιες. Έπειτα, μίκρυναν πολύ όταν η παραγωγή των έργων ζωγραφικής προορίστηκε για τις κατοικίες της αστικής τάξης και του κόσμου. Υπήρξε εναλλαγή μεταξύ μεγάλων και μικρών διαστάσεων σε όλη την ιστορία της ζωγραφικής. Το σπήλαιο της Αλταμίρα είναι μια πολύ μεγάλη επιφάνεια.

Το βλέπουμε καθαρά στον Βελάθκεθ: αν θέλει να φτιάξει ένα πορτρέτο, το μέσο που χρησιμοποιεί είναι πιο μικρό απ’ ό,τι αν αν θέλει να φτιάξει δυο μορφές. Και αν θέλει να φτιάξει το πλήρες πορτρέτο ενός ατόμου, το μέσο που επιλέγει είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι αν θέλει να φτιάξει μόνο το κεφάλι. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι θέλει να κάνει ο ζωγράφος. Εγώ όταν θέλω να απεικονίσω την πόλη της Μαδρίτης και θέλω να διευρύνω πολύ την άποψη της πόλης, να αποτυπώσω σχεδόν ό,τι βλέπει το μάτι, δεν μπορώ να επιλέξω ένα μικρό μέγεθος.

I.─ Υπάρχει κάποιο θέμα που θα θέλατε να απεικονίσετε και δεν το έχετε κάνει μέχρι σήμερα; Έχετε ζωγραφίσει ποτέ τη θάλασσα;

A.L.─ Τη θάλασσα πολύ λίγο, γιατί ποτέ δεν έζησα κοντά στη θάλασσα. Λίγες φορές την έχω ζωγραφίσει, ίσως λόγω απόστασης και λόγω του ότι δεν αποτελεί μέρος της ζωής μου, αφού γεννήθηκα στο Tomelloso, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Ισπανίας.

I.─ Με ποιο τρόπο σας επηρέασε η καταγωγή σας από τη Μάντσα;

A.L.─ Ξέρω ότι με επηρέασε πολύ, αλλά δεν ξέρω να πω σε τι. Η χώρα και ο τόπος καταγωγής μάς σημαδεύουν, όπως και το έθνος. Επίσης καθοριστικό ρόλο παίζει στη ζωή μας η Ευρώπη, παρόλο που ένας Έλληνας και ένας Άγγλος είναι πολύ διαφορετικοί. Είναι κάτι που βλέπω να αντικατοπτρίζεται στην τέχνη με τρόπο ολοφάνερο, με εντυπωσιάζει η παρατήρηση αυτής της διαφορετικότητας.

I.─ Τι χαρακτηριστικά της Μαδρίτης σας έχουν εμπνεύσει;

A.L.─ Η Μαδρίτη εμένα άλλοτε μου φαίνεται άσχημη, άλλοτε μου φαίνεται σκληρή, άλλοτε δυσανάλογη. Είναι μια πόλη όπου διακρίνεται έντονα το στοιχείο της επιβίωσης των ανθρώπων. Δεν είναι όπως το Παρίσι, η Ρώμη ή η Νέα Υόρκη που μοιάζουν σαν μια βιτρίνα των πιο όμορφων αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων του ανθρώπου. Και γι’ αυτό ακριβώς μου αρέσει, γιατί είναι μια σύνοψη, μια απεικόνιση του ισπανικού στοιχείου.

I.─ Τι γνώμη έχετε για την ελληνική τέχνη της κλασικής και ελληνιστικής εποχής;

A.L.─ Πιστεύω ότι υπήρξε έμπνευση για τη Δύση για πολλούς αιώνες. Πρώτα και κυριότερα για την Ιταλία, αλλά μετά πέρασε στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στη Δύση και σε όλο τον κόσμο... Εγώ δεν κάνω διάκριση μεταξύ ελληνικής και ελληνιστικής τέχνης. Από τον Μεσαίωνα μέχρι τώρα η ελληνική τέχνη είναι αυτή που περισσότερο επηρέασε τη Δύση. Υπήρξε η βάση όσων ακολούθησαν στη συνέχεια. Και γι’ αυτό σώζονται τόσο λίγα αυθεντικά έργα. Τα πάντα σχεδόν καταστράφηκαν και έγιναν γνωστά σε εμάς με πολύ αποσπασματικό τρόπο, από ρωμαϊκά αντίγραφα και περιγραφές των ταξιδιωτών. Κατά τη γνώμη μου είναι ό,τι σπουδαιότερο έχει δώσει η τέχνη.

Είναι μυστήριο αυτό που συνέβη πριν δύο χιλιάδες χρόνια και έπειτα έπαψε να υφίσταται. Επίσης είναι μυστήριο για πολύ κόσμο και για εμένα πώς είναι η μοντέρνα ελληνική τέχνη του 19ου και του 20ού αιώνα, γιατί δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Είναι κρίμα που δεν γίνονται εκθέσεις αυτής της περιόδου, γιατί ο 20ος αιώνας έχει να επιδείξει θαυμάσια δείγματα σε όλη την Ευρώπη.

I.─ Γνωρίζουμε ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’50 πήρατε μια υποτροφία για να ταξιδέψετε στην Ελλάδα. Πώς ήταν η εμπειρία αυτή;

A.L.─ Πήγα στην Αθήνα το 1958 με έναν φίλο που επίσης είναι μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού. Εγώ ήμουν 22 χρονών και ο φίλος μου ήταν λίγο μεγαλύτερος. Δεν ξέραμε καθόλου ελληνικά, αλλά αφού αυτό που θέλαμε ήταν να δούμε γλυπτά, μνημεία, να γνωρίσουμε το μέρος... με λίγα ιταλικά καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Οι Αθηναίοι ήταν πολύ περιποιητικοί και ευγενικοί μαζί μας. Φαινόταν ότι είχαν δεχτεί επισκέψεις από πολύ κόσμο. Ήταν μια θαυμάσια εμπειρία!

I.─ Επισκεφτήκατε και άλλα μέρη εκτός από την πρωτεύουσα;

A.L.─ Όχι, η διαμονή μας περιορίστηκε στην Αθήνα. Θέλαμε να επισκεφτούμε τη Δήλο, αλλά λόγω της κακοκαιρίας δεν μπορέσαμε να πάμε.

I.─ Γνωρίζετε προσωπικά κάποιον έλληνα ζωγράφο;

A.L.─ Γνώρισα τον Περδικίδη όταν ακόμα φοιτούσα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη Μαδρίτη ήρθαν τρεις έλληνες εικαστικοί: οι ζωγράφοι Περδικίδης και Μάρκελλος και ο χαράκτης Παπαγεωργίου. Μας φάνηκαν πολύ συμπαθητικοί. Ο Περδικίδης ήταν πολύ ψηλός, ο Παπαγεωργίου ο πιο μικρόσωμος και ο Μάρκελλος ο πιο συγκρατημένος από τους τρεις. Οι «δυο Δημήτρηδες» (ο Περδικίδης και ο Παπαγεωργίου) έμειναν στην Ισπανία αρκετά χρόνια.

I.─ Στο τέλος της ταινίας-ντοκιμαντέρ El sol del membrillo [Ο ήλιος της κυδωνιάς], εκφράζετε την επιθυμία να πραγματοποιήσετε ένα ταξίδι στην Ελλάδα και αργότερα την επισκέπτεστε. Τι σας πρόσφεραν αυτά τα δύο ταξίδια στην Ελλάδα;

A.L.─ Αφού ολοκληρώθηκε η ταινία, τα Χριστούγεννα του 1990, πήγαμε η Mari [η σύζυγος] και εγώ στην Αθήνα. Ήταν το δεύτερο ταξίδι μου και έκτοτε δεν έχω ξαναπάει. Όμως θα ήθελα να επισκεφτώ πάλι την Ελλάδα. Δεν ξέρω τι προσφέρει στον ταξιδιώτη· θα έλεγα ότι προσφέρει ευχαρίστηση. Εγώ δεν πάω για να μάθω, πάω γιατί μου αρέσει αυτός ο τόπος. Είναι σαν ανάγκη και ευχαρίστηση μαζί, ένας συνδυασμός των δύο πραγμάτων. Τι συνάγεται κατ’ ουσίαν είναι δύσκολο να το ξέρει κανείς, και αυτό δεν με απασχολεί καθόλου, αλλά σίγουρα είναι κάτι καλό.

I.─ Τι προσφέρει η κλασική κουλτούρα στο έργο σας, σε γενικές γραμμές;

A.L.─ Οι πρώτοι άνθρωποι που εξέφρασαν τα συναισθήματά τους μέσα από την τέχνη, εξαιρώντας τους ανθρώπους των σπηλαίων και τους πρωτόγονους λαούς, με τρόπο που ξεκάθαρα παραπέμπει στην τέχνη θεωρούμε πως ανήκαν στους πολιτισμούς της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας και της Ελλάδας. Αυτοί κατασκεύασαν το ιδίωμα της ζωγραφικής, της γλυπτικής, του ανάγλυφου, της αρχιτεκτονικής. Όταν φτάνουν οι Ρωμαίοι θα λέγαμε πώς όλα πλέον έχουν βρει λύση από αυτούς, και έχουν βρει λύση θαυμάσια. Είναι ένα πραγματικό θαύμα η παρατήρησή της και μπορούμε να πούμε ότι η απήχησή της στην παιδεία και τον πολιτισμό μας είναι πολύ μεγάλη. Όλη αυτή η περίοδος που εκτείνεται ως τον ερχομό του Χριστού είναι κάτι θαυμαστό που όμοιό του δεν υπάρχει. Θα έλεγα, ως λάτρης της τέχνης, πως είναι κάτι που μας κάνει να πιστεύουμε στον άνθρωπο. Όλοι καταγόμαστε από αυτούς τους πολιτισμούς, όχι μόνο οι καλλιτέχνες αλλά όλοι.

I.─ Αν είχατε γεννηθεί και ζήσει στην Ελλάδα, μπορείτε να φανταστείτε πώς θα ήταν το έργο σας; Θα ήταν η Αθήνα –όπως είναι η Μαδρίτη– ένα από τα βασικά σας θέματα;

A.L.─ Αν το 1936 αντί να γεννηθώ στην Ισπανία είχα γεννηθεί στην Ελλάδα, πραγματικά δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν κάπως έτσι, ο θεματικός σύνδεσμος θα ήταν ο τόπος γέννησης.

I.─ Μέχρι ποιου σημείου σας επηρέασε η ισπανική ζωγραφική παράδοση από τον Zurbarán μέχρι τις πιο μοντέρνες σχολές;

A.L.─ Πιστεύω ότι αυτός που φτάνει τελευταίος σε οποιονδήποτε κλάδο είναι πάντα κληρονόμος όλων των προηγούμενων. Όμως κανένας δεν ξέρει σε ποιο βαθμό τον επηρεάζουν όλα όσα κληρονόμησε. Στην περίπτωσή μου δεν πρόκειται για εκούσια απόφαση. Ως Ισπανός έχω δεχτεί αναπόφευκτα επιρροές από το ισπανικό στοιχείο στο πνεύμα, στην παιδεία και στην ευαισθησία μου. Αλλά είναι και ένα σωρό άλλα πράγματα, θα φτιάχναμε έναν πολύ μεγάλο κατάλογο αν τα απαριθμούσαμε.

I.─ Τι γνώμη έχετε για τον Ελ Γκρέκο;

A.L.─ Ο Ελ Γκρέκο ήταν ένας ξένος στην Ισπανία. Προσπάθησε να μιμηθεί την ισπανική τέχνη, όμως ήταν γεννημένος στην Κρήτη και ερχόταν από τη Βενετία καταρτισμένος στην τεχνοτροπία του μανιερισμού. Η χώρα που συναντά του προκαλεί μεγάλη εντύπωση, με ανθρώπους ντυμένους πένθιμα, πολύ αυστηρούς. Αυτό είναι κάτι που αποτυπώνει στο έργο του, όμως από τη θέση ενός ατόμου που δεν είναι από εκεί. Υπερβάλλει πολύ στον τρόπο που απεικονίζει τα πράγματα. Ο Ισπανός ποτέ δεν καταφεύγει σε τόσες υπερβολές, γιατί δεν τις χρειάζεται. O Ελ Γκρέκο μιμείται το ισπανικό στοιχείο και πολύ καλά μάλιστα, με πολύ έντεχνο τρόπο.

I.─ Νιώσατε ποτέ τον πειρασμό ή την ανάγκη να εκφραστείτε μέσα από άλλα στιλ ζωγραφικής διαφορετικά από τον ρεαλισμό;

A.L.─ Όχι. Εγώ ανέκαθεν πιστεύω στην παραστατική ζωγραφική, στον ρεαλισμό. Πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολος, ότι κανείς πρέπει να δουλεύει πολύ τις λεπτομέρειες, χρειάζονται ποικίλα πολιτιστικά εφόδια και πολλές ικανότητες, εύστοχες επιλογές και πολλή τύχη.

I.─ Πιστεύετε ότι η πραγματικότητα είναι κάτι απτό και ότι είναι δυνατό να παγιδευτεί σε έναν καμβά ή σε ένα γλυπτό;

A.L.─ Ανέκαθεν ήταν έτσι, με τον ίδιο τρόπο που παγιδεύεται σε ένα μυθιστόρημα, στις μουσικές νότες, μέχρι και στις αρχιτεκτονικές μορφές. Όλα πηγάζουν από την πραγματικότητα αν πηγάζουν από εμάς.

I.─ Η πραγματικότητα υπάρχει;

A.L.─ Ναι, εγώ θα έλεγα πως ναι. Μπορώ να αμφισβητήσω την ύπαρξη άλλων πραγμάτων, αλλά όχι της πραγματικότητας. Τι μπορούμε να ονομάσουμε πραγματικότητα; Η πραγματικότητα είναι ο ορατός κόσμος. Όσο ζούμε, βιώνουμε την πραγματικότητα. Εμείς και ό,τι μας περιβάλλει είναι η πραγματικότητα. Τα όνειρα επίσης ανήκουν στην πραγματικότητα.

I.─ Ο Σιμωνίδης ο Κείος, έλληνας λυρικός ποιητής, είπε ότι «ζωγραφική εστί σιγώσα ποίησις, ποίησις δε, φθεγγομένη ζωγραφία». Σας φαίνεται εύστοχος ο ορισμός;

A.L.─ Ναι, κατά πάσα πιθανότητα έτσι είναι. Η τέχνη πάντα παράγεται για να εκφράσει συναισθήματα. Λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο στη μουσική, τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία.

I.─ Γνωρίζουμε ότι ένα από τα επόμενα έργα σας αφορά στο διάκοσμο ενός τρούλου της βασιλικής της Pilar στη Σαραγόσα. Πείτε μας –στο μέτρο του δυνατού– πώς προχωρά αυτό το έργο και τι σημαίνει για σας η συμμετοχή σε ένα έργο θρησκευτικής θεματολογίας.

A.L.─ Η δυνατότητα υλοποίησης αυτού του έργου δόθηκε πριν πολλά χρόνια, ίσως και είκοσι χρόνια πριν. Ήρθαν σε επαφή μαζί μου οι υπεύθυνοι της βασιλικής της Pilar για να μου ζητήσουν να κάνω κάποια εργασία εκεί. Τη δεδομένη στιγμή είπα όχι, γιατί πίστευα πως δεν μπορούσα να αναλάβω ένα έργο τέτοιας φύσεως. Πολλά χρόνια μετά, πριν τρία χρόνια περίπου, επικοινώνησα μαζί τους γιατί ένιωσα ότι τώρα πραγματικά θα μπορούσα να κάνω κάτι σχετικό με τον κόσμο της θρησκείας. Κατά την άποψή μου, το θρησκευτικό στοιχείο καταρχήν είναι παρόν στα πάντα, δεν υπάρχει μόνο στις θρησκευτικές απεικονίσεις. Μπορεί να βρίσκεται στον τρόπο που βλέπει κανείς τη ζωή. Υπό αυτήν την έννοια θεωρώ ότι παρόλο που δεν είμαι θρησκευόμενος με τον τρόπο που είναι ένα άτομο το οποίο συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της εκκλησίας, μπορώ να εκφράσω ένα θρησκευτικό αίσθημα, να του δώσω φυσική υπόσταση και να το ενσωματώσω στη βασιλική. Όμως θα το κάνω όπως το νιώθω εγώ. Το θέμα βρίσκεται σε φάση δρομολόγησης αυτή τη στιγμή.

Ήταν μεγάλη τιμή και χαρά η παραχώρηση αυτής της συνέντευξης από τον Antonio López και μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές τον ευχαριστώ πολύ και πάλι. Εύχομαι οι αναγνώστες να τη βρουν ενδιαφέρουσα και να την απολαύσουν όσο κι εγώ.

Ευχαριστούμε τον Γιώργο, τον Javier και τον «Μίλτο» οι οποίοι μας ώθησαν να εξετάσουμε τη δυνατότητα αυτής της συνέντευξης, καθένας με τον τρόπο του. Ευχαριστούμε επίσης όσους έστειλαν ερωτήσεις και συμμετείχαν στην πραγματοποίησή της.

Μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Antonio López: http://www.ispania.gr/fotogalerias/fotogaleras/-obras-de-antonio-lpez


Antonio López
Βιογραφικές σημειώσεις
Paula Luengo

1936
Γεννιέται στις 6 Ιανουαρίου στο Tomelloso, Ciudad Real. Είναι ο μεγαλύτερος από τέσσερα αδέλφια (Josefina, Diógenes και Carmen). Η οικογένειά του έχει οικονομική επιφάνεια και απασχολείται στην καλλιέργεια των κτημάτων της.

Από πολύ νωρίς επιδεικνύει τις ικανότητές του στο σχέδιο. Τον μυεί στη ζωγραφική ο θείος του Antonio López Torres, τοπιογράφος. Ο Antonio ξεκινά φτιάχνοντας με μολύβι αντίγραφα έργων τυπωμένων σε χαρτί και αργότερα σχέδια νεκρών φύσεων που προετοιμάζει και κατευθύνει ο θείος του. Πρόκειται για πρωτογενείς συνθέσεις.

1949
Το καλοκαίρι ο θείος του πείθει τους γονείς του Antonio να τον στείλουν να σπουδάσει Καλές Τέχνες στη Μαδρίτη. Τον Οκτώβρη, σε ηλικία μόλις δεκατριών χρονών, μεταβαίνει στη Μαδρίτη για να ξεκινήσει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση και να ετοιμάσει την εισαγωγή του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στο San Fernando. Στην Τεχνική και Επαγγελματική Σχολή και στο Μουσείο Καλλιτεχνικών Αναπαραγωγών σχεδιάζει αντίγραφα κλασικών ελληνικών και ρωμαϊκών έργων. Γνωρίζει τον Francisco Nieva στο εν λόγω μουσείο και τον Joaquín Ramo κατά τη συμμετοχή των δυο τους σε ένα διαγωνισμό που διοργανώνουν οι Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές της Μαδρίτης.

1950-1955
Αφού πετυχαίνει στις εισαγωγικές εξετάσεις τον Ιούλιο, σπουδάζει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του San Fernando. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά μια μακροχρόνια και στενή φιλία με κάποιους από τους συμφοιτητές του, μεταξύ αυτών βρίσκονται οι Julio και Francisco López Hernández, Enrique Gran, Amalia Avia, Lucio Muñoz, Isabel Quintanilla και Carmen Laffón.

1955
Ολοκληρώνει τις σπουδές του με πολυάριθμα βραβεία. Στο τελευταίο έτος γνωρίζει τη ζωγράφο María Moreno, με την οποία θα παντρευτεί τον Ιούλιο του 1961.

Ταξιδεύει στην Ιταλία με τον Francisco López χάρη σε μια υποτροφία του Υπουργείου Παιδείας (3ος Κρατικός Διαγωνισμός για Εικαστικούς Καλλιτέχνες).

Παίρνει μέρος στη συλλογική έκθεση στις αίθουσες της Γενικής Διεύθυνσης Καλών Τεχνών: Antonio López, Lucio Muñoz, Julio López Hernández και Francisco López Hernández. Εργάζεται στο Tomelloso και στη Μαδρίτη μέχρι το 1960. Επικεντρώνεται στην ανθρώπινη μορφή και στο τοπίο και φιλοτεχνεί οικογενειακά πορτρέτα, νεκρές φύσεις και τοπία όπου εμφανίζονται μορφές από τον περίγυρο και τους φίλους του: Sinforoso y Josefa [Sinforoso και Josefa] (1955), Mis padres [Οι γονείς μου] (1956), Los novios [Οι νεόνυμφοι] (1955), Cabeza griega y vestido azul [Ελληνική κεφαλή και γαλάζιο φόρεμα] (1958).

1957
Συμμετέχει στην Έκθεση Μαντσέγων καλλιτεχνών του σήμερα, Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Μαδρίτη.

Λαμβάνει το Βραβείο της Diputación de Jaén (περιφερειακού συμβουλίου της Jaén) στην Κρατική Έκθεση Καλών Τεχνών.

Τον Δεκέμβριο πραγματοποιείται η πρώτη του ατομική έκθεση στο Ateneo της Μαδρίτης, στη Sala del Prado: Ο Antonio López García και η εποχή του.

1958
Το Ίδρυμα Rodríguez Acosta της Γρανάδας τού χορηγεί το Βραβείο Νεκρής Φύσης χάρη στο οποίο ταξιδεύει στην Ελλάδα, και το Υπουργείο Παιδείας τού προσφέρει μια υποτροφία σπουδών με την οποία πηγαίνει στη Ρώμη με τη συνοδεία του Francisco López.

1959
Συμμετέχει στην 20η Έκθεση εικαστικών τεχνών της Μάντσας στο Valdepeñas, Ciudad Real.

1960
Τη δεδομένη στιγμή η δουλειά του χωρίζεται σε έργα που ανήκουν πλήρως στον ρεαλισμό (Carmencita jugando [Η Carmencita εν ώρα παιχνιδιού], 1959-1960) και σε έργα στα οποία συνδυάζει πραγματικά στοιχεία με άλλα φανταστικά, ονειρικά, σουρεαλιστικά ή μυστηριώδη (La alacena [Η πιατοθήκη], 1962-1963, La aparición [Η εμφάνιση], 1963): αυτά είναι αποτελέσματα της επιρροής της κλασικής Ρώμης και Ελλάδας, της ιταλικής αναγεννησιακής ζωγραφικής, της μεταφυσικής ζωγραφικής, του ευρωπαϊκού ρεαλισμού και της Νέας Αντικειμενικότητας.

Αρχίζει να ζωγραφίζει απόψεις της Μαδρίτης σε πανοραμικό μέγεθος και από μακριά, όπως El norte de Madrid desde La Maliciosa [Ο βορράς της Μαδρίτης από τη Maliciosa] 1962-1964, και Madrid Sur [Νότια Μαδρίτη], 1965-1985.

1961
Ατομική έκθεση στην Γκαλερί Biosca της Μαδρίτης.

Παίρνει μια υποτροφία από το Ίδρυμα Juan March. Αργότερα, το έργο του Figuras en una casa [Μορφές σε ένα σπίτι] εντάσσεται στη συλλογή του ιδρύματος αυτού.

1962
Στις 21 Μαΐου γεννιέται η κόρη του María.

1964
Στις 28 Απριλίου γεννιέται η κόρη του Carmen.

Γίνεται μέρος της ομάδας καλλιτεχνών που εκπροσωπούνται από την Γκαλερί Juan Mordó της Μαδρίτης, συμμετέχοντας στην εναρκτήρια έκθεσή της.

Λαμβάνει τον τίτλο του καθηγητή της έδρας της Θεωρίας και μίξης χρωμάτων στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του San Fernando, θέση που κατέχει μέχρι το 1969.

Συμμετέχει στις αμερικάνικες συλλογικές εκθέσεις The 1964 Pittsburgh International Exhibition of Contemporary Painting and Sculpture, στο Museum of Art, Carnegie Institute, Πίτσμπουργκ, και Σύγχρονοι ισπανοί ζωγράφοι στην Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης.

1965
Λαμβάνει το Κρατικό Βραβείο Αρχιτεκτονικής, μαζί με τον αρχιτέκτονα Heliodoro Dols.

H Γκαλερί Staempfli της Νέας Υόρκης διοργανώνει την πρώτη ατομική έκθεσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τρία χρόνια αργότερα, η γκαλερί θα διοργανώσει μια δεύτερη έκθεση με την οποία ο καλλιτέχνης γίνεται γνωστός σε διεθνές επίπεδο.

Από το 1966 και μετά, το έργο του στρέφεται περισσότερο προς τον ρεαλισμό. Ο Antonio López επικεντρώνεται στην αναπαράσταση αντικειμένων και μορφών. Ζωγραφίζει, σμιλεύει και σχεδιάζει σε βάθος ό,τι αντικρίζει, ό,τι τον συγκινεί, ό,τι γνωρίζει και ανήκει στο πιο άμεσο και καθημερινό φυσικό και συναισθηματικό του περιβάλλον.

Έχει προτίμηση στους εσωτερικούς χώρους των κατοικιών: εργαστήρια, άδειοι χώροι και λουτρά. El váter [Το αποχωρητήριο] (1966), Lavabo y espejo [Νιπτήρας και καθρέπτης] (1967), Taza de váter y ventana [Λεκάνη τουαλέτας και παράθυρο] (1968-1971), Estudio con tres puertas [Εργαστήριο με τρεις πόρτες] (1969-1970) και El cuarto de baño [Το λουτρό] (1970-1973) είναι ελαιογραφίες και σχέδια του είδους που ξεχωρίζουν.

1970
Ξεκινά την επαγγελματική του σχέση με την Γκαλερί Marlborough.

1972
Έκθεση Antonio López García στην Γκαλερί Galatea του Τορίνο και στην Γκαλερί Claude Bernard του Παρισιού.

Αυτήν τη χρονική περίοδο εμφανίζονται στη δουλειά του τα παράθυρα ως συνδετικά στοιχεία του εσωτερικού χώρου με τον εξωτερικό, στοιχεία που επιτρέπουν την παρατήρηση του κόσμου: Ventana grande [Μεγάλο παράθυρο] (1972-1973), Ventana por la tarde [Παράθυρο το απόγευμα], 1974-1982, Ventana de noche. Chamartín [Παράθυρο τη νύχτα. Chamartín] (1980).

1973
Η Γκαλερί Marlborough του Λονδίνου διοργανώνει μια σημαντική συλλογική έκθεση για τον ρεαλισμό, Contemporary Spanish Realists, με τους καλλιτέχνες Miguel Ángel Argüello, Amalia Avia, Claudio Bravo, Julio Hernández, Carmen Laffón, Francisco López, María Moreno, Daniel Quintero και Antonio López.

1974
Συμμετέχει στη συλλογική έκθεση Hyperréalistes américains. Réalistes européens στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού.

Βραβείο της πόλης του Ντάρμστατ, Γερμανία. Την επόμενη χρονιά συνεργάζεται στην έκθεση Realismus und Realität στο Kunsthalle του Ντάρμστατ.

Ο Antonio αποτυπώνει την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνεται, σε μια αργή και επιδεκτική αλλαγών διαδικασία. Γι’ αυτόν τον λόγο, κάποια από τα έργα του καθυστερούν πολύ καιρό να ολοκληρωθούν ή βρίσκονται ακόμα υπό υλοποίηση: Gran Vía [Γκραν Βία] (1974-1981), Madrid desde Torres Blancas [Η Μαδρίτη από τους Λευκούς Πύργους] (1974-1982), Madrid desde Capitán Haya [Η Μαδρίτη από την Capitán Haya] (1987-1996).

1978
Ο Miguel Fernández-Braso δημοσιεύει το βιβλίο La realidad en Antonio López García [Η πραγματικότητα στον Antonio López García], το τρίτο της συλλογής Poliedro των εκδόσεων Rayuela, Μαδρίτη.

1980
Ακόμα εργάζεται στο Tomelloso κατά διαστήματα. Εξακολουθεί να τον γοητεύει τρομερά η αστική δομή, με τους φαρδείς και ίσιους δρόμους που τρέπονται σε φυγή καθώς απομακρύνονται: Calle de la Feria [Calle de la Feria] (1980), Tomelloso, Calle Nueva [Tomelloso, Calle Nueva] (1980), Calle de Tomelloso [Calle de Tomelloso] (1980).

1982
Εκθέτει στην Arti visive ’82 στην Μπιενάλε της Βενετίας.

1983
Λαμβάνει το βραβείο Pablo Iglesias και το Χρυσό Μετάλλιο Καλών Τεχνών.

1985
Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών Καλών Τεχνών και Χρυσό Βραβείο ABC.

Επιλέγεται μαζί με τους Chillida και Tàpies για να συμμετάσχει με μια ατομική έκθεση στην Europalia ’85, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης των Βρυξελλών.

Την πρώτη αναδρομική του έκθεση διοργανώνει το Ίδρυμα Juan March στο Μουσείο του Albacete.

1986
Χρυσό μετάλλιο της Καστίλης-Λα Μάντσα.

Η ατομική έκθεση που διοργανώνει η Γκαλερί Marlborough στη Νέα Υόρκη οδηγεί σε μια εκ νέου επαφή με το κοινό της Βορείου Αμερικής. Η έκθεση θα ταξιδέψει αργότερα, με πιο περιορισμένο αριθμό εκθεμάτων, στη έδρα της γκαλερί στο Λονδίνο.

1990
Χρυσό μετάλλιο της Αυτόνομης Κοινότητας της Μαδρίτης.

Δημοσιεύεται η πιο πλήρης μονογραφία του καλλιτέχνη που γράφτηκε από τους Michael Brenson, Francisco Calvo Serraller και Edward J. Sullivan, Antonio López García. Dibujos, pinturas, esculturas [Antonio López García. Σχέδια, πίνακες και γλυπτά], από τις εκδόσεις Lerner y Lerner Editores, Μαδρίτη. Την ίδια χρονιά, η Rizzoli International Publications, Inc., Νέα Υόρκη, δημοσιεύει τη μετάφραση στα αγγλικά: Antonio López García. Drawings. Paintings. Sculptures.

1992
Ο σκηνοθέτης κινηματογράφου Víctor Erice γυρίζει την ταινία μεγάλου μήκους El sol del membrillo [Ο ήλιος της κυδωνιάς], που επικεντρώνεται στη δημιουργική διαδικασία του Antonio López ενώ ζωγραφίζει μια κυδωνιά στην αυλή του σπιτιού του. Η ταινία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Κανών (βραβείο της Διεθνούς Κριτικής και βραβείο της Κριτικής Επιτροπής), στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγο (Golden Hugo, βραβείο καλύτερης ταινίας) και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ, Καναδάς, το 2000, όπου της απονέμεται το βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας.

Λαμβάνει το Βραβείο Tomás Francisco Prieto του Νομισματικού Μουσείου, Μαδρίτη.

1993
Τον Ιανουάριο του αποδίδεται ο τίτλος του τακτικού μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του San Fernando.

Μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου λαμβάνει χώρα η μεγάλη ανθολογική έκθεση του καλλιτέχνη στο Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía της Μαδρίτης Antonio López. Pintura, escultura, dibujo [Antonio López. Ζωγραφική, γλυπτική, σχέδιο].

Το έγκυρο καλλιτεχνικό περιοδικό Art in America δημοσιεύει στο τεύχος Οκτωβρίου το άρθρο του Max Kozloff Antonio López, painter of Madrid.

1994
Καταπιάνεται εκ νέου με θέματα οπωροκηπευτικών από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όπως δαμασκηνιές, κυδωνιές και ανθισμένες αμυγδαλιές: Calabazas [Κολοκύθες] (1994-1995), Membrillos y calabazas [Κυδώνια και κολοκύθες] (1994), Frutas y verduras [Φρούτα και λαχανικά] (1988), Membrillero de poniente 3 [Κυδωνιά τη δύση 3] (1988), Membrillos, granadas y cabeza de conejo [Κυδώνια, ρόδια και κεφάλι κουνελιού] (1988). Αυτά τα σχέδια έχουν τις ρίζες τους στο πρωταρχικό στάδιο της δημιουργίας του, όπου έφτιαχνε πίνακες αμπελιών (La parra [Το αμπέλι], 1955), κυδωνιών (Membrillero [Κυδωνιά], 1961) και λουλουδιών (Granadas y rosas [Ρόδια και τριαντάφυλλα], 1957).

1995
Εκπροσωπεί την Ισπανία στην Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με τους Antonio Saura, Eduardo Arroyo και Andreu Alfaro.

Η έκθεση Antonio López. Proceso de un trabajo [Antonio López. Διαδικασία μιας εργασίας] εκτίθεται στο Ίδρυμα Focus της Σεβίλης.

1996
Ολοκληρώνει τους πίνακες Madrid desde Capitán Haya [Η Μαδρίτη από την Capitán Haya] (1987-1996) και Afueras de Madrid desde el cerro Almodóvar [Προάστια της Μαδρίτης από τον λόφο Almodóvar] (1991-1996).

1998
Του απονέμεται ο τίτλος του μέλους του Βασιλικού Συμβουλίου του Μουσείου του Πράδο, θέση που κατέχει μέχρι τον Μάιο του 2009.

2001
Τοποθετείται στο περιστύλιο του Μουσείου Patio Herreriano του μοναστηριού του San Benito του Βαγιαδολίδ το Retrato de Sus Majestades los Reyes de España Don Juan Carlos y Doña Sofía [Πορτρέτο των Αυτών Μεγαλειοτήτων των Βασιλέων της Ισπανίας Δον Χουάν Κάρλος και Δόνια Σοφίας]. Οι δυο καθισμένες μπρούτζινες μορφές ανατίθενται από το Δημαρχείο της πόλης από κοινού στους γλύπτες Francisco και Julio López Hernández και Antonio López το 1998. Πρόκειται για το πρώτο έργο μνημειακής γλυπτικής του ιδίου που εκτίθεται σε εξωτερικό χώρο.

Τον Οκτώβριο εκθέτει στο Museo Nacional Centro de de Arte Reina Sofía το γλυπτικό σύνολο Hombre y Mujer [Άνδρας και Γυναίκα] (1968-1994) και δεκαεννιά προπαρασκευαστικά σχέδια, τα οποία θα ενταχθούν στη συλλογή του μουσείου ως δωρεά της Repsol.

2003
Βραβείο Εικαστικών Τεχνών και Αρχιτεκτονικής από την El Mundo και την Αυτόνομη Κοινότητα της Καστίλης-Λα Μάντσα.

2004
Λαμβάνει τον τίτλο του επίτιμου μέλους της American Academy of Arts and Letters της Νέας Υόρκης. Τον Ιούλιο λαμβάνει το τιμητικό μετάλλιο του Universidad Internacional Menéndez Pelayo, Σανταντέρ, και τον Σεπτέμβριο, το Βραβείο Τεχνών της Πόλης Alcalá de Henares.

2006
Τον Ιούνιο του απονέμεται το Βραβείο Εικαστικών Τεχνών Velázquez.

Παρουσιάζει στη Συνέλευση της Μαδρίτης το έργο Madrid desde la torre de bomberos de Vallecas [Η Μαδρίτη από τον πύργο των πυροσβεστών του Vallecas] (1990-2006), το μεγαλύτερο αστικό τοπίο που έχει φιλοτεχνήσει μέχρι στιγμής.

2008
Η πρώτη του αναδρομική έκθεση στις ΗΠΑ λαμβάνει χώρα στο Museum of Fine Arts της Βοστώνης τον Απρίλιο. Το μουσείο αποκτά το ζευγάρι μνημειακών γλυπτών Carmen dormida [Κοιμισμένη Carmen] και Carmen despierta [Ξύπνια Carmen] για τη μόνιμη συλλογή του.

Τα έργα El día [Η μέρα] και La noche [Η νύχτα] τοποθετούνται στο σταθμό της Atocha, Μαδρίτη.

2009
Λαμβάνει το Bραβείο Σχεδίου Penagos του Ιδρύματος Mapfre, Μαδρίτη.

2010
Του απονέμεται το χρυσό μετάλλιο του Δημαρχείου της Μαδρίτης.

Οι εκδόσεις TF Editores, Μαδρίτη, δημοσιεύουν το βιβλίο Antonio López. Dibujos [Antonio López. Σχέδια], με κείμενα του Antonio López και του Francisco Calvo Serraller.

Το μνημειακό γλυπτό La mujer de Coslada [Η γυναίκα της Coslada] εγκαινιάζεται στη ροτόντα της λεωφόρου Συντάγματος του Δήμου της Coslada.

Συνέντευξη: Σοφία Ροηλίδου
Απομαγνητοφώνηση, μετάφραση στα ελληνικά, γενική επιμέλεια: Βίκυ Ρούσκα
Οι βιογραφικές σημειώσεις προέρχονται από το βιβλίο Catálogo de la Exposición de Antonio López [Κατάλογος της Έκθεσης του Antonio López], που εκδόθηκε από το Ίδρυμα Colección Thyssen-Bornemisza.


De camino a la casa del artista Antonio López, en el norte de Madrid, no podía hacer otra cosa que sentir angustia por el encuentro con el pintor realista español más grande de los últimos cien años, el artista plástico más importante quizás que tiene en estos momentos España, después de visitar su exposición retrospectiva en el Museo Thyssen y leer mucho sobre él. Sin embargo, a partir del momento en que me recibió cordialmente en su estudio, el estrés dio lugar al entusiasmo que me causaba la posibilidad de tener una conversación con él, una conversación que considero que se realizó desde lo más profundo sobre la pintura, la escultura, las artes en general, tanto en España como en Grecia, y sobre la relación del mismo con la cultura griega. Sencillo, condescendiente y amable, contestó a todas nuestras preguntas y expresó el deseo de conocer el arte de la Grecia contemporánea, de los siglos XIX y XX.

Ispania.gr─ Parece que tiene un especial interés por plasmar de manera fiel ciertos paisajes. Nos preguntamos si la idea de dejar algo duradero en el tiempo es algo que le obsesiona y condiciona a la hora de pintar un cuadro, o ese tiempo lo lleva el descubrir la esencia de lo que quiere retratar en el cuadro. Por otra parte, ¿qué es lo que le lleva a interrumpir un proyecto, a darlo por finalizado?

Antonio López─ En general, no tengo tantas intenciones cuando pinto. Me dejo llevar un poco de lo que voy sintiendo. No pinto para salvar de la destrucción nada, ni para dejar constancia de nada. Yo creo que todo el mundo del hombre se terminará. En mi caso, es en una reacción afectiva el acercarme a las cosas, sean calles o sean personas, de una forma oscura, puramente instintiva, sin un propósito claro. En cuanto a la segunda parte de la pregunta, cuando estás dependiente en el trabajo del mundo exterior, no siempre puedes manejarlo y controlarlo de una forma absoluta. Entonces, la obra a veces se acaba más, a veces se acaba menos. A veces no se hace otra cosa que empezarla.

I.─ Por eso en su exposición retrospectiva en el Museo Thyssen decía en los auriculares que muchas veces después de vender una obra va a la casa del comprador para terminarla…

A.L.─ En general no, solo en algún caso excepcional. Cuando entregas una obra tuya, la expones o la vendes, consideras que ya debe o puede vivir su vida propia. Ocasionalmente, si puedes y ves claro que tocando o cambiando algo va a ganar, puedes intentarlo. Tengo amigos a los que les pasa lo mismo, que cuando han podido han cambiado algo en el cuadro.

I.─ Eso viene a conectarse con esa frase suya de que «cada cosa alcanza sus propios límites de finalización...»

A.L.─ Sí, no está claro cuál es el límite. En el caso de casi todo el arte moderno, se va trabajando hasta que consideras que no puedes hacer más. Pero no hay un límite claro como podía ser en el siglo XIX o en la escultura griega donde todo el mundo nota si una obra está acabada o no. Hablar de que una obra estaba acabada indicaba una forma de hacerse; ahora no.

I.─ Siendo un apasionado de la pintura y de la escultura, ¿qué matices le aporta la escultura a la pintura y viceversa?

A.L.─ Es frecuente que en la época moderna los artistas plásticos –como Picasso, Matisse, Giacometti– pinten, dibujen y hagan esculturas. Los límites de la pintura, del dibujo y de la escultura no son muy definidos. Se superponen unos a otros y pueden crear como un bloque. Hay gente que lo ve así, y yo también. Y luego están los pintores puros o los escultores absolutamente puros, que no pueden expresarse más que a través de la pintura o la escultura respectivamente; que no necesitan más de una disciplina.

En la pintura se trabaja sobre la luz y el color, y en la escultura sobre las formas, pero la escultura antiguamente iba pintada. Es decir que en la escultura antigua estaba también la pintura. Entonces hay muchísima relación; son como las formas literarias en la literatura. No tienen unos límites muy definidos y no los han tenido nunca.

I.─ ¿Por qué su predilección a utilizar la tabla como soporte?

A.L.─ Cuando pinto por ejemplo temas urbanos tengo que ir con el soporte a una terraza, traerlo, llevarlo, le da el sol… digamos que tiene que soportar muchas incidencias. No es un trabajo que hagas en el estudio de una manera cómoda y tranquila. El soporte puede sufrir inclemencias del tiempo a veces. Y siempre he pensado que la tabla aguanta mejor que el lienzo. En ocasiones he pintado en tabla cosas hechas en el interior, porque la tabla tiene también una consistencia que es muy estimulante. Puedes raspar, puedes arañar, puedes insistir, puedes hacer muchas cosas. En el lienzo no puedes hacer todas esas cosas. El lienzo tiene una ternura, una blandura muy sensible, pero a veces deseas una superficie de mayor dureza. Yo he trabajado con gusto en las dos superficies.

I.─ ¿Qué dificultades ve en trabajar con grandes dimensiones? ¿Qué aportan estos formatos en relación con los usuales?

A.L.─ Miguel Ángel pintó la Capilla Sixtina que es enorme, los pintores griegos trabajaban sobre los muros de los templos y de los edificios públicos. El tamaño sería enorme. Luego se achicó mucho cuando el destino de la pintura eran los domicilios particulares de la burguesía y de la gente. Se ha alternado el tamaño grande con el tamaño pequeño en toda la historia de la pintura. La cueva de Altamira es una superficie muy grande.

Se ve claramente en Velázquez: si quiere hacer un retrato, el soporte es más pequeño que si quiere hacer dos figuras. Y si quiere hacer el retrato completo de una persona, es mayor que si solamente quiere hacer la cabeza. Está mucho en función de lo que tú quieras hacer. Cuando yo quiero retratar la ciudad de Madrid y quiero abrir mucho la visión a la ciudad, representar casi en todo lo que el ojo ve, no lo puedo hacer en un tamaño pequeño.

I.─ ¿Hay algún tema que le hubiera gustado retratar y que no haya abordado hasta la fecha? ¿Ha pintado alguna vez la mar?

A.L.─ La mar muy poco, porque nunca he vivido cerca del mar. He pintado pocas veces el mar quizá por eso, por falta de proximidad, porque no está incorporado a mi vida, ya que nací en Tomelloso, que está casi en el centro de España.

I.─ ¿En qué sentido le han podido influir sus orígenes manchegos?

A.L.─ Yo sé que mucho, pero no sé muy bien en qué. El país y el lugar de origen nos marca mucho, además la nación. También nos marca Europa, aunque un griego y un inglés son muy distintos. Veo eso reflejado en el arte con una evidencia enorme, me impresiona mucho ver la diferencia.

I.─ ¿Qué características de Madrid le han servido de inspiración?

A.L.─ A mí Madrid a veces me parece feo, a veces me parece duro, a veces desproporcionado. Es una ciudad muy marcada por la supervivencia de las personas. No es como París, Roma o Nueva York que parecen un escaparate de lo más hermoso que el hombre pueda dar en términos de arquitectura. Y me gusta por eso, porque es un resumen, un retrato de lo español.

I.─ ¿Qué opina usted del arte griego clásico y del helenístico?

A.L.─ Creo que ha sido una inspiración para Occidente durante siglos; primero y sobre todo para Italia, pero después ha pasado a España, a Francia, a Inglaterra, al Occidente y a todo el mundo... Yo no distingo entre el arte griego y el helenístico. A partir del Medievo hasta ahora el arte griego es el que más ha influido en Occidente. Ha sido la base de todo lo que ha ocurrido después. Y eso quedando tan pocas obras originales. Casi todo se destruyó y se conoce de una manera muy fragmentaria, a través de copias romanas y de descripciones de los viajeros. Me parece lo más grande.

Es un misterio lo que ocurrió hace dos mil años y luego dejó de ocurrir. También es un misterio para mucha gente y para mí cómo es el arte griego moderno de los siglos XIX y XX, porque no se sabe casi nada. Es una pena que no haya exposiciones de ese periodo, porque el siglo XIX ha dado muestras maravillosas en toda Europa.

I.─ Sabemos que a finales de los años 50 recibe una beca para viajar a Grecia. ¿Cómo fue esa experiencia?

A.L.─ Fui a Atenas en el año 1958 con un amigo que es también un gran admirador de la cultura griega. Yo tenía 22 años y mi amigo era un poco mayor que yo. No sabíamos nada de griego, pero como lo que queríamos era ver esculturas, ver monumentos, conocer todo aquello… con un poco de italiano pudimos comunicarnos. Los atenienses eran muy atentos y amables con nosotros. Se notaba que habían recibido visitas de mucha gente. ¡Fue una experiencia maravillosa!

I.─ ¿Visitaron otros sitios aparte de la capital?

A.L.─ No, estuvimos todo el tiempo en Atenas. Quisimos ir a la isla de Delos, pero hacía mal tiempo y no pudimos ir.

I.─ ¿Conoce personalmente a algún pintor griego?

A.L.─ A Perdikidis lo conocí cuando todavía estaba estudiando Bellas Artes en la Escuela. A Madrid vinieron tres artistas plásticos griegos: los pintores Perdikidis y Márkelos y el grabador Papayeoryíu. Nos resultaron muy simpáticos. Perdikidis era muy alto, Papayeoryíu era más pequeño y Márkelos era el más reservado de los tres. Los «dos Dimitri» (Perdikidis y Papayeoryíu) se quedaron aquí bastantes años.

I.─ Al final de la película documental El sol del membrillo, manifiesta usted su deseo de realizar un viaje a Grecia y posteriormente llegó a visitarla. ¿Qué le aportaron esos dos viajes a Grecia?

A.L.─ Después de acabar la película, en las Navidades del año 90, nos fuimos Mari y yo a Atenas. Fue mi segundo viaje y ya no he vuelto. Yo volvería de nuevo a Grecia. No sé lo que te aporta; te aporta placer. Yo no voy para aprender, voy porque me gustar ir a ese lugar. Es como una necesidad y un placer, las dos cosas juntas. Lo que sacas en limpio es muy difícil de saber, y eso ya no me preocupa nada, pero seguro que es algo bueno.

I.─ ¿Qué aporta la cultura clásica a su obra, en líneas generales?

A.L.─ Los primeros hombres que expresaron sus sentimientos a través del arte, fuera ya de los hombres de las cavernas o de los pueblos primitivos, digamos desde el terreno del arte claramente que es Egipto, Mesopotamia, Grecia, son los que construyen el lenguaje de la pintura, de la escultura, del relieve, de la arquitectura. Cuando llegan los romanos digamos que todo está ya resuelto por ellos, y resuelto maravillosamente bien. Eso es una maravilla contemplarlo y eso entra en nuestro aprendizaje y en nuestra cultura de una forma muy poderosa. Toda esa etapa que llega hasta que aparece Cristo es algo maravilloso y sin igual. Para mí, como amante del arte, es algo que te hace creer en el hombre. Todos venimos de esas culturas, no solamente los artistas sino todos.

I.─ De haber nacido y vivido en Grecia, ¿puede imaginar cómo habría sido su obra? ¿Habría sido Atenas –como lo es Madrid– uno de sus temas principales?

A.L.─ Si en el año 1936 en vez de nacer en España hubiera nacido en Grecia, de verdad no sé lo que hubiera pasado, pero seguro que sería algo así, el vínculo temático sería el lugar de nacimiento.

I.─ ¿Hasta qué punto le ha influido la tradición pictórica española desde Zurbarán a escuelas más modernas?

A.L.─ Creo que el último que llega en cualquier campo es siempre el heredero de todo lo anterior. Pero uno no sabe en qué medida le influye todo lo que ha heredado. Εn mí no se trata de una decisión voluntaria. Yo como soy español, tengo que tener inevitablemente una influencia de lo español en mi espíritu, mi educación y mi sensibilidad. Pero ahí están otras muchísimas cosas, sería una lista larguísima.

I.─ ¿Qué opina de El Greco?

A.L.─ El Greco era un extranjero en España; intentó imitar el arte español, sin embargo él nació en Creta, pero venía de Venecia ya muy formado en el lenguaje de la pintura manierista. Se encuentra con un país que le impresiona mucho, con unas gentes de luto, muy severas. Eso lo pone en evidencia, pero desde su condición de un hombre que no es de allí. Exagera mucho las cosas. El español nunca lo exagera tanto, porque no lo necesita exagerar. El Greco imita lo español y lo imita muy bien, con mucho arte.

I.─ ¿Ha tenido alguna vez la tentación o la necesidad de expresarse por medio de otros estilos que no sean el realismo?

A.L.─ No. Yo he creído siempre en la figuración, en el realismo. Creo que es muy difícil, creo que hay que afinar mucho y tener mucha cultura y muchas facultades, mucho acierto y mucha suerte.

I.─ ¿Usted cree que la realidad es algo tangible y se puede atrapar en un lienzo o en una escultura?

A.L.─ Siempre ha sido así, como en una novela, en unas notas musicales y hasta en las formas de la arquitectura se atrapa. Todo sale de la realidad si sale de nosotros.

I.─ ¿La realidad existe?

A.L.─ Sí, yo diría que sí. Puedo dudar de otras cosas, pero de que la realidad existe, no. ¿A qué podemos llamar la realidad? La realidad es el mundo visible. Mientras estamos vivos, estamos en la realidad. Nosotros y todo lo que nos rodea es la realidad. Los sueños también pertenecen a la realidad.

I.─ Simónides de Ceos, poeta lírico griego, dijo que «la poesía es pintura parlante y la pintura es poesía muda». ¿Le parece una definición acertada?

A.L.─ Sí, puede ser así. El arte está hecho siempre para expresar sentimientos. Funciona de la misma manera en la música, la pintura, la arquitectura, la literatura.

I.─ Sabemos que uno de sus próximos proyectos está basado en la decoración de una de las cúpulas de la basílica del Pilar de Zaragoza. Cuéntenos –en la medida de lo posible– cómo marcha ese proyecto y qué supone para usted tomar parte en un proyecto de temática religiosa.

A.L.─ Este proyecto comenzó como posibilidad hace muchos años, hace quizá veinte años. Se pusieron en contacto conmigo los responsables de la basílica del Pilar para pedirme que hiciera algún trabajo allí. En aquel momento dije que no, porque no veía que pudiera aportar nada en ese sentido. Muchos años después, hace tres años más o menos, contacté con ellos porque he tenido la sensación de que ahora sí que podría hacer algo que tiene que ver con lo religioso. A mi manera de ver, lo religioso en principio está en todo, no está solamente en la representación de la temática religiosa. Puede estar en la manera de mirar la vida. En ese sentido pienso que aunque yo no sea religioso de la manera que podía serlo una persona prácticamente, creo que sí puedo expresar un sentimiento religioso y que puedo materializar e incorporarlo a la basílica. Pero lo haré como yo lo siento. El tema está en trámites ahora mismo.

Fue un gran honor y un placer la realización de esta entrevista que muy amablemente nos concedió Antonio López y a través de estas pocas líneas se lo agradezco mucho de nuevo. Deseo que los lectores la encuentren interesante y la disfruten tanto como yo.

Damos las gracias a Yorgos, Javier y «Miltos» que nos animaron a contemplar la posibilidad de esta entrevista, cada uno a su manera. Agradecemos también a toda la gente que envió preguntas y participó en su realización.

Algunas de las obras más representativas de Antonio López: http://www.ispania.gr/fotogalerias/fotogaleras/-obras-de-antonio-lpez


Antonio López
Apuntes biográficos

Paula Luengo

1936
Nace el 6 de enero en Tomelloso, Ciudad Real; es el mayor de cuatro hermanos (Josefina, Diógenes y Carmen). Su familia, que goza de una situación acomodada, se dedica a trabajar en sus tierras de cultivo.

Desde muy pronto demuestra sus dotes para el dibujo. Le inicia en la pintura su tío Antonio López Torres, pintor paisajista. Antonio comienza realizando copias a lápiz de láminas y posteriormente dibujos del natural de bodegones que le prepara y dirige su tío. Se trata de composiciones básicas.

1949
Durante el verano su tío convence a los padres de Antonio para que se pueda ir a estudiar Bellas Artes a Madrid. En octubre y con tan sólo trece años se traslada a Madrid para iniciar su formación artística y preparar su ingreso en la Escuela Superior de Bellas Artes de San Fernando. Dibuja en la Escuela de Artes y Oficios y en el Museo de Reproducciones Artísticas copias de obras clásicas griegas o romanas, lugar donde conoce a Francisco Nieva. Este mismo año conoce a Joaquín Ramo cuando ambos participan en un concurso organizado por las escuelas de Artes y Oficios de Madrid.

1950-1955
Tras aprobar el examen de ingreso en julio, estudia en la Escuela Superior de Bellas Artes de San Fernando. A partir de entonces entabla una larga y estrecha amistad con algunos de sus compañeros, entre ellos Julio y Francisco López Hernández, Enrique Gran, Amalia Avia, Lucio Muñoz, Isabel Quintanilla y Carmen Laffón.

1955
Termina sus estudios con numerosos premios. En el último curso conoce a la pintora María Moreno, con la que se casará en julio de 1961.

Viaja a Italia con Francisco López gracias a una beca del Ministerio de Educación (III Concurso Nacional para Artistas Plásticos).

Expone en la muestra colectiva en las salas de la Dirección General de Bellas Artes: Antonio López, Lucio Muñoz, Julio López Hernández y Francisco López Hernández. Trabaja en Tomelloso y en Madrid hasta el año 1960. Se centra en la figura humana y en el paisaje y realiza retratos familiares, naturalezas muertas y paisajes con figuras en su entorno y sus amistades: Sinforoso y Josefa, 1955; Mis padres, 1956; Los novios, 1955; Cabeza griega y vestido azul, 1958.

1957
Participa en la Exposición de artistas manchegos de hoy, Museo Nacional de Arte Moderno, Madrid.

Recibe el Premio de la Diputación de Jaén en la Exposición Nacional de Bellas Artes.

En diciembre tiene lugar su primera exposición individual en el Ateneo de Madrid, en la Sala del Prado: Antonio López García y su tiempo.

1958
La Fundación Rodríguez Acosta de Granada le otorga el Premio Naturaleza Muerta con el que viaja a Grecia y el Ministerio de Educación una pensión de estudios con la que viaja a Roma en compañía de Francisco López.

1959
Participa en la XX Exposición manchega de artes plásticas en Valdepeñas, Ciudad Real.

1960
En este momento su trabajo se divide entre obras plenamente realistas (Carmencita jugando, 1959-1960) y obras en las que combina elementos reales con otros imaginarios, oníricos, surrealistas o misteriosos (La alacena, 1962-1963; La aparición, 1963): todo ello es fruto de la influencia de la Roma y Grecia clásica, la pintura italiana renacentista, la pintura metafísica, el realismo europeo y la Nueva Objetividad.

Comienza a pintar vistas de Madrid en formato panorámico y desde la distancia, como El norte de Madrid desde La Maliciosa, 1962-1964, y Madrid Sur, 1965-1985).

1961
Exposición individual en la Galería Biosca de Madrid.

Recibe una beca de la Fundación Juan March; posteriormente, su obra Figuras en una casa entra a formar parte de la colección de esta institución.

1962
El 21 de mayo nace su hija María.

1964
El 28 de abril nace su hija Carmen.

Comienza a formar parte de los artistas representados por la Galería Juana Mordó de Madrid, participando en su exposición inaugural.

Es nombrado profesor encargado de la cátedra de Preparatorio de Colorido en la Escuela de Bellas Artes de San Fernando, cargo que ocupará hasta 1969.

Participa en las exposiciones colectivas estadounidenses The 1964 Pittsburgh International Exhibition of Contemporary Painting and Sculpture, en el Museum of Art, Carnegie Institute, Pittsburgh, y en Pintores españoles contemporáneos en la Feria Mundial de Nueva York.

1965
Recibe el Premio Nacional de Arquitectura, junto al arquitecto Heliodoro Dols.

La Staempfli Gallery de Nueva York le organiza su primera exposición individual en Estados Unidos. Tres años más tarde, la galería organizará una segunda muestra con la que se da a conocer al artista internacionalmente.

A partir de 1966 su obra se torna más realista. Antonio López se centra en la representación de objetos y figuras. Pinta, esculpe o dibuja en profundidad aquello que ve, todo lo que le emociona, lo que conoce y pertenece a su entorno físico y afectivo más inmediato y cotidiano.

Tiene preferencia por los interiores de las viviendas: interiores de estudio, espacios vacíos y cuartos de baño. El váter, 1966; Lavabo y espejo, 1967, Taza de váter y ventana, 1968-1971, Estudio con tres puertas, 1969-1970 y El cuarto de baño, 1970-1973 son óleos y dibujos destacados de este género.

1970
Comienza su relación profesional con la galería Marlborough.

1972
Exposición Antonio López García en la Galleria Galatea de Turín y en la Galerie Claude Bernard de París.

En estos años aparecen en su trabajo las ventanas como elementos que conectan el interior con el exterior y que permiten la contemplación del mundo: Ventana grande, 1972-1973, Ventana por la tarde, 1974-1982, Ventana de noche. Chamartín, 1980.

1973
La galería Marlborough de Londres organiza una importante exposición colectiva sobre realismo Contemporary Spanish Realists con los artistas Miguel Ángel Argüello, Amalia Avia, Claudio Bravo, Julio Hernández, Carmen Laffón, Francisco López, María Moreno, Daniel Quintero y Antonio López.

1974
Participa en la exposición colectiva Hyperréalistes américains. Réalistes européens en el Centre d´ art Contemporain de París.

Premio de la Ciudad de Darmstadt, Alemania. Al año siguiente colabora con la muestra Realismus und Realität en la Kunsthalle de Darmstadt.

Antonio plasma la realidad como la percibe en un proceso lento y susceptible de cambios. Por ello, algunas de sus obras tardan mucho tiempo en completarse o están todavía en proceso de realización: Gran Vía, 1974-1981; Madrid desde Torres Blancas, 1974-1982; Madrid desde Capitán Haya, 1987-1996.

1978
Miguel Fernández-Braso publica La realidad en Antonio López García, tercer número de la colección Poliedro de Ediciones Rayuela, Madrid.

1980
Todavía pasa temporadas en Tomelloso trabajando. Le sigue atrayendo enormemente la estructura urbana, de calles anchas y rectas que se fugan en la distancia: Calle de la Feria, 1980; Tomelloso, Calle Nueva, 1980; Calle de Tomelloso, 1980.

1982
Expone en Arti visive ’82 de la Bienal de Venecia.

1983
Recibe el premio Pablo Iglesias y la medalla de oro al Mérito en las Bellas Artes.

1985
Premio Príncipe de Asturias de las Artes y ABC de Oro.

Es seleccionado junto a Chillida y Tàpies para exponer en Europalia ’85. España, en el Musée d´ Art Moderne de Bruselas, con una muestra individual.

Primera exposición retrospectiva organizada por la Fundación Juan March en el Museo de Albacete.

1986
Medalla de oro de Castilla-La Mancha.

La exposición individual que organiza la galería Marlborough en Nueva York supone una nueva toma de contacto con el público norteamericano. La muestra viajará después, en versión reducida, a la sede londinense de la galería.

1990
Medalla de oro de la Comunidad de Madrid.

Se publica la monografía más completa del artista escrita por Michael Brenson, Francisco Calvo Serraller y Edward J. Sullivan, Antonio López García. Dibujos, pinturas, esculturas, editado por Lerner y Lerner Editores, Madrid. Ese mismo año, Rizzoli International Publications, Inc., Nueva York, publica la versión en inglés: Antonio López García. Drawings. Paintings. Sculptures.

1992
El director de cine Víctor Erice realiza el largometraje El sol del membrillo, centrado en el proceso creativo de Antonio López mientras pinta un árbol de membrillo en el patio de su casa. El film es galardonado en el Festival de Cine de Cannes (premio de la Crítica Internacional y premio del Jurado), en el Chicago International Film Festival (Hugo de Oro) y en el Festival de Cine de Montreal, Canadá, en el año 2000, donde le es otorgado el premio a la Mejor Película Extranjera.

Recibe el Premio Tomás Francisco Prieto de la Casa de la Moneda, Madrid.

1993
En enero es nombrado miembro de número de la Real Academia de Bellas Artes de San Fernando.

Entre mayo y julio tiene lugar Antonio López. Pintura, escultura, dibujo, la gran exposición antológica del artista en el Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía de Madrid Antonio López. Pintura, escultura, dibujo.

La prestigiosa revista de arte Art in America publica en su número de octubre el artículo de Max Kozloff Antonio López, painter of Madrid.

1994
Vuelve a retomar temas frutales y vegetales de los años setenta y ochenta como los ciruelos, membrilleros y almendros en flor: Calabazas, 1994-1995; Membrillos y calabazas, 1994; Frutas y verduras, 1988; Membrillero de poniente 3, 1988; Membrillos, granadas y cabeza de conejo, 1988. Estos dibujos hunden sus raíces en su etapa inicial, cuando ya realizaba pinturas de parras (La parra, 1955), de membrilleros (Membrillero, 1961) y de flores (Granadas y rosas, 1957).

1995
Representa a España en la Bienal de Venecia junto a Antonio Saura, Eduardo Arroyo y Andreu Alfaro.

La muestra Antonio López. Proceso de un trabajo se expone en la Fundación Focus de Sevilla.

1996
Acaba Madrid desde Capitán Haya, 1987-1996 y Afueras de Madrid desde el cerro Almodóvar, 1991-1996.

1998
Es nombrado miembro del Real Patronato del Museo del Prado, cargo que ocupará hasta mayo de 2009.

2001
Se instala en el claustro del Patio Herreriano del monasterio de San Benito de Valladolid el Retrato de Sus Majestades los Reyes de España Don Juan Carlos y Doña Sofía. Las dos figuras sentadas en bronce son un encargo conjunto del Ayuntamiento de la ciudad a los escultores Francisco y Julio López Hernández y Antonio López en 1998. Será su primera escultura monumental al aire libre.

En octubre se expone en el Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía el grupo escultórico Hombre y Mujer, 1968-1994 y diecinueve dibujos preparatorios, que pasarán a formar parte de la colección del museo como dación por parte de Repsol.

2003
Premio de Artes Plásticas y Arquitectura de El Mundo y la Comunidad de Castilla La Mancha.

2004
Es nombrado miembro honorario de la American Academy of Arts and Letters de Nueva York. En julio recibe la medalla de honor de la Universidad Internacional Menéndez Pelayo, Santander, y en septiembre, el premio Ciudad Alcalá de Henares de las Artes.

2006
En junio le es otorgado el premio Velázquez de las Artes Plásticas.

Presenta en la Asamblea de Madrid Madrid desde la torre de bomberos de Vallecas, 1990-2006, su mayor paisaje urbano hasta el momento.

2008
Su primera exposición retrospectiva en Estados Unidos tiene lugar en el Museum of Fine Arts de Boston en abril. El museo adquiere la pareja de esculturas monumentales Carmen dormida y Carmen despierta para su colección permanente.

El día y La noche se instalan en la estación de Atocha, Madrid.

2009
Recibe el premio Penagos de Dibujo de la Fundación Mapfre, Madrid.

2010
Se le concede la medalla de oro del Ayuntamiento de Madrid.

TF Editores, Madrid, publica Antonio López. Dibujos, con textos de Antonio López y Francisco Calvo Serraller.

La escultura monumental La mujer de Coslada se inaugura en la rotonda de la avenida de la Constitución del municipio de Coslada.

Entrevista: Sofía Roilidou
Transcripción, traducción al griego, revisión general: Vicky Rouska
Los apuntes biográficos fueron extraídos del Catálogo de la Exposición de Antonio López, editado por la Fundación Colección Thyssen-Bornemisza.