Το τραγούδι

Η προφορικότητα έχει αναλάβει να διηγηθεί αυτή την ιστορία που ποτέ δε γράφτηκε για τον τσιγγάνικο λαό, τον αναλφάβητο, την ιστορία την τόσο γεμάτη από αδικία, από μυστήριο και εικασίες, τόσο σκοτεινή και κτηνώδης, τόσο γεμάτη από φόβο. Οι συνήθειες και ο χαρακτήρας του τσιγγάνου, η σχέση του με το φόβο ή η προσοχή του απέναντι στην ορίζουσα δύναμη είναι μια αντανάκλαση της μνήμης ενός λαού που έχει την ψυχή «χτυπημένη». Το τραγούδι, λοιπόν, είναι το πιο ανεβασμένο μέσα σ αυτή την προφορική παράδοση που διηγείται τη συλλογική ιστορία του τσιγγάνο-ανδαλουσιάνικου λαού.

Ο ποιητής Félix Grande στο έργο του «Μνήμη του φλαμένκο» διηγείται ότι ρωτώντας τον Manolito el María γιατί τραγουδούσε, εκείνος ο γέρος τσιγγάνος απάντησε : «Γιατί θυμάμαι αυτά που έχω ζήσει». Ο cantaor (ο τραγουδιστής φλαμένκο) είναι ο υπεύθυνος να μεταφέρει την ιστορία ενός λαού που έφτασε σε εδάφη ανδαλουσιάνικα και ήπιε από αυτά και από αυτούς που εκεί κατοικούσαν. Ο cantaor είναι ο εκπρόσωπος της συλλογικής μνήμης και μοιράζεται αυτό τον πόνο με αγνώστους γιατί είναι ένας πόνος παγκόσμιος ; η χαρά και ο θρήνος συνεχίζουν να έχουν την ίδια ρίζα. Η κραυγή του τσιγγάνο-ανδαλουσιανού είναι το κλάμα του πόνου, είναι ο πόνος της παραίτησης. Για τον ποιητή Federico García Lorca, τα τραγούδια των πρωτόγονων λαών είναι η κοινοτική έκφραση του συναισθήματος ενός λαού που ανοίγεται σε όλους. Στο φλαμένκο, το πραγματικό και το αισθητικό είναι το ίδιο πράγμα. Η κληρονομιά του είναι δράμα και ένα λεξιλόγιο μουσικό και προνομιούχο. Υπάρχουν αυτοί που λένε ότι το τραγούδι δεν είναι θέατρο ούτε προτίθεται να προκαλέσει αποτέλεσμα στο κοινό αλλά ότι είναι αυτοθεραπεία. Το τραγούδι δεν μαθαίνεται σε κανένα σχολείο.

Η τσιγγάνικη κουλτούρα, εξαιτίας της ιστορίας της, γινόταν κάθε φορά πιο περήφανη και πιο παράνομη και αυτό μεταφράζεται στο μυστήριο που περιτριγυρίζει τη γέννηση του τσιγγάνικου τραγουδιού. Ούτε καν γνωρίζουμε με βεβαιότητα την προέλευση της λέξης φλαμένκο. Φαινομενικά, κατά τη διάρκεια των αιώνων 16 και 17 αρχίζουν να εγκαθίστανται διάφορες ομάδες τσιγγάνων που μέσασε δυο αιώνες προσαρμόζονται στον ανδαλουσιάνικο τρόπο ζωής. Είναι τότε που αναδύονται οι γειτονιές οι γνωστές ως «gitanerías » στο Χέρεθ, Κάδιθ και Σεβίλλη. Η πιο αποδεκτή θεωρία διηγείται ότι το τραγούδι γεννιέται στην καρδιά κάποιων τσιγγάνικων οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στη Νότια Ανδαλουσία, στο τρίγωνο που συνορεύει ο νότος της Σεβίλλης, του Κάδιθ και τα δυτικά της Μάλαγα. Ο συγγραφέας Caballero Bonald σημειώνει ότι ήταν αυτές οι οικογένειες οι οποίες άρχισαν να χρησιμοποιούν το τραγούδι ως το «συνηθισμένο και περισσότερο αγαπητό μέσο επικοινωνίας των δικών τους και απαρηγόρητων εμπειριών». Επισημαίνει, επίσης ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε αυτούς τους τσιγγάνους και εκείνους που συνέχισαν να περιπλανώνται: «Ακόμη και η πλειονότητα των ανδαλουσιανών τσιγγάνων αισθάνονται σήμερα, με κάποιο τρόπο, πιο κοντά στους συμπατριώτες τους του Νότου παρά στα περιπλανώμενα πλήθη της φυλής τους».

Το τραγούδι ξεκινά με το να αποτελεί ένα οικογενειακό τελετουργικό που βγαίνει από τα ταπεινά σπίτια και επίσης είναι η πνιγμένη κραυγή που βγαίνει από τη μοναξιά των κελιών των φυλακών. Λέγεται ότι το τραγούδι γεννιέται ανάμεσα σε δυο μέταλλα : την αλυσίδα και το καντήλι.

Η φυλή

Η σημασία της οικογένειας και η συνείδηση ότι όλοι ανήκουν στην ίδια φυλή γίνεται εμφανές στο λεξιλόγιο. Αποκαλούνται «ξάδερφος», «θείος» ή «ανιψιός» ανάλογα με την ηλικία του καθενός. Φροντίζουν τους ηλικιωμένους τους μέχρι την τελευταία αναπνοή και ο σεβασμός που αισθάνονται για αυτούς και τους προγόνους τους αντανακλάται στο φλαμένκο, γιατί κάθε cantaor τείνει να αναφέρει το όνομα του δημιουργού του κάθε τραγουδιού που ερμηνεύει και φροντίζει τη συντήρηση της πρωτότυπης μορφής αυτού του τραγουδιού. Το να προσβάλλει κανείς τους νεκρούς τους είναι πάρα πολύ σοβαρό.

Το τραγούδι γεννήθηκε από σπίτι σε σπίτι, από ιεροτελεστία σε ιεροτελεστία, από οικογένεια σε οικογένεια, είναι μια απάντηση, μια ανακούφιση, μια κραυγή διαβεβαιωμένης επανάστασης. Ότι το θέμα της ανδαλουσιανής τέχνης είναι ο θάνατος, αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός.

Μετά το 19ο αιώνα, ο ρομαντισμός, στο ζήλο της εισβολής στην πραγματικότητα, μετατρέπει τον τσιγγάνο σε σύμβολο της περιπέτειας, της μαγείας και της ανεξαρτησίας και παίρνει το νομαδισμό του ως πρόκληση στην υπάρχουσα κοινωνία. Το στυλ φλαμένκο γεμίζει τόσο τις ταβέρνες όσο και τα σαλόνια των ευγενών και οι λαϊκές τάξεις αρχίζουν να συμπαθούν το τσιγγάνικο στοιχείο. Είναι τότε, στις αρχές του 19ου αιώνα όταν ξεκινούν τα πρώτα δημόσια τραγούδια ;ακούγονται στους αμπελώνες των ανδαλουσιάνικων χωραφιών, στις ταβέρνες και στα πορνεία και γίνονται δημοφιλή στα καφενέια. Το φλαμένκο μετατρέπει την κιθάρα στο δικό του μουσικό όργανο και το χτύπημα των ποδιών των χορευτών φέρνει το ρυθμό στην ήδη εμπεριέχουσα ανταρσία.

Η μουσική

Φαίνεται ξεκάθαρο ότι κάποιες από τις βασικές αιτίες της δημιουργίας του φλαμένκο είναι : από τη μια πλευρά η πλούσια φυλετική ιστορία της Ανδαλουσίας και η ικανότητα της να αφομοιώνεται με όλους τους πολιτισμούς που πέρασαν από αυτή ; και από την άλλη, η κτηνώδης ιστορία του τσιγγάνικου λαού, η καλή του διάθεση για την οικειοποίηση των διαφόρων μουσικών και το φυσικό χάρισμα του για το ρυθμό. Ο μουσικός Manuel de Falla μιλάει για τρία στοιχεία που πρέπει να έχουμε υπόψη στην ισπανική μουσική ιστορία: το βυζαντινό τραγούδι, προσαρμοσμένο από την ισπανική καθολική εκκλησία, την εισβολή των αράβων και την άφιξη των τσιγγάνων στην Ισπανία. Για τον Falla είναι ακριβώς αυτά που «δίνουν στο ανδαλουσιανό τραγούδι τον καινούριο τρόπο από τον οποίο αποτελείται το cante jondo ». Είναι αυτά, λοιπόν, που φέρνουν το πάθος, την τραγική αίσθηση της ζωής και την τραγουδιστική παράδοση γεμάτη από ινδικές αναμνήσεις. Προκαλεί ενδιαφέρον ότι η συνήθεια της εμψύχωσης (jaleo) των τραγουδιστών και των χορευτών προέρχεται από μια συνήθεια εβραϊκή; στα εβραϊκά «jalel» σημαίνει εμψυχώνω.

Αλλά ίσως το πιο χαρακτηριστικό στο φλαμένκο είναι η ρυθμική του πολυπλοκότητα. Η σημασία που έχει ο ρυθμός ως δημιουργός των συναισθημάτων συγγενεύει με το ρυθμό των ινδικών Ragas. Η ινδική φωνή είναι ένα βασικό εργαλείο και η κληρονομιά που έχει αφήσει στο φλαμένκο είναι η χρήση της επανάληψης ως στολίδι. Επιπλέον υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στο ινδικό tarana και το φλαμένκο, όπως είναι ο αυτοσχεδιασμός στη φωνή. Επίσης, συναντούμε και στη τζαζ αυτό το φαινόμενο στο οποίο οι λέξεις αντικαθίστανται με ονοματοποιία και είναι επιλεγμένες εξαιτίας της ρυθμικής τους αξίας. Η φωνή μιμείται τον ήχο του οργάνου. Στο φλαμένκο χρησιμοποιείται για να τονίσει τη ρυθμική δύναμη σε συγκεκριμένες στιγμές στις «bulerias». Τότε λοιπόν η φωνή μετατρέπεται σε ένα γρήγορο όργανο που τονίζει το αρχέγονο του τραγουδιού.

Δείτε το Μέρος Α' εδώ

Πηγή: Punto y Coma