Από τον ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΑ

Η περίοδος της «Βίας» (“La Violencia”) στην Κολομβία

«Βία» ονομάστηκε η αιματηρή εμφύλια σύρραξη στην Κολομβία, κατά την περίοδο από το 1945 έως το 1965[1] περίπου, της οποίας το αρχικό αίτιο υπήρξε η ριζοσπαστικοποίηση του κομματικού διπολισμού μεταξύ των δύο παραδοσιακών αστικών κομμάτων –Συντηρητικών (Conservadores) και Φιλελεύθερων (Liberales)– η οποία ωστόσο κλιμακώθηκε με τη δολοφονία του λαοφιλή φιλελεύθερου ηγέτη Ελιέσερ Γκαϊτάν (την 9η Απριλίου του 1948) και τον τρόμο τής κολομβιανής ελίτ για μία γενικευμένη κινητοποίηση των φτωχών λαϊκών μαζών εξαιτίας της[2].

Το τίμημα της «Βίας» το πλήρωσαν τελικά εις ολόκληρο οι φτωχές αγροτικές μάζες της Κολομβίας: λίγοι μόνο θάνατοι προήλθαν από μετωπικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο –υποτιθέμενα– αντίπαλων μερών. Οι περισσότεροι υπήρξαν το αποτέλεσμα άνανδρων σφαγών αμάχων, εκατέρωθεν. Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο τυπικός νεκρός λόγω της «Βίας» υπήρξε άνδρας (με μία πιθανότητα 80%), άμαχος μάλλον παρά ένοπλος, αγρότης μάλλον παρά κάτοικος πόλης, και φτωχός μάλλον παρά πλούσιος[3].

Δεν είναι ξεκάθαρο ακόμη το κατά πόσο η «Βία» υπήρξε μία κοινωνική επανάσταση των φτωχών αγροτικών μαζών. Περισσότερο υπήρξε ένα διφορούμενο «μίγμα κρατικού τρόμου, κομματικού σεχταρισμού και μίας πολιτικής “καμένης γης”, που προέκυψε από τον συνδυασμό τής κρίσης τής “δημοκρατίας του καφέ”, την αδυναμία του κράτους και τη διαμάχη για την ιδιοκτησία της γης»[4]. Σε μεγάλο βαθμό, προσέφερε στον μέσο Κολομβιανό τής εποχής το αίσθημα «ταυτότητας» που παραδοσιακά δεν είχε, προσελκύοντάς τον στις τάξεις τού ενός εκ των δύο κομμάτων, ανεξαρτήτως ταξικού, φυλετικού, ιδεολογικού ή άλλου προσδιορισμού[5].

Σε κάθε περίπτωση, ο συνολικός αριθμών των νεκρών πρέπει να κυμάνθηκε μεταξύ των 200.000 και 300.000, χωρίς να μπορούμε να είμαστε εντελώς βέβαιοι, αφού «η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της κοινής εγκληματικότητας και της βίας λόγω ιδεολογικών διαφορών υπήρξε υπερβολικά αχνή, ώστε να επιτρέπει ακριβείς “λογιστικούς” υπολογισμούς».[6]

Η «Βία» σε τρία πρώιμα έργα του Μάρκες

Πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά της «Βίας» κατατρύχουν το πρώιμο έργο του Μάρκες. Από αυτό, θα αναφερθούμε εδώ σε ένα μυθιστόρημα, το La mala hora / Η κακιά ώρα (1962),[7] και σε δύο νουβέλες του, τις La hojarasca / Τα νεκρά φύλλα (1955)[8] και El coronel no tiene quien le escriba / Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1961)[9].

Και στα τρία αυτά έργα κυριαρχεί το φάσμα ενός αδίστακτου κι αιμοσταγούς αστυνομικού κράτους, το οποίο, υπό την απειλή ενός μονίμως επικείμενου επαναστατικού κινδύνου, δεν διστάζει να προβεί στις πιο ακραίες ενέργειες. Στο μεγαλύτερο μέρος τού Η κακιά ώρα επικρατεί μία επίφαση κοινωνικής νηνεμίας, εγγυημένης υποτίθεται για όλους τους κατοίκους από τους «κοινωνικούς λειτουργούς» τού χωριού (δήμαρχος, Αστυνομία, δικαστής, παπάς κτλ). Ωστόσο, αρκεί ένα χαριτωμένο συμβάν, όπως οι αφίσες που εμφανίζονται μυστηριωδώς κολλημένες στους τοίχους των σπιτιών του χωριού, με κάποια «πικάντικα» σχόλια για την προσωπική ζωή των ενοίκων τους, ώστε να πέσουν οι μάσκες: «Ακούστε πώς έχει το θέμα: ξεκινώ να μετρώ. Μόλις φτάσω στο τρία, αρχίζω να πυροβολώ με κλειστά τα μάτια προς την πόρτα. Μάθετέ το από τώρα και στο εξής – προειδοποίησε – ειδικά απευθυνόμενος στο γιατρό –: τα αστειάκια τέλος. Βρισκόμαστε σε πόλεμο, γιατρέ» (σ. 204), είναι τα λόγια του δημάρχου, όταν πια όλες οι προφάσεις έχουν τελειώσει.

Κατά τη διάρκεια της «Βίας», η Αστυνομία υπήρξε το «αγαπημένο» όργανο τάξης που χρησιμοποίησαν κυρίως οι περιφερειακές Αρχές (σε αντιδιαστολή με την κεντρική Κυβέρνηση) των Συντηρητικών, μαζί φυσικά με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις[10]. Πολύ συχνά, κοινοί εγκληματίες στρατολογήθηκαν, ως δήμαρχοι κι αστυνομικοί[11], σε μία εκστρατεία εκφοβισμού, αρχικά εναντίον των Φιλελεύθερων και σύντομα, αδιακρίτως, κατά του άμαχου πληθυσμού και κυρίως κατά των αγροτών και των εργατών τού δημόσιου τομέα. Στο Η κακιά ώρα, ο δήμαρχος δεν νιώθει κανέναν ενδοιασμό να παραδεχτεί ότι «... οι τρεις εξ αυτών είναι κοινοί εγκληματίες, που τους έβγαλαν από τη φυλακή και τους έντυσαν αστυνομικούς» (σ. 131). Σε άλλο σημείο, γίνεται αναφορά στους τρεις «αστυνομικούς», ως «οι τρεις δολοφόνοι επί πληρωμή» (σ. 163).

Στο Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει, οι επίσημες εφημερίδες λογοκρίνονται συστηματικά: «– Δεν μπορεί να ξέρει κανείς – είπε [ο γιατρός]. Δύσκολο να διαβάσεις κάτω από την επιφάνεια αυτών που η λογοκρισία επιτρέπει να δημοσιευθούν» (σ. 23). Ο μόνος τρόπος λοιπόν για να μαθαίνει ο συνταγματάρχης τα νέα για το αντάρτικο είναι μέσω παράνομων σημειώσεων που του δίνει στα κρυφά ο γιατρός: «Ήταν μία σύνθεση των γεγονότων που συνέβαιναν στη χώρα, τυπωμένη σε πολύγραφο, που κυκλοφορούσε παράνομα. Αποκαλύψεις για την κατάσταση της ένοπλης αντίστασης στο εσωτερικό της χώρας» (σ. 27).

Το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου δεν είναι το μόνο που καταπιέζεται. Σε πλείστες όσες περιπτώσεις και στα τρία έργα γίνεται αναφορά σε απαγορεύσεις κυκλοφορίας, όποτε οι τοπικές αρχές νιώθουν να απειλούνται από πραγματικούς ή (κυρίως) επινοημένους εχθρούς: «Από εκείνην τη νύχτα και μετά, και μέχρις ότου θα έπαυαν να υπάρχουν τα αίτια που την είχαν προκαλέσει, επαναφερόταν η απαγόρευση της κυκλοφορίας» (Η κακιά ώρα, σ. 134). Στο Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει, η απαγόρευση της κυκλοφορίας αποτελεί τόσο αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας, που ο συνταγματάρχης τη χρησιμοποιεί για να κουρδίζει το ρολόι του: «...τη στιγμή που ο συνταγματάρχης τελείωνε με το κούρντισμα του ρολογιού του και περίμενε την απαγόρευση της κυκλοφορίας για να βάλει την ώρα» (σ. 65).

Ο Μάρκες μπορεί –ποιητική αδεία– να διακωμωδεί παρόμοιες καταστάσεις, όμως έχει πλήρη επίγνωση τού ότι η πραγματικότητα υπήρξε πολύ σκληρότερη. Καθώς η «Βία» γενικευόταν, το καθεστώς δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τις πιο απάνθρωπες μεθόδους εκφοβισμού και καταπίεσης των μαζών. «Ο κόσμος πρέπει να είναι φοβισμένος» λέει κάποια στιγμή ο δικαστής, στο Η κακιά ώρα (σ. 143). Και πράγματι, έχει πολλούς λόγους για να είναι. Η χήρα του Μοντιέλ, στο Η κακιά ώρα, αναφωνεί γεμάτη τρόμο: «Ο θάνατος!», μόλις αντιλαμβάνεται ότι έχει επανεμφανισθεί στην κεντρική πλατεία η, από παλιά γνώριμή της, στρατιωτική μπάντα, με τα γνωστά ανακοινωθέντα της (σ. 133). Και διευκρινίζει: «Από τότε που υπάρχει ο κόσμος, ποτέ ένα ανακοινωθέν δεν έφερε κάτι το καλό» (σ. 134).

Έχουν αρχίσει ξανά οι μαζικές φυλακίσεις[12] από το καθεστώς: «Η μικρή αυλή [της φυλακής], με τους ψηλούς, τσιμεντένιους τοίχους, τους πιτσιλισμένους από ξερό αίμα, με τα σημάδια από σφαίρες, θύμιζε τις εποχές κατά τις οποίες η χωρητικότητα των φυλακών δεν επαρκούσε κι οι φυλακισμένοι κρατούνταν έξω, στην ύπαιθρο» (Η κακιά ώρα, σ. 144). Τα βασανιστήρια έχουν αρχίσει επίσης κι ο δήμαρχος δεν διστάζει να διατάξει έναν από τους αστυνομικούς – μπράβους του: «Προσπάθησε να τον πείσεις να μας δώσει τα ονόματα αυτών που φέρνουν στο λαό την παράνομη προπαγάνδα. Εάν δεν το καταφέρεις με το καλό –διευκρίνισε– κάν’ τον να το πει με κάθε δυνατό τρόπο» (Η κακιά ώρα, σ. 166).

Πρόκειται για ένα τυπικό, λατινοαμερικάνικο, ολοκληρωτικό καθεστώς. Που στέλνει την αστυνομία και τους παραστρατιωτικούς να αποσπάσουν δια της βίας τις εκλογικές ταυτότητες των αντιφρονούντων ψηφοφόρων, ώστε να μην ψηφίσουν κατά των Συντηρητικών (Η κακιά ώρα, σ. 73-74)[13] και που δεν διστάζει να βγάλει από τη μέση οποιονδήποτε τολμά να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του εκλογικού αποτελέσματος, όπως συμβαίνει με το βίαιο θάνατο του δικαστή Βιτέλα στο Η κακιά ώρα (σ. 31). Σε βαθμό που ο καθένας γνωρίζει ότι «μόλις ξαναγίνουν εκλογές, θα αρχίσει ξανά η αιματοχυσία» (σ. 23-24). Ένα καθεστώς το οποίο, στο Τα νεκρά φύλλα, δεν δίστασε να αιματοκυλίσει ολόκληρο το Μακόντο, όταν αυτό τόλμησε να «κινητοποιηθεί» και να «κάνει τα δικά του σχέδια» για το μέλλον του, επ’ ευκαιρία των εκλογών, για να κατανοήσει σύντομα ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ποτέ αποδεκτό από το καθεστώς και τους «ένοπλους βαρβάρους» του, που –φευ– ορίζουν τη μοίρα του.

Ωστόσο, η λογοτεχνική ενόραση του Μάρκες για τη βία δεν υπήρξε αρκετά ακριβής, σε σχέση με τις πραγματικές διαστάσεις που αυτή προσέλαβε κατά την περίοδο της «Βίας».

Μία ποιητική ενόραση της βίας

Ο Μάρκες είχε ίσως δίκιο όταν διατεινόταν ότι όλα ανεξαιρέτως τα μυθιστορήματα που γράφτηκαν για τη «Βία» υπήρξαν κακά κι ότι μάλιστα ακόμη κι ορισμένοι από τους συγγραφείς τους θα το παραδέχονταν[14]. Πράγματι, οι περισσότεροι συγγραφείς, υποκινημένοι από την ιδεολογική τους στράτευση, έσπευσαν να καταγγείλουν τη «Βία» και το έπραξαν κατά έναν τρόπο «ντοκυμαντερίστικο», διάστικτο από άπειρες «ανατομικές» λεπτομέρειες των ωμοτήτων[15] και ως εκ τούτου, δεν μπόρεσαν να πάνε πέρα από μία απλή, «ποσοτική» καταγγελία μίας μανιχαϊστικής πραγματικότητας, όπως οι ίδιοι την αντιλαμβάνονταν[16].

Στην αισθητική αυτή προσέγγιση ο Μάρκες αντέταξε δύο βασικά επιχειρήματα: ότι, κατ’ αρχάς, θα πρέπει κανείς να γράφει αποκλειστικά και μόνο για όσα έχει ο ίδιος ζήσει κι όχι για όσα του υπαγορεύει η ιδεολογία του[17]. Κατά δεύτερον, αυτό που θα έπρεπε να απασχολεί έναν καλό συγγραφέα, δεν είναι οι νεκροί, αλλά οι ζωντανοί, οι οποίοι είναι άλλωστε κι αυτοί που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα μεθεόρτια του πολέμου και της βίας[18].

Το πρώτο του επιχείρημα, είναι ξεκάθαρα έωλο, όπως έχει εξηγήσει πειστικά ο Μάριο Βάργκας Γιόσα – και θα συμφωνήσουμε μαζί του: δεν είναι φυσικά απαραίτητο για ένα «καλό» μυθιστόρημα το να έχει βασισθεί σε προσωπικά και μόνο βιώματα του συγγραφέα του. Ο κρίσιμος παράγοντας που αποφασίζει την ποιότητά του είναι οι συγκεκριμένες λέξεις κι η φόρμα που αυτός επιλέγει για να το δομήσει. Κι επιπλέον, κάθε διαδικασία συγγραφής υπόκειται εκ των πραγμάτων στο «αμάρτημα» της «λογοκλοπής» και του «σφετερισμού» τού έργου προγενέστερων συγγραφέων[19]. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Μάρκες δεν ήλθε τελικά σε αντίφαση με αυτήν την πρώιμη τοποθέτησή του, όταν στην πορεία της καριέρας του συνδύασε προσωπικές εμπειρίες του κι ολόκληρη τη συνείδηση της Λατινικής Αμερικής, σε εκείνο το απαράμιλλο αμάλγαμα φαντασίας και πραγματικότητας που ονομάσθηκε μαγικός ρεαλισμός;

Όσον αφορά στο δεύτερο επιχείρημά του, ωστόσο, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε μία μεγάλη συνεισφορά στο συνολικό ζήτημα της βίας: το ακαταμάχητο εκείνο αίσθημα της μοναξιάς και της απέραντης θλίψης που αναδίδουν έργα του, όπως το Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει και, πρωτίστως το Τα νεκρά φύλλα. Οι σελίδες των βιβλίων αυτών δεν είναι βουτηγμένες στο άφθονο αίμα, που εδώ και μισή χιλιετηρίδα ρέει ακατάσχετα από τις «ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής»[20]. Δεν υπάρχει σ’ αυτές καμία νύξη στις γυναίκες της «Βίας», που ξεκοιλιάζονταν, και στα έμβρυά τους που καταστρέφονταν κι αυτά, ώστε να μην αναπαραχθούν οι οπαδοί τού αντίπαλου κόμματος[21]. Ούτε στην απαλοιφή από τον χάρτη, ολόκληρων χωριών της Κολομβίας, από τους παραστρατιωτικούς, αφού πρώτα ο άμαχος πληθυσμός τους υποβαλλόταν σε ασύλληπτης βαρβαρότητας βασανιστήρια[22].

Ο Μάρκες αρνείται τη δημοσιογραφική του ιδιότητα όταν γράφει λογοτεχνία κι αποστρέφει το βλέμμα του από συνηθισμένα φαινόμενα της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης ιστορίας, όπως τα ομαδικά όργια βασανιστηρίων κι εκτελέσεων στη Γουατεμάλα (Dos Erres) ή στο Ελ Σαλβαδόρ (El Mozote)[23]. Αρνείται να παραδοθεί στον κυνισμό και στο γκροτέσκο των σελίδων ενός Καρπεντιέρ[24]. Τον ενδιαφέρει το «μετά» κι όχι το «πριν» ή το «τώρα» της βίας. Τον ενδιαφέρει περισσότερο ο σακατεμένος ψυχισμός των εκατομμυρίων λατινοαμερικάνων που αντίκρισαν την Αποκάλυψη με τα μάτια τους, που καταδύθηκαν στις πιο μύχιες και δυσώδεις γωνιές της ανθρώπινης φύσης, που φλέρταραν με τον ίδιο τους το θάνατο κι όμως, παραδόξως, επέζησαν[25]. Προτιμά να κάνει ένα «ποιητικό» σχόλιο για τη λατινοαμερικάνικη βία, το οποίο να μπορεί κάλλιστα να έχει και πανανθρώπινες προεκτάσεις κι ας έχει κατηγορηθεί –εν πολλοίς δίκαια– ότι, έτσι, υπέπεσε στο σφάλμα τής μετατροπής τού πραγματικού σε συμβολικό[26], στο ατόπημα της «εξωτικοποίησης» του λατινοαμερικάνικου δράματος προσφεύγοντας σε έναν ακόμη ψυχολογικό μηχανισμό αυτοπροστασίας δια της άρνησης και της απώθησής του[27].

Και το καταφέρνει: οι συσχετισμοί της βίας με το ζωικό βασίλειο στο Η κακιά ώρα, για παράδειγμα, παραπέμπουν ακριβώς σ’ εκείνην την κρυφή ζώνη της ανθρώπινης φύσης γενικά, που ο Αντόρνο ονόμασε «ζώνη του κουφαριού και του χασάπη αλόγων»[28]. Τη ζώνη τής πέρα από κάθε λογική ανθρώπινης αγριότητας. Η Τρινιδάδ, η υπηρέτρια του πάτερ-Άνχελ, στο Η κακιά ώρα, έχει εφεύρει έναν «έξυπνο» τρόπο για να σκοτώνει ποντίκια: τοποθετεί ασβέστη στις γωνιές της εκκλησίας. Τα ποντίκια τον τρώνε και σε λίγο, απελπισμένα από τη δίψα, πίνουν από το «άγιο» νερό της εκκλησίας, με αποτέλεσμα ο ασβέστης να στερεοποιείται στο στομάχι τους (σ. 45). Ο Ρομπέρτο Ασίς ανασηκώνει το καπάκι της κατσαρόλας κι ενώ αντικρίζει μία τεράστια χελώνα να πλέει στο βραστό νερό, σκέφτεται ότι το άτυχο ζώο πετάχτηκε στην κατσαρόλα ζωντανό κι ότι η καρδιά του θα χτυπά ακόμη, καθώς θα το σερβίρουν (σ. 35). Κι οι άνθρωποι του τσίρκου που έχει εγκατασταθεί στο χωριό αρπάζουν αδέσποτες γάτες από τους δρόμους και τις πετάνε ζωντανές, βορά στα άγρια θηρία (σ. 91). Η επινοητικότητα της ανθρώπινης βίας υπερβαίνει κατά πολύ την αντίστοιχη των ζώων, όπως σωστά το τοποθετεί η Φράνκο, εμπνεόμενη από τη γενοκτονία των Μάγια στη Γουατεμάλα[29]. Ο ίδιος ο Φρόυντ υπήρξε κι αυτός απόλυτος για το ίδιο θέμα, όταν έγραφε στον Αϊνστάιν, ότι «δεν τίθεται θέμα τού να απαλλαγούμε ολοκληρωτικά από τις ανθρώπινες επιθετικές παρορμήσεις»[30]. Και τη διαίσθησή του τη μοιράζεται κι ο πιο σύγχρονος Βόλμαν, όταν γράφει: «Εάν η βία είναι ένα είδος σκόνης που υπάρχει μέσα στο σπίτι της ψυχής, τότε δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας τρόπος να τη βγάλουμε έξω από την πόρτα. Μπορούμε μόνο να τη μεταφέρουμε από τη μία γωνιά του σπιτιού στην άλλη»[31].

Παρότι ο Μάρκες έχει δίκαια κατηγορηθεί ότι δεν μας μετέδωσε μία επακριβή εικόνα αυτού που υπήρξε πραγματικά η «Βία» στην πατρίδα του, κατάφερε ίσως να δημιουργήσει ένα ποιητικό σχόλιο υψηλής λογοτεχνικής αξίας, για εκείνην την αιώνια, ανεξάλειπτη, εγγενή ανθρώπινη βία, χωρίς να προβεί σε φτηνές κι ανούσιες ηθικοπλαστικές συνταγές περί της υποτιθέμενης κατανίκησής της. Πόσο ατυχές και μάταιο θα ήταν κάτι τέτοιο άλλωστε, από ένα συγγραφέα του διαμετρήματός του.

Πρώτη δημοσίευση: Athens Review of Books, τεύχος Νοεμβρίου 2014.


Σημειώσεις

[1] Gonzalo Sánchez & Donny Meertens, Bandits, Peasants and Politics. The case of “la Violencia” in Colombia, University of Texas Press, Ώστιν, 2001, σ. xv. Τα ακριβή χρονικά όριά της είναι ρευστά. O Forrest Hylton, π.χ., την τοποθετεί στο διάστημα 1946-1957 (Evil hour in Colombia, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2006, σ. 39).

[2] Sánchez & Meertens, Bandits, ό.π., σ. 13, 15.

[3] Marco Palacios, Between Legitimacy and Violence, Duke University Press, Ντάραμ-Λονδίνο, 2006, σ. 137.

[4] Hylton, Evil hour, ό.π., σ. 39.

[5] Mary Roldán, Blood and Fire, Duke University Press, Ντάραμ-Λονδίνο, 2002. Kindle edition.

[6] Palacios, Legitimacy and Violence, ό.π., σ. 136.

[7] Plaza & Janés Editores, S.A., Βαρκελώνη, 2000.

[8] Kindle Edition.

[9] Debols!llo - Penguin Random House Grupo Editorial, S.A.U., Βαρκελώνη, 2014.

[10] Σύμφωνα με τον Palacios, κατά τη δεκαετία του 1950, στην Κολομβία δραστηριοποιούνταν περί τις διακόσιες τέτοιου είδους οργανώσεις (Between Legitimacy and Violence, ό.π., σ. 160).

[11] Roldán, Blood and Fire, ό.π., και Palacios, Between Legitimacy and Violence, ό.π., σ. 141.

[12] Τη δολοφονία τού λαοφιλούς φιλελεύθερου ηγέτη Gaitán, το 1948, ακολούθησε μία περίοδος κατά την οποία οι υπάρχουσες φυλακές της Μεντεγίν δεν επαρκούσαν και το καθεστώς αναγκάσθηκε να μετατρέψει και σχολεία της γύρω περιοχής σε κρατητήρια (Roldán, Blood and Fire, ό.π.).

[13] Ο δήμαρχος βρίσκεται προ ενός πραγματικού ηθικού προβλήματος: «η πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού δεν διαθέτει πλέον κανένα μέσο ταυτοποίησης», με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να «μη γνωρίζουν καν πώς ονομάζονται».

[14] Gabriel García Márquez, “Dos o tres cosas sobre ‘La novela de la Violencia’”, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://goo.gl/hMfGZw

[15] Williams L. Raymond, Colombian novel, αναφέρεται στο Héctor Hoyos, “García Márquez’s sublime Violence and the eclipse of Colombian literature”, Cornell University, σ. 1-16, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://goo.gl/5T301U)

[16] Jorge Rufinelli, “Gabriel García Márquez y el grupo de Barranquilla”, La Palabra y el Hombre, no. 10, Απρ.-Ιούν. 1974, σ. 26.

[17] Márquez, “Dos o tres cosas”, ό.π.

[18] Ό.π. Ωστόσο, ο Hoyos ισχυρίζεται, ότι σε αυτό το σημείο ο Μάρκες θέλησε να παρουσιάσει εαυτόν ως τον πρώτο διδάξαντα μίας στρατηγικής, την οποία αντέγραψε στην πραγματικότητα από προγενέστερους συγγραφείς της «Βίας», όπως ο Téllez (Hoyos, “Márquez’s sublime Violence”, ό.π., σ. 9-10).

[19] Mario Vargas Llosa, García Márquez: historia de un deicidio, Monte Ávila Editores, Βαρκελώνη-Καράκας, 1971, σ. 149-150.

[20] Από τον τίτλο του κλασικού πλέον βιβλίου τού Eduardo Galeano, Las venas abiertas de América Latina, Siglo XXI de España Editores, S.A., Μαδρίτη, 2002.

[21] Hylton, Evil hour, ό.π., σ. 44. Οι φονιάδες είχαν φτάσει στο σημείο να κάνουν ένα είδος «τέχνης» με τα νεκρά σώματα των άτυχων θυμάτων τους: στην τομή της «γραβάτας» π.χ., γινόταν μία τομή με ματσέτε στο λαιμό του θύματος κι από κει τραβιόταν η γλώσσα του προς τα έξω και κάτω, ώστε να θυμίζει γραβάτα (Carlos A. León, “Unusual patterns of crime during la Violencia in Colombia”, 1962, αναφέρεται στο Hoyos, “Márquez’s sublime Violence”, ό.π., σ. 6).

[22] Υπήρχαν περιπτώσεις όπου τα θύματα, πριν θανατωθούν, κατακρεουργούνταν κυριολεκτικά, με τη χρησιμοποίηση διαφόρων ειδών «εργαλείων», όπως ηλεκτρικά πριόνια (Jean Franco, Cruel Modernity, Duke University Press, Ντάραμ-Λονδίνο, 2013, σ. 11, Kindle edition).

[23] Όπου προσφιλείς μέθοδοι υπήρξαν οι ακρωτηριασμοί γεννητικών οργάνων κι οι αποκεφαλισμοί (ό.π., σ. 82, 95).

[24] Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές σκηνών βασανιστηρίων και σφαγιασμών από το καθεστώς τού στυγερού δικτάτορα-πρωταγωνιστή τού μυθιστορήματος του Carpentier El recurso del método (βλ. Franco, Cruel Modernity, ό.π., σ. 10 και Αλέχο Καρπεντιέρ, Μεθόδου τέχνασμα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1988, σ. 246).

[25] «– Δεν ξέρεις – είπε [ο κουρέας] – τι σημαίνει να ξυπνάει κανείς κάθε πρωί με τη βεβαιότητα ότι θα τον σκοτώσουν, κι όμως να έχουν περάσει δέκα χρόνια χωρίς να τον έχουν σκοτώσει ακόμη» (Márquez, La mala hora, σ. 176).

[26] Hoyos, “Márquez’s sublime Violence”, ό.π., σ. 8-9.

[27] Ό.π., σ. 12-13.

[28] Theodor Adorno, Can One Live after Auschwitz?, Stanford University Press, 2003, σ. 441.

[29] Jean Franco, Cruel Modernity, ό.π., σ. 83.

[30] Sigmund Freud, “Why War”, στο Ivan Smith, Freud Complete Works, σ. 800, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://goo.gl/8MocYB

[31] William T. Vollmann, Rising Up and Rising Down: Some Thoughts on Violence, Freedom and Urgent Means, Harper Perennial, Νέα Υόρκη, 2005, σ. 23.